Συνέχεια από: Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025
ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
Του Enrico Berti.
4. Η αναθεώρηση της μεταφυσικής στη αναλυτική φιλοσοφία και τα όριά της (2η ανάρτηση)Η ποππεριανή επανεκτίμηση της μεταφυσικής αναπτύχθηκε περαιτέρω από εκείνους τους επιστημολόγους ή ιστορικούς της επιστήμης που συνδέονται κατά κάποιον τρόπο, είτε λόγω επιρροής είτε λόγω διαμάχης, με τη σκέψη του. Έτσι, ο Ι. Λάκατος βρήκε στη μεταφυσική μια πλούσια πηγή για εκείνα τα «ερευνητικά προγράμματα» που, κατά τη γνώμη του, αποτελούν τον τυπικό τρόπο λειτουργίας της επιστήμης, ενώ ο Τ. Kuhn είδε σε αυτήν την κύρια πηγή εκείνων των νέων «παραδειγμάτων» που καθορίζουν, με τις «επιστημονικές επαναστάσεις», την πραγματική πρόοδο της επιστήμης. Ομοίως, ο J. Agassi υποστήριξε ότι οι μεταφυσικές θεωρίες αποτελούν πραγματικά πλαίσια για την επιστήμη (frameworks for science) και ο J. Watkins ισχυρίστηκε ότι μπορούν να περιέχουν ακόμη και πραγματικές προτάσεις που μπορούν να επιβεβαιωθούν από την επιστήμη. Τέλος, ο P. K. Feyerabend δήλωσε ότι για να είναι κανείς «καλός εμπειριστής» χρειάζεται περισσότερη μεταφυσική.
Παρόλο που αναγνωρίζουμε ότι όλες αυτές οι θέσεις αντιπροσωπεύουν μια αναμφισβήτητη πρόοδο σε σχέση με τον νεοθετικισμό, υπό την έννοια μιας μεγαλύτερης κριτικής διάθεσης, μιας ευρύτερης προσέγγισης των προβλημάτων και, εν τέλει, ενός μικρότερου δογματισμού, πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι, στην ουσία, δεν αγγίζουν καθόλου το πρόβλημα της λογικότητας (ή ορθολογικότητας) της μεταφυσικής — το οποίο, μετά τον Καντ, έχει καταστεί το πραγματικό πρόβλημα που αφορά αυτή τη γνωστική περιοχή — και επομένως δεν συμβάλλουν επαρκώς ούτε στον εντοπισμό μιας φιλοσοφικής ορθολογικότητας. Η αξία που αποδίδουν στη μεταφυσική εξαρτάται αποκλειστικά από το κατά πόσον αυτή επιβεβαιώνεται, έστω και εκ των υστέρων, από την επιστήμη. Συνεπώς, η μόνη πραγματική ορθολογικότητα που εξακολουθεί να αναγνωρίζεται είναι η επιστημονική, και η μεταφυσική θεωρείται ορθολογική μόνο στον βαθμό που προσεγγίζει την ορθολογικότητα της επιστήμης. Έτσι όμως αγνοείται φυσικά η πιο ουσιώδης αξίωση της μεταφυσικής, δηλαδή ότι διαθέτει μια αυτόνομη ορθολογικότητα, διαφορετική από εκείνη της επιστήμης, αλλά παρ’ όλα αυτά εξίσου αναγνωρίσιμη.
Ένα πρώτο σημάδι της ανεπάρκειας μιας τέτοιας αξιολόγησης της μεταφυσικής είναι οι συνέπειές της στο πεδίο της ιστορίας της φιλοσοφίας, δηλαδή το γεγονός ότι υπό το φως αυτής της αξιολόγησης, οι σημαντικότερες μεταφυσικές θα ήταν εκείνες που από ιστορική άποψη θεωρούνται οι λιγότερο πλούσιες σε νόημα: για παράδειγμα, στην αρχαιότητα, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος θα ήταν «μεταφυσικοί» πιο σημαντικοί από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, και στη νεότερη εποχή ένας Φαραντέι θα ήταν, ως μεταφυσικός, πιο σημαντικός από τον Χέγκελ. Αλλά, πέρα από αυτό το στοιχείο, που αποκαλύπτει ούτως ή άλλως στους επιστημολόγους και στους ίδιους τους ιστορικούς της επιστήμης μια πολύ περιορισμένη ικανότητα να κατανοήσουν την ιστορία της φιλοσοφίας, δημιουργείται η εντύπωση ότι η προαναφερθείσα αξιολόγηση της μεταφυσικής βασίζεται σε ορισμένες σοβαρές παρανοήσεις. Πρώτα απ’ όλα, οι υποστηρικτές της — δηλαδή οι παραπάνω επιστημολόγοι — θεωρούν ότι η μεταφυσική επιδιώκει να είναι μια απόλυτη, ολική, οριστική γνώση, ένα είδος «θεϊκής ματιάς» που γνωρίζει τα πάντα με απόλυτα εξαντλητικό τρόπο. Για τον λόγο αυτό, κάποιοι από τους οπαδούς τους φτάνουν στο σημείο να θεωρούν τη μεταφυσική «επιζήμια για την πίστη», επειδή την βλέπουν ως ανταγωνίστριά της, δηλαδή ως αποσκοπούσα στην επίλυση του ζητήματος της σωτηρίας, της αιώνιας ευτυχίας.
Αυτή η άποψη βασίζεται, αφενός, σε μια παρεξήγηση ορισμένων μεταφυσικών συστημάτων, όπως για παράδειγμα εκείνων του Αριστοτέλη ή του Χέγκελ, τα οποία φαίνονται να έχουν αυτήν την αξίωση (δηλαδή της ολικής και οριστικής γνώσης), ενώ στην πραγματικότητα οι πιο πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι δεν την έχουν. Αφετέρου, βασίζεται στην υιοθέτηση ως μοντέλων μεταφυσικής εκείνων των φιλοσοφιών που έχουν πράγματι απολυτοποιήσει τα αποτελέσματα των φυσικών επιστημών, όπως ο καρτεσιανισμός ή ο θετικισμός. Στην πραγματικότητα, η αναφορά στην ολότητα, που είναι χαρακτηριστικό της μεταφυσικής, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την αξίωση να αγκαλιάσει ή να κατέχει την ολότητα μέσω μιας πλήρους και εξαντλητικής γνώσης· για την ολότητα μπορεί κανείς να μιλήσει ακόμη και για να δηλώσει ότι αυτή δεν είναι καθόλου γνωστή ή ότι είναι γνωστή μόνο κατά ένα μικρό μέρος ή με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο. Παρομοίως, η αναγκαιότητα, δηλαδή η αυστηρότητα, η ακρίβεια των συμπερασμάτων στα οποία η μεταφυσική, ακριβώς επειδή είναι ορθολογική, αποβλέπει, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθεί ως οριστικότητα, τελειότητα, αδυναμία αναθεώρησης και βελτίωσης. Αντίθετα, υπάρχουν μεταφυσικές που βασίζουν την επιστημονικότητα των συμπερασμάτων τους ακριβώς στην συνεχή ανάγκη τους να αντιμετωπίζουν νέα ερωτήματα, νέες αντιρρήσεις, νέες αρνήσεις.
Εδώ αναδεικνύεται η άλλη σοβαρή παρανόηση που βρίσκεται στη βάση των προαναφερθεισών επαναξιολογήσεων/αναθεωρήσεων, δηλαδή η πεποίθηση ότι όλες οι μεταφυσικές είναι ισοδύναμες. Αυτή η παρανόηση είναι κοινή, στην πραγματικότητα, και στην αντιμεταφυσική κριτική του Νίτσε και του Χάιντεγκερ, την οποία όμως οι επιστημολόγοι και οι ιστορικοί της επιστήμης εξακολουθούν να θεωρούν ανορθολογική. Αντιθέτως, θα περίμενε κανείς από φιλολόγους όπως ο Νίτσε και ο Χάιντεγκερ μεγαλύτερη προσοχή στις ιστορικές «διαφορές» ανάμεσα στις διάφορες μεταφυσικές, και από έμπειρους λογικούς όπως οι προαναφερθέντες επιστημολόγοι να λαμβάνουν περισσότερο υπόψη τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν οι μεταφυσικοί. Το να τοποθετεί κανείς στο ίδιο επίπεδο τον Άγιο Θωμά και τον μαρξισμό, τον Χέγκελ και τον θετικισμό, τον Αριστοτέλη και τον Ντεκάρτ, σημαίνει ότι αρνείται να εξετάσει επί της ουσίας τα επιχειρήματα, δηλαδή να τα μελετήσει, και συνεπώς αποκλείει εκ των προτέρων τη λογικότητά τους. Όμως αυτή δεν είναι ασφαλώς μια ορθολογική ούτε μια κριτική στάση.
Φαίνεται λοιπόν να επιβάλλεται η ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια, τόσο ιστορική όσο και λογική, τι ακριβώς πρέπει να εννοείται με τον όρο «μεταφυσική», πόσα και ποια είδη μεταφυσικής υπάρχουν, ποια επιχειρήματα στηρίζουν το ένα ή το άλλο από αυτά και ποιες αντιρρήσεις πρέπει να προβάλλονται έναντι του ενός ή του άλλου. Ίσως θα ήταν χρήσιμο, αντί να μιλάμε γενικά για μεταφυσική, να αρχίσουμε να μιλάμε — όπως γίνεται και στην περίπτωση των επιστημών — για θεωρίες, και συγκεκριμένα για μεταφυσικές θεωρίες, ώστε να διαπιστώνουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια τι είδους επιχειρηματολογία, και επομένως τι είδους ορθολογικότητα, έχει η καθεμία από αυτές.
Θα δούμε, για παράδειγμα, ότι όλες οι μεταφυσικές θεωρίες, ακόμη και εκείνες που το αρνούνται ρητά, στην πραγματικότητα αναγνωρίζουν την αρχή της μη αντίφασης, η οποία αναγνωρίζεται και από τις επιστήμες και, ως εκ τούτου, αποτελεί ένα πρώτο κριτήριο για την αξιολόγηση της ορθολογικότητας ενός μεταφυσικού λόγου.
Είναι σαφές, πράγματι, ότι ένας λόγος που είναι φανερά αυτοαντικρουόμενος — που δηλαδή πρώτα διατυπώνει και ύστερα αναιρεί την ίδια πρόταση από την ίδια σκοπιά — δεν μπορεί να αξιώνει ότι είναι ορθολογικός. Θα φανεί ότι αυτή η αυτοαντικρουόμενη φύση, αυτή η αυτοαναίρεση σε έναν μεταφυσικό λόγο δεν είναι ποτέ ρητή, ακριβώς επειδή όλες οι μεταφυσικές αποδέχονται την αρχή της μη αντίφασης, αλλά μπορεί να είναι λανθάνουσα, σιωπηρή· αν κατορθώσει κανείς να την αναδείξει μέσω κατάλληλων επιχειρημάτων — που σ’ αυτήν την περίπτωση θα ονομάσουμε διαψεύσεις/αντιρρήσεις — τότε θα έχει ήδη επιτευχθεί μια διάκριση μεταξύ των μεταφυσικών, υπό την έννοια ότι εκείνες που δεν είναι αντικρουόμενες/αντιφατικές ούτε καν σιωπηρά (σε λανθάνουσα μορφή), θα θεωρούνται πιο ορθολογικές από εκείνες που ενέχουν λανθάνουσες αντιφάσεις, που είναι σιωπηρά αντιφατικές..
Επιπλέον, θα διαπιστωθεί ότι η αναφορά στην ολότητα προσδίδει στις μεταφυσικές διατυπώσεις έναν πραγματολογικό χαρακτήρα, επειδή η ολότητα είναι επίσης ένα γεγονός, με την έννοια ότι δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει, και ταυτόχρονα αυτή καθιστά δυνατή μια εντελώς ιδιαίτερη χρήση της διάψευσης: την καθιστά ικανή όχι μόνο να απορρίψει μια θεωρία, μέσω της απόδειξης της αυτοαντικρουόμενης φύσης της (της αυτοαντίφασης της), αλλά και να επαληθεύσει ή να αποδείξει την αντίθετή της.
Όμως, για να μη μείνει αυτός ο λόγος αφηρημένος και απροσδιόριστος — όπως συχνά συμβαίνει με τον λόγο των apriori επικριτών της μεταφυσικής ή με εκείνον των σύγχρονων επαναξιολογητών της — είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη ένας συγκεκριμένος τύπος μεταφυσικής και να εξεταστεί συγκεκριμένα ποια λογικότητα κατέχει.
Παρόλο που αναγνωρίζουμε ότι όλες αυτές οι θέσεις αντιπροσωπεύουν μια αναμφισβήτητη πρόοδο σε σχέση με τον νεοθετικισμό, υπό την έννοια μιας μεγαλύτερης κριτικής διάθεσης, μιας ευρύτερης προσέγγισης των προβλημάτων και, εν τέλει, ενός μικρότερου δογματισμού, πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι, στην ουσία, δεν αγγίζουν καθόλου το πρόβλημα της λογικότητας (ή ορθολογικότητας) της μεταφυσικής — το οποίο, μετά τον Καντ, έχει καταστεί το πραγματικό πρόβλημα που αφορά αυτή τη γνωστική περιοχή — και επομένως δεν συμβάλλουν επαρκώς ούτε στον εντοπισμό μιας φιλοσοφικής ορθολογικότητας. Η αξία που αποδίδουν στη μεταφυσική εξαρτάται αποκλειστικά από το κατά πόσον αυτή επιβεβαιώνεται, έστω και εκ των υστέρων, από την επιστήμη. Συνεπώς, η μόνη πραγματική ορθολογικότητα που εξακολουθεί να αναγνωρίζεται είναι η επιστημονική, και η μεταφυσική θεωρείται ορθολογική μόνο στον βαθμό που προσεγγίζει την ορθολογικότητα της επιστήμης. Έτσι όμως αγνοείται φυσικά η πιο ουσιώδης αξίωση της μεταφυσικής, δηλαδή ότι διαθέτει μια αυτόνομη ορθολογικότητα, διαφορετική από εκείνη της επιστήμης, αλλά παρ’ όλα αυτά εξίσου αναγνωρίσιμη.
Ένα πρώτο σημάδι της ανεπάρκειας μιας τέτοιας αξιολόγησης της μεταφυσικής είναι οι συνέπειές της στο πεδίο της ιστορίας της φιλοσοφίας, δηλαδή το γεγονός ότι υπό το φως αυτής της αξιολόγησης, οι σημαντικότερες μεταφυσικές θα ήταν εκείνες που από ιστορική άποψη θεωρούνται οι λιγότερο πλούσιες σε νόημα: για παράδειγμα, στην αρχαιότητα, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος θα ήταν «μεταφυσικοί» πιο σημαντικοί από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, και στη νεότερη εποχή ένας Φαραντέι θα ήταν, ως μεταφυσικός, πιο σημαντικός από τον Χέγκελ. Αλλά, πέρα από αυτό το στοιχείο, που αποκαλύπτει ούτως ή άλλως στους επιστημολόγους και στους ίδιους τους ιστορικούς της επιστήμης μια πολύ περιορισμένη ικανότητα να κατανοήσουν την ιστορία της φιλοσοφίας, δημιουργείται η εντύπωση ότι η προαναφερθείσα αξιολόγηση της μεταφυσικής βασίζεται σε ορισμένες σοβαρές παρανοήσεις. Πρώτα απ’ όλα, οι υποστηρικτές της — δηλαδή οι παραπάνω επιστημολόγοι — θεωρούν ότι η μεταφυσική επιδιώκει να είναι μια απόλυτη, ολική, οριστική γνώση, ένα είδος «θεϊκής ματιάς» που γνωρίζει τα πάντα με απόλυτα εξαντλητικό τρόπο. Για τον λόγο αυτό, κάποιοι από τους οπαδούς τους φτάνουν στο σημείο να θεωρούν τη μεταφυσική «επιζήμια για την πίστη», επειδή την βλέπουν ως ανταγωνίστριά της, δηλαδή ως αποσκοπούσα στην επίλυση του ζητήματος της σωτηρίας, της αιώνιας ευτυχίας.
Αυτή η άποψη βασίζεται, αφενός, σε μια παρεξήγηση ορισμένων μεταφυσικών συστημάτων, όπως για παράδειγμα εκείνων του Αριστοτέλη ή του Χέγκελ, τα οποία φαίνονται να έχουν αυτήν την αξίωση (δηλαδή της ολικής και οριστικής γνώσης), ενώ στην πραγματικότητα οι πιο πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι δεν την έχουν. Αφετέρου, βασίζεται στην υιοθέτηση ως μοντέλων μεταφυσικής εκείνων των φιλοσοφιών που έχουν πράγματι απολυτοποιήσει τα αποτελέσματα των φυσικών επιστημών, όπως ο καρτεσιανισμός ή ο θετικισμός. Στην πραγματικότητα, η αναφορά στην ολότητα, που είναι χαρακτηριστικό της μεταφυσικής, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την αξίωση να αγκαλιάσει ή να κατέχει την ολότητα μέσω μιας πλήρους και εξαντλητικής γνώσης· για την ολότητα μπορεί κανείς να μιλήσει ακόμη και για να δηλώσει ότι αυτή δεν είναι καθόλου γνωστή ή ότι είναι γνωστή μόνο κατά ένα μικρό μέρος ή με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο. Παρομοίως, η αναγκαιότητα, δηλαδή η αυστηρότητα, η ακρίβεια των συμπερασμάτων στα οποία η μεταφυσική, ακριβώς επειδή είναι ορθολογική, αποβλέπει, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθεί ως οριστικότητα, τελειότητα, αδυναμία αναθεώρησης και βελτίωσης. Αντίθετα, υπάρχουν μεταφυσικές που βασίζουν την επιστημονικότητα των συμπερασμάτων τους ακριβώς στην συνεχή ανάγκη τους να αντιμετωπίζουν νέα ερωτήματα, νέες αντιρρήσεις, νέες αρνήσεις.
Εδώ αναδεικνύεται η άλλη σοβαρή παρανόηση που βρίσκεται στη βάση των προαναφερθεισών επαναξιολογήσεων/αναθεωρήσεων, δηλαδή η πεποίθηση ότι όλες οι μεταφυσικές είναι ισοδύναμες. Αυτή η παρανόηση είναι κοινή, στην πραγματικότητα, και στην αντιμεταφυσική κριτική του Νίτσε και του Χάιντεγκερ, την οποία όμως οι επιστημολόγοι και οι ιστορικοί της επιστήμης εξακολουθούν να θεωρούν ανορθολογική. Αντιθέτως, θα περίμενε κανείς από φιλολόγους όπως ο Νίτσε και ο Χάιντεγκερ μεγαλύτερη προσοχή στις ιστορικές «διαφορές» ανάμεσα στις διάφορες μεταφυσικές, και από έμπειρους λογικούς όπως οι προαναφερθέντες επιστημολόγοι να λαμβάνουν περισσότερο υπόψη τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν οι μεταφυσικοί. Το να τοποθετεί κανείς στο ίδιο επίπεδο τον Άγιο Θωμά και τον μαρξισμό, τον Χέγκελ και τον θετικισμό, τον Αριστοτέλη και τον Ντεκάρτ, σημαίνει ότι αρνείται να εξετάσει επί της ουσίας τα επιχειρήματα, δηλαδή να τα μελετήσει, και συνεπώς αποκλείει εκ των προτέρων τη λογικότητά τους. Όμως αυτή δεν είναι ασφαλώς μια ορθολογική ούτε μια κριτική στάση.
Φαίνεται λοιπόν να επιβάλλεται η ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια, τόσο ιστορική όσο και λογική, τι ακριβώς πρέπει να εννοείται με τον όρο «μεταφυσική», πόσα και ποια είδη μεταφυσικής υπάρχουν, ποια επιχειρήματα στηρίζουν το ένα ή το άλλο από αυτά και ποιες αντιρρήσεις πρέπει να προβάλλονται έναντι του ενός ή του άλλου. Ίσως θα ήταν χρήσιμο, αντί να μιλάμε γενικά για μεταφυσική, να αρχίσουμε να μιλάμε — όπως γίνεται και στην περίπτωση των επιστημών — για θεωρίες, και συγκεκριμένα για μεταφυσικές θεωρίες, ώστε να διαπιστώνουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια τι είδους επιχειρηματολογία, και επομένως τι είδους ορθολογικότητα, έχει η καθεμία από αυτές.
Θα δούμε, για παράδειγμα, ότι όλες οι μεταφυσικές θεωρίες, ακόμη και εκείνες που το αρνούνται ρητά, στην πραγματικότητα αναγνωρίζουν την αρχή της μη αντίφασης, η οποία αναγνωρίζεται και από τις επιστήμες και, ως εκ τούτου, αποτελεί ένα πρώτο κριτήριο για την αξιολόγηση της ορθολογικότητας ενός μεταφυσικού λόγου.
Είναι σαφές, πράγματι, ότι ένας λόγος που είναι φανερά αυτοαντικρουόμενος — που δηλαδή πρώτα διατυπώνει και ύστερα αναιρεί την ίδια πρόταση από την ίδια σκοπιά — δεν μπορεί να αξιώνει ότι είναι ορθολογικός. Θα φανεί ότι αυτή η αυτοαντικρουόμενη φύση, αυτή η αυτοαναίρεση σε έναν μεταφυσικό λόγο δεν είναι ποτέ ρητή, ακριβώς επειδή όλες οι μεταφυσικές αποδέχονται την αρχή της μη αντίφασης, αλλά μπορεί να είναι λανθάνουσα, σιωπηρή· αν κατορθώσει κανείς να την αναδείξει μέσω κατάλληλων επιχειρημάτων — που σ’ αυτήν την περίπτωση θα ονομάσουμε διαψεύσεις/αντιρρήσεις — τότε θα έχει ήδη επιτευχθεί μια διάκριση μεταξύ των μεταφυσικών, υπό την έννοια ότι εκείνες που δεν είναι αντικρουόμενες/αντιφατικές ούτε καν σιωπηρά (σε λανθάνουσα μορφή), θα θεωρούνται πιο ορθολογικές από εκείνες που ενέχουν λανθάνουσες αντιφάσεις, που είναι σιωπηρά αντιφατικές..
Επιπλέον, θα διαπιστωθεί ότι η αναφορά στην ολότητα προσδίδει στις μεταφυσικές διατυπώσεις έναν πραγματολογικό χαρακτήρα, επειδή η ολότητα είναι επίσης ένα γεγονός, με την έννοια ότι δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει, και ταυτόχρονα αυτή καθιστά δυνατή μια εντελώς ιδιαίτερη χρήση της διάψευσης: την καθιστά ικανή όχι μόνο να απορρίψει μια θεωρία, μέσω της απόδειξης της αυτοαντικρουόμενης φύσης της (της αυτοαντίφασης της), αλλά και να επαληθεύσει ή να αποδείξει την αντίθετή της.
Όμως, για να μη μείνει αυτός ο λόγος αφηρημένος και απροσδιόριστος — όπως συχνά συμβαίνει με τον λόγο των apriori επικριτών της μεταφυσικής ή με εκείνον των σύγχρονων επαναξιολογητών της — είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη ένας συγκεκριμένος τύπος μεταφυσικής και να εξεταστεί συγκεκριμένα ποια λογικότητα κατέχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου