ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΕΞΟΔΙΚΩΤΕΡΑ
Προς τους νομίζοντες ότι δεικνύονται δύο θεοί εκ του ότι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος, της οποίας υπέρκειται κατ' ουσία ο Θεός, ονομάζεται από τους αγίους όχι μόνον αγένητος θέωσις άλλα και θεότης,
ή περί θείων ενεργειών και της κατ’ αυτές μεθέξεως.
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
31. Αλλά οι θεολόγοι λέγουν ότι ο Θεός είναι και της καθ' υπερουσιότητα θέσεως απείρως υπερβατικός. Τί λοιπόν; Θα πεις γι’ αυτό κτιστή την υπερουσιότητα, ώστε να μη σου γίνει σύνθετος από υπερκείμενο και υφειμένο ο Θεός; Λέγει δε και ο μέγας Βασίλειος ότι, «εις ημάς το πνεύμα είναι ως δώρον Θεού· αλλά δώρον ζωής, δώρον ελευθερίας, δώρον δυνάμεως· δια τούτο και είναι ομότιμο με τον δώσαντα». Διότι τίποτε δεν εμποδίζει να είναι ομότιμο με το υπερκείμενο κατά το αίτιον, το αχωρίστως ενωμένο προς αυτό ως ομοφυές ή ως φυσική και ουσιώδης δύναμις. Και ο Υιός άλλωστε είναι ομότιμος με τον Πατέρα, ο οποίος είναι μεγαλύτερος κατά το αίτιον. Όποιος δε λέγει κτίσμα το θεοποιό τούτο δώρο, πώς θα το πει πάλι ομότιμο με τον δώσαντα αυτό κατά τον μέγα Βασίλειο; Και πάλι, όταν λέγει· «το πνεύμα της υιοθεσίας, το αίτιον της ελευθερίας το πνέον θειότητα όπου θέλει», δεν είναι σαν να λέγει ακριβώς εκείνο το «θεοποιό δώρο, η θεότης, η θεαρχία, η αγαθαρχία, η αρχή της θεώσεως»;. Διότι ό,τι είπε εκείνος αρχή, εκάλεσε ούτος αίτιο. Αλλ’ άκουε την συνέχεια· «διά τούτο όλοι οι άγιοι είναι ναοί Θεού και Υιού και Αγίου Πνεύματος, εφ’ όσον κατοικεί σε αυτούς η μία θεότης και η μία κυριότης».
32. Βλέπεις ότι το ενοικούν στους αγίους θεοποιό δώρο είναι άκτιστο; Αλλά τo ότι λέγεται και αυτό θεότης έχουσα υπερκείμενη εαυτής την υπεράρχιον φύσιν δεν εμποδίζει να υπάρχει μία θεότης. Γιατί; Διότι και αυτή είναι άκτιστος και αδιαίρετος από εκείνην. Όπως δηλαδή ήλιος είναι τόσο η ακτίνα όσο και το σώμα από το όποιο προέρχεται η ακτίνα, και αυτό μεν είναι απρόσιτο, αυτή δε ως υφειμένη είναι προσιτή, αλλά δεν είναι για τον λόγο αυτό δυο φώτα ούτε δύο ήλιοι, έτσι θεότης είναι τόσο και το θεοποιό δώρο όσον και η χαρίζουσα τούτο αφ’ εαυτής θεαρχικωτάτη φύσις, αλλά δεν είναι δύο θεότητες. Έτσι Πνεύμα άγιον είναι τόσον το παρέχον όσο και το παρεχόμενον. Και έτσι ενώ υπάρχουν και λέγονται πολλά πνεύματα άγια, δεν εμποδίζει τίποτε να πιστεύουμε εμείς ένα. Ιδού πράγματι άκουσες ότι το Πνεύμα ως δώρο είναι μέσα μας και ότι το δώρο είναι ομότιμο με τον δώσαντα. Πώς λοιπόν θα είναι κτίσμα, αν δεν είναι κτίσμα και ο Θεός ο οποίος το έδωσε; Τούτο, αλλοίμονο, κινδυνεύουν να δεχθούν οι θεωρούντες κτιστό το θεοποιό δώρο. Αλλά βεβαίως και το παρέχον την θεοποιόν χάριν είναι το Πνεύμα το άγιον και η παρεχόμενη χάρις είναι το Πνεύμα το άγιον, όπως ακούσαμε. Και δεν είναι επιτρεπτό να αθετούμε κανένα από τα δύο, ούτε να διαιρούμε σε κτιστό και άκτιστο το αυτό Πνεύμα, αλλά να τα εννοούμε αμφότερα ευσεβώς ακούοντες τον λέγοντα ότι «του Πνεύματος την χάριν η Γραφή άλλοτε καλεί ύδωρ, άλλοτε δε πυρ, δεικνύουσα ότι τα ονόματα ταύτα δεν είναι της ουσίας αλλά της ενεργείας»
33. Επομένως το Πνεύμα κατ’ ουσίαν μεν είναι αμέθεκτο, κατά δε την θεοποιό τούτη ενέργεια, η οποία και θεότης και θεαρχία ως θέωσις καλείται κατά την οποίαν και εκχύνεται και δίδεται και αποστέλλεται αυτό το οποίον είναι πανταχού και είναι ιδρυμένο σε ακίνητο ταυτότητα μονίμως, είναι μεθεκτό από τους αξίους. Οι λέγοντες λοιπόν κτιστήν και άκτιστον θεαρχίαν και θεότητα, αυτοί είναι οι διαχωρίζοντες το Πνεύμα σε άνισους και εκ διαμέτρου αντικείμενες θεότητες· αυτοί είναι οι λέγοντες κυριολεκτικώς δύο θεούς και περιπέφτουν στην νόσο της διθεΐας. Χωρίς να το καταλάβουν λοιπόν θεωρούν το αίτιο της μιας θεότητος ως αίτιον αλλοκότου διπλόης και όπως οι έχοντες την κεφαλή γεμάτη δίνη (ζάλη) εκλαμβάνουν την εκ της παραλύσεως ανατροπή τους ως ανατροπή των ορθώς και ασφαλώς ισταμένων.
34. Τί δηλαδή; Δεν είναι το ίδιο πράγμα το θεοποιό δώρο και η θέωσις; Ο θείος Μάξιμος δεν λέγει σε πολλά σημεία των θαυμασίων Κεφαλαίων και των διεξοδικωτέρων λόγων «αγένητον την θέωσιν, ως μη έχουσαν γένεσιν αλλά ακατάληπτον εις τους αξίους φανέρωσιν»; Αλλά άκουσε πάλι τον Αρεοπαγίτη λέγοντα ότι «το θεαρχικό Πνεύμα είναι υπέρ πάσα αϋλίαν και νοητήν θέωσιν υπεριδρυμένον», και πάλι ότι «καμμίαν θέωσιν ή ζωήν δεν βλέπουμε να είναι ακριβώς εμφερής με την υπερκείμενη των πάντων αιτίαν». Ώστε εμφερής (παρόμοιος, παρεμφερής) αλλά όχι ακριβώς. Πώς όχι ακριβώς; Επειδή κατά τον θείον Μάξιμο πάλι «ο καταξιωμένος δια της χάριτος θα είναι κατά πάντα ό,τι είναι ο Θεός χωρίς την κατ' ουσίαν ταυτότητα». Αυτή είναι η διαφορά, ότι, ενώ μετέχουν των ζωοποιών χαρίτων του πνεύματος, δεν μετέχουν της ουσίας. Ποιος δε δύναται να χωρέσει ολόκληρο και τούτων εκάστην; Διότι λέγει ο μέγας Αθανάσιος ότι «οι άγιοι δεν έβλεπαν την ουσία του Θεού αλλά την δόξαν», όπως και οι απόστολοι επάνω στο όρος. Ο ίδιος άλλου, όπως είπαμε ανωτέρω, την δόξα ταύτη ονομάζει «φυσικήν δόξαν» του Θεού, καθώς και ο θείος Δαμασκηνός «φυσικήν ακτίνα της θεότητος». Ψάλλωντας μάλιστα προς αυτήν, λέγει ότι οι συναναβαίνοντες με τον Ιησού στο όρος θα δουν αυτή με δύναμη πνευματική και απόρρητον, αλλά δεν θα την δουν ολόκληρον· γι’ αυτό και την ονόμασε «αμυδρά αυγήν της θεότητος».
(συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου