Hans Georg Gadamer.
Πρόλογος.
Πρόλογος.
Έκτοτε τα Ηθικά Νικομάχεια αποτελούν για μένα το σημείο από το οποίο πιστεύω πώς η δυτική σκέψη εκφράζει απερίφραστα, ας πούμε, την ανάγκη της να ολοκληρωθεί και να συμπληρωθεί. Δεν είναι θέμα τόσο της μεταφυσικής, όσο περισσότερο, των κοινών βάσεων του ανθρωπίνου όντος. Το μαθηματικό μοντέλο δεν είναι απαραίτητο για τον Αριστοτέλη, όπως είναι για τον Πλάτωνα, ο οποίος επίσης επενδύει στα μαθηματικά μία δευτερεύουσα σημασία.
Αυτό που απασχολεί τον Αριστοτέλη είναι ένα ζωτικό, βασικό θέμα: εάν δηλαδή η γνώση πρέπει να παραμείνει στην επιστημονική της γυμνότητα ή εάν πρέπει να απευθυνθεί, σαν απαίτηση αμοιβαίας κατανοήσεως, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ο Αριστοτέλης μας άφησε τρία βιβλία για την φιλία. Το VI βιβλίο των Ηθικών λοιπόν, είναι ακόμη για μας, όπως θα είναι για τους απογόνους μας, ο οδηγός που μας φανερώνει τις αρχές της συνυπάρξεως μας, της κοινής μας ζωής.
Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ:
Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ.
Το θέμα μας έχει μία απέραντη σπουδαιότητα! Ο Αριστοτέλης είναι όπως είπε και ο Δάντης, ο δάσκαλος όσων γνωρίζουν. Κατά μία σημασία, στον Αριστοτέλη προτυπώνεται η μοίρα της Δύσεως, καθώς σ’αυτόν ολοκληρώνονται οι χαρακτήρες μίας παραδόσεως που είχε ξεκινήσει με τους προσωκρατικούς. Το θέμα μας λοιπόν είναι πιο συγκεκριμένα η σχέση ανάμεσα στον Αριστοτέλη σαν μεταφυσικό και τον Αριστοτέλη σαν θεμελιωτή της Φιλοσοφικής ηθικής. Η δήλωση πώς η μεταφυσική και η ηθική είναι εσωτερικά συνδεδεμένες δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά το πρόβλημα είναι να εξηγηθεί αυτή η σχέση. Φαίνεται αυτονόητο από το άλλο μέρος πώς στην μοντέρνα σκέψη θεωρία και πράξη είναι συνδεδεμένες και πώς επομένως και στην αρχαιότητα θα’πρεπε να υπάρχει κατά βάθος, η ίδια σχέση, αλλά ίσως το πράγμα να μην είναι τόσο απλό. Ίσως με την ανακοίνωση ήδη αυτού του θέματος εισερχόμαστε σε μία εννοιολογική ένταση, η οποία διέτρεξε συχνά την ιστορία της Δύσεως και ίσως συνεχίσει και στο μέλλον, δηλαδή την ένταση ανάμεσα στην πλατωνική παράδοση και την αριστοτελική παράδοση.
Ας αρχίσουμε λοιπόν υπενθυμίζοντας πώς η κριτική του Αριστοτέλη στην θεωρία των ιδεών δεν διέγραψε καθόλου την παρουσία του Πλάτωνος στην κουλτούρα της αρχαίας φιλοσοφίας. Σίγουρα, στον Περίπατο μεταδόθηκε η διδασκαλία του Αριστοτέλη και των μαθητών του, αλλά δεν κατέστη μία τόσο ζωντανή παράδοση όπως το έργο του Πλάτωνος. Είναι γνωστό επίσης πώς τα κείμενα του Αριστοτέλη δεν ήταν διαθέσιμα σε όλους όσους ασχολούντο με την φιλοσοφία. Και πράγματι υπήρξε μία ανακάλυψη κυριολεκτικά, όταν στο τέλος του 1ου αιώνος, η βιβλιοθήκη των αρχαίων ξαναβρήκε τα γραπτά του Αριστοτέλη, τα οποία επέστρεψαν στην κυκλοφορία πάλι.
Από το άλλο μέρος η πλατωνική παράδοση ανεπτύχθη με τους νεοπλατωνικούς διότι, με την ευαισθησία μας για τις ιστορικές διαφορές, θέλουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στον Πλάτωνα και την ερμηνεία που έδωσε ο Πλωτίνος. Ο Πλωτίνος είναι ένα από τα μεγάλα μυστήρια της ιστορίας της σκέψης. Είναι ένας άνθρωπος που δίδασκε στην Ρώμη στα Ελληνικά, και μάλιστα σε μία μουσική Ελληνική, γεμάτη μεταφορές, σε μία πρόζα η οποία θα πρέπει να είχε μία γοητεία παρόμοια με εκείνη της Καινής Διαθήκης. Είμαστε στους πρώτους αιώνες της μορφώσεως του Χριστιανισμού, στις αρχές ενός μεγάλου συνθετικού έργου. Η πρώτη μεγάλη προσωπικότης αυτής της ιστορίας είναι, όπως γνωρίζουμε ο Αυγουστίνος, ο οποίος συνήθως ορίζεται σαν ένας Χριστιανός Πλατωνιστής, αλλά ο οποίος στην πραγματικότητα είναι και ένας Αριστοτελικός. Στα σίγουρα, στην σκέψη τού Αυγουστίνου ο Αριστοτέλης δεν φαίνεται σε πρώτο ρόλο, αλλά η παρουσία του στο βάθος είναι ξεκάθαρη, διότι χωρίς τον Αριστοτέλη δεν ήταν δυνατόν να βρει τις έννοιες για να μεταφέρει και να εκφράσει τις ιδέες της Ελληνικής μορφώσεως και παιδείας στην μόρφωση της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Έτσι λοιπόν, υπήρξε πάντοτε μία διαρκής ένταση ανάμεσα στους δύο μεγάλους στοχαστές, ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Και είναι γνωστό πώς η Θεολογία της Χριστιανικής Εκκλησίας, πήρε μορφή κάτω από την επήρεια και των δύο, παρότι στο τέλος ο Αριστοτέλης, ιδιαιτέρως αφού μεταφράστηκε στα λατινικά από τα Ελληνικά και τα Αραβικά, κατέληξε να βαραίνει με τρόπο αποφασιστικό στην προσπάθεια της συνθέσεως. Γνωρίζουμε όλοι μας πώς ο Θωμάς Ακινάτης υπήρξε αυτός που συστηματοποίησε αυτή την συμπερίληψη του Αριστοτέλη στην Χριστιανική φιλοσοφία και θα ήταν ίσως ενδιαφέρον να συζητήσουμε τι σημαίνει «σύστημα», σ’αυτή την περίπτωση. Η φιλοσοφία του Ακινάτη είναι χωρίς αμφιβολία, μία θαυμαστή σύνθεση που γεννιέται από μία πολιτισμική σύνδεση εντελώς ιδιαίτερη, διότι ο Αριστοτέλης με τον οποίο ασχολήθηκε ο Ακινάτης ήταν ένας Άραβας Αριστοτέλης, Αβερροϊστής. Ίσως γνωρίζετε όλοι σας την πιο διάσημη πραγματεία τού Ακινάτη, την Σούμα εναντίον των Εθνικών (summa contra gentiles) όπου gentiles θέλει να πει άραβες, μουσουλμάνοι, και επιπλέον τις Αριστοτελικές τους ερμηνείες και τον Μοναδικό ΝΟΥ στον οποίο μετέχουν όλοι οι άνθρωποι.
Έρχεται στον νού μου, σχετικά με αυτό το θέμα, η καταπληκτική εμπειρία που προσφέρεται από την επίσκεψη στο νεκρικό μνημείο του Μαρρακές στο Μαρόκο, όπου είναι θαμμένοι οι πρώτοι σουλτάνοι. Όλοι οι τάφοι είναι χωρίς όνομα, παρόλο το μεγαλείο των προσώπων που είναι θαμμένοι. Φαίνεται να μην είναι τόσο σημαντική η ατομικότης για να παραμείνει στην μνήμη. Αυτή η εμπειρία μπορεί να θεωρηθεί σαν μία αυθεντική εμπειρία του αβερροϊσμού, του δόγματος δηλαδή σύμφωνα με το οποίο υπάρχει μία μοναδική κοσμική ψυχή και σ’αυτή βυθίζονται οι ψυχές των ατόμων μετά τον θάνατο.
Οπωσδήποτε αυτές οι έννοιες δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν με τον Χριστιανισμό και γι’αυτό ο Ακινάτης τις ανασκεύασε διότι δεν αντιστοιχούσαν ακριβώς στο μήνυμα του Χριστού.
Φυσικά μπορούμε να συνεχίσουμε σ’αυτή την γραμμή, δείχνοντας πώς αυτά τα ίδια τα προβλήματα επαναλήφθηκαν, με μία νέα μορφή στην Αναγέννηση όταν, οι Ιταλοί ιδιαιτέρως, ξαναανακάλυψαν τον Αριστοτέλη, όχι μόνον μέσω της Αραβικής παραδόσεως, αλλά στα πρωτότυπα κείμενα στην Ελληνική γλώσσα τα οποία δημοσίευσαν και σχολίασαν. Τότε εμφανίστηκε ένας νέος πλατωνισμός και ένας νέος Αριστοτελισμός.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου