Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

π.Λουδοβίκος - ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ (3)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

π.Λουδοβίκος
Κείμενο Τρίτο

ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ

Θεολογική έρμηνευτικὴ καὶ Ψυχολογία τοῦ Βάθους*

* Εἰσήγηση στὸ Διεθνές Συνέδριο «Ορθόδοξη Θεολογία καὶ Ψυχοθεραπεία», ᾿Αλίαρτος 1-5 Οκτωβρίου 2003.

Ας σταματήσουμε ὅμως γιὰ λίγο τὴν θεολογία ἐδῶ, προκειμένου νὰ ἐπιστρέψουμε ὅπως ὑποσχεθήκαμε στὴν ἀρχή, στὴν φιλοσοφία, καὶ μάλιστα αὐτὴ τοῦ Καστοριάδη, προκειμένου νὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν ἔκθεση αὐτή. Αν τὸ κάνουμε αὐτό, εἶναι γιὰ νὰ τονίσουμε καταρχὴν τὶς ἀπορίες ἑνὸς φιλοσόφου ποὺ ὑπῆρξε καὶ ψυχαναλυτής, σχετικά μὲ τὴν κλασσική ψυχανάλυση. Ἔτσι, γιὰ τὸν Καστοριάδη, τὸ βαθύ παράδοξο ἢ ἡ ἀντίφαση τοῦ φροϋδισμοῦ συνίσταται στὸ ὅτι αὐτὸς ἀπὸ τὴν μιὰ ἀναδεικνύει τὴν δημιουργική πολλαπλότητα τοῦ ψυχισμοῦ, τονίζοντας τὴν φαντασία καὶ τὴν δυνατότητα αὐτο-ἀνασύνθεσής του, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ζητᾶ μιὰ αἰτιοκρατικὴ καὶ λογοκρατική θεωρία ἢ ἐπιστήμη τῆς ψυχῆς αὐτῆς20. Η ψυχανάλυση είναι μια δυνατότητα αὐτομετασχηματισμού, ὄχι στοχασμός, μια μιὰ ποιητικοπρακτική δραστηριότητα, ὅπως τὴν ονομάζει ὁ φιλόσοφος21, μιὰ αὐτοδημιουργία τοῦ ἑαυτοῦ, ὡς ξανάρχισμα τῆς ἱστορίας του μέσα σε νέες δυνατότητες22 – ὄχι τόσο ὡς προσωπική φιλοσοφία ὅσο ὡς σημασία, ένυλοι καὶ ἔμβιοι λόγοι23. Τὸ παρελθὸν ἀπὸ μοίρα μετατρέπεται ἔτσι σὲ ἐσχατολογική δημιουργία, καθὼς καὶ μιὰ διάνοιξη, ἐπίσης, στὴν ἀλήθεια τῆς κοινωνίας24, σὲ μιὰ (Διαφωτιστικοῦ τύπου) ἀπελευθέρωση…

Δὲν εἶμαι διόλου βέβαιος πὼς ὁ Καστοριάδης ἀπελευθέρωσε κάποιον ποτὲ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, πλὴν ὅμως ἐνδιαφέρει κι ἐδῶ ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς «ἐσχατολογικῆς» τελικά κατανόησης τῆς ψυχανάλυσης ὁ ὁποῖος ἀναδεικνύει (παραδόξως!) καὶ τὶς ἀσυνείδητες Βιβλικές ρίζες της... Πράγματι, σημαντικά βιβλία ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὸν ἑβραϊσμὸ τοῦ Freud25, ὁ ὁποῖος, παρὰ τὴ θεωρητικὴ ἀπόρριψη, δρᾶ ὑποδορίως ἐντός του. Οἱ Βιβλικές ρίζες τῆς ψυχανάλυσης βεβαίως δὲν ἐπηρεάζουν τὸν ἀφελῆ θετικισμὸ ἡ ὑλισμὸ τοῦ ἰδρυτή της, οὔτε τὸν πατριαρχικό μικροαστισμό του, ποὺ θέλει τὸν ἄλλον λόγου χάρη, καὶ ἰδίως τὴν γυναίκα, «έρωτικὸ ἀντικείμενο» ἔξω ἀπὸ μένα, ἀντικείμενο κατοχῆς στὸ ὁποῖο μικροαστικότατα «ἐπενδύω» τὴν λίμπιντό μου καὶ ἀποεπενδύω ἀναλόγως. Ολίγο ἐπίσης οἱ βιβλικὲς αὐτὲς ρίζες ἐπηρεάζουν τὸ ἰδεῶδες τοῦ ἐλέγχου (ἔλεγχος εἶναι ἡ λέξη-κλειδί) τῶν ἐνστικτικῶν ὁρμῶν ἀπὸ τὸ θρυλικό ψυχικὸ Ἐγὼ μὲ τὸ Ὑπερεγώ του26. Πρόκειται γιὰ τὸ καρτεσιανὸ καὶ καντιανὸ ὑπερεξηρμένο ψυχικό σημειακό Εγώ (punctual self) τὸ ὁποῖο ὑπάρχει παντοδύναμο καὶ ἐλεγκτικό σύμπαντος τοῦ κόσμου. Ἡ ἀνάδειξη τοῦ ἀσυνειδήτου κλονίζει συθέμελα αὐτὴν τὴν φανταστική, ναρκισσική παντοδυναμία, ἀλλὰ ἡ πρόθεση τοῦ Freud ἦταν ὁ ἔλεγχος τοῦ ἀσυνειδήτου, ἡ καλύτερη δυνατὴ ὀχύρωση καὶ ἐπικυ ριαρχία τοῦ Ἐγὼ ἀπέναντί του: «ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται Αὐτό, πρέπει Ἐγὼ νὰ φθάσω», κατὰ τὴ γνωστὴ διατύπωσή του. 

Παρὰ ταῦτα, ἡ φροϋδικὴ ὕπαρξη ἔχει, θεολογικότατα, μιὰ τελικότητα, ἕναν σκοπό, μιὰ δυνατότητα ἐσχατολογικῆς πληρότητας, ἕναν παράδεισο νοήματος, μιὰ ἀνόρθωση ἀπ᾿ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, τὸ ὁποῖο ἐκφράζει νομίζω παραστατικότατα τὸ περίφημο «ένστικτο τοῦ θανάτου» (Destrudo), τὸ ὁποῖο διαφορετικὰ παραμένει ἀκατανόητο ἀπὸ τοὺς μὴ θεολογικὰ σκεπτόμενους μελετητές τοῦ Freud27. Ὁ Θεὸς εἶναι φυσικὰ ἐδῶ ὁ σαδιστὴς Πατέρας τοῦ ξεριζωμένου Ἑβραίου καὶ ἡ ἔναντί Του ἀμφιθυμία εἶναι ἄκρως τεταμένη καὶ φονική. Πλὴν ὅμως ὑπάρχει, στὴ θεωρία τουλάχιστον, ἕνα τέλος τῆς ἀνάλυσης εὐτυχές, όπου οἱ ἐνορμήσεις ξαναβρίσκουν νόημα καὶ τὸ ἀσυνείδητο, ὑποτεταγμένο, γίνεται πλουτισμός: ἡ Ἱερουσαλήμ ἐποικίζεται ξανὰ καὶ ἡ εὐτυχία τῆς πόλης τοῦ Θεοῦ ἀναπληρώνει τὸν πόνο τῆς μακρᾶς περιπλάνησης στὴ νεύρωση. Όπως μᾶς τὸ δείχνει ὁ Rice, ὁ Freud ἐπιστρέφει ξανά, συμβολικά, στὸν Πατέρα, συμφιλιωμένος μὲ τὸν κόσμο του.

Παραδόξως λοιπὸν ἡ ψυχανάλυση εἶναι στὴν οὐσία της sui generis Βιβλικοῦ τύπου ἐσχατολογία καὶ γι' αὐτὸ δὲν εἶναι θετικὴ ἐπιστήμη, ὅπως βαθιὰ τὸ συνέλαβε ἕνας ἄλλος ἰδιοφυὴς Ἑβραῖος, ὁ Wittgenstein, ἀλλὰ ἑρμηνευτική τέχνη καὶ αἰσθητική, πέρα καὶ μακριὰ ἀπ᾿ τὸ λογοκρατικό θετικισμό, τὸν ὑλισμὸ καὶ τὴν ἀθεῖα ἀκόμη τοῦ ἱδρυτῇ της. Δὲν ἔχει νὰ προσφέρει καμμιὰ θετικὴ καὶ ἀπόλυτη περί ψυχῆς γνώση, ἀλλὰ νὰ βοηθήσει στὴ διάνοιξη τῆς τελευταίας στὸ νόημα, νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο, δηλαδή, νὰ θέσει μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο τὸ ἐρώτημα τῆς τελικότητάς του, τὸ ἐρώτημα τῶν ἐσχάτων καὶ στὸ λυτρωτικό του φῶς νὰ διαβάσει ξανὰ τὴ ζωή του. Οἱ ἀμέτρητες «Σχολὲς» τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους ἀποτελοῦν τρόπους ἀκρι βῶς γιὰ νὰ εἰπωθεῖ τὸ νόημα αὐτό, τὸ ὁποῖο ὅπως καὶ ἡ ᾿Αριστοτελική Ἠθικὴ «λέγεται πολλαχῶς»28 καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ τὸ ψυχοπαθολογικό σύμπτωμα.

Σὲ τί ὅμως τότε διαφέρει ἡ ψυχανάλυση ἀπὸ τὴν φιλοσοφία, θὰ ρωτοῦσε ἴσως κάποιος. Τὸ ὅτι ἡ ψυχανάλυση δὲν εἶναι θετικὴ ἐπιστήμη τῆς στερεῖ τὴν ἐπιστημονικότητα τελείως; Εξίσου συναρπαστικὸ ἀκούγεται ἄλλωστε καὶ τὸ ἐρώτημα: σὲ τί διαφέρει ἡ ψυχανάλυση ἀπὸ τὴ θεολογία;

Ἡ ἀπάντηση τὴν ὁποία θὰ ἔτεινα προσωπικὰ νὰ δώσω θὰ φανεῖ σὲ μερικούς προκλητική: ἡ ψυχανάλυση μοιάζει νὰ εἶναι θεμελιωδῶς μιὰ πρώην φιλοσοφία ποὺ θέλει νὰ γίνει θεολογία καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ θεμελιώδης «ἐπιστημονικότητά» της. Θὰ ὅριζα δηλαδὴ τὴν ἐπιστημονικότητα αὐτὴ ἀκριβῶς ὡς τὴν ἔμπνευση ἢ τὴν ὑπόθεση, ἐκφραζόμενη στὸν ἐμπειρικὸ ρεαλισμὸ τῆς ἀνάλυσης, πὼς τὸ μυθικὸ αὐτὸ «ὂν» ποὺ λέγεται ἀσυνείδητο καὶ ταιριάζει ἀπόλυτα στὸ ἀνθρωπολογικό μοντέλο τοῦ ὑπερβατικοῦ ἰδεαλισμοῦ, ὁ ὁποῖος χρειάζεται πλάι στὴ μυθικὴ ἀποσυνδεμένη συνείδηση τὸ «μυθικὸ ἄλλο» της, μπορεῖ λοιπὸν νὰ γίνει τὸ ἀσυνείδητο αὐτό, μιὰ πραγματικὴ ἐμπειρία αὐθεντικότητας. Νομίζω πὼς αὐτὸ ὁ Lacan τὸ κατάλαβε ἴσως καλύτερα ἀπ' τὸν Freud καὶ ἴσως καλύτερα ἀπ᾿ ὅλους νὰ τὸ κατάλαβε ὁ Jung. Δὲν μποροῦμε νὰ συζητήσουμε στὰ ὅρια αὐτῆς τῆς εἰσήγησης τὸ ζήτημα αὐτό, πάντως ὅμως νομίζω πὼς ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ παρέχει τὸ ὅποιο πλαίσιο ἐμπειρικῆς ἐπιστημονικότητας στὴν ψυχανάλυση εἶναι ἡ «θεολογική» της νοσταλγία ἐμπειρικῆς αὐθεντικότητας καί, θὰ πρόσθετα, γόνιμης ἀπροσδιοριστίας τοῦ προσώπου, γιὰ τὴν ὁποία καὶ μόνον ἐργάζεται τελικὰ ἡ ὁποιαδήποτε ἑρμηνεία τοῦ ἀσυνειδήτου. Τὸ ἀσυνείδητο, ἀναλαμβανόμε νο μέσα σὲ μιὰν ἀληθινὴ διυποκειμενικὴ ἐρμηνευτική, γίνεται τότε ὅρος ὑπαρξιακῆς αὐθεντικότητας, μετατρέπεται ἀπὸ μυθικὸ «ὂν» σὲ δεδομένο πραγματικό, ζωντανό ύλικό ἐνεργούμενης συνάντησης. Ἐδῶ λοιπὸν ἡ φιλοσοφική διυποκειμενικότητα τείνει νὰ μετατραπεῖ σὲ «θεολογική» ἄσκηση κοινωνίας – κάτι ποὺ βεβαίως ξεπερνᾶ κατὰ πολύ τὶς συνειδητές φροϋδικὲς προθέσεις.

Κι ἐδῶ βρίσκεται ἀκριβῶς ὅλη ἡ δυσκολία τῆς ψυχανάλυσης. Στὸ ὅτι δηλαδὴ ἂν δὲν καταλάβει τὶς θεολογικές στὴν πραγματικότητα ρίζες τῆς ἐπιστημονικότητάς της, ἂν δὲν τὶς συνειδητοποιήσει καί, πολὺ περισσότερο, ἂν τὶς ἀρνηθεῖ τελείως, κινδυνεύει ν' ἀπομείνει ὀντολογικά μετέωρη καὶ νὰ ξαναγυρίσει ἀμήχανη στὸ φιλοσοφικό της (θετικιστικό, ντετερμινιστικὸ καὶ λογοκρατικό) παρελθόν. Διότι ὅταν λέμε πὼς ἡ ψυχανάλυση μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπιστημονικὴ ἀκριβῶς ὡς «θεολογική», τοῦτο σημαίνει πὼς μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ἀντιμεταφυσικὰ καὶ ἀντιδεολογικά, ὑπερβαίνοντας δηλαδή τόσο τὴ φιλοσοφία ἢ μιὰ μεταφυσικοῦ τύπου θεολογία, ὅσο καὶ τὴν ψευδοεπιστημονική μυθολογία, καὶ ὑπηρετώντας τὸ μελλοντικὸ Εἶναι, τὸ ἐν τῷ γίγνεσθαι ἐσχατολογικό Εἶναι τοῦ προσώπου.

Φυσικὰ μιλῶ ἀκόμη καὶ γιὰ μιὰ συνειδητή θεολογική προσέγγιση τῆς ψυχανάλυσης καὶ ὅλης τῆς συναφοῦς ψυχολογίας τοῦ βάθους. Δὲν μπορεῖ, ὅπως λέμε, νὰ ὑπάρξει χριστιανική φυσική ἢ μαθηματικά, ἂν καὶ τὸ χριστιανικὸ αἴφνης κοσμοείδωλο παρέχει ἤδη μιὰ κατεύθυνση καὶ ἕνα περιέχον στὶς ἐπιστημονικὲς ἀναζητήσεις29, παρόλο ποὺ αὐτὸ δὲν τὸ σκεπτόμαστε συχνά. Ἡ ψυχανάλυση ὅμως καὶ ἡ ψυχοθεραπεία, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴ φυσική, μπορεῖ νὰ προσεγγίσει καὶ συνειδητὰ τὴ θεολογικὴ ἐμπειρία, ἀναζητώντας ἁπλὰ καὶ μόνον τὴν ἐμπειρικὴ καὶ ἀντιδεολογικὴ ἢ ἀντιμεταφυσική της περιχαράκωση καὶ ὀχύρωση, στοιχεῖα τὰ ὁποῖα βέβαια, ἂς τὸ σημειώσουμε, κυρίως συναντοῦμε στὴ γραφὴ καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων. Αν ἡ ψυχανάλυση καὶ ἡ ψυχοθεραπεία δὲν προσεγγίσει τὴ θεολογία, θὰ τῆς εἶναι βέβαια πιὸ δύσκολο νὰ δικαιώσει χωρίς καμμιὰ πολιτιστικὴ ἢ πνευματικὴ ἀναφορὰ τὶς Βιβλικὲς ἐσχατολογικές της ρίζες τὶς ὁποῖες ἄλλωστε πρῶτος ὁ Freud ἐπρόδωσε – καί, φυσικά, όλως παραδόξως, θὰ χάσει ἕναν σημαντικὸ ὁδηγητικό μίτο, ποὺ θὰ καθιστοῦσε τὴν ἑρμηνευτική της ἐμπειρικά ρεαλιστική, δηλαδή, ἂς τὸ ποῦμε, ἂν καὶ διόλου μὲ τὴν θετικιστικὴ ἔννοια, «ἐπιστημονική».

Τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους παραμένουν λοιπὸν ἐκκρεμῆ, νομίζω, ὅσο αὐτὴ διανύει τὸ «προθεολογικό» της στάδιο καὶ θὰ ἐνισχυθοῦν μόλις εἰσέλθει (ἀπορρίπτοντας πολλὰ στοιχεῖα τῆς καθαρὰ φροϋδικῆς ἀνθρωπολογικῆς ταυτότητας) βαθμιαία, στὸ «θεολογικό» στάδιό της. Ἐδῶ, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναλυτὲς μποροῦν ἴσως νὰ διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο..
.

Σημειώσεις

20. C. Castoriadis, Les Carrefours du Labyrinthe, έλλην. μτφρ. Τὰ Σταυροδρόμια τοῦ Λαβυρίνθου, Ὕψιλον, ᾿Αθήνα 1991.
21. C. Castoriadis, ό.π., σ. 45 έ.
22. Ό.π., σ. 69.
23. Ό.π., σ. 63.
24. Ό.π., σσ. 100-101.
25. Το σημαντικότερο μεταξὺ τῶν τελευταίων τούτων εἶναι ίσως τὸ βιβλίο τοῦ Enim. Rice, Freud and Moses. The long journey Home, State Univ. of N.Y. Press, 1990.
26. Ε. Fromm, ό.π., σσ. 19-23.
27. Ὁ Fromm ἀποτελεῖ παράδειγμα ἀμηχανίας μπροστὰ στὸ φροϋδικό «ένστικτο τοῦ θανάτου», τὸ ὁποῖο ἀκριβῶς καὶ ἀπορρίπτει ὡς λογικὰ ἀκατανόητο (δ.π., σ. 150).
28. Βλ. π. Ν. Λουδοβίκου, «Ἡ Αποφατική Ηθική.. », ό.π., σ. 557.
29. Βλ. π. Ν. Λουδοβίκου, «Οντολογικὲς καὶ Κοσμολογικές Συναντήσεις Θεολογίας καὶ Φυσικῶν Ἑπιστημῶν», στὸ Ἀναλόγιο, τ. 5, 2003.
 
 Υπηρετώντας τὸ μελλοντικὸ Εἶναι, τὸ ἐν τῷ γίγνεσθαι ἐσχατολογικό Εἶναι τοῦ προσώπου. Μπορεῖ νὰ προσεγγίσει καὶ συνειδητὰ τὴ θεολογικὴ ἐμπειρία, ἀναζητώντας ἁπλὰ καὶ μόνον τὴν ἐμπειρικὴ καὶ ἀντιδεολογικὴ ἢ ἀντιμεταφυσική της περιχαράκωση καὶ ὀχύρωση, στοιχεῖα τὰ ὁποῖα βέβαια, ἂς τὸ σημειώσουμε, κυρίως συναντοῦμε στὴ γραφὴ καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων.
 
ΜΟΝΟ ΠΟΥ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ ΥΨΟΥΣ Ή ΒΑΘΟΥΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ, Ο ΝΟΥΣ, ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ. ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΕΝΗ ΜΕ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: