Συνέχεια από Πέμπτη, 12 Σεπτεμβρίου 2024
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
27. ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ (3η συνέχεια)
Ένας διαλεκτικός ουσιαστικός προσδιορισμός, στον οποίον αναμιγνύονται συγκεχυμένα αναμεταξύ τους η σοβαρότητα και το παράδοξο αστείο, και επιπλέον, ως η πιο ισχυρή αντιθετική ένταση σ’ αυτό, ένας μύθος για το επέκεινα της υπάρξεώς μας: αυτό ήταν μέχρι τώρα το περιεχόμενο του διαλόγου. Θα πρέπη να είναι πράγματι ανώριμος κανείς, όπως ο νεαρός Σωκράτης, για να θεωρήση έτσι «ολοκληρωμένη την παρουσίαση για τον πολιτικό άνθρωπο» (277 Α). Ο Ελεάτης έχει πράγματι διαφορετική γνώμη. Πριν ωστόσο εισέλθουμε στο δεύτερο μέρος τού διαλόγου, ας κοιτάξουμε άλλη μια φορά το πλήθος τών μεθοδικών υπαινιγμών, που είναι διεσπαρμένοι στο πρώτο μέρος. Η τεχνική τής διαίρεσης φανερώνεται με ιδιαίτερο τρόπο ως εικόνα. Μια ύπαρξη, την οποία θέλουμε να διαιρέσουμε, διαθέτει και τη φυσική της διάρθρωση («διαφυή», 259 D 9, «διέστηκε», 260 C 7). Κι αν είναι σωστή η παρέμβασή μας, τότε κι αυτή «ενδίδει» («τομή υπείκουσα», 261 Α). Έχουμε στον «Φαίδρο» (265 Ε) την ίδιαν εικόνα για εκείνον ο οποίος και διαμελίζει σύμφωνα με τη φυσική τους ανάπτυξη τα μέλη τού σώματος, χωρίς να κομματιάζη κανένα αναπτυγμένο μέλος, όπως κάνει π.χ. ένας κακός χασάπης. Πρέπει ν’ αναζητούμε κατά το δυνατόν στη μέση την τομή, κι όχι να αποκόπτουμε ένα μικρό κάθε φορά κομμάτι («λεπτουργείν», 262 Β 5). Γιατί έχει σημασία, «το μέρος να έχη κι αυτό μιαν ορατή μορφή» («τό μέρος άμα είδος εχέτω», 262 Β), να μην είναι δηλ. ένα άμορφο κομμάτι. Ενώ κατά τον διαμερισμό στο μέσον υπάρχει μεγαλύτερη προσδοκία, να βρεθούν τέτοιες «όψεις» («ιδέαι», 262 Β). Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε η διαίρεση των ανθρώπων σε Έλληνες και Βαρβάρους ανταποκρίνεται σε μιαν ελληνική μονομέρεια, αλλά ο κανόνας που παρουσιάστηκε πριν απ’ αυτό αφορούσε περισσότερο στον διαχωρισμό σε άνδρα και γυναίκα (262 DE). Το σημαντικό είναι, να κάνη κανείς μικρά βήματα (264 Α. 265 Α. 266 D) – η εριστική μέθοδος, όπως τη χαρακτηρίζει π.χ. ο «Φίληβος» (17 Α), βασίζεται στην υπερπήδηση (την παράλειψη…) των ενδιάμεσων «κρίκων»· όσο περισσότερες είναι άρα οι βαθμίδες τής διαίρεσης, τόσο καλύτερη είναι και η ίδια. Στην πραγματικότητα μπορεί βέβαια να έχη κανείς ισχυρές αμφιβολίες για το αν η πολυπληθέστερη διαίρεση εδώ σε βαθμίδες με τα κερασφόρα και τα μη κερασφόρα ζώα είναι καλύτερη απ’ τη συντομώτερη με τα πτερωμένα και άπτερα δίποδα ή κι απ’ τη συντομώτατη, όπου δεν αντιπαρατίθενται παρά απλώς ο άνθρωπος και το (άλογο…) ζώο. Γιατί τόσο πολύ «διαπλέκονται εδώ το πνεύμα τής επιστημονικής μεθόδου με εκείνο τής σάτιρας, ώστε μόλις να μπορή να καταλάβη κανείς ποιο απ’ τα δυό γίνεται όχημα για το άλλο». Σοβαρή και «διασκεδαστική» ταυτόχρονα είναι τελικά, μέσα σ’ αυτό το πλήθος τών ορισμών, η προειδοποίηση για έναν (καθ)«οριστικόν» ορισμό: « Αν προφυλαχθής απ’ αυτόν, θα έχης πλουσιώτερη την κρίση όταν γεράσης» (621 Ε) – μια παραίνεση που ξεπερνά ασφαλώς τα πλαίσια του διαλόγου και αναφέρεται και στην Ακαδημία, την οποία και καθοδηγούσε ο Πλάτων, χωρίς να της στερή την ελευθερία.
Υπάρχει ένα σημείο (262 CD), όπου θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθή, αν αυτό, το οποίο παρουσιάζεται ως μέθοδος, έχη και μια βαθύτερη έννοια, πέρα απ’ τη μεθοδικότητα: η ένσταση απέναντι στον διαχωρισμό τού ανθρώπινου φύλου σε Έλληνες και Βαρβάρους, όπως αυτό είχε μεταδοθή «εν σαρκί και αίματι» σε πολλούς, αλλά όχι σε όλους τούς Έλληνες. «Οι περισσότεροι εδώ (στην Αθήνα) το συμμερίζονται αυτό», λέει ο άνθρωπος απ’ την Ελέα, αποστασιοποιούμενος ο ίδιος, αποστασιοποιώντας και την πατρίδα του από κάτι τέτοιο. Το πώς εννοούσε ο Πλάτων αυτήν την ένσταση, είναι κάτι που έχει συχνά συζητηθή μέχρι και σήμερα. Και είναι δύσκολο να σκεφτούμε, πως δεν είχε προβλέψει τίποτα γι’ αυτή τη συζήτηση· είναι μάλιστα πολύ πιθανό, να ήθελε ακριβώς να παρακινήση μια περαιτέρω σκέψη περί αυτού· κάτι το οποίο και έπραξε. Ο Αριστοτέλης θα συμβουλεύση αργότερα σε μιαν επιστολή του τον μελλοντικό «κυρίαρχο αυτού τού κόσμου» Αλέξανδρο, να μεταχειρίζεται ως φίλους μεν τους Έλληνες, αλλά ως εχθρούς τούς Βαρβάρους. Στην πραγματικότητα δεν υφίσταται καμμιά διαφορά εδώ προς τον Πλάτωνα, ο οποίος και παραμένει στη ριζική αντίθεση μεταξύ Ελλήνων και Βαρβάρων στην ίδια την «Πολιτεία» (V 570 C κ.ε.). Βλέπουμε ωστόσο, στην πολεμική που άσκησε π.χ. ο Ερατοσθένης, να υπάρχη το μεγάλο παγκόσμιο πνεύμα τού 3ου π.Χ. αιώνα, απέναντι σ’ αυτήν τη θέση τού Αριστοτέλη, σε συμφωνία με όσα λέγονται εδώ στον «Πολιτικό», συμφωνία που δεν είναι καθόλου ίσως συμπτωματική. Ο Ερατοσθένης κατακρίνει μάλιστα εκείνους που διαχωρίζουν έτσι «στα δύο» ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Κι αυτό μοιάζει ακόμα και κατά λέξη με το συγκεκριμένο εδώ σημείο τού διαλόγου μας. Ακόμα κι αν δεν είχε αυτό το σημείο κατά νουν ο «πλατωνικός», όπως είχε ονομασθή, Ερατοσθένης, βρίσκεται ωστόσο στο μέσον αυτής τής ίδιας συζήτησης, που είχε βαθειά κινητοποιήσει τα πνεύματα του 4ου αιώνα και του Ελληνισμού.
Ενώ διακατέχεται λοιπόν ολόκληρο το πρώτο μέρος τού «Πολιτικού» από μεθοδικούς υπαινιγμούς – απ’ τους οποίους ένας επεκτείνεται ξαφνικά πολύ πέρα από κάθε μέθοδο –, μοιάζει να παραδιδόμαστε ολοκληρωτικά στη μέθοδο, τη στιγμή που ο Ελεάτης ξεκινά «να συμπληρώνη τα περιγράμματα της εικόνας». Πρέπει να δοθή ένα παράδειγμα ή αντίτυπο. Το ερώτημα, «τί είναι στ’ αλήθεια ένα παράδειγμα ή αντίτυπο» – κάτι που στα ελληνικά σημαίνει αυτό που «δείχνεις (πως υπάρχει…) εκεί πλησίον» – διευκρινίζεται άλλη μια φορά με το «παράδειγμα» του αλφαβητικού συστήματος, το οποίο και γνωρίζουμε ήδη απ’ τον «Σοφιστή». Η διδασκαλία ανάγνωσης και γραφής ακολουθεί τον δρόμο, να μάθουν κατ’ αρχάς τα παιδιά να ξεχωρίζουν («διαισθάνονται») κάθε ξεχωριστό γράμμα στις πιο σύντομες και απλούστερες συλλαβές και να «λένε το αληθές ως προς αυτές». Σε πιο δύσκολες μάλιστα περιπτώσεις, όπου ο μαθητής δεν τα καταφέρνει στο ξεκίνημα, χρησιμοποιεί ο δάσκαλος την εξής μέθοδο: τοποθετεί αυτό που δεν έχει ακόμα κατανοηθή δίπλα στο ήδη γνωστό («παραβάλλοντες») και παρουσιάζει τα ίδια στοιχεία και στις δυό «διαπλοκές» («συμπλοκές»). Για να διαφανή εδώ τώρα ένας διπλός συνδυασμός τών γνωστών σε μας απ’ τον «Σοφιστή» βασικών κατηγοριών τού «ίδιου» και του «άλλου». Ο μαθητής γνωρίζει λοιπόν κατ’ αρχάς, σε όλες τις διαφορετικές συλλαβές, το κάθε ξεχωριστό γράμμα πάλι ως «διαφορετικό» («έτερον») απ’ τα υπόλοιπα, και το ίδιο ταυτόχρονα με τον εαυτό του («ταυτόν»). Ένα «αντίτυπο» προκύπτει όμως μόνον τότε, όταν κάτι αναγνωρίζεται σωστά και υφίσταται ως «ταυτόν» σ’ ένα ξεχωριστό «άλλο» έτσι, ώστε να αποκτάται μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο μια και μοναδική σωστή άποψη για τα δυό αντικείμενα και για το καθένα ταυτόχρονα απ’ αυτά. Και νά τώρα ένα «αντίτυπο» του «αντιτύπου»: αντίστοιχα συμβαίνει και με το αλφάβητο, απ’ το οποίο και συν-συλλαβίζουμε το συνολικό Είναι, τις «μεγάλες και δύσκολες συλλαβές του», ή και με τα «στοιχεία» – χωρίς να υπάρχη καμμιά εδώ διαφορά στα ελληνικά – του Είναι, όπου και ισχύει η ίδια πράξη σύγκρισης και επαναναγνώρισης. Μ’ αυτό θα μπορούσε και να ολοκληρωθή η μεθοδολογική παρέκβαση περί παραδείγματος. Πριν ωστόσο μεταβούμε στην υφαντική τέχνη ως παράδειγμα ή «αντίτυπο» της πολιτικής, καταλαβαίνουμε αναδρομικά ότι έχουμε εδώ μάθει κάτι το εντελώς διαφορετικό από μιαν «απλή και μόνο μέθοδο». Έχουμε άλλη μια φορά ακούσει για τα στοιχεία τού Είναι και τη «διαπλοκή» τους, και μ’ αυτόν τον τρόπο για τη «μέθοδο» του φιλοσόφου (που είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό απ’ τη γενική μέθοδο). Για να το πούμε εν συντομία: εκείνο που εμφανιζόταν ως ένα εξυπηρετικό και μόνο μέλος τού συνόλου, φωτίζει ξαφνικά μ’ ένα εντελώς καινούργιο φως «όλο» το σύνολο. Γίνεται δηλ. σαφής η οντολογική, «νόμιμη» βάση τής μεθόδου τής διαίρεσης, και μαζί της και του έργου τού φιλοσόφου, για να διαφωτιστούμε έτσι, ιδιαιτέρως «συγκεκαλυμμένα», κι εκεί που καθόλου δεν το περιμένουμε, για τη φύση ή την ουσία τού «πολιτικού (ανδρός)», ο οποίος δεν είναι βέβαια εδώ, όπως ακριβώς και στην «Πολιτεία», παρά ένας, αυτός που γνωρίζει, μια μορφή άρα τού ίδιου του φιλοσόφου.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου