Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ: ΚΑΠΟΙΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ (2)

 Συνέχεια από: Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ: ΚΑΠΟΙΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ

Βλαδίμηρου Λόσσκυ

Το κανονικό Δίκαιο ὡς σύνορο τῆς Ἐκκλησίας

Η βασική σπουδαιότητα τῶν κανονικών δομών συνίσταται ἀκριβῶς στη διατήρηση τῆς μοναδικότητας τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπέναντι στον κόσμο, καθώς καὶ τῶν ἐσωτερικῶν δομῶν τῆς ζωῆς της ἔτσι ὥστε να διαφυλάσσεται ἐκείνη ἡ ἐλευθερία τήν ὁποία ὁ Χριστός ἀπέκτησε με το τίμιο αίμα Του. Οἱ κανόνες δὲν εἶναι μαγικές συνταγές, ή τυφλή ἐφαρμογή καὶ ὁλοκλήρωση τῶν ὁποίων νὰ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἐνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Εκπροσωποῦν αὐτό τό ὅριο, ἡ ὑπέρβαση τοῦ ὁποίου δηλώνει τη διάρρηξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, μιᾶς ἑνότητας ποὺ ἀποκλείει κάθε πράξη ἰσχυρογνωμοσύνης καί ἡ ὁποία (σύμφωνα με το πρότυπο ποὺ μᾶς δίνει ἡ ἁγία Τριάδα) συνιστά μία μοναδική κοινή θέληση, ἢ ἀκριβέστερα τὴν ἀναλλοίωτη ἔνωση τῶν δύο θελήσεων ὅπως ἐκφράζεται στη φράση «ἔδοξε τῷ ᾿Αγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν» (Πράξ. 15, 28). Κατά το βαθμό δέ που τηροῦνται οἱ κανόνες [...] ή Ἐκκλησία παραμένει ἀπαραβίαστη καί ἀνίκητη στοὺς αἰῶνες παρά τούς διωγμούς καὶ τὰ μαρτύρια, παρά τίς φαινομενικές ταπεινώσεις στα χέρια τῶν νικητήριων δυνάμεων ἑνός κόσμου πού ἀνέκαθεν διέκειτο ἐχθρικός πρός αὐτήν, κι ὅταν ἀκόμη τή ζητὰ γιὰ σύμμαχο. Ὅταν όμως παραβιάζονται οἱ κανόνες, τότε διαβρώνε ται ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία μπερδεύεται μὲ τὰ στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ζεῖ τή ζωή του, ὑπερασπίζεται κοσμικά συμφέροντα καὶ ἔτσι εὔκολα ὑποτάσσεται στα κτυπήματα τῶν κοσμικών δυνάμεων ἐνῶ δέν κρατά τίποτε μέσα της μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ἀντιταχθεῖ.

Οἱ κανόνες εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Έκκλη σίας, τῶν ἐξωτερικών της ορίων, καὶ τῆς ἐσωτερικῆς της δο μῆς. Τῆς ἀποδίδουν το ορατό καί χειροπιαστό σώμα της. Α φορούν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὸ ἐπισκοπικό σώμα της, δυνάμει αὐ τῆς τῆς θείας ἐξουσίας που μεταδόθηκε στον ἀποστολικό κύ κλο ἀπό τὸν ἴδιο το Θεάνθρωπο τὸ ἑσπέρας μετά τὴν ἀνάστα σή του: «λάβετε Πνεῦμα "Αγιον ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ιωάν. 20, 22-3). ᾿Αντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι συμβαίνει την Πεντηκοστή ἐδῶ τὸ "Αγιο Πνεῦμα μεταδίδεται στούς ἀποστόλους ὡς ἑνότητα, τούς καθιστά μια σύναξη που βρίσκεται στὴν ἀρχὴ τῆς Ἐκ κλησίας;;;;. Καί μεταδίδεται ὡς ἕνα εἶδος ἀντικειμενικῆς, τυπικῆς δύναμης, ποὺ δὲν ἐπηρεάζεται ἀπό τίς προσωπικές ιδιότητες, τὰ ἐλαττώματα, τίς ἁμαρτίες και τοὺς περιορισμούς στην πί στη. ΄Αντίθετα, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς το "Άγιο Πνεῦμα κατέρχεται σε κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας ὡς πηγή προσωπι κοῦ ἐξαγιασμοῦ καί προόδου πρός τη θέωση, που δέν μπορεῖ να κατακτηθεί στην πληρότητά της παρά μόνο σε ἑνότητα με την Εκκλησία.

Οἱ Ἐπίσκοποι καί ὁ ρόλος τους


Για να διαφυλαχθεῖ αὐτή ἡ ἑνότητα, ή κανονική εξουσία ἀνατίθεται στον κύκλο τῶν ἀποστόλων καί στους διαδόχους τους. Μ᾿ ἄλλα λόγια, ἡ θεία καί ἀπόλυτη ἐξουσία «τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν», ποὺ ἀνήκει στον Θεάνθρωπο, ἀνατίθεται στούς ἀνθρώπους, πράγμα που σημαίνει σε πεπερασμένα ὄντα πού εἶναι ἱκανά να κάνουν λάθος κατά τὴν ἐξάσκηση αὐτῆς τῆς ἐξουσίας. [ΔΕΝ ΤΗΝ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. ΕΤΕΘΗ ΣΑΝ ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΥΣ. ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΠΟΚΛΕΙΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΠΥΡΗΝΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΤΙ ΚΑΘΕ ΑΙΡΕΣΗ ΤΗΝ ΚΑΘΙΣΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΗ]. Ωστόσο ή εξουσία τους παραμένει ὑποχρεωτική ὅσο δὲν ἀνακαλεῖται ἡ δὲν τροποποιεῖται ἀπό τὸν οἰκουμενικό ἀποστολικό κύκλο ἢ ἀπό ἕναν τοπικό κύκλο στήν ἐπικράτεια μιᾶς αὐτοκέφαλης Εκκλησίας. Ὅσο οἱ κανονικές ἐνέργειες ἑνὸς ἐπισκόπου ἀναγνωρίζονται ὡς κανονικές ἀπό τὸν ἀποστολικό κύκλο, θα πρέπει να θεωροῦνται ὡς ἔκφραση τῆς μοναδικῆς ἐξουσίας καί βούλησης τῆς Ἐκκλησίας.[ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΗΣ] Μπορεί μια κάποια ποινή (ἀργία ἡ ἀφορισμός) πού ἐξέδωσε μιά έκκλησιαστικὴ ἀρχὴ νὰ εἶναι ἄδικη· ἀκόμη καί τότε ὅμως, πρίν τή διαμαρτυρία, πρέπει ὁ τιμωρούμενος να υποταχθεῖ σ' αὐτήν, προσβλέποντας στην κρίση που θα γίνει ἀπό τὸν κατάλληλο ἀποστολικό κύκλο (μητρόπολη, πατριαρχεῖο ἤ κάποια ὁμοφωνία ἀνάμεσα σε ἀρχηγούς αὐτοκέφαλων ᾿Εκκλησιῶν).

Ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, ἐφαρμόζοντας αὐτὸν ἢ ἐκεῖνον τον κανόνα στη ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἢ δημιουργώντας νέους κανόνες ποὺ νὰ ἀνταποκρίνονται στις σύγχρονες ἀνάγκες, επιδιώκει δύο σκοπούς. ᾿Αφενός ἐπιζητᾶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν ἐλευθερία καί τή μοναδικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τά ἐγκόσμια στοιχεία. ᾿Αφετέρου ἐφαρμόζει την οἰκονομία σε σχέση με τον κόσμο στον ὁποῖο ζεῖ. Παράδειγμα ενός κανόνα πού καταστρατηγεῖ τὴν οἰκονομία εἶναι αὐτός πού ὁδήγησε στον ἐπαναβαπτισμό τῶν ἑτερόδοξων Χριστιανῶν καί ὁ ὁποῖος ἐφαρμόστηκε κάποτε στην ΄Ανατολή. Ενώ παράδειγμα ψευδοκανόνα πού καταστρατηγεῖ τή μοναδικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι αὐτός πού ἐκφράζει το βουλγάρικο έθνοφυλετισμό και ἐπιζητᾶ νὰ ἀναδείξει τὸ ἔθνος σε βάση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Το πρώτο λάθος διαπράττεται ἀπό τούς Μονοφυσίτες τῆς Ἐκκλησίας· το δεύτερο ἀπό τούς Νεστοριανούς τῆς Ἐκκλησίας. Η αὐθεντική ἐκκλησιαστική οἰκονομία, πού ἐκφρά ζεται μέ τήν ἐφαρμογή τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν κανόνων καί μέ τή δημιουργία νέων, προϋποθέτει το χάρισμα τῆς διάκρισης, ἕνα χάρισμα πού ἔχουμε το δικαίωμα να το περιμένου με ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους. Επειδή δέν ἔλαβαν μόνο μιά ἀπόλυτη ἀντικειμενική ἐξουσία πού παρεδόθη ἀποκλειστικά στον κύκλο τῶν ἁποστόλων, ἀλλά καί τήν ἱκανότητα νὰ ἔχουν «νοῦν Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 2, 16), πού παρέχεται σε ὅλα τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Αὐτοί ποὺ ἐφαρμόζουν το χάρισμα τῆς διάκρισης κατά τὴν ἐξάσκη ση τῶν καθηκόντων τους είναι γνωστοί από τους καρπούς τους καὶ ἀρκετά συχνά κατατάσσονται στη χορεία τῶν ἁγίων ἐπισκόπων. Αὐτοί που παραμελοῦν αὐτὸ τὸ χάρισμα είναι ἀξιολύπητοι οἰκονόμοι, ἂν καὶ δὲν εἶναι λιγότερο προικισμένοι μὲ τὴν ἐξουσία, ὅσο βέβαια παραμένουν στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸ νὰ ἀρνηθεῖ κάποιος ἐξαρχῆς τη σημασία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας και την κανονική δομή της με τη δικαιολογία πώς ἡ ἱεραρχία κάνει σφάλματα, εἰσάγει στην Ἐκκλησία ἕνα ἀνήσυχο, ἐπαναστατικό καί ἀναρχικό πνεύμα, ἕναν προτεσταντικό ατομικισμό, μια λειψή πίστη, ἀκόμη καί μια συγκαλυμμένη έλλειψη πίστης στην Εκκλησία (όχι στην ἀφηρημένη «οὐράνια» Εκκλησία, ἀλλά σ' αὐτὴν ποὺ εἶναι συγκεκριμένη καί ἱστορική), πού εἶναι καὶ ὁ ἀποδέκτης ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, τῆς ἐξουσίας «τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν». Τα λάθη μεμονωμένων ἐπισκόπων (ὅσο αὐτά δέν ὁδηγοῦν στην παρεκτροπή τους ἀπό τήν ἑνότητα) μπορούν να διορθωθούν ἀπό τή συνειδητή βούληση τῆς Ἐκκλησίας στην τοπική ἢ τὴν οἰκουμενική της διάσταση. ᾿Αλλά ἡ ἐξέγερση κατά τῆς ἱεραρ χίας, ἡ ἐκκλησιαστική ἐπανάσταση, εἶναι ἕνα κακό που δύσκο λα μπορεῖ νὰ θεραπευθεί πνευματικά φυσικά είναι καταστρο φική.

Μιά ψευδής ἀντίληψη για την Εκκλησία

Οἱ συχνές καταπατήσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνότητας στην ἐποχή μας, ἡ ἐλαφρότητα μὲ τὴν ὁποία θεωροῦνται τα σχί σματα («ένα πρόκαιρο, ἀλλά ἀναγκαίο κακό»), ή περιφρονητι κή στάση πρός τούς κανόνες, που κάποιοι θὰ ἤθελαν νὰ τοὺς βλέπουν ἁπλῶς ὡς ἐξωτερικές διοικητικές ἐντολές μᾶλλον, παρά ὡς ζωντανή ἔκφραση ἐκείνης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνό τητας που διαφυλάσσεται ἀπό τήν ἱεραρχία, ὅλα αὐτά τά ἀξιοθρήνητα φαινόμενα κρύβουν στο βάθος μια ψευδή ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Περικλείουν τὴν ἄρνηση τῆς ζωντανῆς της σάρκας, μια ἀποσάρκωση, καί ὁπωσδήποτε τήν ἀποδυνάμωση τῆς ἐνότητας τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου στὴν Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ νόθα κατάσταση ἰσοδυναμεί κατά κάποιον τρόπο μ' ἕνα ξέσπασμα προτεσταντικοῦ πνευματισμού σὲ ὀρθόδοξο ἔδαφος. Ἐκφράζεται με μιά σχεδόν πλήρη άδιαφορία για το συγκεκριμένο καὶ ἱστορικό χαρακτήρα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Παραμένει μόνο ή λειτουργική κατανόηση αὐτοῦ τοῦ Σώματος, τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὀργανισμοῦ στον ὁποῖο τὰ μυστήρια πραγματοποιούνται (καὶ ἐδῶ τὸ θεῖο καί τὸ ἀνθρώπινο συνήθως συγχέονται σε μια διφορούμενη ἔν νοια για το «θεανδρικό χαρακτήρα» τῆς ᾿Εκκλησίας). Ὅσο για τή συνειδητοποίηση τοῦ τί εἶναι ᾿Εκκλησία, ποιά εἶναι ἡ κανονική καὶ ἱεραρχική της δομή, ποιά εἶναι ἡ εὐθύνη της για την ἐνότητα καὶ τὴν ἀνεξαρτησία της, πού βαρύνει πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὴν ἱεραρχία, ἀλλά καί ὅλους ἐμᾶς ἀκολούθως, αὐτή ἔχει ἐξαφανιστεῖ ἀπό τό μυαλό πολλῶν.

Αν ἡ Ἐκκλησία στη συγκεκριμένη καὶ ἱστορική ἐμφάνισή της δὲν εἶναι αὐτό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔχει κληθεῖ νὰ ζήσει στις συνθήκες τοῦ σύγχρονου κόσμου, τότε φυσικά τά πάντα γίνονται σχετικά καί ἀδιάφορα. Τότε τα σχίσματα γίνο-νται μόνο ένα πρόσκαιρο φαινόμενο που μπορεῖ νὰ ξεπεραστεῖ κάποια μέρα· ἔχουν δὲ ὄντως ξεπεραστεί στην «ἀόρατη Εκκλησία». Οἱ ἀδικίες μεμονωμένων ἱεραρχῶν καί ἡ παρέκκλι σή τους ἀπὸ τὴν ὀρθή διδασκαλία θὰ ἐπανεξεταστεί σε κάποια φάση ἀπό μιά ἀρμόδια σύνοδο, ἀλλά πρός το παρόν θα πρέπει νὰ τοὺς ἀνεχθοῦμε. Δὲν εἶναι εὔκολο καθῆκον νά ση κωθεῖ τὸ ἐπίπεδο μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης που βρί σκεται σε παρακμή. Είναι πειρασμός να προταθεῖ πώς θα πρέπει να κληροδοτηθεῖ σε κάποια μέλλουσα γενιά. "Όλοι σκεφτόμαστε πώς ή «θεωρία τῆς προόδου» θὰ εἶναι κατάλληλη για τὴν Ἐκκλησία (ἂν εἶναι βέβαια καθόλου κατάλληλη). Ως ἐάν ὁ «πρόσκαιρος χαρακτήρας» αὐτοῦ τοῦ ἐνοχλητικοῦ φαινομένου θα μπορούσε να λειτουργήσει ὡς δικαίωσή του σαν να μὴν ήταν ἕνα πρόσκαιρο φαινόμενο ή ίδια μας ή ζωή σαν να είχαμε ἀποδεσμευτεῖ ἀπὸ κάθε εὐθύνη ὡς ἀποτέλεσμα του πρόσκαιρου χαρακτήρα τῶν ὅσων συμβαίνουν γύρω μας!

Σε μια προσπάθεια να δικαιώσουμε τίς ἁμαρτίες μας, τη νωθρότητα και την παθητικότητά μας, θα θέλαμε να δούμε στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία κάποιους άντικειμενικούς λόγους που ἐμποδίζουν την πληρότητα τῆς ζωῆς ἀπό τοῦ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἐδῶ καὶ τώρα, ἂν δὲν ὑπῆρχε ώς παράδειγμα μπροστά μας ἡ ρώσικη Εκκλησία. Είναι ἕνα παράδειγμα που δείχνει πῶς ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ καί ὀφείλει νὰ ζεῖ στὸν κόσμο, ό ποιεσδήποτε κι ἄν εἶναι οἱ ἐξωτερικές συνθήκες· δείχνει πῶς στις νέες συνθῆκες ζωῆς, ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ καί πρέπει να «ἀνάβει την προτέρα φλόγα στίς καρδιές τῶν πιστῶν» (σύμφωνα με τον Πατριάρχη Σέργιο [Μόσχας]). Αὐτή ἡ «προτέρα φλόγα» εἶναι ἡ ἴδια μ΄ αὐτὴν τῶν ἀποστολικῶν χρόνων, τῆς ἐποχῆς τῶν διωγμῶν, τῆς ἐποχῆς τῶν οἰκουμενικών συνόδων, μ' αὐτήν ἄλλων λιγότερο ἔνδοξων ἐποχῶν, καθώς και τῶν ἡμερῶν μας.

Ὁ Ἰβάν ᾿Αξάκωφ, ἕνας ἐκκλησιαστικός ἄνδρας τοῦ περασμένου αἰώνα, ἔγραψε κάποτε στον Κ. Π. Πομπεδονόστσεφ, το Γενικό Επίτροπο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσίας: «Αν εἴχατε ἐρωτηθεῖ ἐκείνη τὴν ἐποχή ἂν ἔπρεπε να συγκληθούν οἱ οἰκουμενικές σύνοδοι, σύνοδοι πού τώρα τίς ἀναγνωρίζουμε ὡς ἄγιες, θὰ εἴχατε παρατάξει τόσα καλοστημένα ἐπιχειρήματα κατά τῆς σύγκλησής τους ὥστε πιθανῶς νὰ μὴν εἶχαν ποτέ λάβει μέρος». Ἡ ἀποδυνάμωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης, ἡ ἁμαρτία τῆς ἀπελπισίας σε σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, ή δυσπιστία στην πληρότητα τῶν δυνάμεών της σε κά ποια στιγμή τῆς ἱστορίας, δέν εἶναι καινούργια πράγματα. Φυσικά, τέτοιες συμπεριφορές εμφανίζονταν συχνά καί στήν ἐν ποχή τῶν οἰκουμενικών συνόδων. ᾿Αρκεῖ νὰ διαβάσουμε τούς ἀρχαίους ἱστορικοὺς ἢ σύγχρονες μαρτυρίες για να καταλά βουμε πώς αὐτοί που μπορούσαν να διακρίνουν το στενό δρόμο τῆς Ἐκκλησίας χωρίς νὰ ἐντυπωσιάζονται αδικαιολόγητα ἀπό τίς τυχαίες ατέλειες, ήσαν συγκριτικά λίγοι.

Αὐτή ἡ βασική οδός στη ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας διαφεύγει από τοὺς Μονοφυσίτες ποὺ ἀρνοῦνται τή ζωή καὶ περιορίζουν την Εκκλησία στίς μουμιοποιημένες και τυποποιημένες μορφές τοῦ παρελθόντος. Διαφεύγει ἐπίσης καί ἀπό τούς Νεστοριανούς τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τοὺς ὁποίους ή «ιστορική Εκκλησία» διαλύεται στα σχετικά φαινόμενα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία τῆς «μετα-ιστορίας», παραμένει μια εὐσεβής ἀφαίρεση.[Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΒΙΚΟ] Καί τά δύο μέρη ἐπικρίνουν τή [σύγχρονη] ρωσική Εκκλησία: τὸ ἕνα την μέμφεται για νεστοριανές καινοτομίες, γιά συμβιβασμό με το νέο κόσμο, το ἄλλο για μονοφυσιτική τυ πολατρία, για κανονολατρία. Οἱ ἐπιθέσεις τους ὅμως βασίζονται σε μια παρανόησης στην πραγματικότητα ή διαφωνία εἰναι μεταξύ τους.

Εὐθύνες ἐδῶ καί τώρα

Αν τοὺς ἀφήσουμε κατά μέρος και στραφούμε πρός τήν ᾿Εκκλησία, ἰδιαίτερα στην Εκκλησία πού βρίσκεται σε τέτοιες συνθῆκες, οἱ ὁποῖες τήν κάνουν νὰ ζεῖ μὲ μιὰ ἰδιαίτερη αἴσθηση εὐθύνης, καί ἀναρωτηθοῦμε τί ἔχει ἀλλάξει ἀπό τήν ἐποχή τῆς πρώτης Εκκλησίας, θα πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε τίποτε ἐκτός ἀπό τίς ἐξωτερικές μορφές και περιστάσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, μόνο ή οἰκονομία της σχετικά με τον κόσμο μ' ἄλλα λόγια τίποτε ἐκτός ἀπ᾿ αὐτό πού ὄφειλε νὰ ἀλλάξει με τον καιρό, ὥστε ή Εκκλησία να παραμείνει ἱκανή να όλοκληρώσει τὸ καθῆκον της, τή σωτηρία τοῦ πραγματικού κόσμου μέσα στον ὁποῖο ζεῖ.

Η πληρότητα τῶν δυνάμεών της παραμένει ἀμείωτη, κι ἂν αὐτό εἶναι κάτι που δὲν μποροῦμε ἡ δὲ θέλουμε νὰ δοῦμε, ἁπλῶς μαρτυρᾶ τή δική μας τύφλωση, τη δική μας έλλειψη πνευματικού σφρίγους, τη δικιά μας ἀπελπισία. Είναι τέτοια ἡ ἀπελπισία, ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἀποφεύγουμε τήν εὐθύνη μας, τὴν ἀπόφαση νὰ ἐμπλακούμε στην ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Έχουμε αυτή τη στιγμή καί ὑπό τις παρούσες περιστάσεις κληθεῖ σ᾿ αὐτή τήν ὑπηρεσία, καί δὲν μποροῦμε νὰα περιμένουμε πιο «κανονικούς» καιρούς. Δέν ὑπάρχουν τέτοιοι καιροί πρίν ἀπό τή δευτέρα παρουσία. Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ πραγ ματοποιήσει σήμερα αὐτό πού ἀναζητοῦσε ἀπό τότε που είχε εἰπωθεῖ τὸ «ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6, 34).

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: