Συνέχεια από: Σάββατο 7 Ιουνίου 2025
᾿Αποκλείοντας τὴν ὁμοσπονδιακὴ ἀντίληψη τῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐνδεχόμενο συμβατικῆς ἀναδιάρθρωσης τῶν ἐκκλησιαστικών προβαδισμάτων καὶ πρωτείων τιμῆς, καταλήγουμε ἀναπόφευκτα στὴν ἀνάγκη ἀποδοχῆς τοῦ παραδεδομένου ἱστορικοῦ σχήματος ἱεραρχίας τῶν «κατὰ τὴν οἰκουμένην» Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν. [ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΗΔΗ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΑΘΑΡΣΗ, ΦΩΤΙΣΜΟΣ, ΘΕΩΣΗ, ΜΕ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΑΡΙΖΕΙ Η ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. ΟΙ ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΛΑΘΟΣ ΜΑΣ ΔΙΕΛΥΣΕ ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΟΠΩΣ ΕΙΣΗΧΘΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΛΩΡΟΦΣΚΙ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΡΩΜΑΝΙΔΗ ΧΡΩΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ΟΛΗ ΤΗΝ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΡΧΗΣ ΓΕΝΟΜΕΝΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ.]
Αὐτὴ ἡ ἀποδοχὴ δὲν εἶναι οὔτε εὔκολη, οὔτε ἀνώδυνη λύση. Τὰ ἑλληνικὰ πρεσβυγενή Πατριαρχεῖα τῆς ᾿Ανατολῆς, μέσα ἀπὸ βίαιες ἱστορικοπολιτικές μεταβολές, ἔχουν ἀποψιλωθῇ σὲ μέγιστο ποσοστὸ ἀπὸ ποίμνιο καὶ πλήρωμα πιστῶν. Μὲ ἀποτέλεσμα οἱ Πατριαρχικές Σύνοδοι νὰ ἀποτελοῦνται σήμερα στὴν πλειοψηφία τους ἀπὸ Ἐπισκόπους χωρὶς ἐπισκοπές, ἀπὸ ποιμένες δίχως ποίμνιο. Αὐτὸ εἶναι τὸ δυσκολώτερο καὶ πιὸ ἀκανθῶδες πρόβλημα τῶν ἑλληνικῶν Πατριαρχείων σήμερα.
῾Ο θεσμὸς τῶν «τιτουλαρίων», ὅπως λέγονται, ᾿Επισκόπων, ᾿Αρχιεπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν (ἂν ἀντιπροσωπεύει μιὰ συμβατικὴ αὐτονόμηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωμάτων) ἔρχεται σὲ φανερὴ ἀντίθεση μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνα ὀργανωτικό καθίδρυμα ποὺ διοικεῖται ἀπὸ ὑπαλληλία συμβατικὰ ἱεραρχημένη, ἀλλὰ εἶναι ἡ δυναμική-λειτουργικὴ πραγματοποίηση ἑνὸς Σώματος,(ΑΓΙΩΝ) στὸ ὁποῖο οἱ θεσμοὶ λειτουργοῦν ὡς ὀργανικὲς δομὲς γιὰ τὴ φανέρωση τῆς ἀλήθειας καὶ τὴν πραγμάτωση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.[ΕΧΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗ ΤΗΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΥ]
᾿Αποκομμένο τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα ἀπὸ τὴ λειτουργία του μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα[ΤΗΝ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΟΥ] δὲν εἶναι, ἀπλᾶ καὶ μόνο, μια κενή συμβατικότητα – ὅπως εἶναι κενὸς καὶ ἀκατανόητος ὁ τίτλος τοῦ Δημάρχου, ὅταν δὲν ἀντιπροσωπεύει ἕνα δῆμο καὶ κάποιους δημότες. Εἶναι καὶ μιὰ πραγματική ἄρνηση τῆς μυστηριακῆς σχέσης Ἐπισκόπου καὶ Εκκλησίας, σχέσης ποὺ ἐξασφαλίζει;;; τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος μὲ τὴν κεφαλή του, δηλαδὴ τὸ Χριστό.
Μόνο μὲ τὸν Ἐπίσκοπο «εἰς τύπον καὶ εἰς τόπον Χριστοῦ» πραγματώνεται ἡ καθολική Ἐκκλησία, «τὸ ὅλον τῆς πίστεως καὶ τῆς σωτηρίας», ἡ[ΤΥΠΙΚΗ] φανέρωση τῆς Βασιλείας. Καὶ Ἐπίσκοπος εἶναι μόνο αὐτὸς ποὺ κατέχει;;;[ΜΟΝΟ Ο ΦΑΡΙΣΑΙΟΣ ΚΑΤΕΧΕΙ], μέσῳ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς,[ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, ΟΧΙ ΤΟΥ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΣ] τὴ θέση τοῦ ποιμένος Χριστοῦ στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, μόνο αὐτὸς ποὺ συγκεφαλαιώνει καὶ ἐνσαρκώνει καὶ περιφρουρεῖ τὴν ἐμπειρία καὶ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία[ΤΟ ΕΓΩ] μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὴν ὀργανική-λειτουργική του θέση στὴν κεφαλὴ μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας [ΝΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΥ]ὁ θεσμὸς τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι ἀκατανόητος καὶ δὲν δικαιώνεται ἀπὸ τοὺς τίτλους συμβατικῶν δικαιοδοσιῶν 167. Κανένα ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα δὲν εἶναι ἀτομικὸς τίτλος ποὺ παρέχεται ὡς ἀξιολογική προαγωγή, ὅλα εἶναι λειτουργήματα[ΔΙΑΚΟΝΗΜΑΤΑ] ἐντεταγμένα στὸ σῶμα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Βέβαια, ἀκόμα καὶ αὐτὴ ἡ «ἀρχὴ» δὲν ἀποκλείει τὴν ἐνσάρκωση τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας στὸ πρόσωπο ἑνὸς καὶ μόνου Ἐπισκόπου,[ΑΓΙΟΥ;] ἔστω τιτουλαρίου, ποὺ συγκεφαλαιώνει τὸν τρόπο ὑπάρξεώς της, τὸν πόνο καὶ τὴν ἐμπειρία της.
Ἡ θεσμοποίηση ὅμως τῶν τιτουλαρίων Ἐπισκόπων, ᾿Αρχιεπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, τείνει νὰ μεταβάλη τὶς Πατριαρχικές Συνόδους σὲ διοικητικὰ ὄργανα αὐτονομημένα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, δηλαδὴ σὲ σμικρογραφίες τοῦ Βατικανού.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι μιὰ δυτικίζουσα ἀντίληψη τῆς ὀργανωτικῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων ἀρχίζει νὰ ἐμφανίζεται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ κιόλας ποὺ ἡ Κωνσταντινούπολη ἀλώνεται ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ὁ Πατριάρχης της καθιερώνεται ἀπὸ τοὺς κατακτητές ὡς ὁ ἀνώτατος θρησκευτικὸς καὶ πολιτικὸς ἀρχηγὸς τῶν ὀρθόδοξων χριστιανικῶν λαῶν τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας 168. Οἱ δυτικίζουσες τάσεις συγκεντρωτισμοῦ, ποὺ εἶναι μάλλον ἀναπόφευκτες;;;; μέσα στις συγκεκριμένες ἱστορικὲς συνθήκες τῆς ὀθωμανικῆς κατάκτησης, δὲν ἄλλοιώνουν οὐσιαστικὰ τὴν ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ πίστη τῆς ᾿Ανατολῆς. Ἔχουν ὅμως ὡς ἀποτέλεσμα τὴν κάποια παραθεώρηση της θεολογικῆς ἀλήθειας τῆς ἱεραρχίας, δηλαδή του τρόπου ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας που φανερώνεται στὴν ἄρθρωση τῶν προβαδισμάτων καὶ πρωτείων τιμῆς.[ΤΡΟΠΟΥ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΕΝ ΤΩ ΚΟΣΜΩ ΤΟΥΤΟ]
Οπωσδήποτε, ἡ τουρκική κατάκτηση δὲν εἰναι ὁ μόνος λόγος γιὰ τὴν παραθεώρηση τοῦ θεολογικοῦ καὶ ἀποκαλυπτικοῦ χαρακτήρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Ἔχει προηγηθή, σὲ διάστημα αἰώνων, ὁ ἀνταγωνισμὸς τῶν δύο μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν κέντρων, Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ὁδήγησε ὑποχρεωτικὰ στὴν ἔμπρακτη παραγνώριση τοῦ τρόπου λειτουργίας τοῦ σύνολου θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας, ἀλλὰ καὶ σὲ προσπάθειες «ἀντικειμενικῆς» ἀξιολόγησης καὶ ὀρθολογικῆς κατοχύρωσης τῶν πρωτείων Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως 169. [Ο ΦΑΡΙΣΑΙΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΦΟΝΤΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ. Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΤΟΧΑΣΕ ΗΔΗ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ. ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ Ή ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ]Μετὰ τὸ Σχίσμα καὶ τὴν ὀθωμανική κατάκτηση, τὰ πρωτεῖα τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐξαίρονται όχι μόνο σὲ ἀντιδιαστολή, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄμυνα στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ παπικού πρωτείου καὶ τῶν ὁλοκληρωτικῶν τάσεων τῆς Ρώμης170. Στη Μεγάλη Σύνοδο τοῦ 1663 οἱ τέσσερεις Πατριάρχες τῆς ᾿Ανατολῆς ὑπογράφουν τόμο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο “αὶ ὑποθέσεις πᾶσαι τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τὸν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον ἀναφέρονται καὶ παρ αὐτοῦ τὰς ἀποφάσεις λαμβάνουσι, ὡς τὰ ἴσα πρωτεῖα, κατὰ τοὺς κανόνας, ἔχοντα τῆς παλαιᾶς Ρώμης... Ὅτι δὲ τὸ προνόμιον τοῦτο ἐπὶ τὸν οἱκουμενικόν θρόνον μετήνεκται, μάθοις ἂν ἐκ πολλῶν... καὶ ἐκ τοῦ Βαλσαμῶνος, ‘μὴ εἶναι τὰ περὶ τοῦ πάπα ὁρισθέντα εἰδικὰ τούτου καὶ μόνου προνόμια, ἀλλ' ἐξυπακούεσθαι καὶ εἰς τὸν Κωνσταντινουπόλεως’. Ήδη δὲ ἀπορραγέντος τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης ἀπὸ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, μόνον εἰς τὸν οἰκουμενικὸν ἀναφέρεται θρόνον 171».
Οἱ συγκεντρωτικές αὐτὲς τάσεις καὶ ἀντιλήψεις περιορίζονται αἰσθητά, ἂν δὲν ἐξαφανίζονται, στὸν 19ο αἰώνα, μὲ τὴν ἀνακήρυξη καὶ αὐτονόμηση τῶν ἐθνικῶν αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν. Θὰ μποροῦσε νὰ διατυπώση κανεὶς τὴν κάπως σχηματική (καὶ γι' αὐτὸ μόνο ἐνδεικτικὴ καὶ ὄχι ἀκριβολογική) παρατήρηση, ὅτι στὸν 19ο αἰώνα οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες περνοῦν σὲ μιὰ φάση μᾶλλον προτεσταντικοῦ ἐπηρεασμοῦ τῆς ὀργανωτικῆς τους διάρθρωσης, ὕστερα ἀπὸ μιὰ μακρά περίοδο ρωμαιοκαθολικῆς περισσότερο ἐπίδρασης. Οπωσδήποτε, ἡ «βαβυλώνειος αἰχμαλωσία» τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας τοὺς τελευταίους αἰῶνες – ἡ ὑποταγή της στὶς μεθόδους, τὴ νοοτροπία καὶ τὰ κριτήρια τοῦ δυτικοῦ ὀρθολογισμοῦ – ὁδηγεῖ ἄλλοτε στὴν ἀνάγκη ἑνὸς ὁρατοῦ κέντρου ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας, καὶ ἄλλοτε σὲ ἀπολυτοποιημένες τάσεις αὐτονομίας καὶ αὐτοκεφαλίας. Στὶς «δογματικά συνεπέστερες» περιπτώσεις ὁδηγεῖ σὲ μιὰν ἀναζήτηση τοῦ «μέσου όρου» ἀνάμεσα στὶς ρωμαιοκαθολικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἐκκλησιολογικές ἀντιλήψεις, προκειμένου νὰ προσδιοριστῆ ἡ ὁμολογιακά «ὀρθόδοξη» στάση καὶ πράξη172. Αὐτὸς ὁ «μέσος όρος» ἐκφράστηκε πάντοτε μὲ κατηγορίες τυπικά δυτικὲς (ὅπως τὸ πολυδιαφημισμένο «δημοκρατικό» σύστημα σχέσεων τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν), μὲ τέλεια ἄγνοια ή παραθεώρηση τῆς θεολογικῆς ἀλήθειας γιὰ τὴν ἱεραρχικὴ ἄρθρωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν προβαδισμάτων καὶ πρωτείων τιμῆς – ἄρθρωση ἀποκαλυπτικὴ τῆς κενωτικῆς ἀλληλοπεριχώρησης καὶ ἀγαπητικῆς κοινωνίας.[ΑΠΟ ΕΔΩ Η ΕΚΤΑΚΤΗ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΤΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕΙΩΘΕΙ Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΕ ΚΕΝΩΤΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ]
Σημειώσεις
167. Βλ. J. D. ZIZIOULAS, La continuité avec les origines apostoliques dans la conscience théologique des Eglises orthodoxes, περιοδικό ISTINA, Νο 1/1974, σελ. 85-87: L' existence d' évêques titulaires dans les Eglises orthodoxes manifeste une grave anomalie. Quand un évêque est ordonné pour une certaine communauté, il doit être en mesure d' exercer pleinement son ministère dans sa communauté. C' est seulement dans le cas où des circonstances historiques le séparent de son troupeau qu'il peut être considéré comme un évêque canonique malgré son absence de sa communauté. Mais quand l'Eglise orthodoxe ordonne des évêques pour leur confier une autorité subordonnée, elle le fait en violant des principes ecclésiologiques fondamentaux. [Βλ. J. D. ZIZIOULAS, Η συνέχεια με τις αποστολικές ρίζες στη θεολογική συνείδηση των Ορθόδοξων Εκκλησιών, περιοδικό ISTINA, Νο 1/1974, σελ. 85-87: Η ύπαρξη τιτουλάρχων επισκόπων στις Ορθόδοξες Εκκλησίες αποτελεί σοβαρή ανωμαλία. Όταν ένας επίσκοπος χειροτονείται για μια συγκεκριμένη κοινότητα, πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί πλήρως το λειτούργημά του στην κοινότητά του. Μόνο στην περίπτωση που ιστορικές περιστάσεις τον χωρίζουν από το ποίμνιό του μπορεί να θεωρηθεί κανονικός επίσκοπος παρά την απουσία του από την κοινότητά του. Όμως, όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία χειροτονεί επισκόπους για να τους αναθέσει υποδεέστερη εξουσία, παραβιάζει θεμελιώδεις εκκλησιολογικές αρχές.]
168. Γιὰ τὰ προνόμια, καθήκοντα καὶ πληρεξουσιότητες τοῦ Οἰκουμενικού Πατριάρχη στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, βλ. Μητροπολίτου Σάρδεων ΜΑΞΙΜΟΥ, Το Οἰκουμενικόν Πατριαρχείον ἐν τῇ ‘Ορθοδόξω᾿ Εκκλησία, σελ. 294 κ. ἐ., ὅπου καὶ ἡ σχετική βιβλιογραφία. – Επίσης, Cons. G. PAPADOPOULOS, Les privilèges du Patriarcat Oecuménique dans l’ Empire Ottoman, Paris (Guillon) 1924, ὅπου ἐκτενής νομική βιβλιογραφία.
169. Στὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ ἀνταγωνισμού, αὐτονομοῦνται ὡς ἀντικειμενικὰ ἐπιχειρήματα γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῶν θρόνων καὶ οἱ ἱστορικοὶ τίτλοι ἀποστολικότητας – ἀποστολικῆς ίδρυσης τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴ θεωρία περὶ Ιδρύσεως τῆς Ἐιαλησίας τῆς Ρώμης ἀπὸ τὸν ᾿Απόστολο Πέτρο, ἀρχίζει καὶ ἡ ᾿Ανατολὴ (ἀπὸ τὴν ἐποχὴ κιόλας τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνού καὶ τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου) νὰ ἐπικαλῆται τὴν ίδρυση τῶν Έκκλησιῶν στὰ εὐρωπαϊκά παράλια τοῦ Εὐξείνου Πόντου, επομένως καὶ στὴν τότε πολίχνη του Βυζαντίου ὅπου ἀργότερα ἡ Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ τὸν Πρωτόκλητο ᾿Απόστολο Ανδρέα. Οι Κατάλογοι τῶν Ἐπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως ἀρχίζουν με πρώτο Επίσκοπο τὸν ᾿Απόστολο ᾿Ανδρέα καὶ ἀκολουθοῦν, ὡς τὴν ἴδρυση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τη διαδοχὴ τῶν Ἐπισκόπων τῆς πολίχνης του Βυζαντίου (βλ. Βασ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, ᾿Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 796, όπου καὶ ἡ σχετική βιβλιογραφία). Η ἀναζήτηση αὐτῆς τῆς συνεχούς διαδοχῆς τῶν τυπικών Επισκόπων καὶ τῆς ἀποστολικῆς καταγωγής τους, ανεξάρτητα ἀπὸ τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπινου οἰκισμοῦ ποὺ ὑπῆρχε σὲ αὐτὸ τὸν τόπο, εἶναι μιὰ ἀπόλυτα σεβαστή καὶ δικαιολογημένη ἀνάγκη τῆς τοπικής Εκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως – προσπάθεια ἀναγωγής στις ἀποστολικές της ρίζες. Θεολογικά ἐπικίνδυνη εἶναι μόνο ἡ ἀντικειμενοποίηση τῶν τίτλων τῆς ἀποστολικῆς καταγωγῆς γιὰ τὴν προσπόριση δικαιωμάτων, εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας τῆς Ἱεραρχίας καὶ «θεαρχικῆς εὐπρεπείας» τῆς Ἐκκλησίας, γεγονός που συνιστᾶ καὶ τὴν ἀφετηρία τῆς ἁμαρτίας - έκπτωσης του θρόνου της Ρώμης. – Βλ. καὶ Μητροπολίτου Σάρδεων ΜΑΞΙΜΟΥ, ΤΟ Οικουμενικόν Πατριαρχείον, σελ. 73-74. – V. ISTAVRIDIS, Prerogatives of the Byzantine patriarchate, Orientalia Christiana Analecta, 101/1968, σελ. 42-43.
170. ᾿Απὸ τὴν ἀρχὴ τῆς τουρκικής κατάκτησης καὶ ὡς τὸν 19ο αιώνα, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει τὴν ἄμεση μέριμνα καὶ φροντίδα τόσο τῆς ἐσωτερικής ζωῆς καὶ ιεραρχικής άρθρωσης, ὅσο καὶ τῶν ἐξωτερικῶν σχέσεων τῶν ὑπόλοιπων Πατριαρχείων καὶ αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν τῆς ᾿Ανατολῆς. Οἱ περισσότεροι Πατριάρχες τῆς ᾿Αλεξάνδρειας, ᾿Αντιόχειας καὶ Ἱεροσολύμων, εκλέγονται ἀπὸ τὸ Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁποῖο παρεμβαίνει καὶ γιὰ νὰ καθαιρέση Επισκόπους ἢ νὰ διαιτητεύση σὲ ἀναφυόμενα προβλήματα. Ταυτόχρονα ενισχύει οἰκονομικά, κυρίως τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, καὶ χειρίζεται τὰ θέματα τῶν σχέσεων μὲ τὴν κεντρικὴ ἐξουσία τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας τόσο τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Πατριαρχείων τῆς ᾿Ανατολής, ὅσο καὶ μονῶν, ναῶν, προσκυνημάτων καὶ κοινοτήτων. Οἱ αὐτοκέφαλες Εκκλησίες τῆς Κύπρου καὶ τῆς Ρωσίας βρίσκονται ἐπίσης μέσα στὴν ἐργώδη ποιμαντική μέριμνα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (Βλ. Μητροπολίτου Σάρδεων ΜΑΞΙΜΟΥ, Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, σελ. 294 - 320. Steven RUNCIMAN, The Great Church in Captivity, Cambridge, Univ. Press, 1968). ᾿Αν σταθῆ κανεὶς ἁπλῶς στὴ φαινομενολογία τῶν ἱστορικῶν αὐτῶν συμπτωμάτων, θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ἀναγνωρίση στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τάσεις ἐπιβολῆς στὴν ᾿Ανατολὴ ἀντίστοιχης μὲ τὴν παπικὴ ἐπιβολή στη Δύση. Πρέπει ὥστόσο νὰ τονιστῇ ὅτι τὸ Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο λειτουργεί πάντοτε συνοδικά καὶ πάντοτε μὲ συνείδηση τῆς “οἰκονομικῆς” διεύρυνσης τῶν δικαιοδοσιῶν του, ἀφοῦ οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς παρεμβάσεις του στὰ ἐσωτερικά τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν ἐπιβάλλονται ἀπὸ τις ὀξύτατες καὶ περίπλοκες καταστάσεις καὶ συνθήκες που δημιουργεῖ ἡ ὀθωμανική κατάκτηση. Πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα τῶν παρεμβάσεων ὑπάρχει ένας πελώριος ἀγώνας ποιμαντικής μέριμνας, μὲ αἱματηρό συχνά τίμημα. Χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνη ὅτι δὲν ἐμφανίζονται δείγματα νοοτροπίας ἢ τάσεων αὐτονόμησης τῶν ἐξουσιῶν τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου, κυρίως κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς δυτικής νοοτροπίας καὶ τῶν χρησιμοθηρικῶν κριτηρίων της σὲ λογίους καὶ Ἱεράρχες τῆς ἐποχῆς τῆς τουρκοκρατίας.
171. Μ. ΓΕΔΕΩΝ, Κανονικαί Διατάξεις Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, τόμος 1, Κωνσταντινούπολις 1888/9, σελ. 361. – Κ. ΔΕΛΙΚΑΝΗ, Πατριαρχικά Εγγραφα, τόμος ΙΙΙ, Κωνσταντινούπολις 1904/5, σελ. 93 - 118.
172. Ελ. Ιωαν. ΚΑΡΜΙΡΗ, Ετερόδοξοι ἐπιδράσεις ἐπὶ τὰς Ομολογίας τοῦ ΙΖ' αἰῶνος, Ἱερουσαλήμ 1949, σελ. 4. - Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Ορθοδοξία καὶ Δύση - ἡ θεολογία στὴν Ἑλλάδα σήμερα, σελ. 59.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ. ΟΥΤΕ Η ΝΑΥΤΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΤΡ. ΤΗΝ ΑΝΕΛΑΒΕ ΟΜΩΣ ΕΠΑΞΙΑ Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου