Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (38)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΣΗΜΕΡΑ

§ 12. Ὁ θεσμὸς τῆς πενταρχίας σήμερα (2η συνέχεια)

Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἐνότητας τῶν Ὀρθοδόξων σήμερα μέσῳ ἑνὸς συλλογικοῦ ἀντιπροσωπευτικοῦ ὀργάνου «πληρεξουσίων» Επισκόπων ὑποχρεώνει σὲ μιὰ ἰδεολογικὴ ἐκδοχὴ τῆς ἀλήθειας τῆς σωτηρίας καὶ σὲ μιὰ νομική ἀντιμετώπιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας καὶ τοῦ ἤθους τῶν πιστῶν. Γιατὶ ἡ ἀντιπροσωπευτική μετοχὴ σὲ ἕνα ὁμοσπονδιακό κεντρικό ὄργανο δὲν συγκεφαλαιώνει οὔτε τὴν ἐμπειρία τῶν τοπικών Ἐκκλησιῶν, οὔτε τὴν ὁμοφωνία περιφερειακών συνόδων, ἀλλὰ τὶς αὐτονομημένες σήμερα καὶ ἀναπόφευκτα θεωρητικὲς ἀπόψεις τῶν θεσμοποιημένων ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν. Καὶ μὲ θεωρητικὲς ἀπόψεις οὔτε ἐκφράζεται οὔτε περιφρουρεῖται τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας. Απλῶς διατυπώνονται ἰδεολογικές «ἀρχὲς» καὶ νομικοὶ ἀφορισμοί. 

Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, περισσότερο συνεπὴς καὶ αὐτονόητη μοιάζει ἡ δεύτερη ἀπὸ τὶς τρεῖς τὰσεις ποὺ ἐπισημάναμε ἀρχικά (στην προηγούμενη ανάρτηση). Ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἑνότητας μὲ μιὰ διάρθρωση τῶν πρωτείων τιμῆς ποὺ νὰ ἀνταποκρίνεται ὄχι σὲ «ψιλοὺς» τίτλους, ἀλλὰ στὴ σημερινὴ ἱστορικο-πολιτική πραγματικότητα τῶν πληθυσμικῶν ἀναλογιῶν.[Η δεύτερη τάση ἐπιμένει ἐπίσης στὴν ἐξασφάλιση τῆς ἑνότητας μὲ τὴ διάρθρωση τῶν πρεσβείων τιμῆς, ζητάει ὅμως μιὰ οὐσιαστικὴ ἀναθεώρηση τῆς διάρθρωσης, ἔτσι ὥστε νὰ ἀνταποκρίνεται ὄχι σὲ «ψιλοὺς» τίτλους, ἀλλὰ στὴ σημερινὴ ἱστορικοπολιτική πραγματικότητα τῶν πληθυσμικῶν ἀναλογιῶν – κατὰ τὸ ἀρχαῖο ἔθος τῆς προσαρμογῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικητικῶν ἑνοτήτων πρὸς τὶς ἀντίστοιχες πολιτικές.] 

Ὅπως τονίστηκε σὲ προηγούμενο κεφάλαιο ἡ ἱεραρχικὴ ἄρθρωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν προβαδισμάτων καὶ τῶν πρωτείων τιμῆς – ποὺ εἶναι πρωτεῖα θυσιαστικῆς ἀγάπης καὶ εὐθύνης γιὰ τὴν ἑνότητα στὸ δόγμα καὶ τὴ λατρεία[ΒΑΡΕΤΕΣ ΚΕΝΟΛΟΓΙΕΣ ΠΛΕΟΝ] – δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἁπλῶς ἕνα σύστημα ὀργάνωσης, ἀλλὰ φανέρωση ἀλήθειας καὶ ἔκφραση πίστεως. Ἡ ἱεραρχικὴ αὐτὴ ἄρθρωση σαρκώνει τὴν ἀγαπητική-κενωτικὴ ἀντιμετάδοση τῆς ἀλήθειας στὰ ὅρια τοῦ καθολικοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας: μετάδοση τῆς ἀλήθειας «ἐν ἀγάπη» καὶ ἀποδοχή της «ἐν ταπεινώσει». Γι' αὐτὸ;;; καὶ συνιστᾶ ἡ ἱεραρχικὴ ἄρθρωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας – ἀποκαλύπιει τὴν Ἐκκλησία ὡς εἰκόνα τῆς τριαδικῆς «θεαρχικῆς ὡραιότητος», φανερώνει «τὴν θειοτάτην εὐπρέπειαν» τῆς «οὐρανίου Ιεραρχίας».[ΧΩΡΙΣ ΝΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΥ,ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟ ΠΟΥ ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΣΕ ΜΙΑ ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΤΗΣ ΔΗΘΕΝ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ] 

Επομένως, ἡ ἱεραρχικὴ ἄρθρωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν προβαδισμάτων καὶ πρωτείων τιμῆς ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ διατύπωση καὶ περιφρούρηση τῆς ἀλήθειας της στὰ πλαίσια μιᾶς ὀργανικῆς λειτουργίας καὶ ζωτικῆς σχέσης τῶν «ἐπισημοτάτων θρόνων» μὲ τὶς «κατὰ τὴν οἰκουμένην» ὀρθόδοξες ἐπισκοπές. Ἔκφραση τῆς ὀργανικῆς αὐτῆς λειτουργίας καὶ ζωτικῆς σχέσης εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος - καὶ ὄχι ἀντικειμενοποιημένο όργανο ἀλάθητων ἀποφάσεων. Ὅταν δὲν ἐκφράζει καὶ δὲν φανερώνει αὐτὴ τὴ λειτουργία καὶ σχέση μιὰ Σύνοδος δὲν εἶναι οἰκουμενική, ἔστω καὶ ἂν διαθέτει ὅλα τὰ τυπικὰ γνωρίσματα ἢ ἂν αὐτοανακηρύσσεται «οίκουμενική». 

Τόσο λοιπὸν γιὰ τὴν ἀπόφαση συγκλήσεως, τὴν προετοιμασία καὶ συγκρότηση μιᾶς Οἰκουμενικής Συνόδου, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση προβλημάτων ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας ἢ καὶ περιφρούρησης τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἱεραρχικὴ ἄρθρωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν προβαδισμάτων καὶ πρωτείων τιμῆς μπορεῖ νὰ διασώση τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὀργανική λειτουργία καὶ ζωτική σχέση τῶν «ἐπισημοτάτων θρόνων» μὲ τὶς «κατὰ τὴν οἰκουμένην» ὀρθόδοξες τοπικές Ἐκκλησίες.[ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ] Οἱ τοπικές Ἐκκλησίες προσφεύγουν στοὺς «ἐπισημοτάτους θρόνους» ὄχι στὰ πλαίσια μιᾶς ἀντικειμενοποιημένης αξιολόγησης διοικητικῶν ἁρμοδιοτήτων ἢ αὐτονομημένων ἱστορικῶν τίτλων, ἀλλὰ στὰ ὅρια μιᾶς ὀργανικῆς λειτουργίας καὶ ζωτικῆς σχέσης ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀγαπητικὴ ἀλληλοπεριχώρηση τῆς τριαδικῆς κοινωνίας. [Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ]

᾿Αλλὰ μὲ τὴν τελευταία αὐτὴ διατύπωση ἀποκλείουμε ἀπὸ τὴν ἱεραρχικὴ ἄρθρωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν προβαδισμάτων καὶ πρωτείων τιμῆς τόσο τὴν ἀντικειμενοποιημένη ἀξιολόγηση τῶν διοικητικῶν ἁρμοδιοτήτων ὅσο καὶ τὴν αὐτονόμηση τῶν ἱστορικῶν τίτλων, δηλαδὴ ἀποκλείουμε καὶ τὴν πρώτη καὶ τὴ δεύτερη ἀπὸ τὶς τάσεις περιφρούρησης τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐπισημάναμε ἀρχικά. 

Μιὰ ἀναδιάρθρωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν προβαδισμάτων καὶ πρωτείων τιμῆς ποὺ νὰ ἀνταποκρίνεται ὄχι πιὰ σὲ «ψιλοὺς» τίτλους, ἀλλὰ στὴ σημερινὴ ἱστορικο-πολιτική πραγματικότητα καὶ στὶς σύγχρονες πληθυσμικὲς ἀναλογίες, θὰ παρεμβάλη στὸν ἐκκλησιαστικό βίο τὴν ἀφηρημένη καὶ συμβατικὴ «ἀρχὴ» τῆς ὑποχρεωτικῆς κατὰ καιρούς προσαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας στὴν «ἀντικειμενικὴ» ἀξιολόγηση τῆς κοσμικῆς (πολιτικῆς καὶ διοικητικῆς) ἰσχύος τῶν πόλεων ἢ κρατῶν ὅπου ὑπάρχουν Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. 

Οπωσδήποτε, ἡ πρώτη ἱεράρχηση τῶν ἐκκλησιαστικών προβαδισμάτων καὶ πρωτείων τιμῆς προέκυψε ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη ἱεράρχηση τῶν διοικητικῶν καὶ πολιτιστικῶν κέντρων τοῦ ρωμαϊκοῦ imperium. ᾿Αλλὰ αὐτὴ ἡ προσαρμογή λειτούργησε καὶ προέκυψε ὀργανικά, δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα ἐφαρμογῆς μιᾶς ἀφηρημένης καὶ συμβατικῆς «ἀρχῆς». Τὸ μητροπολιτικό σύστημα καὶ ὁ θεσμὸς τῆς πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν ἀκολούθησε τὴν ἱεράρχηση τῶν διοικητικῶν κέντρων στὰ ὁποῖα συγκεντρωνόταν ὁ πολιτικός, οἰκονομικὸς καὶ πνευματικὸς βίος τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτὸ ὅμως ἔγινε γιατὶ στὰ ἴδια αὐτὰ διοικητικά κέντρα ἀρθρώθηκε ὀργανικὰ καὶ ἀβίαστα ὁ ἐσωτερικὸς βίος τοῦ καθολικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἡ ὀργανική λειτουργία καὶ ζωτική σχέση ἡ ἀποκαλυπτικὴ τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας. Αν εἰδωλοποιήσουμε αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς σὲ ἀφηρημένη «ἀρχὴ» διάρθρωσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, ὑποκαθιστοῦμε τὴν ὀργανικὴ λειτουργία καὶ ζωτική σχέση που συγκροτεῖ τὴν ἑνότητα τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν μὲ μιὰ κοσμικὴ ἀντίληψη διοικητικῆς καὶ ὀργανωτικῆς διαβάθμισης, στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας οἱ Ἐκκλησίες προβιβάζονται ἡ ὑποβιβάζονται ἀνάλογα μὲ τὴν πολιτική ἰσχὺ ἡ τὶς πληθυσμικὲς αὐξομειώσεις τῶν λαῶν ποὺ ἐκπροσωποῦν. 

᾿Απὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὑπάρχει ὁ κίνδυνος να εἰδωλοποιήσουμε τοὺς ἱστορικούς τίτλους ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκείνη ὀργανικὴ καὶ λειτουργικὴ ἱεράρχηση τῶν ἐκκλησιαστικών προβαδισμάτων καὶ πρωτείων τιμῆς. Νὰ βασίσουμε τὴν ἑνότητα τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν στὴν ἀξιολογικὴ ἀντικειμενοποίηση καὶ ἀπολυτοποίηση τῶν ἱστορικῶν τίτλων, σημαίνει ὅτι ἀποδεχόμαστε μιὰν ἄλλη ἀφηρημένη καὶ ὁπωσδήποτε συμβατικὴ «ἀρχή», ἄσχετη μὲ τὴν ὀργανική λειτουργία ποὺ συγκροτεῖ τὴ ζωτική σχέση καὶ ἑνότητα τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν καὶ ποὺ ἐκφράζεται στὴν ἱεράρχηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν προβαδισμάτων καὶ πρωτείων τιμῆς. 

Είπαμε σὲ προηγούμενο κεφάλαιο ὅτι ἡ «ἱερὰ τάξις» καὶ «καθόλου διακόσμησις» τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀποτυπώθηκε στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο λειτούργησε ἡ διοικητικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία στὴν πράξη τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ παραμένουν μέτρο καὶ ὁρισμὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας. Οἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικές Σύνοδοι δὲν ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος ἀντικειμενοποιημένου ἀλάθητου κώδικα διατυπώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ συνιστοῦν τὸν πάντοτε παρόντα στὴν Ἐκκλησία τρόπο «ὁρισμοῦ» τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, καὶ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν ἀποτελεῖ τὴν ἱστορικὴ σάρκα.[Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΤΑ ΣΥΝΟΔΟΥΣ ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕ ΕΝΝΕΑ ΣΥΝΟΔΟΥΣ] Καὶ ἂν ἀκόμη πάψουν νὰ ὑπάρχουν σὰν πόλεις ἡ Ρώμη καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ ᾿Αλεξάνδρεια καὶ ἡ ᾿Αντιόχεια καὶ ἡ Ἱερουσαλήμ, δὲν θὰ πάψουν ὡστόσο νὰ ἀποτελοῦν παρούσα καὶ ζωντανὴ ἐκκλησιαστική πραγματικότητα, νὰ συνιστοῦν τὶς συντεταγμένες λειτουργίας τοῦ τρόπου «ὁρισμοῦ» τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ὅπως φανέρωσαν αὐτὸ τὸν τρόπο οἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. 

᾿Αλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὴ ἡ διατύπωση ἐκφράζει μιὰ πραγματικότητα ζωῆς καὶ εἶναι λάθος νὰ κατανοηθῆ σὰν ἀφηρημένη «ἀρχή». Ἤδη ἡ ρωμαϊκὴ ἐκκλησία ἔχει ἐκπέσει καὶ αὐτοαποκλειστῆ ἀπὸ τὸ ρόλο, τὴν εὐθύνη καὶ τὴν τιμή τῆς «πρεσβυτέρας Ρώμης», ἀπὸ τὴν ὀργανικὴ λειτουργία ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικού σώματος.[ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΥΣ ΧΙΤΩΝΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΕΡΟΥΜΕΝΗ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΟΠΩΣ ΟΙΚΟΔΟΜΕΙΤΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ] Καὶ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ ρόλος καὶ ἡ σημασία τῆς Ρώμης στὴν ὀργανικὴ αὐτὴ λειτουργία τῆς ἑνότητας ἔχει πάψει νὰ ἀποτελῆ μιὰ πάντοτε παρούσα δυνατότητα ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα όμως σημαίνει ὅτι ἡ ἔκπτωση καὶ ὁ αὐτοαποκλεισμὸς ἀπὸ τὴν ὀργανική λειτουργία τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας εἶναι ἕνα ἱστορικὸ ἐνδεχόμενο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθῆ - χωρὶς νὰ ἀναιρεθῆ ἡ ἀλήθεια τοῦ τρόπου λειτουργίας τῆς Πενταρχίας. Καὶ ὅπως ἡ Κωνσταντινούπολη πῆρε ὀργανικὰ τὴ θέση καὶ τὸ ρόλο τῆς «ἀργούσης Ρώμης», τὸ ἴδιο ὀργανικὰ καὶ ἀβίαστα ἕνα ἱστορικά μεταγενέστερο Πατριαρχεῖο μπορεῖ νὰ ὑποκαταστήση τὴν ἐνδεχόμενη έκπτωση ἑνὸς πρεσβυγενούς Πατριαρχείου. 

Τέτοιου είδους μεταβολὲς δὲν ἀναιροῦν τὴν ὀργανική λειτουργία τῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν καὶ δὲν ὑπονομεύουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας – τὴ φανέρωση τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας – οὔτε ἀλλοιώνουν τὸν τρόπο λειτουργίας τῶν θεσμῶν ποὺ συγκροτοῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα καὶ ἀλήθεια.[ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΔΥΟ ΚΑΡΔΙΕΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ] Ἡ ἐνότητα ἀναιρεῖται καὶ ἡ ἀλήθεια ὑπονομεύεται ὅταν ἀλλοιώνεται ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, ὁ τρόπος λειτουργίας τῶν θεσμῶν ποὺ συγκροτοῦν τὴν ἑνότητα. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει ὅταν τὰ τιμητικά προβαδίσματα καὶ τὰ πρωτεῖα τῶν εὐθυνῶν δὲν προκύπτουν ὀργανικὰ καὶ ἀβίαστα μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ καὶ διακονία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ἀλλὰ διεκδικοῦνται μὲ ἐκκοσμικευμένα κριτήρια – κριτήρια ἀριθμητικῆς ὑπεροχῆς καὶ πολιτικῆς δύναμης καὶ φυλετικών σκοπιμοτήτων. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε μὲ εἰλικρίνεια καὶ ὀδύνη ὅτι τέτοια δείχνουν νὰ εἶναι τὰ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα κινεῖται τοὺς τελευταίους αἰῶνες τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας, ἀμφισβητώντας τὴν ἱστορικὴ ἐπιβίωση τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας καὶ προσπαθώντας νὰ ὑποκαταστήση τὴν Κωνσταντινούπολη διεκδικώντας τὴ θέση τῆς «τρίτης Ρώμης».

Ἡ ἀπάντηση στὶς κοσμικές φιλοδοξίες τῆς Μόσχας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι οἱ «ψιλοὶ» ἱστορικοὶ τίτλοι τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς ᾿Ανατολῆς, ἀλλὰ μόνο ἡ ὀργανικὴ καὶ ζωτικὴ συμβολή τους στὸν τρόπο λειτουργίας τῆς οἰκουμενικῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ τρόπος «ὁρισμοῦ» τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ψευδωνύμου γνώσεως.[Η ΜΟΣΧΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΙΣ ΣΗΜΑΣΙΑ;ΕΠΕΣΤΡΕΨΑΝ ΟΙ ΑΝΤΙΕΝΩΤΙΚΟΙ.ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΛΑ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΛΟ]Τὰ τιμητικά προβαδίσματα καὶ τὰ πρωτεῖα τῶν εὐθυνῶν δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα οὔτε διεκδικήσεων οὔτε καὶ «ψιλῶν» ἱστορικῶν τίτλων, ἀλλὰ ἀνήκουν ὀργανικὰ καὶ ἀναντίρρητα σὲ ἐκείνους τοὺς ζωτικούς παράγοντες τῶν θεσμῶν ποὺ λειτουργοῦν ἐξασφαλίζοντας τὴν καθολικότητα καὶ οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴ θεαρχική της ἑνοείδεια. 

Ἡ Μόσχα δὲν ἔχει δώσει ὡς τώρα δείγματα ὀργανικῆς καὶ ζωτικῆς συμβολῆς στὸν τρόπο λειτουργίας τῆς οἰκουμενικῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων καὶ στὸν τρόπο περιφρούρησης τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας. Δὲν θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ μιλήση κανεὶς γιὰ μιὰ ρωσικὴ διάσταση τῆς οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἡ διάσταση ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ ᾿Αλεξάνδρεια καὶ ἡ ᾿Αντιόχεια στη Θεολογία, ἡ Κωνσταντινούπολη στὴν τέχνη καὶ τὴ λατρεία κ.λπ. Δὲν ὑπάρχουν ρωσικά δείγματα οἰκουμενικῶν «ἀνοιγμάτων» μιᾶς θυσιαστικῆς διακονίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, πέρα ἀπὸ ἐθνοφυλετικές σκοπιμότητες, ἢ δείγματα θεολογικῆς πρωτοπορείας καὶ θεολογούσης τέχνης καὶ δυναμικῶν διαμορφώσεων τοῦ λατρευτικοῦ καὶ μοναχικοῦ βίου – ὅπως τὰ δείγματα ζωῆς ποὺ καθιέρωσαν τὸ ρόλο τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων στὸν τρόπο λειτουργίας καὶ «ὁρισμοῦ» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καὶ ἑνότητας.[ΠΑΛΙ ΜΕ ΧΡΟΝΟΥΣ ΜΕ ΚΑΙΡΟΥΣ...] 

Οδυνηρὰ ἀλλοτριωμένη ἡ ρωσική Εκκλησία ἀπὸ τὸν βίαιο ἐκδυτικισμό της στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Πέτρου, ἀφέθηκε στὸν ἐξευρωπαϊσμὸ καὶ τὴν ἀλλοίωση τῆς ἀρχικῆς πνευματικῆς της φυσιογνωμίας: Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική, ἡ εἰκονογραφία, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν ναῶν, δηλαδὴ οἱ βασικὲς ἐκδηλώσεις τοῦ ἤθους της, σημαδεύτηκαν ἀπὸ τὸν ἀνθρωποκεντρικό συναισθηματισμὸ τῶν δυτικῶν (Βλ. Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η Ελευθερία τοῦ ἤθους, ᾿Αθήνα 1970, σελ. 195 - 196) ἡ λατρεία καὶ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ δὲν ἔμεινε ἀνεπηρέαστη ἀπὸ τὴ μυστικοπάθεια μιᾶς αἰσθηματικῆς θρησκευτικότητας. Οἱ ἐλπιδοφόρες ἀνα-γεννητικές προσπάθειες τοῦ 19ου αἰώνα πνίγηκαν τελικὰ ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τῶν μπολσεβίκων ἢ μεταφυτεύτηκαν στὸ χῶρο τῆς δυτικῆς Εὐρώπης γιὰ νὰ δημιουργήσουν μιὰ πραγματικὴ ἀναγέννηση τῆς ὀρθόδοξης θεολογικῆς ἐπικαιρότητας. ᾿Αλλὰ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας ἐγκαταλείπεται στὸ σταυρὸ τοῦ καθεστῶτος τῶν μπολσεβίκων. Αὐτὸς ὁ σταυρὸς ἀνασταίνει θαυμαστὰ τὴν εὐσέβεια τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, ἐνῶ ἡ διοικητικὴ ἱεραρχία, στὰ πλαίσια μιᾶς τραγικῆς προσπάθειας ἱστορικοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τὸ καθεστὼς – προκειμένου νὰ ἐπιβιώση ἡ μαρτυρική ρωσική Ἐκκλησία – ὑποτάσσεται φανερὰ στις πολιτικές σκοπιμότητες τῆς κομματικῆς γραφειοκρατίας166α. 

Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα, κάθε πρόταση καὶ προσπάθεια ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Μόσχας σήμερα γιὰ ἀναθεώρηση τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας καὶ ἀναδιάρθρωση τῆς ἱεραρχίας τῶν προβαδισμάτων καὶ πρωτείων τιμῆς, δὲν ἀντιπροσωπεύει ἁπλῶς ἐκκοσμικευμένα κριτήρια πληθυσμικῆς ὑπεροχῆς καὶ πολιτικῆς δύναμης, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐνδεχόμενο σκοπιμοτήτων ὑπαγορευμένων ἀπὸ τὸ καθεστώς ποὺ ἔχει ὑποτάξει τὴ ρωσικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι λοιπὸν οἱ τέτοιες προτάσεις καὶ προσπάθειες μιὰ ἄμεση ἀπειλὴ ἀποδιάρθρωσης τοῦ τρόπου λειτουργίας τῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ ἑπομένως ὑπονόμευση τῆς ἴδιας τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.[ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ...]

Σημειώσεις
166α. Βλ. ἐνδεικτικά, L' Eglise Orthodore en U.R.S.S. (Dossier), περιοδικό CONTACTS, No 80/1972, σελ. 299 κ. 4. – John C. BENETT, Christianity and Communism Today, London [SCM Press Ltd) 1960. – William C. FLETCHER, Religion and Soviet Foreign Policy 1946-1970, London (Oxford Univ. Press) 1973 (στις σελίδες 170 - 173 σχετική βιβλιογραφία). – Ελ. ἐπίσης τοὺς πέντε ὡς τώρα τόμους τοῦ περιοδικοῦ Religion in Communist Lands, Έκδοση του Centre for the Study of Religion and Communism, Keston College, Keston-Kent, England.

Δεν υπάρχουν σχόλια: