Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (37)

 Συνέχεια από: Σάββατο 10 Μαΐου 2025

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΣΗΜΕΡΑ

§ 12. Ὁ θεσμὸς τῆς πενταρχίας σήμερα 

Ἡ ὁμοσπονδιακὴ ἀντίληψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας – τυπικὴ ἔκφραση τοῦ ὀργανωτικοῦ ὀρθολογισμοῦ ποὺ χαρακτηρίζει τὸν πολιτισμό μας – θεμελιώνει καὶ θεσμοποιεῖ τὴν οἰκουμενική κίνηση. Συνοδεύεται ἀναπόφευκτα ἀπὸ τὴν ἑκούσια ἢ ἀκούσια ἀποδοχὴ τῆς ἰδεολογικῆς πολυμορφίας (pluralismus) που δημιουργεῖ μιὰ ἀδιέξοδη κρίση ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητας στὸ θεσμὸ τοῦ οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν. 

Ἡ ἴδια ὁμοσπονδιακὴ ἀντίληψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας θεμελιώνει, χωρὶς ἀκόμα νὰ θεσμοποιῆ, καὶ τὴν «παράλληλη συνύπαρξη» τῶν αὐτοκέφαλων ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ὀρθόδοξης ᾿Ανατολῆς σήμερα. Καὶ συνοδεύεται ἀναπόφευκτα ἀπὸ τὴν εὐρύτερη ἢ μερικώτερη σύγχυση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν ᾿Ορθοδόξων, δημιουργώντας ἄμεσο ἐνδεχόμενο λλοίωσης καὶ παραφθορᾶς τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας – όπως τονίστηκε σὲ προηγούμενες σελίδες. 

Τὸ πρόβλημα εἶναι ὁπωσδήποτε συνειδητὸ καὶ θὰ μποροῦσε νὰ διαπιστώση κανεὶς τρεῖς συγκεκριμένες τάσεις ποὺ σκοπεύουν στὴν ἀντιμετώπισή του: 

Ἡ πρώτη τάση ἀντιμετωπίζει τὴν ἑνότητα τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν κυρίως σὰν πρόβλημα πιστότητας στὴν ἱστορικὴ διαμόρφωση τῶν πρεσβείων τιμῆς. Πιστεύει ὅτι τὸ ἱστορικὸ σχῆμα διάρθρωσης τῶν πρεσβείων τιμῆς μπορεῖ νὰ διασώση καὶ σήμερα τὴν «ιεραρχικὴ ἑνοείδεια» καὶ ἐκκλησιαστικὴ εὐταξία τῶν Ὀρθοδόξων, ἔστω καὶ ἂν τὰ πρεσβεῖα τιμῆς δὲν ἱεραρχοῦν πιὰ ἀνθοῦσες Ἐκκλησίες, ἀλλὰ ἀντιπροσωπεύουν μόνο «ψιλούς» τίτλους. 

Η δεύτερη τάση ἐπιμένει ἐπίσης στὴν ἐξασφάλιση τῆς ἑνότητας μὲ τὴ διάρθρωση τῶν πρεσβείων τιμῆς, ζητάει ὅμως μιὰ οὐσιαστικὴ ἀναθεώρηση τῆς διάρθρωσης, ἔτσι ὥστε νὰ ἀνταποκρίνεται ὄχι σὲ «ψιλοὺς» τίτλους, ἀλλὰ στὴ σημερινὴ ἱστορικοπολιτική πραγματικότητα τῶν πληθυσμικῶν ἀναλογιῶν – κατὰ τὸ ἀρχαῖο ἔθος τῆς προσαρμογῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικητικῶν ἑνοτήτων πρὸς τὶς ἀντίστοιχες πολιτικές. 

Καὶ ἡ τρίτη τάση ἀντιπροσωπεύει μιὰ ἀπερίφραστα ὁμοσπονδιακή λύση: Τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἑνότητας καὶ συνεργασίας τῶν Ὀρθοδόξων μέσῳ ἑνὸς συλλογικοῦ ὀργάνου, ἑνὸς εἶδους «ἐνδημούσης Συνόδου», μόνιμης ἡ εὐκαιριακῆς, ποὺ τὰ μέλη της ἀποφασίζουν «κατὰ πλειοψηφίαν» καὶ «ἐπὶ ἴσοις ὄροις», μεταθέτοντας τοὺς ἱστορικοὺς τίτλους τῶν πρεσβείων τιμῆς μόνο στὸ τελετουργικό τυπικό. 

Πίσω ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς τάσεις διαφαίνεται μιὰ διαφοροποίηση τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀντιλήψεων, τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο κατανοεῖται ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια καὶ ἑνότητα. Τὸ πρακτικό πρόβλημα ποὺ συνδέει τὶς προτεινόμενες λύσεις μὲ τὴ διευκρίνιση τῆς ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητας τῶν Ὀρθοδόξων, συγκεφαλαιώνεται κυρίως στὸν προσδιορισμὸ ἐκείνων τῶν θεσμῶν καὶ λειτουργιῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴ διατύπωση καὶ περιφρούρηση τῆς αὐθεντικῆς ἀλήθειας καὶ πίστης. 

Δυὸ ἐνδεικτικὰ παραδείγματα θὰ μποροῦσαν νὰ προσδιορίσουν αὐτὴ τὴ σύνδεση. Τὸ πρῶτο: Ἡ συγκεκριμένη στάση ἑνὸς Ὀρθόδοξου Πατριαρχείου ἢ τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι σὲ ἑτεροδόξους (λ.χ. ἡ ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος τῶν ρωμαιοκαθολικῶν ἢ ὁ ἐπαναβαπτισμὸς σὲ περίπτωση ἐπιστροφῆς τους στὴν ὀρθόδοξη πίστη) σὲ τί ποσοστὸ δεσμεύει τὶς ὑπόλοιπες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καὶ ποιὸς ἀποφασίζει τὴν καθολική ἀποδοχὴ ἢ ἀπόρριψη ἑνὸς τέτοιου μέτρου. Καὶ ἕνα δεύτερο: ᾿Αν ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι τὸ μοναδικό μέσο καὶ ὄργανο γιὰ παρόμοιες ἀποφάσεις, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διατύπωση καὶ περιφρούρηση τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας καὶ εὐταξίας, ποιὰ ἱεραρχικὴ καὶ ὀργανωτικὴ ἄρθρωση μπορεῖ νὰ ὁδηγήση σήμερα στὴν ἀπόφαση συγκλήσεως, στὴν προετοιμασία καὶ συγκρότηση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Καὶ εἶναι ἡ ἴδια αὐτὴ ἄρθρωση ἡ ἄλλος θεσμὸς ποὺ ἀναπληρώνει τὴν ἐπὶ αἰῶνες ἀπουσία Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἐξασφαλίζει τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ εὐταξία ἀπὸ ψευδοσυνόδους ποὺ αὐτοανακηρύσσονται «οἰκουμενικές»; 

Ἡ τρίτη ἀπὸ τὶς τάσεις ποὺ ἐπισημάναμε παραπάνω - ἡ ὁμοσπονδιακὴ ἀντίληψη τῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων - μοιάζει ἡ πρακτικώτερη γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τέτοιων ἐρωτημάτων. Ἕνα συλλογικό όργανο ἀντιπροσωπευτικῆς μετοχῆς τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποφαίνεται δεσμευτικά γιὰ τὶς μετέχουσες Εκκλησίες, ἀναπληρώνοντας τὴν ἀπουσία Οἰκουμενικών Συνόδων τουλάχιστον σε θέματα ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας ἢ καὶ περιφρούρησης τῆς ἀλήθειας τῆς Εκκλησίας. 

Ὅμως ἡ ἐκπροσώπηση τῶν ἐπιμέρους Έκκλησιῶν σὲ ἕνα συλλογικό όργανο πρέπει νὰ βασιστῆ ὁπωσδήποτε σὲ κάποια θεωρητική a priori «ἀρχὴ» συγκρότησης αὐτοῦ τοῦ ὀργάνου: Στὴν ἀρχὴ τῆς συμμετοχῆς μὲ ποσοστὰ (ἀνάλογα μὲ τὰ ποσοτικὰ / πληθυσμικά / μεγέθη ἢ τοὺς ἱστορικούς τίτλους ποὺ ἀντιπροσωπεύουν οἱ Ἐκκλησίες) ἢ στὴν ἀρχὴ τῆς ἀριθμητικῆς ἰσοτιμίας. Η συμμετοχὴ μὲ ποσοστὰ παραπέμπει στο πρόβλημα τῆς ἀποδοχῆς τῶν ἱστορικῶν προβαδισμάτων ἢ τῆς ἀναθεώρησης στη διάρθρωση τῶν πρωτείων τιμῆς. Καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀριθμητικῆς ἰσοτιμίας ἐκνομικεύει έντελῶς τὸν συνοδικὸ θεσμό, γιατί καταλύει τὴν ἀλήθεια καὶ παράδοση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. 

Ἐπιπλέον καὶ οἱ δυὸ ἀρχές, ἐξίσου συμβατικές, ὑποχρεώνουν στὴν ἐκλεκτικὴ ἐπιλογὴ Ἐπισκόπων γιὰ τὴν ἀντιπροσώπευση εὐρύτερων ἀπὸ μιὰ ἐπισκοπὴ ἑνοτήτων. Ἔτσι ὁ ρόλος τοῦ Ἐπισκόπου ἐκνομικεύεται καὶ τὸ ἀξίωμά του αὐτονομεῖται, ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ ἐμπειρία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀναιρώντας τὶς θεμελιώδεις προϋποθέσεις λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος. Γιατὶ οἱ Ἐπίσκοποι δὲν μετέχουν στὶς Συνόδους σὰν ἀριθμητικές μονάδες, ἐκπροσωπώντας ἀτομικὲς ἢ εὐρύτερα θεωρητικές ἀπόψεις, ἀλλὰ ὡς ἐκφραστὲς τῆς ἐμπειρίας τῆς τοπικῆς τους Ἐκκλησίας. Ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία εἶναι μιὰ ὀργανικὴ καὶ καθολικὴ ἑνότητα ζωῆς, ἕνα «σῶμα πνευματικὸν» ποὺ ἔχει ὡς «κεφαλή» του τὸν Ἐπίσκοπο «εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ». Δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὸ νὰ ἐπιλέγεται σὲ μιὰ συνοδικὴ ἐκπροσώπηση ἡ ἐμπειρία μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἀποκλείεται ἡ ἐμπειρία μιᾶς ἄλλης. Οὔτε εἶναι δυνατὸ ἕνας Ἐπίσκοπος νὰ ἐκπροσωπῇ τὴν ἐμπειρία ἐπισκοπῶν ποὺ δὲν εἶναι «σώμα» του, στὶς ὁποῖες δὲν ἔχει ὁ ἴδιος τὸν «τόπον» τοῦ Χριστοῦ.

Γι' αὐτὸν τὸ λόγο ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει καὶ ἀναγνωρίζει ἢ Οἰκουμενικὲς ἢ τοπικές μόνο Συνόδους – ἢ τὸ σύνολο τῶν Ἐπισκόπων τῆς «κατὰ τὴν οἰκουμένην καθολικῆς Ἐκκλησίας», ἢ τὸ σύνολο τῶν Ἐπισκόπων μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκλεκτικὴ ἐπιλογὴ Ἐπισκόπων γιὰ τὴν ἐκνομικευμένη ἀντιπροσώπευση εὐρύτερων ἀπὸ μιὰ ἐπισκοπὴ ἐνοτήτων – μὲ τὴ συμβατική μεθόδευση τῆς ἀναλογίας τῶν ποσοστῶν ἢ τῆς ἀριθμητικῆς ἰσοτιμίας – ἀρνεῖται καὶ ἀναιρεῖ τὴ σύνδεση τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ καὶ τῆς λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος μὲ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας162α. 

Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἐνότητας τῶν Ὀρθοδόξων σήμερα μέσῳ ἑνὸς συλλογικοῦ ἀντιπροσωπευτικοῦ ὀργάνου «πληρεξουσίων» Επισκόπων ὑποχρεώνει σὲ μιὰ ἰδεολογικὴ ἐκδοχὴ τῆς ἀλήθειας τῆς σωτηρίας καὶ σὲ μιὰ νομική ἀντιμετώπιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας καὶ τοῦ ἤθους τῶν πιστῶν. Γιατὶ ἡ ἀντιπροσωπευτική μετοχὴ σὲ ἕνα ὁμοσπονδιακό κεντρικό ὄργανο δὲν συγκεφαλαιώνει οὔτε τὴν ἐμπειρία τῶν τοπικών Ἐκκλησιῶν, οὔτε τὴν ὁμοφωνία περιφερειακών συνόδων, ἀλλὰ τὶς αὐτονομημένες σήμερα καὶ ἀναπόφευκτα θεωρητικὲς ἀπόψεις τῶν θεσμοποιημένων ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν. Καὶ μὲ θεωρητικὲς ἀπόψεις οὔτε ἐκφράζεται οὔτε περιφρουρεῖται τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας. Απλῶς διατυπώνονται ἰδεολογικές «ἀρχὲς» καὶ νομικοὶ ἀφορισμοί. 

Σημειώσεις
162α. Βλ. Βλασ. ΦΕΙΔΑ, Ιστορικοκανονικά προβλήματα περὶ τὴν λειτουργίαν τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, ᾿Αθήναι 1970, σελ. 226: «Θεμελιώθης Εκκλησιολογικὴ ἀρχὴ διὰ τὴν σύγκλησιν τῶν Οἰκουμενικών συνόδων ἐθεωρείτο κατά τους πρώτους αἰῶνας ἡ ἀνάγκη συμμετοχῆς ἐν τῇ Οικουμενική συνόδου πάντων τῶν ἐπισκόπων τῆς Καθολικής Εκκλησίας, διότι πάντες οἱ ἐπίσκοποι ἔδει νὰ ἐκφράζουν τὸ φρόνημα τῶν ὑπ' αὐτοὺς τοπικῶν ἐκκλησιῶν ... Η άρρηκτος ενότης ἐπισκόπου καὶ τυπικῆς ἐκκλησίας καθίστα τοὺς ἐπισκόπους φορείς τοῦ φρονήματος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐκπροσώπους πασῶν τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην τοπικῶν ἐκκλησιών». Οπωσδήποτε, ή θεμελιώδης αὐτὴ ἐκκλησιολογικὴ ἀρχὴ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἐφαρμοσθή, για λόγους καθαρά πρακτικούς, ὅταν ὁ ἀριθμὸς τοῦ συνόλου τῶν Ἐπισκόπων αὐξήθηκε σημαντικά. ᾿Απὸ τὴν Τρίτη κιόλας Οἰκουμενική Σύνοδο ἡ μετοχὴ τῶν Επισκόπων περιορίζεται στοὺς ἐκπροσώπους τῶν μητροπολιτικών περιφερειών: «Το κέντρον βάρους... δὲν πίπτει ἐπὶ τῆς ἀνάγκης συμμετοχῆς πάντων τῶν ἐπισκόπων, ἀλλ' ἐπὶ τῆς ἀνάγκης τῆς διὰ πάντων τῶν ἐπισκόπων παραστατικῆς ἐκπροσωπήσεως τοῦ φρονή ματος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (ΦΕΙΔΑΣ, στο ίδιο βιβλίο, σελ. 227). Αὐτὸ σημαίνει σαφέστερα ὅτι ἡ ἱεραρχική (μὲ τὴ θεολογική έννοια τῆς ἱεραρχίας) λειτουργία τοῦ μητροπολιτικού συστήματος ἀναιρεῖ τὸν κίνδυνο τῆς ἐκνομικευμένης αντιπροσώπευσης : Οἱ ἐκπρόσωποι τῶν μητροπολιτικών περιφερειών δὲν εἶναι πληρεξούσιοι (μὲ νομική ή διοικητική έννοια) τῶν ὑπόλοιπων Επισκόπων, ἀλλὰ ἔχουν ἀναδειχθῆ ἀπὸ τῆς περιφερειακές συνόδους ὡς ἐκφραστές καὶ φορεῖς τοῦ κοινοῦ φρονήματος καὶ βιώματος τῶν Ἐπισκόπων (καὶ ἑπομένως τῶν τοπικών Εκκλησιῶν), ολόκληρης της περιφέρειας, «Ἡ ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων ἐκπροσώπησις τοῦ φρονήματος τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην τοπικῶν ἐκκλησιῶν δὲν ἐνοεῖτο ὡς νομική, άλλ' ὡς παραστατική οὕτως εἰπεῖν ἐκπροσώπησις... Το σχήμα : τοπικαὶ ἐκκλησίαι - Οικουμενική σύνοδος ὑποκαθίσταται ὑπὸ τοῦ σχήματος: ἐπαρχίαι - Οἰκουμενική σύνοδος. Το δεύτερον δὲν ἀναιρεῖ τὸ πρῶτον, διότι οἱ ἐν τῇ Οἰκουμενική συνόδου ἐκπρόσωποι τῶν μητροπόλεων ἐθεωροῦντο φορεῖς τοῦ φρονήματος τοῦ κοινοῦ τῶν ἐπισκόπων τῶν οἰκείων ἐπαρχιῶν» (ΦΕΙΔΑΣ, στὸ ἴδια βια βλίο, σελ. 226 καὶ 200). Η φαινομενικά θεωρητικὴ αὐτὴ διάκριση ἀνάμεσα στὴν ἐκνομικευμένη ἀντιπροσώπευση καὶ στὴν Ιεραρχική ἔκφραση τῆς βιωματικῆς ὁμοφωνίας μιᾶς ἐπαρχιακῆς συνόδου «διά στόματος» Επισκόπων ποὺ τὴν ἐκπροσωπούν, εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ «εἰδοποιός διαφορὰν τῆς ὀρθόδοξης ἀπὸ τὴν ἐκκοσμικευμένη θεώρηση του συνοδικού συστήματος. Καὶ εἶναι προφανές ὅτι μὲ τὸ κριτήριο αὐτῆς τῆς οὐσιαστικῆς διαφορᾶς, ἡ ἀνάδειξη Ἐπισκόπων γιὰ τὴν ἐκπροσώπηση εὐρύτερων (μητροπολιτικῶν ἢ πατριαρχικών) περιφερειῶν μπορεῖ νὰ λειτουργήση μόνο σε συνδυασμό μὲ τὴν σαφὴ καὶ ἐνεργητικά ἐκδηλούμενη ἀποδοχὴ τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐκπροσωπούμενους. Επισκόπους. «Η ἰδέα τῆς ὑπὸ πάντων τῶν ἐπισκόπων ἀποδοχῆς τῶν ἀποφάσεων τῶν συνόδων, ἐν αἷς δὲν συμμετέσχον πάντες οἱ ἐπίσκοποι τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, κατέστη ἐκ τῆς καθολικής πράξεως κανονική αρχή, δι' ἧς ἐπετυγχάνετο ἡ ἄνευ προσελεύσεως πάντων τῶν ἐπισκόπων εἰς τὰς συνόδους ἔκφρασις τοῦ φρονήματος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (ΦΕΙΔΑΣ, στο ίδιο βιβλίο, σελ. 228).

Δεν υπάρχουν σχόλια: