Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Χρήστος Γιανναράς - Λιμός επερχόμενος και η αδράνεια της ορθοδόξου συνειδήσεως (24/6/1964)

Συνέχεια από: Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Ο Χρήστος Γιανναράς (10 Απριλίου 1935 – 24 Αυγούστου 2024) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διανοητές. Με σπουδές στη Θεολογία και τη Φιλοσοφία, διετέλεσε καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο από το 1982 έως το 2002. Παράλληλα, ήταν πάντα παρών, μέσω και της αρθρογραφίας του στον Τύπο, στον δημόσιο διάλογο για τα μείζονα πνευματικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της χώρας από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα.

Ο Χρ. Γιανναράς υπήρξε συνεργάτης της «Καθημερινής» επί σειρά ετών: τα πρώτα του κείμενα στην εφημερίδα δημοσιεύτηκαν το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960, ενώ από το 1993 έως και το 2024 αρθρογραφούσε σε σταθερή βάση. Τα κείμενά του στην «Καθημερινή» μπορούν σε γενικές γραμμές να ενταχθούν σε τρεις ενότητες: σε αυτά που αφορούν τον πολιτικό και κοινωνικό βίο, σε εκείνα που αφορούν την Ελλάδα και τον Ελληνισμό στον χώρο και τον χρόνο, και, τέλος, σε όσα αφορούν τη θρησκεία, την Εκκλησία, την Ορθοδοξία και τα ποικίλα θεολογικά ζητήματα. Με αυτό το κριτήριο διαμορφώθηκαν οι τρεις ενότητες της έκδοσης που κυκλοφόρησε την Κυριακή, 15 Σεπτεμβρίου, μαζί με την Καθημερινή».

Η Ελληνική Ορθοδοξία πιστεύει πως αρκείται στη γλώσσα της Παραδόσεως. Ωστόσο, έχει απομείνει χωρίς τη δυνατότητα να διαλεχθεί οικουμενικά. Στον ευρωπαϊκό χώρο ο λόγος της είναι απών. Ο Ευρωπαίος δεν ζητάει σήμερα από την Ορθοδοξία μια ξενάγηση σε ένα λαμπρό παρελθόν. Χρειάζεται απάντηση στο προσωπικό του ιστορικό πρόβλημα, στο πρόβλημα του αιώνα, που δεν είναι για τον Ευρωπαίο το πρόβλημα του Θεού, αλλά το πρόβλημα του ανθρώπου. Η σωτηρία, η κόλαση, η αμαρτία, η θέωση του ανθρώπου. Εχει λόγο σ’ αυτά η Ορθοδοξία; Λόγο, που να μπορεί να αναμετρηθή με την απελπισία και τον χλευασμό του σύγχρονου Ευρωπαίου;».

Να ένα από τα ερωτήματα που έθετε ο Χρήστος Γιανναράς σε μια παλιά του επιφυλλίδα στην «Καθημερινή». Ο τίτλος της ήταν «Λιμός επερχόμενος» και παρέπεμπε σε αυτό που περιγραφόταν ως «πείνα για ζωή και αλήθεια», η οποία απαιτούσε μια «λύση οντολογική».



«Η Ελληνική Ορθοδοξία πιστεύει πως αρκείται στη γλώσσα της Παραδόσεως. Ωστόσο, έχει απομείνει χωρίς τη δυνατότητα να διαλεχθεί οικουμενικά. Στον ευρωπαϊκό χώρο ο λόγος της είναι απών. Ο Ευρωπαίος δεν ζητάει σήμερα από την Ορθοδοξία μια ξενάγηση σε ένα λαμπρό παρελθόν. Χρειάζεται απάντηση στο προσωπικό του ιστορικό πρόβλημα, στο πρόβλημα του αιώνα, που δεν είναι για τον Ευρωπαίο το πρόβλημα του Θεού, αλλά το πρόβλημα του ανθρώπου. Η σωτηρία, η κόλαση, η αμαρτία, η θέωση του ανθρώπου. Εχει λόγο σ’ αυτά η Ορθοδοξία; Λόγο, που να μπορεί να αναμετρηθή με την απελπισία και τον χλευασμό του σύγχρονου Ευρωπαίου;».

Να ένα από τα ερωτήματα που έθετε ο Χρήστος Γιανναράς σε μια παλιά του επιφυλλίδα στην «Καθημερινή». Ο τίτλος της ήταν «Λιμός επερχόμενος» και παρέπεμπε σε αυτό που περιγραφόταν ως «πείνα για ζωή και αλήθεια», η οποία απαιτούσε μια «λύση οντολογική».

Μια τέτοια λύση, έγραφε ο συντάκτης, μπορούσε να την προσφέρει η Ορθοδοξία μέσα από την αποκάλυψη του «προσώπου» του ανθρώπου, ο οποίος ολοκληρώνεται όταν βρίσκεται «σε κοινωνία αγάπης με τα υπόλοιπα πρόσωπα».

Και το αξιοσημείωτο ήταν ότι τα παραπάνω συνοδεύονταν από μια δριμεία κριτική στην τότε ελληνική Ορθοδοξία, η οποία δεν συμμετείχε στον διάλογο για τον άνθρωπο της εποχής.

Το ημερολόγιο έγραφε 24 Ιουνίου 1964 και εξήντα χρόνια αργότερα ο καθηγητής Φιλοσοφίας, στοχαστής και συγγραφέας, που έφυγε από τη ζωή το Σάββατο σε ηλικία 89 ετών, θα έφθανε να θεωρείται ένας ανανεωτής της εγχώριας –και όχι μόνο– θεολογίας.

«Η σπουδαιότητα και η ριζοσπαστικότητα του έργου του έγκειται στο ότι λειτούργησε στην εποχή της εμφάνισής του στην κατεύθυνση “αλλαγής παραδείγματος”. Κόμιζε μια νέα θεολογική και πολιτισμική πρόταση και αντιπροσώπευε μια θεολογία ρήξης και αμφισβήτησης, όπως αυτό φαίνεται και από τα ανθρωπολογικά ζητήματα που θέτει.

Είναι ένα έργο που θα επηρεάσει την εξέλιξη των θεολογικών και εκκλησιαστικών πραγμάτων στον ελληνικό και στον ευρύτερο ορθόδοξο χώρο», λέει στην «Κ» ο δρ Παντελής Καλαϊτζίδης, διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

«Οι νεότεροι θεολόγοι είμαστε παιδιά του Γιανναρά», συμπληρώνει ο κ. Καλαϊτζίδης και εξηγεί: «Στο κλίμα της δικής του θεολογικής σύνθεσης αρχίσαμε να ξεφεύγουμε από τον επαρχιωτισμό, την πνευματική και διανοητική καχεξία της νεοελληνικής θεολογικής πραγματικότητας, ανοιγόμενοι στην ευρυχωρία και οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, ενώ από τα γραπτά του μάθαμε να διαλεγόμαστε με τον σύγχρονο κόσμο».

Αυτόν τον κόσμο, εξάλλου, ο Γιανναράς τον είχε βέβαια γνωρίσει. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935 και αφού σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πήγε για σπουδές φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και έπειτα στη Σορβόννη, ερχόμενος σε επαφή με ανανεωτικά ρεύματα της εποχής.

Στο διδακτορικό του μελέτησε τη χριστιανική έννοια του «Προσώπου» (στην οποία θα επέστρεφε συχνά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το βιβλίο «Το Πρόσωπο και ο Ερως», του 1976), ενώ στο πρώτο επιστημονικό του έργο επιχείρησε να βάλει σε διάλογο τη σκέψη του Μάρτιν Χάιντεγκερ με εκείνη του Διονυσίου Αρεοπαγίτη.

Τον ενδιέφεραν η χριστιανική γνωσιοθεωρία, οι Ρώσοι θεολόγοι της διασποράς και οι διαφορές της δυτικοευρωπαϊκής και της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, ενώ εξέφρασε τις θεολογικές απόψεις του και ως διευθυντής του πρωτοπόρου περιοδικού «Σύνορο», το οποίο είχε κείμενα στη δημοτική και υποστήριζε τον διάλογο της θεολογίας με τις τέχνες και τα γράμματα.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 εξελέγη καθηγητής Φιλοσοφίας στην «Πάντειο Σχολή» και οι πρώτες αντιδράσεις, από όσους πίστευαν ότι ένας θεολόγος δεν μπορεί να είναι φιλόσοφος, ξέσπασαν. Αλλοι, όταν το 1987 έγραψε τη μαρτυρία «Καταφύγιο ιδεών» αποκαλύπτοντας τις πρακτικές των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, εξεπλάγησαν.

«Η συζήτηση για το αν ο Γιανναράς έπρεπε να εκλεγεί καθηγητής Φιλοσοφίας είχε κρατήσει σχεδόν ένα χρόνο, μέσα από εφημερίδες που φιλοξενούσαν σαλόνια ολόκληρα με το θέμα», λέει στην «Κ» ο αναπληρωτής καθηγητής Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταύρος Γιαγκάζογλου.

«Εκείνος από τη μεριά του, ίσως και εξ αφορμής της εκλογής του τότε στην “Πάντειο Σχολή”, άνοιγε τον δρόμο της επικοινωνίας ανάμεσα σε κλειστά ακροατήρια και περιβάλλοντα – αναφέρομαι στον λεγόμενο “χριστιανομαρξιστικό διάλογο” που είχε γίνει στις αρχές του ’80. Γενικά άλλαξε τη θεολογική ατζέντα στην Ελλάδα και αν υπάρχουν πια γέφυρες της θεολογίας με τον πολιτισμό, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και τις άλλες επιστήμες, το οφείλουμε στον Χρήστο Γιανναρά. Και μόνο να δει κανείς τις μονογραφίες του και το εύρος τους, καταλαβαίνει ότι δημιούργησε ένα έργο που συλλογικώς δεν το έχουν κάνει ομάδες ανθρώπων στα πανεπιστήμιά μας».

Πράγματι, τα βιβλία του, με τίτλους όπως «Ορθοδοξία και Δύση στην Νεώτερη Ελλάδα», «Σχόλιο στο Ασμα Ασμάτων», «Αντιχάρισμα στον Νίτσε», «Ενάντια στη θρησκεία», «Το αίνιγμα του κακού» κ.ά. (τα περισσότερα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ικαρος και έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες), θα έφθαναν να επηρεάζουν, όπως λέει ο κ. Γιαγκάζογλου, όχι μόνο διανοουμένους, αλλά και ανθρώπους που δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία, τη θεολογία ή την παράδοση.

«Ελκονταν από τις ιδέες του, αλλά και τη γλώσσα του, που ήταν υπέροχη, εκφραστική», λέει ο καθηγητής. Οπως συμπληρώνει όμως ο κ. Γιαγκάζογλου αναφορικά με τις επιφυλλίδες του Γιανναρά, «ο Χρήστος έγραφε τα πιο δυνατά του κείμενα κυρίως όταν δεν ασχολιόταν με την πολιτική. Παρασυρόταν μάλλον από την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο και ίσως γινόταν απόλυτος».

Στην τελευταία του επιφυλλίδα στην κυριακάτικη «Καθημερινή» –με την οποία διατήρησε μακρά και τακτική συνεργασία– με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 2024 και τίτλο «Μικρονοϊκή ξιπασιά», ο Χρήστος Γιανναράς έγραφε ότι «Η λέξη που συγκεφαλαιώνει την ασυναρτησία – σύγχυση – παραλυτική αδυναμία για ανθρώπινη συνεννόηση, είναι σήμερα η λέξη “δικαίωμα”». Ηταν μία από τις πολλές, σφοδρές και όχι ακριβώς συζητήσιμες κριτικές του στη σύγχρονη δυτική σκέψη.

«Είναι κρίμα διότι ο Γιανναράς ήταν αυτός που κυρίως σήκωσε το βάρος της κριτικής και της αμφισβήτησης της κατεστημένης θεολογίας, ήταν ο πρώτος που διατύπωσε στα καθ’ ημάς με ενάργεια και δυναμισμό την πρόταση για τον διάλογο της Ορθοδοξίας με τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, ήταν αυτός ακόμη που στη δεκαετία του ’60 κατέδειξε τον επαρχιωτισμό του εθνοκεντρικού εκκλησιαστικού λόγου και την ευρυχωρία της οικουμενικής Ορθοδοξίας», λέει ο Παντελής Καλαϊτζίδης.

«Οσοι υπήρξαμε μαθητές του, όσοι τον αγαπούσαμε, νομίζω πως, ακριβώς από πιστότητα προς το δώρο της αμφισβήτησης που τόσο απλόχερα μας χάρισε με τα γραπτά του και την όλη πολιτεία του, έχουμε το χρέος της κριτικής έναντι της αντιδυτικής, ελληνοκεντρικής και πολιτισμικής κατανόησης της Ορθοδοξίας».


ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

24/6/1964

Λιμός επερχόμενος και η αδράνεια της ορθοδόξου συνειδήσεως

Ἡ κρίση τῆς προφητείας εἶναι τὸ κεντρικὸ θέμα στὴν παροῦσα ὥρα. Ἡ ἑλλαδικὴ Ὀρθοδοξία παρουσιάζεται ξένη στὸ συγκεκριμένο ἱστορικὸ χρόνο, ἡ μεγάλη της ἀδυναμία εἶναι νὰ ἐνταχθεῖ ἱστορικά, νὰ ἑρμηνεύσει τὴν ἀπαίτηση τῆς Ἱστορίας στὴν παροῦσα στιγμή. Εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀπουσία τοῦ προφητικοῦ λόγου. Οὐσία τῆς προφητείας δὲν εἶναι ἡ προαγγελία τῶν γεγονότων ποὺ πρόκειται νὰ συμβοῦν, ἀλλὰ ἡ κατανόηση τῆς πορείας τῆς Ἱστορίας καὶ τοῦ συγκεκριμένου ἱστορικοῦ χρέους ποὺ συνδέεται μὲ τὴν κάθε στιγμή.

Χαρακτηριστικὸ σύμπτωμα αὐτῆς τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ χρόνο εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ διαλόγου. Ἡ ἑλλαδικὴ Ὀρθοδοξία πιστεύει πὼς ἀρκεῖται στὴ γλώσσα τῆς Παράδοσης. Ὡστόσο, ἔχει ἀπομείνει χωρὶς τὴ δυνατότητα νὰ διαλεχθεί οἰκουμενικά. Στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο ὁ λόγος της εἶναι ἀπών. Ὁ εὐρωπαῖος ἄνθρωπος δὲν ζητάει σήμερα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία μιὰ ξενάγηση σ’ ἕνα λαμπρὸ παρελθόν. Χρειάζεται ἀπάντηση στὸ προσωπικό του ἱστορικὸ πρόβλημα, στὸ πρόβλημα τοῦ αἰώνα, ποὺ δὲν εἶναι γιὰ τὸν Εὐρωπαῖο τὸ πρόβλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σωτηρία, ἡ κόλαση, ἡ ἁμαρτία, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει λόγο σ’ αὐτὰ ἡ Ὀρθοδοξία; Λόγο, ποὺ νὰ μπορεῖ ν’ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὴν ἀπελπισία καὶ τὸ χλευασμὸ τοῦ σύγχρονου Εὐρωπαίου;

Σύγχρονος Εὐρωπαῖος εἶναι κι ὁ ὀρθόδοξος Ἔλληνας, κάθε μέρα καὶ περισσότερο. Ἂν γιὰ τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι κάποιο «φῶς ἀπὸ τὴν Ἀνατολή» (Licht von Osten - Deissmann), γιὰ τὸν Ἕλληνα εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο: προϋπόθεση ζωῆς. Ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία ὁ Ἕλληνας εἶναι καὶ περιττὸς στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο, ὁ λόγος του εἶναι ἕνας ἀκόμα ἀντίλαλος τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀγωνίας, δὲν ἔχει τίποτα καινούργιο νὰ προσφέρει. Ἐμφατικὸ παράδειγμα ἡ πλήθουσα νεοελληνικὴ λογοτεχνικὴ παραγωγή: Παρηκμασμένες παραλλαγὲς τοῦ δυτικοῦ ἄγχους. Ξαναζεσταμένο φαγητό. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐξευρωπαϊσμένος Ἑλληνισμός. «Υμείς εστέ το άλας της γης. Εάν δε το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται, εις ουδέν ισχύει έτι ει μη βληθέν έξω καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων» (Ματθ. 5:13).

***

Ὡστόσο, ὁ κίνδυνος δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν ἐξευρωπαϊσμό, αὐτὸς εἶναι ἀναπόφευκτος σήμερα, κάθε προσπάθεια νὰ τὸν ἀρνηθοῦμε θυμίζει τὴν τακτικὴ τῆς στρουθοκαμήλου. Ὁ κίνδυνος εἶναι ἀπὸ τὴν παρατεινόμενη ἀδράνεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης καὶ τὴ θεολογικὴ ἀφασία τῆς νεοελληνικῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ πρώτη χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ σκλήρυνση ἀπέναντι στὴ μαρτυρία τῶν γεγονότων καὶ ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸ στεγανὸ χωρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ διανόηση.

Αὐτὴ ἡ σκλήρυνση δὲν εἶναι θελημένη. Εἶναι ἡ ἐπανάπαυση στὶς ρίζες κι ἡ ἀδιαφορία γιὰ τοὺς καρπούς. Τὸ δυστύχημα εἶναι ὅτι οἱ ρίζες μένουν βαθιὰ κρυμμένες στὴ γῆ, χωρὶς νὰ τρέφουν καινούργιους βλαστούς. Εἴμαστε ὅλοι γοητευμένοι ἀπὸ τὸ θησαυρὸ τῆς ὀρθόδοξης Παράδοσης, εἴμαστε περήφανοι ποὺ τὸν κατέχουμε. Ὡστόσο ὁ θησαυρὸς μένει κατατεθειμένος στὴν Τράπεζα, χωρὶς νὰ μεταφράζεται σὲ ζωντανὸ χρῆμα ποὺ θὰ ντύσει καὶ θὰ χορτάσει τὸν πεινασμένο καὶ γυμνητεύοντα λαό. Ἡ πρόσφατη ἱστορικὴ πείρα ἔδειξε ὅτι καὶ τὰ συγκλονιστικότερα γεγονότα κρίσης στὴν ἑλλαδικὴ Ὀρθοδοξία πέρασαν χωρὶς νὰ ἀφυπνίσουν τὶς συνειδήσεις, μὲ ἕνα προσωρινὸ μόνο, συναισθηματικὸ ἀντίκτυπο. Δὲν ἔλειψε ἡ καλὴ θέληση, ἴσως καὶ νὰ πλεονάζει. Γιὰ νὰ κατανοηθεῖ ὅμως ἡ μαρτυρία τῶν γεγονότων προϋποτίθεται μιὰ εὐαισθησία στοὺς δέκτες τῆς συνείδησης καὶ μιὰ ἀφύπνιση ἐσωτερικὴ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κερδηθεῖ μὲ μόνη τὴν καλὴ θέληση.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς θεολογικῆς παρουσίας στὸ χῶρο τῆς ἑλλαδικῆς διανόησης καὶ γενικότερα τῆς πνευματικῆς ζωῆς θὰ γίνει συνειδητὴ μόνο στὴν ἀναζήτηση τοῦ διαλόγου μὲ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι σήμερα δυὸ περιοχὲς ξεχωριστὲς κι ἀδιάφορες ἡ μιὰ γιὰ τὴν ἄλλη, τουλάχιστο κατὰ κανόνα. Ὁ κάποιος διάλογος γίνεται μὲ τὴ βοήθεια τῆς Φιλοσοφίας, τῆς Ἀπολογητικῆς, τῆς Αἰσθητικῆς καὶ μετατίθεται στὸ χῶρο τοῦ Οὑμανισμοῦ, τοῦ Κοινωνισμοῦ, τῆς Ἠθικῆς. Τελικὰ ὅμως, παρ’ ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ συχνὰ παρουσιάζει, δὲν ἀποκαθιστᾶ τὴν ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στοὺς ὀρθόδοξους φορεῖς τῆς χριστιανικῆς ἀποκάλυψης καὶ στὸν σύγχρονο εὐρωπαῖο ἄνθρωπο. Εἶναι, μάλιστα, ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ φαινόμενα τῆς ἐποχῆς τὸ πλῆθος ποὺ συνάχτηκε γύρω ἀπὸ τὸν διάλογο τῆς Φιλοσοφίας, τῆς Ἀπολογητικῆς, τῆς Ἠθικῆς, στὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ πόσο ραγδαῖα σκόρπισε τὸ πλῆθος — ὅπως τὰ φτερὰ τοῦ Ἴκαρου, ποὺ κολλημένα μὲ κερὶ βάλθηκαν νὰ φτάσουν τὸν ἥλιο...

Στὸ χῶρο τῆς λεγόμενης πνευματικῆς ζωῆς κρίνεται σήμερα τὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξης κι αὐτὸς ὁ Μινώταυρος τρώει ἀνθρώπους, δὲν χωρατεύει. Ὁ καταθρυμματισμὸς τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸ ἄγχος τοῦ μηδενισμοῦ δὲν ἀντιμετωπίζεται μὲ μαλακτικὰ οὑμανιστικὰ ἐπιθέματα. Ὁ μίτος τῆς Θεολογίας μπορεῖ νὰ δώσει τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ λαβύρινθο; Πρέπει ἐδῶ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ντοστογιέβσκυ. Ἑξήντα χρόνια τώρα καὶ περισσότερο, ἡ ρωσικὴ Ὀρθοδοξία διαλέγεται στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο μὲ τὴ δική του γλώσσα. Ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Ντοστογιέβσκυ, ποὺ εἶναι ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν Εὐρωπαῖο, εἶναι ὁ λόγος τῆς Θεολογίας, ἔχει τὴν ἀφετηρία του στὸ ὀρθόδοξο δόγμα κι ὄχι στὴν Ἠθικὴ ἢ στὸν Κοινωνισμό. Αυτό είναι ένα μάθημα χρησιμώτατο.

Ἐμεῖς ἐδῶ, σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, δὲν ζητήσαμε ποτὲ μιὰν ἀντίστοιχη ἔκφραση γιὰ νὰ μετάσχουμε στὸ διάλογο. Ἴσως, ὅ,τι εἶναι ὁ Πούσκιν κι ὁ Ντοστογιέφσκι γιὰ τὴ ρωσικὴ διασπορά, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι σήμερα γιὰ μᾶς ὁ Σολωμὸς κι ὁ Παπαδιαμάντης: ὁ λόγος, ἡ ἔκφραση τοῦ ὀρθόδοξου Ἑλληνισμοῦ στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο. Μὰ ἡ ἑλλαδικὴ Ὀρθοδοξία δὲν φαίνεται νὰ τοὺς χρειάζεται, δὲν ἔνιωσε ποτὲ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀξιοποιήσει τὸν λόγο τους, χρόνια τώρα προσπαθεῖ νὰ δανειστεῖ τὴ γλώσσα τῆς Σχολαστικῆς Θεολογίας τῆς Εὐρώπης. Οὔτε καὶ κατεβάσαμε ποτὲ στὸν εὐρωπαϊκὸ στίβο αὐτὰ τὰ δύο αὐθεντικὰ μεγέθη. Ἔτσι, ὁ
νεοελληνικὸς λόγος, ὁ λόγος τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας, θρεμμένος μὲ τὸν χυμὸ τῆς ζωντανῆς Παράδοσης, εἶναι σήμερα ἀπὼν στὸν δυτικὸ χῶρο. Πολλοὶ καὶ εὔηχοι ἀντίλαλοι τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἄγχους, ἀλλὰ λόγος ἑλληνικός, ὀρθόδοξος δὲν ὑπάρχει.

***

Ἴσως ἡ κίνηση πρέπει νὰ εἶναι ἀντίστροφη. Ἀφοῦ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ἀδρανεῖ, μόνη της ἡ λεγόμενη διανόηση νὰ τολμήσει ἕνα ἐξερευνητικὸ βῆμα στὴν περιοχὴ τῆς θεολογίας. Γιατί, τελικά, μέσα στὴ δίνη αὐτῆς τῆς ὥρας ὁ Ἑλληνισμὸς πρέπει νὰ ἐπιζήσει.
Ὄχι γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὁ φυλετικός μας σπόρος, δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ πρόβλημά μας, ἀλλὰ γιατὶ ὁ Ἑλληνισμὸς εἶναι αὐτὴ τὴν ὥρα ἴσως ἡ μόνη ἐλεύθερη φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὁ φορέας τῆς οἰκουμενικῆς της ἀποστολῆς. Ὁ λόγος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ὁ μίτος γιὰ τὸν Λαβύρινθο. Στὸ ἱστορικὸ πρόβλημα τοῦ αἰώνα, στὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ἔχει νὰ προσφέρει λύση πραγματική. Εἶναι καιρὸς ἡ ἑλληνικὴ διανόηση νὰ ἀνακαλύψει τὸ δυναμικὸ τῆς ὀρθόδοξης δογματικῆς. Καὶ μόνο ἡ λέξη δόγμα ἔφτασε νὰ προκαλεῖ δυσφορία καὶ ἀντίρρηση. Ἔχει συνδεθεῖ στὶς συνειδήσεις μὲ μιὰν ἑκούσια ἀνελευθερία, ἕνα πειθαναγκασμὸ τῆς σκέψης σὲ δεδομένες αὐθεντίες. Ὡστόσο, στὴν ὀρθόδοξη θεολογία τὸ δόγμα δὲν ἀναφέρεται στὴ λογικὴ καὶ στὴ σκέψη, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν συνεπάγεται ἀνελεύθερες δεσμεύσεις. Τὸ δόγμα εἶναι ἡ συμβολικὴ διατύπωση μιᾶς ἐμπειρικῆς πραγματικότητας, ποὺ μόνο «διὰ τῆς καρδίας» μπορεῖ νὰ τὴν προσεγγίσει ὁ ἄνθρωπος. Μόνη της ἡ γνώση δὲν ἀρκεῖ, ἔστω κι ἂν ἔχει πετύχει ἔξοχες ἐπιστημονικὲς διατυπώσεις. Τὸ περιβάλλον τοῦ δόγματος δὲν εἶναι τὸ ἐπιστημονικὸ ἐργαστήριο, ἀλλὰ ἡ φωτισμένη ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἴπαμε πιὸ πάνω γιὰ πραγματικὴ λύση στὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ δογματικὲς ἀφετηρίες γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν πραγματικὴ λύση εἶναι ἀρκετές. Ἂς χρησιμοποιήσουμε – σὰν παράδειγμα – μιά, τὴν Τριαδολογική. Στὸ δαιμονικὸ δίλημμα τῆς ἀπόλυτης ἀνθρώπινης μοναξιᾶς ἢ τοῦ ἀφανισμοῦ τῆς ὕπαρξης μέσα στὴν ἀπρόσωπη μάζα, τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔρχεται νὰ φωτίσει τὸ μυστήριο τῆς ὕπαρξης, νὰ θεμελιώσει ὀντολογικᾶ τὴν ἀγάπη, νὰ ἀποκαλύψει τὴν πραγματικότητα τοῦ προσώπου. Μὲ τὸ φῶς αὐτοῦ τοῦ δόγματος ἡ Ὀρθοδοξία, ὁρίζει καὶ περιγράφει τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος, πλασμένος κατ' εἰκόνα τοῦ ὁμοούσιου καὶ τρισυπόστατου Θεοῦ, εἶναι κι ὁ ἴδιος ὁμοούσιος κατὰ τὴ φύση καὶ μυριυπόστατος κατὰ τὰ πρόσωπα. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πρόσωπο, ὅλα ὅμως αὐτὰ τὰ μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα πρόσωπα εἶναι
ὁμοούσια, μιᾶς καὶ τῆς ἴδιας οὐσίας. Τότε μόνο ὁ ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ τὴν ὑπόστασή του ὡς πρόσωπο, ὅταν βρίσκεται σὲ κοινωνία ἀγάπης μὲ τὰ ὑπόλοιπα πρόσωπα. Καὶ αὐτὴ ἡ κοινωνία ἀγάπης δὲν περιορίζεται, φυσικά, στὰ ἠθικὰ σχήματα τοῦ ἀλτρουϊσμοῦ καὶ τῆς φιλαλληλίας, τὸ πρότυπό της βρίσκεται στὴ ζωὴ τῆς Τριάδος. Ὁ Θεὸς εἶναι κοινωνία – κοινωνία τριῶν προσώπων, πλήρωμα ἀντιμεταδόσεως ἀγάπης, εἶναι ἡ Ἀγάπη. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ζεῖ ἐγωιστικὰ κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, νὰ ἀρκεῖται σὲ ἁπλή, συμβατικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Ἂν θέλει νὰ εἶναι πραγματικὰ ἄνθρωπος, «κατὰ λόγον» καὶ «κατὰ φύσιν», πρέπει νὰ ἀγωνίζεται νὰ ζήσει σύμφωνα μὲ τὸ Πρωτότυπό του, τὸν Τριαδικὸ Θεό. Νὰ προσφέρει στὸ Θεὸ καὶ στοὺς συνανθρώπους του ὅ,τι ἔχει καὶ ὅ,τι εἶναι, καὶ νὰ ζητάει τὴν τελείωση καὶ ὁλοκλήρωσή του στὴν ἀγάπη τῶν ἄλλων. Κάθε παρέκκλιση ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὁδὸ δεσμεύει τὸν ἄνθρωπο στὸ βιολογικὸ εἶδος, δὲν τὸν ἀφήνει νὰ γίνει πρόσωπο, μένει ἕνα ἁπλὸ ἄτομο ποὺ ἀπὸ φυσικὴ ἀνάγκη ζεῖ μέσα στὴ μάζα τῶν ἄλλων ἀτόμων. Καὶ ὁ ἀτομικισμὸς καὶ ἡ μαζοποίηση εἶναι γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Θεολογία καταστροφικὲς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ ἄνθρωπου. Ὁ μόνος δρόμος σωτηρίας εἶναι ἡ μίμηση καὶ ὁ εἰκονισμὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος: ἐλευθερία, μέσα στὴν ἑνότητα καὶ στὴν ἀγάπη. Μόνο ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ βιολογικὸ ἄτομο γίνεται ἀνθρώπινο πρόσωπο, εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ  Θεοῦ.

Φυσικά, αὐτὸ ἐδῶ τὸ ἀσήμαντο σπέρμα τοῦ λόγου δὲν εἶναι ποὺ θὰ λύσει τὸ πρόβλημα τὸ τραγικὸ τῆς ὕπαρξης. Εἶναι ἀπαραίτητη μιὰ ὥριμη καὶ ὁλοκληρωμένη θεολογικὴ ἐπεξεργασία καὶ μιὰ οὐσιαστικὴ βίωση τῆς θεολογικῆς αὐτῆς ἀπόκρισης. Εἴπαμε: ὁ δρόμος ἀπὸ τὴ γνώση στὴν ἐπίγνωση εἶναι τραχύς. Στὴν παροῦσα ὅμως ὥρα καὶ ἡ ἐπίγνωση δὲν εἶναι αὐτοσκοπός. Νὰ περιφέρουμε τὴν καύχηση τῶν λύσεων σ’ ἕναν κόσμο ποὺ ἀγωνιᾶ στὸ λαβύρινθο τοῦ ἀδιεξόδου, εἶναι τουλάχιστον ἀκατανόητο. Ἂν οἱ λύσεις μας εἶναι πραγματικές, δὲν μένει παρὰ νὰ ζήσουμε στὸ αἷμα μας τὸν πυρετὸ τῆς Εὐρώπης κι ἡ ὀρθόδοξη κράση μας νὰ νικήσει.

Αὐτὴ τὴν ὥρα ὁ εὐρωπαϊκὸς πυρετὸς μεταδίδεται στὸν ἑλληνικὸ χῶρο μὲ ταχύτητα ἐπιδημίας. Ἄλλοτε τὸ χάρισμα τῆς προφητείας ἦταν νὰ συλλαμβάνει τὸν ψίθυρο τῶν γεγονότων, ἀπρόσιτον στοὺς πολλούς, καὶ νὰ ἐπισημαίνει τὸ χρέος. Τώρα ὁ ψίθυρος ἔχει γίνει βοή. Καὶ ἡ βοὴ τῶν γεγονότων ἐπισημαίνει «λιμὸ ἐπερχόμενο». Μέρες δύσκολες ξημερώνουν γιὰ τὴν ἑλλαδικὴ Ὀρθοδοξία. Ὁ πυρετὸς τῆς Εὐρώπης δὲν ἀστειεύεται οὔτε ξορκίζεται μὲ ἐγκυκλίους «πρὸς τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα». Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ μπολιάσει τὸ λαό, ὅσο εἶναι καιρός. Στὸ στεγνωμένο κορμὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ τόπου νὰ μεταδώσει τὸ ζωντανὸ χυμὸ τῆς Θεολογίας. Γιὰ νὰ μπορέσει ν’ ἀντέξει στὸν ἐπερχόμενο λιμό, στὴν πείνα γιὰ ζωὴ καὶ ἀλήθεια.

Ἡ βοὴ τῶν γεγονότων εἶναι ποὺ μᾶς ἀφήνει ἀναπολόγητους μπροστὰ στὸ χρέος.

Πρωτοδημοσιεύτηκε στὴν Καθημερινή, στὶς 24/6/1964

Πρώτη διαδικτυακὴ ἀνάρτηση: Ἀντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: