Συνέχεια από:Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024
*Συνέχεια ἐκ τῆς σ. 257 τοῦ τ. 93, 4 (2022) του περιοδικού Θεολογία
Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση
Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου
5. Ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου
α. Ὀντολογικὴ σύσταση τοῦ ἀνθρώπουἈνατρέχοντας
κανεὶς στὴν πατερικὴ παράδοση, διαπιστώνει ἐκ πρώτης ὄψεως ὅτι ὑπάρχουν
δύο τάσεις σχετικὰ μὲ τὴν ὀντολογικὴ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου: τὴν πρώτη
ἐκπροσωπεῖ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι δέχονται τὸ
δισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ὑλικὸ σῶμα καὶ νοερὴ ψυχή1, ἐνῶ τὴ δεύτερη
ἐκπροσωπεῖ μία ἰσχνὴ μειοψηφία ποὺ δέχεται τὸ τρισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου
ἀπὸ σῶμα, ψυχὴ καὶ πνεῦμα2. Στὴν οὐσία ὅμως πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν
μας ὅτι δὲν ὑπάρχει μεταξύ τους καμμία διαφορά, γιατὶ τὸ πνεῦμα, γιὰ τὸ
ὁποῖο κάνουν λόγο ὅσοι δέχονται τὸ τρισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἀποτελεῖ
ξεχωριστὸ στοιχεῖο, ἀλλὰ τὴ νοερὴ δύναμη τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν ὁποία εἶναι προικισμένος ὁ ἄνθρωπος ἤδη ἀπ’ ἀρχῆς τῆς δημιουργίας του. Γι’
αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ποὺ δέχεται σαφῶς τὸ δισύνθετο τοῦ
ἀνθρώπου, δὲν διστάζει στηριζόμενος στὸν ἀπόστολο Παῦλο3 νὰ κάνει λόγο
γιὰ τριμερῆ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ σῶμα, ψυχὴ καὶ πνεῦμα,
ὑπογραμμίζοντας ὅμως ταυτόχρονα ὅτι ἡ διάκριση σὲ ψυχὴ καὶ πνεῦμα δὲν
σημαίνει τὴ διαίρεση τῆς ψυχῆς σὲ δύο συστατικὰ στοιχεῖα, γιατὶ ἡ ψυχὴ
εἶναι μία ὡς πρὸς τὴ φύση της, κοσμημένη τόσο μὲ τὴν αἰσθητικὴ ὅσο καὶ
μὲ τὴ νοερὴ ζωτικὴ ἱκανότητα4. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ λοιπὸν ὑπάρχει ὁμοφωνία στὴν ὀρθόδοξη παράδοση σχετικὰ μὲ τὴν ὀντολογικὴ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου.
Μάλιστα στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι τόσο οἱ Καππαδόκες Πατέρες, καὶ κυρίως ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὅσο καὶ οἱ Πατέρες τοῦ Ε΄ αἰώνα ἀναγκάστηκαν νὰ τονίσουν μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τὸ δισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν Ἀπολινάριο, ὁ ὁποῖος προσπάθησε –ὡς γνωστόν– νὰ θεμελιώσει τὴ χριστολογικὴ κακοδοξία του στὸ τρισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου5. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε στὶς χριστολογικὲς διατυπώσεις τους, στρεφόμενοι προφανῶς κατὰ τοῦ Ἀπολιναρίου, οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος συνίσταται ἀπὸ σάρκα (ἢ σῶμα) ἐμψυχωμένη μὲ ψυχὴ λογικὴ καὶ νοερὴ καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ εἶναι τέλεια ἐξ ἐπόψεως ὀντολογικῆς προσέλαβε ὁ Θεὸς Λόγος6. Ὅπως σημειώνει ἐν προκειμένῳ ὁ Θεοδώρητος, καταφερόμενος κατὰ τῆς ἀνωτέρω ἀνθρωπολογικῆς ἀντιλήψεως τοῦ Ἀπολιναρίου, «τούτου δὴ χάριν καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν ἀνέλαβε [ἐνν. ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος] λογικήν. Οὐ γὰρ τριχῆ διαιρεῖ τὸν ἄνθρωπον ἡ θεία Γραφή, ἀλλ’ ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος τόδε τὸ ζῷον συνεστάναι φησίν. Ὁ γὰρ Θεὸς ἐκ τοῦ χοὸς τὸ σῶμα διαπλάσας ἐνεφύσησε τὴν ψυχήν, καὶ δύο φύσεις ἔδειξεν οὐ τρεῖς»7.
Ὡστόσο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι διφυὴς καὶ σύνθετος, ἀποτελούμενος ἀπὸ ὑλικὸ σῶμα καὶ νοερὰ ἢ λογικὴ ψυχή, δὲν πρόκειται γιὰ δύο στοιχεῖα ποὺ μποροῦν νὰ ὑπάρχουν στὸν ἄνθρωπο αὐτονομημένα καὶ ἀνεξάρτητα μεταξύ τους8. Τουναντίον· μεταξὺ τῶν δύο ὑπάρχει μία ἄρρηκτη ἑνότητα ποὺ φαίνεται μὲ τὴ λειτουργικὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσά τους. Τὸ σῶμα ὡς ὑλικό, χωρὶς τὴν ψυχή, εἶναι ἀνενέργητο, ἄζωο καὶ ἀναίσθητο. Ἐνῶ ἡ ψυχὴ ὡς ἀσώματη, ζωντανὴ καὶ νοερὴ οὐσία εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει στὸ σῶμα ζωτικὴ δύναμη καὶ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἱκανὸ νὰ ἀντιλαμβάνεται διὰ τῶν αἰσθήσεων ὅ,τι προσπίπτει σὲ αὐτές9. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, ὅταν οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν ὄχι μόνο τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο ὡς «ὑπόσταση» ἤ «πρόσωπο» μὲ τὰ θεμελιώδη ὀντολογικὰ χαρακτηριστικά του, ὅπως τὴν ἀνεπανάληπτη ὑπαρκτική του ἰδιαιτερότητα καὶ τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνικότητά του, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ κάνουμε εἰδικὸ λόγο στὴ συνέχεια, ἀναφέρονται σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀτομικὴ οὐσία ἢ φύση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἑνιαία ψυχοσωματικὴ ὀντότητα καὶ ὄχι μόνο στὴν ψυχοπνευματική του ὑπόσταση10.[ΚΑΙ ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ;]
Ἐξάλλου τὸ σῶμα δὲν νοεῖται κατὰ τοὺς Πατέρες, ὅπως κατὰ τὴν πλατωνικὴ ἢ τὴ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία, ὡς τάφος καὶ δεσμωτήριο τῆς ψυχῆς, στὸ ὁποῖο αὐτὴ ἔχει φυλακισθεῖ, γιὰ νὰ ἐκτίσει τὴν ποινή της ἐξ αἰτίας τῆς πτώσης της στὸν ὑλικὸ κόσμο11.[ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑΦΟΣ ΟΠΩΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ] Ἀντίθετα ἀποτελεῖ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ «καλὸν λίαν», ποὺ ἔχει καὶ αὐτὸ ἀνάγκη, ὡς ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴ σωτηρία καὶ τὴ θέωση.[ΟΙ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΙ ΧΙΤΩΝΕΣ;] Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε κατὰ τὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση σώζεται ἢ κολάζεται ὄχι μόνον ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ὡς ἑνιαῖο ψυχοσωματικὸ ὄν – καὶ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπὸ ἐξυπηρετεῖ ἡ προσδοκώμενη ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.[ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΨΥΧΗΣ , ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ. ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΔΙΟΤΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΑΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΕΜΑΣ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΘΑ ΚΡΙΘΟΥΜΕ]
Ἀλλά, ἂν τὰ προηγούμενα ἐπιμέρους ὀντολογικὰ προβλήματα ἀπαντήθηκαν, ὅπως εἴδαμε;;;, ἀπὸ τοὺς Πατέρες τοῦ Δ΄ αἰ. κατὰ τὴν προσπάθειά τους νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς τριαδολογικὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς τους καὶ νὰ διατυπώσουν σαφῶς τὸ τριαδικὸ δόγμα, οἱ ἀπαντήσεις ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τοὺς Πατέρες στὸ πρόβλημα τῆς ὀντολογικῆς σύστασης τοῦ ἀνθρώπου συνδέονται στενὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μὲ τὴν προσπάθειά τους νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς χριστολογικὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς τους, καὶ μάλιστα ὄχι μόνο τὸν Ἀπολιναρισμό, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ἀλλὰ καὶ τὸν Νεστοριανισμό. Συγκεκριμένα, ἔναντι τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος χώριζε τὶς δύο φύσεις ἐν Χριστῷ, δεχόμενος μία ἠθικὴ μόνο («κατὰ θέλησιν μόνην ἢ εὐδοκίαν») ἕνωση μεταξύ τους, οἱ Πατέρες μὲ πρωτεργάτη τὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας τόνισαν τὴν πραγματικὴ ἤ «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου, παραλληλίζοντάς την μὲ τὴν ἕνωση σώματος καὶ ψυχῆς. Τόσο ἄρρηκτη δηλαδὴ εἶναι γι’ αὐτοὺς ἡ ἑνότητα καὶ ἡ σχέση μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς, ὥστε νὰ παρουσιάζεται μέσα στὸ πλαίσιο τῆς χριστολογικῆς διδασκαλίας τους ὡς παράδειγμα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωσης τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου;;;. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅπως ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ, ἔτσι καὶ ἡ ἕνωση μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση καὶ γι’ αὐτὸ ψυχὴ καὶ σῶμα εἶναι ἀχώριστα καὶ ἀδιαίρετα μεταξύ τους στὴν ἀνθρώπινη φύση.[ΚΑΙ ΑΣΥΓΧΗΤΑ] Μόνο «κατ’ ἐπίνοιαν» μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κάποια διάκριση τῶν στοιχείων αὐτῶν· ὄχι ἐμπειρικὰ καὶ στὴν πράξη;;;;12.[ΜΑΛΛΟΝ ΜΑΣ ΠΑΡΑΣΥΡΕΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ]
Μάλιστα ὁ Βασίλειος Σελευκείας χρησιμοποιεῖ τὸ παράδειγμα τῆς ἑνώσεως μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς, ὄχι μόνο γιὰ νὰ δώσει ἕνα παράλληλο πρότυπο, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ νοηθεῖ ἡ ἕνωση θείας καὶ ἀνθρώπινης φύσης στὸν Χριστό;;;;, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δηλώσει τὸ ἀκατάληπτο τοῦ τρόπου αὐτῆς τῆς ἕνωσης, ὑπογραμμίζοντας τὸν ὑπερβατικὸ καὶ ἀποφατικὸ χαρακτῆρα της. Ἄν, ὑποστηρίζει, ἀδυνατοῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς, ἢ ἔστω τὸν τρόπο τῆς ἐνοικήσεως τῆς ἀσώματης ψυχῆς στὸ ὑλικὸ σῶμα, κατὰ μείζονα λόγο εἶναι ἀδύνατο νὰ κατανοήσουμε τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως μεταξὺ τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ;;;;13.[ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ. ΠΕΣΟΝΤΩΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΕΡΕΙΤΑΙ ΨΥΧΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΖΩΩΔΗ ΨΥΧΗ ΟΠΩΣ ΣΗΜΕΡΑ]
Ἔτσι, ἐπιχειρώντας, ὅπως εἴδαμε, οἱ Πατέρες νὰ ἀντιμετωπίσουν τόσο τὸν Ἀπολιναρισμὸ ὅσο καὶ τὸν Νεστοριανισμὸ καὶ νὰ διατυπώσουν σαφῶς τὸ ὀρθόδοξο χριστολογικὸ δόγμα, ἀναγκάζονται νὰ ἀναπτύξουν τὴν ἀνθρωπολογικὴ διδασκαλία τους ὄχι μόνο γιὰ τὴν ὀντολογικὴ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς.[ΦΤΑΙΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ]
Μάλιστα στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι τόσο οἱ Καππαδόκες Πατέρες, καὶ κυρίως ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὅσο καὶ οἱ Πατέρες τοῦ Ε΄ αἰώνα ἀναγκάστηκαν νὰ τονίσουν μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τὸ δισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν Ἀπολινάριο, ὁ ὁποῖος προσπάθησε –ὡς γνωστόν– νὰ θεμελιώσει τὴ χριστολογικὴ κακοδοξία του στὸ τρισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου5. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε στὶς χριστολογικὲς διατυπώσεις τους, στρεφόμενοι προφανῶς κατὰ τοῦ Ἀπολιναρίου, οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος συνίσταται ἀπὸ σάρκα (ἢ σῶμα) ἐμψυχωμένη μὲ ψυχὴ λογικὴ καὶ νοερὴ καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ εἶναι τέλεια ἐξ ἐπόψεως ὀντολογικῆς προσέλαβε ὁ Θεὸς Λόγος6. Ὅπως σημειώνει ἐν προκειμένῳ ὁ Θεοδώρητος, καταφερόμενος κατὰ τῆς ἀνωτέρω ἀνθρωπολογικῆς ἀντιλήψεως τοῦ Ἀπολιναρίου, «τούτου δὴ χάριν καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν ἀνέλαβε [ἐνν. ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος] λογικήν. Οὐ γὰρ τριχῆ διαιρεῖ τὸν ἄνθρωπον ἡ θεία Γραφή, ἀλλ’ ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος τόδε τὸ ζῷον συνεστάναι φησίν. Ὁ γὰρ Θεὸς ἐκ τοῦ χοὸς τὸ σῶμα διαπλάσας ἐνεφύσησε τὴν ψυχήν, καὶ δύο φύσεις ἔδειξεν οὐ τρεῖς»7.
Ὡστόσο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι διφυὴς καὶ σύνθετος, ἀποτελούμενος ἀπὸ ὑλικὸ σῶμα καὶ νοερὰ ἢ λογικὴ ψυχή, δὲν πρόκειται γιὰ δύο στοιχεῖα ποὺ μποροῦν νὰ ὑπάρχουν στὸν ἄνθρωπο αὐτονομημένα καὶ ἀνεξάρτητα μεταξύ τους8. Τουναντίον· μεταξὺ τῶν δύο ὑπάρχει μία ἄρρηκτη ἑνότητα ποὺ φαίνεται μὲ τὴ λειτουργικὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσά τους. Τὸ σῶμα ὡς ὑλικό, χωρὶς τὴν ψυχή, εἶναι ἀνενέργητο, ἄζωο καὶ ἀναίσθητο. Ἐνῶ ἡ ψυχὴ ὡς ἀσώματη, ζωντανὴ καὶ νοερὴ οὐσία εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει στὸ σῶμα ζωτικὴ δύναμη καὶ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἱκανὸ νὰ ἀντιλαμβάνεται διὰ τῶν αἰσθήσεων ὅ,τι προσπίπτει σὲ αὐτές9. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, ὅταν οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν ὄχι μόνο τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο ὡς «ὑπόσταση» ἤ «πρόσωπο» μὲ τὰ θεμελιώδη ὀντολογικὰ χαρακτηριστικά του, ὅπως τὴν ἀνεπανάληπτη ὑπαρκτική του ἰδιαιτερότητα καὶ τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνικότητά του, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ κάνουμε εἰδικὸ λόγο στὴ συνέχεια, ἀναφέρονται σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀτομικὴ οὐσία ἢ φύση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἑνιαία ψυχοσωματικὴ ὀντότητα καὶ ὄχι μόνο στὴν ψυχοπνευματική του ὑπόσταση10.[ΚΑΙ ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ;]
Ἐξάλλου τὸ σῶμα δὲν νοεῖται κατὰ τοὺς Πατέρες, ὅπως κατὰ τὴν πλατωνικὴ ἢ τὴ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία, ὡς τάφος καὶ δεσμωτήριο τῆς ψυχῆς, στὸ ὁποῖο αὐτὴ ἔχει φυλακισθεῖ, γιὰ νὰ ἐκτίσει τὴν ποινή της ἐξ αἰτίας τῆς πτώσης της στὸν ὑλικὸ κόσμο11.[ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑΦΟΣ ΟΠΩΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ] Ἀντίθετα ἀποτελεῖ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ «καλὸν λίαν», ποὺ ἔχει καὶ αὐτὸ ἀνάγκη, ὡς ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴ σωτηρία καὶ τὴ θέωση.[ΟΙ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΙ ΧΙΤΩΝΕΣ;] Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε κατὰ τὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση σώζεται ἢ κολάζεται ὄχι μόνον ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ὡς ἑνιαῖο ψυχοσωματικὸ ὄν – καὶ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπὸ ἐξυπηρετεῖ ἡ προσδοκώμενη ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.[ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΨΥΧΗΣ , ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ. ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΔΙΟΤΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΑΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΕΜΑΣ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΘΑ ΚΡΙΘΟΥΜΕ]
Ἀλλά, ἂν τὰ προηγούμενα ἐπιμέρους ὀντολογικὰ προβλήματα ἀπαντήθηκαν, ὅπως εἴδαμε;;;, ἀπὸ τοὺς Πατέρες τοῦ Δ΄ αἰ. κατὰ τὴν προσπάθειά τους νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς τριαδολογικὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς τους καὶ νὰ διατυπώσουν σαφῶς τὸ τριαδικὸ δόγμα, οἱ ἀπαντήσεις ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τοὺς Πατέρες στὸ πρόβλημα τῆς ὀντολογικῆς σύστασης τοῦ ἀνθρώπου συνδέονται στενὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μὲ τὴν προσπάθειά τους νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς χριστολογικὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς τους, καὶ μάλιστα ὄχι μόνο τὸν Ἀπολιναρισμό, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ἀλλὰ καὶ τὸν Νεστοριανισμό. Συγκεκριμένα, ἔναντι τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος χώριζε τὶς δύο φύσεις ἐν Χριστῷ, δεχόμενος μία ἠθικὴ μόνο («κατὰ θέλησιν μόνην ἢ εὐδοκίαν») ἕνωση μεταξύ τους, οἱ Πατέρες μὲ πρωτεργάτη τὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας τόνισαν τὴν πραγματικὴ ἤ «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου, παραλληλίζοντάς την μὲ τὴν ἕνωση σώματος καὶ ψυχῆς. Τόσο ἄρρηκτη δηλαδὴ εἶναι γι’ αὐτοὺς ἡ ἑνότητα καὶ ἡ σχέση μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς, ὥστε νὰ παρουσιάζεται μέσα στὸ πλαίσιο τῆς χριστολογικῆς διδασκαλίας τους ὡς παράδειγμα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωσης τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου;;;. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅπως ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ, ἔτσι καὶ ἡ ἕνωση μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση καὶ γι’ αὐτὸ ψυχὴ καὶ σῶμα εἶναι ἀχώριστα καὶ ἀδιαίρετα μεταξύ τους στὴν ἀνθρώπινη φύση.[ΚΑΙ ΑΣΥΓΧΗΤΑ] Μόνο «κατ’ ἐπίνοιαν» μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κάποια διάκριση τῶν στοιχείων αὐτῶν· ὄχι ἐμπειρικὰ καὶ στὴν πράξη;;;;12.[ΜΑΛΛΟΝ ΜΑΣ ΠΑΡΑΣΥΡΕΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ]
Μάλιστα ὁ Βασίλειος Σελευκείας χρησιμοποιεῖ τὸ παράδειγμα τῆς ἑνώσεως μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς, ὄχι μόνο γιὰ νὰ δώσει ἕνα παράλληλο πρότυπο, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ νοηθεῖ ἡ ἕνωση θείας καὶ ἀνθρώπινης φύσης στὸν Χριστό;;;;, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δηλώσει τὸ ἀκατάληπτο τοῦ τρόπου αὐτῆς τῆς ἕνωσης, ὑπογραμμίζοντας τὸν ὑπερβατικὸ καὶ ἀποφατικὸ χαρακτῆρα της. Ἄν, ὑποστηρίζει, ἀδυνατοῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς, ἢ ἔστω τὸν τρόπο τῆς ἐνοικήσεως τῆς ἀσώματης ψυχῆς στὸ ὑλικὸ σῶμα, κατὰ μείζονα λόγο εἶναι ἀδύνατο νὰ κατανοήσουμε τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως μεταξὺ τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ;;;;13.[ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ. ΠΕΣΟΝΤΩΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΕΡΕΙΤΑΙ ΨΥΧΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΖΩΩΔΗ ΨΥΧΗ ΟΠΩΣ ΣΗΜΕΡΑ]
Ἔτσι, ἐπιχειρώντας, ὅπως εἴδαμε, οἱ Πατέρες νὰ ἀντιμετωπίσουν τόσο τὸν Ἀπολιναρισμὸ ὅσο καὶ τὸν Νεστοριανισμὸ καὶ νὰ διατυπώσουν σαφῶς τὸ ὀρθόδοξο χριστολογικὸ δόγμα, ἀναγκάζονται νὰ ἀναπτύξουν τὴν ἀνθρωπολογικὴ διδασκαλία τους ὄχι μόνο γιὰ τὴν ὀντολογικὴ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς.[ΦΤΑΙΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ]
Σημειώσεις
1.
Βλ. ἐνδεικτικὰ Ἀθηναγόρου, Περὶ ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν 13, PG 6, 1000Β·
15, PG 6, 1004Α· Ἰουστίνου φιλοσόφου καὶ μάρτυρος, Περὶ ἀναστάσεως 8, PG
6, 1585Β· Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις 3, 4, PG 33, 429Α· Ἐπιφανίου
Κύπρου, Πανάριον 2, 1, 64, 18, PG 41, 1097D: «ἄνθρωπος δ’ ἀληθέστατα
λέγεται κατὰ φύσιν οὔτε ψυχὴ χωρὶς σώματος οὔτ’ αὖ σῶμα χωρὶς ψυχῆς,
ἀλλὰ τὸ ἐκ συστάσεως ψυχῆς καὶ σώματος εἰς μίαν τὴν τοῦ καλοῦ μορφὴν
συντεθέν»· Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τό “Εἰς τὸ Πρόσεχε σεαυτῷ” 3, PG 31,
204Β· 7, PG 31, 216ΑΒ· Ὁμιλία 21, Περὶ τοῦ μὴ προσηλῶσθαι τοῖς
βιωτικοῖς, καὶ περὶ τοῦ γενομένου ἐμπρησμοῦ ἔξωθεν τῆς Ἐκκλησίας, 5, PG
31, 549Α· Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια
τοῦ Σωτῆρος, 11, PG 36, 321CD· 12, PG 36, 325B· Λόγος 45, Εἰς τὸ ἅγιον
Πάσχα, 9, PG 36, 633C· Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου 29, PG
44, 233D-236B· Ἀντιῤῥρητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου 2, PG 45, 1128Β: «Ὁ
(γάρ) ἐκ ψυχῆς νοερᾶς καὶ σώματος συνεστηκὼς ἄνθρωπος λέγεται· ᾧ δὲ μὴ
συνεπινοεῖται τὰ δύο, πῶς ἡ τοῦ ἀνθρώπου κλῆσις ἐφαρμοσθήσεται; ἀνθρώπου
γὰρ σῶμα λέγομεν καὶ ψυχὴν ἀνθρώπου, ἕως ἂν ἐφ' ἑαυτοῦ ἑκάτερον τούτων
θεωρῆται· ἡ δὲ συνδρομὴ τούτων τῶν δύο ἄνθρωπος καὶ ἔστι καὶ λέγεται»·
Παμφίλου Ἱεροσολυμίτου, Πανοπλία δογματικὴ 6, 1, στό: A. Mai, Patrum
Nova Bibliotheca, τ. 2, Romae 1844, σ. 614: «ὁ ἄνθρωπος σύνθετόν ἐστι
πρᾶγμα, ἐκ ψυχῆς νοερᾶς καὶ σώματος συνεστώς. κατ’ οὐσίαν τούτων
ἑνωθέντων, καὶ οὐχ ἕν ἐστι τῇ οὐσίᾳ. οὐδὲ γὰρ ταὐτὸν ἡ ψυχὴ τῷ σώματι
κατ’ οὐσίαν. τοῦτο γὰρ ὁ ἄνθρωπος, ψυχὴ λογικὴ σώματι ὀργανικῶς
συνημμένῳ κεχρημένη».
2. Βλ. Εἰρηναίου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως 2, 33, 5, PG 7, 834Α· 5, 9, 1, PG 7, 1144Α. Πρβλ. καὶ Ὠριγένους, Περὶ ἀρχῶν 4, 11, PG 11, 365Α.
3. Βλ. Α΄ Θεσ. 5, 23.
4. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου 8, PG 44, 145C-148 B· 14, PG 44, 176AB· βλ. καὶ Προκοπίου Γαζαίου, Εἰς τὴν Γένεσιν Ἑρμηνεία, PG 87, 117D.
5. Γιὰ τὴ θεμελίωση τῆς κακοδοξίας τοῦ Ἀπολιναρίου στὸ τρισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιῤῥητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου 2, 46, PG 45, 1233C-1237B.
6. Βλ. ἐνδεικτικὰ Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιστολὴ 101, Πρὸς Κληδόνιον Πρεσβύτερον, PG 37, 180Α· 184Β· 188Β· Γρηγορίου Νύσσης, ὅ.π., 2, PG 45, 1128Β· 8, PG 45, 1140Β· 35, PG 45, 1200C· 1201A· 54, PG 45 1256A· Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολὴ 4, Πρὸς Νεστόριον ἐπιστολὴ Β΄, PG 77, 45B· Λεοντίου Βυζαντίου, Τριάκοντα κεφάλαια κατὰ Σεβήρου 18, PG 86, 1908A· Εὐλογίου Ἀλεξανδρείας, Συνηγορίαι περὶ τοῦ αὐτοῦ κεφαλαίου (fragmenta dogmatica), PG 86, 2953D.
7. Θεοδωρήτου Κύρου, Αἱρετικῆς κακομυθίας ἐπιτομὴ 5, 11, PG 83, 492Α.
8. Βλ. Ἰουστίνου φιλοσόφου καὶ μάρτυρος, Περὶ ἀναστάσεως 8, PG 6, 1585Β: «Τί γάρ ἐστιν ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἢ τὸ ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος συνεστὸς ζῷον λογικόν; Μὴ οὖν καθ’ ἑαυτὴν ψυχὴ ἄνθρωπος; Oὔκ· ἀλλ’ ἀνθρώπου ψυχή. Μὴ οὖν καλοῖτο σῶμα ἄνθρωπος; Oὔκ· ἀλλ’ ἀνθρώπου σῶμα καλεῖται. Eἴπερ οὖν κατ’ ἰδίαν μὲν τούτων οὐδέτερον ἄνθρωπός ἐστι, τὸ δὲ ἐκ τῆς ἀμφοτέρων συμπλοκῆς καλεῖται ἄνθρωπος».
9. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τό “Εἰς τὸ Πρόσεχε σεαυτῷ” 7, PG 31, 216Β· Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 29AB.
10. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 38, Γρηγορίῳ ἀδελφῷ περὶ διαφορᾶς οὐσίας καὶ ὑποστάσεως, 2-3, PG 32, 325Β-329Α· Ἐπιστολὴ 214, Τερεντίῳ Κόμητι, 4, PG 32, 789Α· Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς τοὺς Ἕλληνας, ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, PG 45, 177CD· 181CD·185AB. Βλ. καὶ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κεφάλαια φιλοσοφικὰ 30, PG 94, 593Α-596Α· 41, PG 94, 612 Α· 66, PG 94, 665Α-668Α.
11. Βλ. Πλάτωνος, Κρατύλος 400c· Πολιτεία 517b· Πλωτίνου, Ἐννεάδες IV, 8, 3. Γι’ αὐτὸ μάλιστα ὁ Πλωτῖνος, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Πορφύριος, ντρεπόταν νὰ λέει ὅτι ἔχει σῶμα καὶ ἀπέφευγε νὰ κάνει λόγο γιὰ τὸ γένος του, τοὺς γονεῖς του καὶ τὴν πατρίδα του! (Βλ. Περὶ τοῦ Πλωτίνου βίου καὶ τῆς τάξεως τῶν βιβλίων αὐτοῦ 1).
12. Βλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολὴ 17, Πρὸς Νεστόριον ἐπιστολὴ Γ΄, PG 77, 116Α· Ἐπιστολὴ 44, Πρὸς Εὐλόγιον πρεσβύτερον Κωνσταντινουπόλεως, PG 77, 225Β· Ἐπιστολὴ 45, Πρὸς Σούκκενσον ἐπίσκοπον Διοκαισαρείας ἐπιστολὴ Α΄, PG 77, 233Α. Ἐπιστολὴ 46, Πρὸς Σούκκενσον ἐπίσκοπον Διοκαισαρείας ἐπιστολὴ Β΄, PG 77, 245ΑΒ: «Ἔστω δὲ ἡμῖν εἰς παράδειγμα πάλιν ὁ καθ’ ἡμᾶς ἄνθρωπος. Δύο μὲν γὰρ ἐπ’ αὐτοῦ νοοῦμεν τὰς φύσεις, μίαν μέν, τῆς ψυχῆς, ἑτέραν δέ, τοῦ σώματος. Ἀλλ’ ἐν ψιλαῖς διελόντες ἐννοίαις, καὶ ὡς ἐν ἰσχναῖς θεωρίαις, ἤτοι νοῦ φαντασίαις τὴν διαφορὰν δεξάμενοι, οὐκ ἀνὰ μέρος τίθεμεν τὰς φύσεις· οὔτε μὴν διαμπὰξ διὰ τῆς τομῆς ἐφίεμεν τὴν δύναμιν αὐταῖς, ἀλλ’ ἑνὸς εἶναι νοοῦμεν· ὥστε τὰς δύο, μηκέτι μὲν εἶναι δύο, δι’ ἀμφοῖν δὲ τὸ ἓν ἀποτελεῖσθαι ζῷον».
13. Βλ. Βασιλείου Σελευκείας, Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Παναγίας Θεοτόκου 4, PG 85, 436B-437A.
2. Βλ. Εἰρηναίου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως 2, 33, 5, PG 7, 834Α· 5, 9, 1, PG 7, 1144Α. Πρβλ. καὶ Ὠριγένους, Περὶ ἀρχῶν 4, 11, PG 11, 365Α.
3. Βλ. Α΄ Θεσ. 5, 23.
4. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου 8, PG 44, 145C-148 B· 14, PG 44, 176AB· βλ. καὶ Προκοπίου Γαζαίου, Εἰς τὴν Γένεσιν Ἑρμηνεία, PG 87, 117D.
5. Γιὰ τὴ θεμελίωση τῆς κακοδοξίας τοῦ Ἀπολιναρίου στὸ τρισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιῤῥητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου 2, 46, PG 45, 1233C-1237B.
6. Βλ. ἐνδεικτικὰ Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιστολὴ 101, Πρὸς Κληδόνιον Πρεσβύτερον, PG 37, 180Α· 184Β· 188Β· Γρηγορίου Νύσσης, ὅ.π., 2, PG 45, 1128Β· 8, PG 45, 1140Β· 35, PG 45, 1200C· 1201A· 54, PG 45 1256A· Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολὴ 4, Πρὸς Νεστόριον ἐπιστολὴ Β΄, PG 77, 45B· Λεοντίου Βυζαντίου, Τριάκοντα κεφάλαια κατὰ Σεβήρου 18, PG 86, 1908A· Εὐλογίου Ἀλεξανδρείας, Συνηγορίαι περὶ τοῦ αὐτοῦ κεφαλαίου (fragmenta dogmatica), PG 86, 2953D.
7. Θεοδωρήτου Κύρου, Αἱρετικῆς κακομυθίας ἐπιτομὴ 5, 11, PG 83, 492Α.
8. Βλ. Ἰουστίνου φιλοσόφου καὶ μάρτυρος, Περὶ ἀναστάσεως 8, PG 6, 1585Β: «Τί γάρ ἐστιν ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἢ τὸ ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος συνεστὸς ζῷον λογικόν; Μὴ οὖν καθ’ ἑαυτὴν ψυχὴ ἄνθρωπος; Oὔκ· ἀλλ’ ἀνθρώπου ψυχή. Μὴ οὖν καλοῖτο σῶμα ἄνθρωπος; Oὔκ· ἀλλ’ ἀνθρώπου σῶμα καλεῖται. Eἴπερ οὖν κατ’ ἰδίαν μὲν τούτων οὐδέτερον ἄνθρωπός ἐστι, τὸ δὲ ἐκ τῆς ἀμφοτέρων συμπλοκῆς καλεῖται ἄνθρωπος».
9. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τό “Εἰς τὸ Πρόσεχε σεαυτῷ” 7, PG 31, 216Β· Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 29AB.
10. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 38, Γρηγορίῳ ἀδελφῷ περὶ διαφορᾶς οὐσίας καὶ ὑποστάσεως, 2-3, PG 32, 325Β-329Α· Ἐπιστολὴ 214, Τερεντίῳ Κόμητι, 4, PG 32, 789Α· Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς τοὺς Ἕλληνας, ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, PG 45, 177CD· 181CD·185AB. Βλ. καὶ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κεφάλαια φιλοσοφικὰ 30, PG 94, 593Α-596Α· 41, PG 94, 612 Α· 66, PG 94, 665Α-668Α.
11. Βλ. Πλάτωνος, Κρατύλος 400c· Πολιτεία 517b· Πλωτίνου, Ἐννεάδες IV, 8, 3. Γι’ αὐτὸ μάλιστα ὁ Πλωτῖνος, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Πορφύριος, ντρεπόταν νὰ λέει ὅτι ἔχει σῶμα καὶ ἀπέφευγε νὰ κάνει λόγο γιὰ τὸ γένος του, τοὺς γονεῖς του καὶ τὴν πατρίδα του! (Βλ. Περὶ τοῦ Πλωτίνου βίου καὶ τῆς τάξεως τῶν βιβλίων αὐτοῦ 1).
12. Βλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολὴ 17, Πρὸς Νεστόριον ἐπιστολὴ Γ΄, PG 77, 116Α· Ἐπιστολὴ 44, Πρὸς Εὐλόγιον πρεσβύτερον Κωνσταντινουπόλεως, PG 77, 225Β· Ἐπιστολὴ 45, Πρὸς Σούκκενσον ἐπίσκοπον Διοκαισαρείας ἐπιστολὴ Α΄, PG 77, 233Α. Ἐπιστολὴ 46, Πρὸς Σούκκενσον ἐπίσκοπον Διοκαισαρείας ἐπιστολὴ Β΄, PG 77, 245ΑΒ: «Ἔστω δὲ ἡμῖν εἰς παράδειγμα πάλιν ὁ καθ’ ἡμᾶς ἄνθρωπος. Δύο μὲν γὰρ ἐπ’ αὐτοῦ νοοῦμεν τὰς φύσεις, μίαν μέν, τῆς ψυχῆς, ἑτέραν δέ, τοῦ σώματος. Ἀλλ’ ἐν ψιλαῖς διελόντες ἐννοίαις, καὶ ὡς ἐν ἰσχναῖς θεωρίαις, ἤτοι νοῦ φαντασίαις τὴν διαφορὰν δεξάμενοι, οὐκ ἀνὰ μέρος τίθεμεν τὰς φύσεις· οὔτε μὴν διαμπὰξ διὰ τῆς τομῆς ἐφίεμεν τὴν δύναμιν αὐταῖς, ἀλλ’ ἑνὸς εἶναι νοοῦμεν· ὥστε τὰς δύο, μηκέτι μὲν εἶναι δύο, δι’ ἀμφοῖν δὲ τὸ ἓν ἀποτελεῖσθαι ζῷον».
13. Βλ. Βασιλείου Σελευκείας, Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Παναγίας Θεοτόκου 4, PG 85, 436B-437A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου