To Περί Διδασκάλου (De Magistro) σύγγραμμα του ιερού Αυγουστίνου
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Φώτιος Ιωαννίδης
Β΄ ΜΕΡΟΣ
ΙΙ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
1. Φιλοσοφικό και θεολογικό υπόβαθρο του έργου
Υπάρχει ένα σημαντικό και αποκαλυπτικό κομμάτι Πλατωνισμού στο Retractationes, το έργο στο οποίο ο Αυγουστίνος στα γηρατειά του έγραψε την γνώμη του για τα προηγούμενα γραπτά του. Εδώ μας δίνει μια διευκρίνιση για τον επιστημονικό διαχωρισμό στο De Utilitate Credendi του 391-392 μ.Χ(Μ. F. Burnyeat, Wittgenstein and Augustine de Magistro):
«Αυτό που γνωρίζουμε, πρέπει για αυτό το λόγο να το πιστεύουμε» (quod scimus igitur, debemus rationi, quod credimus, auctoritati), αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να φοβόμαστε σε μια συζήτηση να πούμε ότι γνωρίζουμε τι πιστεύουμε. Είναι αλήθεια ότι, όταν μιλούμε σωστά (proprie), λέμε ότι γνωρίζουμε μόνο αυτό που μπορούμε να αντιληφθούμε με την λογική μας. Αλλά, όταν μιλάμε σε μια πιο απλή γλώσσα, όπως γίνεται και στην Αγία Γραφή, δεν πρέπει να διστάζουμε να πούμε ότι γνωρίζουμε και τα δύο, δηλαδή ό,τι μπορούμε να αντιληφθούμε με τις σωματικές μας αισθήσεις αλλά και από αξιόπιστους μάρτυρες, παρόλο που δεν καταλαβαίνουμε την απόσταση μεταξύ τους (S. Augustini, Retractationes I, PL 32, XIV, 3, 606-607).
Είναι δελεαστικό να διαβάσουμε αυτό το απόσπασμα καθώς εισάγονται δύο έννοιες του ρήματος «γνωρίζω» μια αυστηρή και μια φιλοσοφική κάθε μία από τις οποίες ενισχύει την αλήθεια στα λεγόμενα του Αυγουστίνου. «Ό,τι γνωρίζουμε, το γνωρίζουμε για κάποιο λόγο» και σαν μια αίσθηση ενός απλού ανθρώπου, η οποία μας δείχνει ότι είναι λάθος, γιατί με αυτή την έννοια γνωρίζουμε πράγματα που πιστεύουμε. Αλλά αυτό πρέπει να ξεπεραστεί. Αυτό που διαχωρίζει ο Αυγουστίνος είναι η σωστή έννοια του ρήματος «γνωρίζω» και η ελλιπής που χρησιμοποιούμε στη συνηθισμένη ομιλία. H συνηθισμένη χρήση είναι ακίνδυνη και θα ήταν άσκοπο να αντιταχθούμε σε αυτήν: αλλά γνωρίζουμε ότι τη σωστή χρήση του όρου την οφείλουμε στη λογική του νου.
Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι δύο χρήσεις του ρήματος «γνωρίζω», φαίνονται να επιβεβαιώνουν την αληθινή πίστη. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι στον τρόπο που αιτιολογούνται. Όταν μια πραγματική αλήθεια μπορεί να γίνει αντιληπτή από αισθήσεις ή από αξιόπιστη μαρτυρία, ο απλός άνθρωπος την αποκαλεί γνώση, ο φιλόσοφος την αποκαλεί πίστη (Hagendahl, Augustine and the Latin Classics, pg. 515). Αλλά αυτή η πίστη είναι πολύ σημαντική για τον Αυγουστίνο, αφού περιλαμβάνει την πίστη του Χριστιανισμού στην μαρτυρία των Γραφών. Όταν λέει ότι δεν είναι γνώση, σύμφωνα με την σωστή αποδοχή του όρου, αυτό δεν το κάνει για να απαξιώσει τις πεποιθήσεις ή να αμφισβητηθεί η λογική του, ή να αρνηθεί αυτό που επιβεβαιώνεται. Η μαρτυρία είναι, σε τελική ανάλυση, κάτι επαρκές και αξιόπιστο. Αυτό που λείπει, σε σύγκριση με τις περιπτώσεις όπου μια πραγματική πίστη δικαιολογείται από το νου, είναι κάτι άλλο από την αιτιολόγηση: κάτι που αιτιολογείται από την λογική και συμβάλει συμπληρώνοντας την αιτιολόγηση και που δικαιολογείται από την αντίληψη των αισθήσεων ή την μαρτυρία, δεν μπορεί να είναι προσφορά.
Αυτό που επιπλέον γίνεται σαφές είναι όταν δούμε την αρχική δήλωσή του στο De Utilitate Credendi (S. Augustini, De Utilitate Credendi, PL 42, XI, 25, 82 – 84.). Ανακαλύπτουμε ότι η αντίθεση μεταξύ «πιστεύω» και «γνωρίζω» (scire) παρουσιάστηκε εκεί ως αντίθεση μεταξύ «πιστεύω» και «καταλαβαίνω» (intellegere). Η αρχική δήλωση ήταν: «Αυτό που καταλαβαίνουμε, το οφείλουμε σε κάποιο λόγο». Αν ο Αυγουστίνος θεωρεί ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά στο να γράφει scire ή intellegere, τότε για εκείνον το κατάλληλο νόημα στην λέξη "scire" (γνωρίζω) είναι "intellegere" (κατανοώ). Αυτό με την σειρά του εξηγεί γιατί πιστεύει πως είναι ακατάλληλη η χρήση του «γνωρίζω» στον συνήθη τρόπο που πιστεύουμε σε μια επαρκή μαρτυρία. Το «κατανοώ» δεν ταιριάζει εδώ καθόλου. Η επαρκής μαρτυρία είναι εξαιρετική δικαιολογία για να πιστέψεις σε κάτι, αλλά αυτό δεν συμβάλει στην κατανόηση των πραγμάτων που θα πιστέψεις. Η λογική αιτιολόγηση από την άλλη πλευρά, κάνει και τα δύο: δικαιολογεί την πίστη με τέτοιο τρόπο ώστε να την διαφωτίσει με την κατανόηση.
Αυτό θα ήταν μια παραδοσιακή αντίληψη της γνώσης, που αντικατοπτρίζει τη συνεχή επίδραση του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη στο φιλοσοφικό κλίμα της εποχής (Colleran, St.Augustine, The teacher in the Ancient Christian Writer, pg. 117-125). Το De Magistro μόνο του μπορεί να μας εξηγήσει την κατανόηση από τον Αυγουστίνο της έννοιας «κατανόηση». Για το αν είναι σωστό να υποθέσουμε ότι ο Αυγουστίνος σκέφτεται την κατανόηση και όχι την αιτιολόγηση σαν μια διαφοροποίηση των συστατικών της γνώσης, η κύρια θέση του De Magistro, «ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να διδάξει έναν άλλο», μπορεί τώρα να διατυπωθεί ως: «κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να διδάξει έναν άλλο να καταλάβει κάτι». Το επιχείρημα δεν είναι ότι οι πληροφορίες δεν μπορούν να μεταδοθούν από ένα άτομο σε ένα άλλο, αλλά ότι η εκτίμηση ή η κατανόηση κάθε τέτοιας πληροφορίας είναι ένα έργο που κάθε άτομο θα πρέπει να το κάνει για τον εαυτό του. Ενώ τα παραπάνω είναι σαφέστατα, θα μπορούσε κανείς να καταλάβει και να τα εκτιμήσει μέσα από τον διάλογο (Peter King, Augustine: Against the Academicians and The Teacher (Hackett), vi–xx, introduction).
Ο διάλογος ξεκινά με αυτό που μοιάζει με μια άσκηση στην Ακαδημαϊκή διαδικασία υποστηρίζοντας και τις δύο πλευρές ενός ζητήματος . Το πρώτο επιχείρημα είναι πως όλη η διδασκαλία επηρεάζεται μέσα από τις λέξεις ή γενικότερα, μέσα από τα σημεία (I,1- X,31), ενώ στη συνέχεια το δεύτερο επιχείρημα είναι, ότι η διδασκαλία δεν επηρεάζεται από σημεία ή λέξεις (X, 32-35). Αλλά οι δύο πλευρές στην πραγματικότητα δεν σταθμίζονται εξίσου. Η δεύτερη θέση του υπερισχύει και στο υπόλοιπο του διαλόγου (XI,36 - XIV,46) εξηγεί πώς με δεδομένα τις λέξεις και τα σημεία δεν διδάσκεται τίποτα, ότι μπορούμε να μάθουμε πράγματα και χωρίς αυτά. Εκ των υστέρων, ως εκ τούτου, το πρώτο μεγάλο τμήμα είναι μια έκθεση της άποψης που πρέπει να ανατραπεί. Η θέση ότι όλα τα διδασκόμενα επηρεάζονται μέσα από τις λέξεις και τα σημεία είναι η λάθος απάντηση που πρέπει να υποστεί επεξεργασία στο πρώτο κομμάτι, πριν οδηγηθούμε στη σωστή απάντηση ως διαφωτιστική λύση. Όπως ο Πλάτωνας, το ίδιο και ο Αυγουστίνος θα ήταν ευτυχής να πει ότι: «Για να πείσεις κάποιον για την αλήθεια, δεν είναι αρκετό να την πεις μόνο, αλλά πρέπει να βρεθεί μέσα από το λάθος».
Ο Αυγουστίνος αποδεικνύεται ότι είναι παθιασμένος με ό,τι ο Jonathan Barnes έχει αποκαλέσει «γνωσιολογική κατηγορία». Ταξινομεί όλες τις αναγνωρίσιμες αλήθειες σε δυο κατηγορίες:
1) αλήθειες έτσι ώστε αν ο χ ξέρει ό,τι ο π, τότε ο χ έχει αντιληφθεί τον π,
2) αλήθειες, έτσι ώστε όταν ο χ γνωρίζει το π, τότε ο χ έχει αντιληφθεί με τον νου το π.
Αν ο χ δεν έχει αντιληφθεί ό,τι ο π, με κανέναν τρόπο, δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο π δεν το γνωρίζει. Και τούτο, επειδή ο π μπορεί να έχει αντιληφθεί αυτό, που δεν μπορεί να αντιληφθεί ο χ, με το δικό του νου, το δικό του εσωτερικό φως, τη δική του εσωτερική αλήθεια, έννοιες που αναπτύσσονται στις παραγράφους XII, 39 – 40 του De Magistro.
"Όλα όσα αντιλαμβανόμαστε, τα αντιλαμβανόμαστε είτε με τις αισθήσεις είτε με το νου. Τα πρώτα τα αποκαλούμε «λογικά πράγματα» και τα δεύτερα «κατανοητά» ή για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία των Χριστιανών συγγραφέων, τα πρώτα τα αποκαλούμε «σαρκικά πράγματα» και τα δεύτερα «πνευματικά πράγματα». Όταν ερωτόμαστε σχετικά με τα πρώτα, απαντάμε αν έχουμε τις αισθήσεις μας, για παράδειγμα, εάν μας ρωτάει κάποιος για το νέο φεγγάρι αν υπάρχει ή όχι και πού είναι. Αν αυτός που μας ρωτάει δεν το βλέπει, πιστεύει στα λόγια μας, ή πολλές φορές δεν τα πιστεύει, αλλά δεν μαθαίνει τίποτα εκτός αν το δει. Όταν το δει, μαθαίνει όχι από τα λόγια αλλά από το αντικείμενο που είδε με την αίσθηση της όρασης.
Τώρα, αν έχουμε να κάνουμε με πράγματα τα οποία είναι στην σκέψη, με την λογική και την αιτιολόγηση μιλούμε για πράγματα τα οποία αναζητούμε όπως τον «εσωτερικό άνθρωπο» που όλοι μας ψάχνουμε. Αν πάλι ο ακροατής μας βλέπει αυτά τα πράγματα με το εσωτερικό μάτι του, γνωρίζει τι λέμε όχι από τα λόγια μας αλλά ως αποτέλεσμα της εσωτερικής του αναζήτησης. Ακόμα όταν μιλάμε για κάτι που είναι αλήθεια και βλέπει ότι είναι αλήθεια, δεν είμαστε εμείς που τον διδάξαμε. Διδάχθηκε όχι από τα λόγια μας αλλά από τα πράγματα τα ίδια που ενδόμυχα ο Θεός τα έχει κάνει προφανή σε αυτόν."
Όλη η γνώση έχει προέλθει απευθείας από τη δική μας νόηση ή τη δική μας αντίληψη, όπως ακριβώς υποστηρίζει ο Πλάτων στο Mένωνα. Η αμφιβολία του Πλάτωνα για το αν επιτρέπεται η γνώση των αισθητών πραγμάτων έχει συζητηθεί. Το γεγονός ότι έχει γίνει παραλληλισμός με τον Αυγουστίνο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προέρχεται από την κοινή τους αναζήτηση για άμεση γνώση.
Κατά το De Magistro υπάρχει ανάγκη για μια σωστή αναλογία στην «αντίληψη μέσω των αισθήσεων» του Αυγουστίνου για να επιβάλει το νόημα, δηλαδή ότι η γνώση απαιτεί εκτίμηση από δικές μας παραστάσεις και ότι για τον ίδιο λόγο ο Πλάτων στο Mένωνα μιλάει για τον αυτόπτη μάρτυρα. Η ανάγκη αυτή είναι η ανάγκη της υπεράσπισης. Αυτό που υπάρχει τόσο για τον Πλάτωνα όσο και για τον Αυγουστίνο είναι η προσπάθεια να καταστεί η θέση πειστική σε εμάς εάν αναλογιστούμε το χάσμα της αίσθησής μας ανάμεσα στην γνωσιολογική θέση ενός αυτόπτη μάρτυρα και της κριτικής μας(Peter King, Augustine: Against the Academicians and The Teacher (Hackett), vi–xx, introduction).
Ο Πλάτων και ο Αυγουστίνος θέλουν να μας πείσουν ότι αυτό το χάσμα είναι το χάσμα μεταξύ της γνώσης και της απλής αληθινής πίστης (Colleran, St.Augustine, The teacher in the Ancient Christian Writer, pg. 117-125). Μπορούμε να απαντήσουμε ότι η εικαζόμενη διαφορά δεν είναι παρά μόνο μια απλή διαφορά: η αξιολόγηση που είναι από προσωπικές μας εμπειρίες, είναι διαφορετική από αυτήν που προέρχεται από έξωθεν μαρτυρίες, αλλά στο ίδιο γεγονός δεν είναι παρά μια αιτιολόγηση. Ας υποθέσουμε ότι πιστεύουμε στον π (όπως μας έχει πει αυτόπτης μάρτυρας) και ότι είναι αλήθεια. Υποστηρίζουμε ότι ξέρουμε τον π. Όμως θα υπάρξουν και άλλα γεγονότα που συνδέονται με την πραγματικότητα της υπόθεσης, τα οποία ο αυτόπτης μάρτυρας δεν μας έχει πει. Ο μάρτυρας ξέρει ως συνήθως περισσότερα από ό,τι μας έχει πει και αυτό είναι ένα στοιχείο που μπορεί να αποτελέσει ένα κενό, μια διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και σε εμάς. Για να θεωρηθεί σημαντική η διαφορά μεταξύ της γνώσης και της κατανόησης πρέπει να πούμε ότι η γνώση περιλαμβάνει μεμονωμένες αλήθειες ενώ η κατανόηση πάντα περιλαμβάνει και τις σχέσεις μεταξύ των γνωστών στοιχείων.
Υπάρχουν πολλά αποσπάσματα στο De Magistro που μας δείχνουν ότι η αντίληψη του τι στοχεύει ο Αδεοδάτος, σχετίζεται με το πόσο είναι ικανός να καταλάβει ένα μεγάλο πεδίο.
S. Augustini, De Magistro, PL 32, X 31, 1213: “…et ipsa rerum implicatio totum me inspicere, ac securum respondere non sinit verentem, ne quid in tantis involucris lateat, quod acies mentis meae lustrare non possit.”
Μετάφραση: «…και η ίδια η πολυπλοκότητα των πραγμάτων δεν μου επιτρέπει να εξετάσω πλήρως το όλο, ούτε να απαντήσω με σιγουριά, φοβούμενος μήπως κάτι κρύβεται μέσα σε τόσες περιπλοκές, κάτι που η διαύγεια του νου μου δεν μπορεί να διαπεράσει.»
και S. Augustini, De Magistro, PL 32, XIV 46, 1220: “Ad: Ego vero didici admonitione verborum tuorum, nihil aliud verbis quam admoneri hominem, ut discat, et perparum esse, quod per locutionem aliquanta cogitatio loquentis apparet;…”
Μετάφραση: «Απαντώ: Πράγματι, έμαθα από την υπόμνηση των λόγων σου, ότι τα λόγια δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να υπομιμνήσκουν τον άνθρωπο να μάθει· και ότι είναι ελάχιστο εκείνο που γίνεται φανερό από τη σκέψη του ομιλούντος μέσω της γλωσσικής του έκφρασης.»
[Ερμηνεία: Εδώ ο Αυγουστίνος αναπτύσσει μια θεωρία της γλώσσας ως υπόμνησης (admonitio). Τα λόγια δεν μεταδίδουν τη γνώση αυτομάτως· απλώς υποκινούν, υπενθυμίζουν ή προτρέπουν τον άνθρωπο να στραφεί εντός του εαυτού του, ώστε να γνωρίσει. Αυτό σχετίζεται με το κλασικό interior magister (ο εσωτερικός διδάσκαλος), που είναι ο Χριστός – εκείνος που πραγματικά διδάσκει δεν είναι ο εξωτερικός ομιλητής, αλλά η Θεία Αλήθεια μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Μπορεί να ιδωθεί ως χριστιανική τροποποίηση της σωκρατικής μαιευτικής: όπως ο Σωκράτης δεν μεταδίδει γνώση αλλά βοηθά στη «γέννησή» της, έτσι και εδώ τα λόγια είναι αφορμές, όχι φορείς αλήθειας. Η σκέψη του Αυγουστίνου επηρεάζει και την ερμηνευτική παράδοση (π.χ. Gadamer), καθώς αναγνωρίζει τη προκαταρκτικότητα και ατελή φύση της γλώσσας στην επικοινωνία της αλήθειας.]
Αλλά υποψιαζόμαστε ότι ο Αυγουστίνος έχει μια πιο αδύναμη αντίληψη της γνώσης ως κατανόησης από ό,τι ο Πλάτων θα συνιστούσε. Για τον Πλάτωνα, όπως και για τον Αριστοτέλη, η κατανόηση του π είναι και η εξήγησή του. Αυτό βέβαια προϋποθέτει να δούμε την σχέση μεταξύ του π και άλλων προτάσεων αλλά δεν είναι παρά μια απλή συνεκτικότητα το πώς συνδέονται.
Έτσι και οι δυο (Πλάτων, Αριστοτέλης) καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η γνώση με την πλήρη έννοια του όρου απαιτεί μια συνοπτική αντίληψη ενός πεδίου. Ο Αυγουστίνος ωστόσο δεν αναφέρει τίποτα στο De Magistro για την εξήγηση.
Το σημαντικό σημείο για τους σκοπούς μας είναι ότι η έμφαση στην σύνδεση ενός αντικειμένου με ένα άλλο δεν είναι αρκετή από μόνη της για να αποδώσει το συμπέρασμα και ότι η γνώση, με την έννοια της κατανόησης, δεν μπορεί να διδαχθεί ή να μεταφέρεται από ένα άτομο σε ένα άλλο με τις λέξεις. Η γνώση προκύπτει από παραστάσεις που έχουμε ήδη μέσα μας (Burnyeat Μ.F.,Wittgenstein and Augustine de Magistro).
Μπορούμε βέβαια, με δεδομένη την πληροφορία ότι το π συνδέεται με το χ, ζ, κτλ. να υποστηρίξουμε ότι το π είναι αλήθεια γιατί είναι αλήθεια και το χ. Αλλά κάθε μαθητής είναι εξοικειωμένος με το γεγονός ότι για να γνωρίζει ένα πράγμα θα πρέπει να γνωρίζει και όλα τα πράγματα που συνδέονται με αυτό για να μπορέσει να τα συνδυάσει και να κατανοήσει την σύνδεση. Αυτό είναι κάτι που μπορεί κανείς να κάνει για τον εαυτό του. Έχουμε περιγράψει την στιγμή που επιτυγχάνεται ως μια στιγμή διαφωτισμού. Το De Magistro ήταν η πρώτη εκτεταμένη παρουσίαση από τον Αυγουστίνο του διάσημου δόγματός του «του εσωτερικού διαφωτισμού».
Το δόγμα έχει περιγραφεί ως μια εσφαλμένη μεταφορά της ιδέας του εμπειρικού οράματος μέσα στην πνευματική σφαίρα. Το ίδιο ισχύει και για τον Πλάτωνα. Οι δύο φιλόσοφοι έχουν την άποψη ότι η γνώση ή η κατανόηση είναι μια άμεση σχέση με απομονωμένα στοιχεία. Και οι δύο στην ουσία λένε ακριβώς το αντίθετο, ότι η γνώση ή η κατανόηση είναι εκτός των συνδέσεων μεταξύ των πραγμάτων, για αυτό, όπως και στην εμπειρική όψη πρέπει να δούμε κάτι για να μπορέσουμε να το κατανοήσουμε. Και οι δυο φιλόσοφοι έχουν επίσης την ιδέα ότι υπάρχει ένα τέτοιο πράγμα όπως η πλήρης συνοπτική ματιά το οποίο περιλαμβάνει όλα τα επιμέρους κατανοητά κομμάτια και ότι κάθε κατανόηση που ξεφεύγει από αυτό δεν είναι κατά την πλήρη έννοια γνώση διότι δεν υπάρχουν όλες οι συνδέσεις. Με άλλα λόγια η όλη αλήθεια είναι επίσης το φως που μας δίνει την κατανόηση. Ο Αυγουστίνος προσθέτει μόνο ότι η Αλήθεια και αυτό το Φως είναι ο Θεός όπως τον έχουμε στο μυαλό μας. Για αυτό και η ρήση ότι ο Χριστός είναι ο μόνος Δάσκαλος, μια πηγή κατανόησης (Burnyeat Μ.F.,Wittgenstein and Augustine de Magistro).
(Συνεχίζεται)
Πηγή: https://ikee.lib.auth.gr/record/127261/files/GRI-2011-7281.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου