Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

To Περί Διδασκάλου (De Magistro) σύγγραμμα του ιερού Αυγουστίνου (3) - ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΙΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΑΓΙΩΝΑ

 Συνέχεια από Πέμπτη 29 Μαίου 2025

 To Περί Διδασκάλου (De Magistro) σύγγραμμα του ιερού Αυγουστίνου


                                                              ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΙΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΑΓΙΩΝΑ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Φώτιος Ιωαννίδης

Β΄ ΜΕΡΟΣ
Ι. ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

4.  Η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας

Για τον Αυγουστίνο μόνο η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας έχει βεβαιότητα. Πηγαίνοντας ένα βήμα πίσω, η διδασκαλία ως υπενθύμιση γενικά, λαμβάνει χώρα, όταν η μνήμη εμπλέκεται παρακολουθώντας τα σημεία που φτάνουν στο αυτί ή στην περίπτωση του γραπτού λόγου, τα σημεία των σημείων που πέφτουν στην αντίληψη του ματιού. Η διδασκαλία ως παρουσίαση λαμβάνει χώρα, όταν η προσοχή του μαθητή προσελκύεται στο πώς ένα συγκεκριμένο σημείο συνδέεται με μια πραγματικότητα ή καθ’ υπόδειξη. Η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας, απαιτεί γνώση της πραγματικότητας με γνώση και ενόραση των ενδείξεων που ενδυναμώνουν τις σχέσεις των σημείων. Όμως, αν η βεβαιότητα είναι αυτή που θέλουμε να επιτευχθεί, αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι δεν απαιτεί αισθητές αλλά νοητές πραγματικότητες, δηλαδή πραγματικότητες που δεν άπτονται μόνο των αισθήσεων αλλά κατανοούνται με τη διάνοια. Σε αυτό το πεδίο της γνώσης ο Αυγουστίνος ασχολείται κύρια με τη αισθητική γνώση δηλαδή, την άμεση αντίληψη των νοητών αντικειμένων. 

Ο Αυγουστίνος έχει ήδη υποστηρίξει ότι οι έμφυτοι κανόνες είναι απαραίτητοι για την κατανόηση των εννοιών των λέξεων, οι οποίες προσδιορίζουν πραγματικότητες. Αυτοί οι έμφυτοι κανόνες είναι λογικοί και οντολογικοί, όπως και η αρχή της μη αντίφασης. Περιλαμβάνουν κανόνες αναγνώρισης, που είναι έμφυτες ικανότητες αναγνώρισης και κρίσης ατόμων και ειδών και εκμαίευσης κυριοτέρων χαρακτηριστικών. Είναι έμφυτοι, επειδή παρέχουν τους ίδιους τους όρους της λογικής μας. Όπως τόνισε ο Αριστοτέλης, δεν μπορούμε να παρέχουμε ένα επιχείρημα για την αρχή της μη αντίφασης προσφεύγοντας σε μια πιο βασική αρχή, αφού η αρχή της μη αντίφασης πρέπει να γίνει δεκτή για κάθε λογικό επιχείρημα, ώστε να προχωρήσουμε. Οι οντολογικοί κανόνες λειτουργούν στο πλέον γενικό επίπεδο επιβεβαίωσης. Περιλαμβάνουν τόσο τους περιορισμούς όσο και τις δυνατότητες που έχουν τα πράγματα λόγω της ιδιαίτερης φύσης τους. Έτσι, ένα ανθρώπινο ον δεν μπορεί να να πετάξει ψηλά με τα χέρια του· είναι τα πουλιά που το κάνουν αυτό. 

Ο Αυγουστίνος αναγνωρίζει ότι η βεβαιότητα έρχεται σταδιακά. Όταν καταλαβαίνουμε κάτι, το πιστεύουμε κιόλας, αλλά μπορούμε να πιστεύουμε πράγματα χωρίς να μπορούμε να τα καταλάβουμε. Η σημασία που υποδηλώνεται με τα ονόματα των Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ είναι πασίγνωστη σε όσους μελετούν τη Βίβλο, αλλά η αναφορά του Δανιήλ στις ιστορίες τους είναι κάτι που πιστεύεται και όχι κάτι γνωστό με βεβαιότητα. Έτσι γνώση και πίστη διαφέρουν. 

Αυτή η διάκριση οδηγεί στη συνακόλουθη συζήτηση του ρόλου της βούλησης για γνώση. Η γνώση ορισμένων νοητών πραγματικοτήτων εξαρτάται από την τελειότητα της βούλησης. Όταν η αλήθεια είναι γνωστή με βεβαιότητα σε κάθε πράξη της γνώσης, ο Θεός φωτίζει το νου, αλλά, κατά τον Αυγουστίνο, η πίστη, είναι απαραίτητη για να προετοιμάσει το νου για την φώτιση του Θεού. Η βούληση, που τελειοποιείται από την πίστη, είναι ανοιχτή στην αγάπη και υπάρχουν πολλές πραγματικότητες που μπορούν να γίνουν γνωστές μόνο εάν αγαπηθούν. Αυτές οι πραγματικότητες περιλαμβάνουν, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, την αγάπη των ανθρώπων, τις σχέσεις αγάπης χαρακτηριστικό της κοινωνίας των αγίων, των θρησκευτικών μυστηρίων και γενικότερα τις αλήθειες σχετικά με τα Θεία. 

Η γνώση που προέρχεται από προτάσεις απευθύνεται τόσο στις αισθήσεις ή σε εικόνες, αλλά και νοητά αντικείμενα. Αν διδάσκουμε για αισθητά πράγματα τα οποία είναι παρόντα (κατά μια έννοια), κάποιος μπορεί να πιστέψει αυτό που λέμε. Ο μαθητής δεν μαθαίνει από τα λόγια μας, εκτός αν «δει» για ποιο πράγμα μιλάμε. Όταν προσπαθούμε να διδάξουμε κάτι σχετικά με το παρελθόν, τα λόγια μας δεν εκφράζουν πραγματικότητες αλλά μάλλον εντυπώσεις ή εικόνες και ως εκ τούτου είναι αμφισβητήσιμα. 

Ωστόσο, όταν προσπαθούμε να διδάξουμε πραγματικότητες που γίνονται κατανοητές με το νου, μας απασχολούν νοητά αντικείμενα, τα οποία ο μαθητής μπορεί να προσεγγίσει με το φως της αλήθειας. Εδώ ο μαθητής αντιλαμβάνεται έννοιες άμεσα μέσω εσωτερικού Διδασκάλου, του Χριστού, που φωτίζει τον «εσωτερικό άνθρωπο» (S. Augustini, De Magistro, PL 32, XII 40, 1217: “….docetur enim non verbis meis, sed ipsis rebus, Deo intus pandente, manifestis; itaque de his etiam interrogatus respondere posset.”). Την έννοια του εσωτερικού δασκάλου ή του εσωτερικού φωτισμού μπορεί να την προσεγγίσουμε από τη μάλλον ανεπαρκή αλλά απλή εμπειρία διαισθητικής κατανόησης. Όλοι μας έχουμε την εμπειρία του να προσπαθούμε, όπως και στα μαθηματικά, να βρούμε μια λύση σε ένα δύσκολο πρόβλημα και παρά τις προσπάθειές μας αλλά και εκείνες των δασκάλων μας, αδυνατούμε να «δούμε» τη λύση. Συχνά σε κάποιο σημείο μας έρχεται η φώτιση και λύνουμε το πρόβλημα. 

Ο Αυγουστίνος στηρίζει την επιχειρηματολογία του στην ακόλουθη παρατήρηση: «Αφού οι δάσκαλοι παρουσίασαν τις σκέψεις τους σχετικά με τις ειδικότητες που πρόκειται να διδάξουν, συμπεριλαμβανομένων και της σοφίας και της αρετής, οι μαθητές τους στην συνέχεια εξετάζουν για αυτούς τους ίδιους, αν όσα ειπώθηκαν είναι αλήθεια, και κατά συνέπεια μελετούν με τις δικές τους ικανότητες της εσωτερικής αλήθειας» (S. Augustini, De Magistro, PL 32, XIV 45, 1219 – 1220: “At istas omnes disciplinas, quas se docere profitetur, ipsiusque virtutis atque sapientiae, cum verbis explicaverint; tum illi, qui discipuli vocantur, utrum vera dicta sint, apud semetipsos considerant, interiorem scilicet illam veritatem pro viribus intuentes.”). Ο μαθητής μαθαίνει από μόνος του (εσωτερικά) και κανένας εξωτερικός δάσκαλος δεν μπορεί να διδάξει με αυτόν τον τρόπο. Εδώ ο εσωτερικός Διδάσκαλος δεν είναι άλλος, όπως υποστηρίζει ο Αυγουστίνος, από το Χριστό, τον αιώνιο Λόγο Του, τη Σοφία και το Φως του Θεού. Η έννοια του εσωτερικού δασκάλου, η οποία είναι ένα σημαντικό θέμα που υπάρχει στα γραπτά του Αυγουστίνου από τα πρώιμα χρόνια μέχρι και στα έργα του De Doctrina Christiana (Περί Χριστιανικού Δόγματος), Confessiones (Εξομολογήσεις) και De Civitate Dei (Η Πολιτεία του Θεού), αναφέρεται μόνο εν συντομία στο τέλος του De Magistro. Εδώ ενδιαφέρεται να δείξει την ανάγκη τοποθέτησης ενός εσωτερικού δασκάλου και ανησυχεί λιγότερο για τη θετική εξέλιξη αυτής της πράξης. 

 Ας υποθέσουμε πως ένας δάσκαλος είναι πετυχημένος όσον αφορά στην παρουσίαση των σκέψεών του σε έναν μαθητή. Ακόμη και αν θεωρήσουμε την ιδανική περίπτωση της διδασκαλίας ως παρουσίαση, αυτή η παρουσίαση είναι ανεπαρκής για την πραγματική γνώση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, όπως υποστηρίζει ο Αυγουστίνος, πως πρέπει να αποφασίσει ο μαθητής αν θέλει να διδαχθεί. Η απόφαση αυτή καθαυτή στηρίζεται στην αναγνώριση του τι συμβαίνει και τι όχι. Αυτή η αναγνώριση δεν προέρχεται από τον εξωτερικό δάσκαλο αλλά πηγάζει από το εσωτερικό του. Αλλά πώς ο μαθητής θα μπορούσε να αναγνωρίσει κάτι για το οποίο δεν έχει ένα μέτρο σύγκρισης; Μια καλή εφαρμογή αυτού του μέτρου σύγκρισης αποτελεί η απόφαση του μαθητή σε αυτό που του έχει προτείνει ο δάσκαλός του. Έτσι θα πρέπει να υπάρχει ένας εσωτερικός δάσκαλος που λειτουργεί ως εσωτερικό πρότυπο και είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση ορισμένων αληθειών από το μαθητή.

Ο προσδιορισμός του εσωτερικού Διδασκάλου με τον Χριστό, τον Αιώνιο Λόγο του Θεού, παρόντα εσωτερικό δάσκαλο σε κάθε πράξη κατανόησης, μπορεί να αναπτυχθεί σύντομα. Δεν υπάρχουν όρια στις αλήθειες που ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει. Ενώ αυτά που είναι δυνατόν ο άνθρωπος να μάθει και αυτά που μπορεί πράγματι να γνωρίζει είναι και τα μεν και τα δε άπειρα, είναι άκυρος ο ισχυρισμός ότι κάθε ανθρώπινο ον είναι παντογνώστης. Ότι έχει άπειρες γνώσεις. Το κατ’ ανάγκην τέλειο και απεριόριστο πρότυπο που χρησιμεύει ως μέτρο σύγκρισης κάθε αλήθειας που αναγνωρίζεται και μπορεί να είναι αναγνωρίσιμη, δηλαδή αυτή που βρίσκεται μέσα στο μαθητή, ως εκ τούτου δεν μπορεί να ταυτίζεται με αυτόν. Ενώ το υπερβατικό άπειρο και το οικείο της εσωτερικότητας δεν είναι συμβατά με οποιονδήποτε ανθρώπινο δάσκαλο ή μαθητευόμενο, αυτές οι ιδιότητες προσήκουν στο Θείο. Ως εκ τούτου ο εσωτερικός δάσκαλος, υποστηρίζει ο ιερός Πατέρας, είναι ο Θεός, ο αιώνιος Λόγος, η Σοφία και το Φως, ο Οποίος ζει μέσα μας και φωτίζει το νου μας και μέσα στον Οποίο τα πάντα κατοικούν, κινούνται και παίρνουν ζωή απ’ Αυτόν.

Η γνώση είναι συνάμα έρωτας και βούληση για το Θεό, μακριά από κάθε κατώτερη ευδαιμονιστική τάση. Τελειούται δε και αναδεικνύεται με την όραση του Θείου Φωτός.

Συνεχίζεται

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΑΡΧΙΑΣ. ΚΑΘΑΡΣΗ Ή ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΟΥ. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ Ή ΦΩΤΙΣΜΟΣ, ΟΡΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΦΩΤΟΣ.
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ ΜΑΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ.. ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΜΑΣ ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΘΕΣΜΟ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ. ΜΕ ΜΙΑ ΑΥΘΑΙΡΕΤΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΝΟΥ ΝΟΕΙΤΑΙ ΣΑΝ ΘΕΙΟ ΦΩΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: