Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Θεολογία, σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα και δημόσιος χώρος – του Σταύρου Γιαγκάζογλου

 Θεολογία, σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα και δημόσιος χώρος

Σχόλιο στο κείμενο «Ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς:

προς ένα κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας»

Φωτογραφία: ©Alexander Petrosyan.

Το 2020, τέσσερα χρόνια μετά το πέρας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Κρήτη, δημοσιεύθηκε με πρωτοβουλία και έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ένα πρωτοποριακό συλλογικό κείμενο οικουμενικής μαρτυρίας για το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως συνέχεια και ολοκλήρωση του επίσημου συνοδικού κειμένου «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ. Ἡ συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν, καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καί λοιπῶν διακρίσεων». Το κείμενο αυτό με τίτλο «Ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς – πρός ἕνα κοινωνικό ἦθος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας» [1], εκφράζει τη δυναμική μιας προ-συνοδικής και μετα-συνοδικής συμβολής Ορθόδοξων θεολόγων για τα κρίσιμα προβλήματα και τις ποικίλες προκλήσεις της εποχής μας. Για πρώτη φορά στην εποχή μας η θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας προσεγγίζει με τόλμη μια σειρά από καυτά κοινωνικά ζητήματα όπως η κοινωνική αδικία, η φτώχεια και ο ρατσισμός, ο καταναλωτικός τρόπος ζωής, το φυσικό περιβάλλον και η κλιματική αλλαγή, η προσφυγική κρίση, οι σχέσεις Εκκλησίας και κράτους, η πολιτική και η δημοκρατία, ο εθνικισμός, η βία, ο πόλεμος και η δουλεία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο πλουραλισμός, η εκκοσμίκευση, η σχέση πίστης και επιστήμης, ο διαχριστιανικός και διαθρησκειακός διάλογος, η τεχνολογία, ο γάμος και ο μοναχισμός, η θέση των γυναικών στην Εκκλησία και την κοινωνία, οι έμφυλες σχέσεις, η σεξουαλική κακοποίηση και η σεξουαλικότητα. Τα ζητήματα αυτά δεν αντιμετωπίζονται αποκλειστικά και μόνο με βάση το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο της Παράδοσης της Εκκλησίας, αλλά επιχειρείται μια νέα και προφητικά εμπνευσμένη επικαιροποίηση της Ορθόδοξης θεολογίας στις σύγχρονες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες της ζωής των ανθρώπων. Η σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία επιχειρεί να προσεγγίσει γόνιμα τις νέες ιστορικές και κοινωνικές προκλήσεις της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας, διαμορφώνοντας μια θετική και διαλεκτική πρόσληψη του σύγχρονου κόσμου και πολιτισμού. Εν τέλει, πρόκειται για ένα κείμενο δημόσιας θεολογίας, το οποίο, ερμηνεύοντας και επικαιροποιώντας την πλούσια βιβλική και πατερική θεολογία, επιχειρεί να δώσει καίριες κατευθύνσεις και προσανατολισμούς σε μία σειρά από κορυφαία σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα [2].

Το εν λόγω κείμενο εκπονήθηκε πριν την εμφάνιση της πανδημίας του κορονοϊού, ωστόσο εξέφρασε προφητικά τη σημασία και την αναγκαιότητα της μαρτυρίας του κοινωνικού ήθους της Ορθοδοξίας στον δημόσιο χώρο, αγγίζοντας κρίσιμα και ευαίσθητα ζητήματα της ποιμαντικής και κοινωνικής διακονίας της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο, τις σχέσεις Εκκλησίας, κοινωνίας και κράτους και ασφαλώς τη σχέση πίστης και επιστήμης. Εξαρχής επισημαίνεται ο κεντρικός άξονας του κειμένου αυτού: το κοινωνικό ήθος της Εκκλησίας δεν μπορεί να εκπνευματώνεται σε έναν ακραίο εσχατολογισμό, σε μία φυγή και απόδραση από την ιστορία, την κοινωνία και τον πολιτισμό με τα ποικίλα προβλήματά τους. Η στάση αυτή φαίνεται ότι κυριάρχησε κατά τους τελευταίους αιώνες, όταν η Ορθοδοξία εγκλωβίστηκε λόγω των ιστορικών συγκυριών είτε της Τουρκοκρατίας είτε της νεωτερικότητας σε μια νοσταλγική αναπόληση και εξιδανίκευση του ένδοξου παρελθόντος [3]. Η στάση αυτή σήμανε ένα είδος άρνησης ή αδυναμίας της Ορθοδοξίας να συμβάλει θετικά στην οικοδόμηση του σύγχρονου κόσμου και πολιτισμού. Η αδράνεια αυτή στον κοινωνικό και δημόσιο χώρο οδήγησε πολλές τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες να εξαρτηθούν στενά από τα διάφορα έθνη-κράτη σε μια φαντασιακή προσπάθεια να αναβιώσουν το ιδεώδες είτε της χριστιανικής αυτοκρατορίας είτε ενός στενά εθνικού «ορθόδοξου πολιτεύματος». Εξάλλου, τα νεότερα χρόνια η Ορθόδοξη Εκκλησία απέφυγε να συγκροτήσει μια κοινωνική διδασκαλία, φοβούμενη μήπως με τον τρόπο αυτό εγκλωβιστεί σε ένα είδος άτεγκτης και δικανικής ηθικής, όπως συνέβη παλαιότερα στη χριστιανική Δύση. Προτίμησε, λοιπόν, να αφήνει πολλά σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα ανοικτά, δίχως να παρέχει οριστικές, σαφείς και συστηματοποιημένες απαντήσεις.

Η στάση αυτή διαμόρφωσε ουκ ολίγες παρανοήσεις μεταξύ των ορθοδόξων. Αν η Δύση και η νεωτερικότητα διαμόρφωσαν σε σημαντικό βαθμό τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό, η Ορθόδοξη Παράδοση είναι απλώς φιλοξενούμενη σε αυτόν; Για μεγάλο μέρος Ορθόδοξων χριστιανών ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή και το φυσικό περιβάλλον, η θέση της Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ανθρώπινη σεξουαλικότητα παραμένουν αθέατα και εν πολλοίς χαρακτηρίζονται ως προβλήματα του «κόσμου» προς αποφυγήν. Είναι σαφές ότι με το κείμενο αυτό η Ορθοδοξία επιχειρεί να αποκαταστήσει μια πιο δυναμική σχέση πρόσληψης και κατάφασης του κόσμου, προκειμένου να διαλεχθεί, να συμπεριλάβει και να διακονήσει τον σύγχρονο άνθρωπο με τα φλέγοντα κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματά του, υπερβαίνοντας τις διάφορες παραδοσιαρχικές τάσεις αδράνειας, αμφιθυμίας ή και άρνησης να διακονήσει τον εμπερίστατο άνθρωπο.

Θεμελιώδης αφετηρία του ανέλπιστα προφητικού αυτού κειμένου είναι η θεολογική ανθρωπολογία της Ορθόδοξης Παράδοσης της Εκκλησίας σε μία διαλεκτική σχέση με τις συνθήκες και τα προβλήματα της ζωής του κόσμου και του ανθρώπου στην εποχή μας. Μολονότι κυριαρχεί η πρόσληψη και η κατάφαση του κόσμου εν όψει της ιερατικής αποστολής του ανθρώπου, η οποία εμπεριέχει έναν διαρκή αγώνα εναντίον κάθε παραμόρφωσης και κακοήθειας στην κτίση και στην ιστορία, η όλη θεολογική προσέγγιση είναι έντονα εσχατολογική με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το έργο της πρόσληψης και μεταμόρφωσης του κόσμου είναι προσωπικό και συνάμα συλλογικό, αφορά το σώμα της Εκκλησίας, τροφοδοτείται, ανανεώνεται και ενδυναμώνεται μέσω της ευχαριστιακής και ασκητικής εμπειρίας μέσα στον κόσμο και καθ’ οδόν προς τα έσχατα της ιστορίας. Σε όλο το κείμενο έντονη είναι η διάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, η φροντίδα και η έγνοια προς τον ξένο, τον εμπερίστατο, τον φτωχό και τον αδικημένο. Η ριζοσπαστική θεώρηση των διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων εκφράζει μια σύγχρονη Ορθόδοξη «πολιτική θεολογία» η οποία, όμως, κινείται πέρα από τις κοινωνικές και πολιτικές ιεραρχίες που αναπαράγουν και διαιωνίζουν την κοινωνική βία και τις ποικίλες διακρίσεις των ανθρώπων. Το πρωτοχριστιανικό πολίτευμα και η αποστολική παράδοση της Εκκλησίας γίνονται οι οδοδείκτες και το πλαίσιο της ασφαλούς πορείας της Εκκλησίας στην ιστορία παρά τους πολλούς και ποικίλους πειρασμούς της.

Η Εκκλησία οφείλει να λειτουργεί δια της αγάπης και όχι δια του νόμου. Η προφητική μαρτυρία και παρουσία της στον κόσμο την οδηγεί να κινείται και να επεκτείνει διαρκώς το έργο της και πέρα από τα καθιερωμένα «όριά» της. Εν τέλει, το πολίτευμα των χριστιανών εκφράζεται ως δοξολογική ευχαριστία, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να μεταμορφώσει τη δημιουργία ολόκληρη. Η τέλεσή της δεν συνιστά μια στατική και σακραμενταλιστική επανάληψη τύπων στον χώρο και στον χρόνο, αλλά μια κατεξοχήν προφητική μαρτυρία και υπαρξιακή στάση έναντι της ζωής και του κόσμου. Είναι μια διαρκής μαρτυρία ότι η πόλις και το πολίτευμα των Χριστιανών δεν είναι σε αυτόν τον κόσμο, αλλά αναφέρονται στη Βασιλεία και στη δικαιοσύνη του Θεού. Η Εκκλησία είναι ξένη και παρεπίδημη στον κόσμο, στην ιστορία και στον πολιτισμό. Δεν μπορεί να συσχηματίζεται με τις ανθρώπινες πολιτικές εξουσίες. Η όποια δέσμευσή της σε αυτές είναι προσωρινή, παροδική, αποσπασματική και περιστασιακή. Το ευχαριστιακό και ασκητικό βίωμά της δεν παρέχει καμία νοσταλγική απόδραση ή αναπόληση του χαμένου μεγαλείου των χριστιανικών αυτοκρατοριών του παρελθόντος. Παρά τον μεγάλο και διαρκή κίνδυνο σύγχυσης των πρόσκαιρων πολιτικών μορφών που κατά καιρούς εμφάνισε ο Ορθόδοξος κόσμος στην ιστορική του διαδρομή, η Εκκλησία έλκει την ταυτότητα και τη μαρτυρία της από τους Αποστόλους. Το κείμενο «Ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» προβαίνει σε μια καίρια διαφοροποίηση μεταξύ του Ορθόδοξου ήθους που σαρκώθηκε σε διάφορες πολιτισμικές, κοινωνικές και πολιτικές εκφράσεις στην ιστορία και των διαφόρων «παραλυτικών περιορισμών» που εγκλωβίζουν τοξικά τη ζωή των Ορθόδοξων λαών στην εποχή μας στα όρια του εθνοφυλετισμού ή του εθνικορομαντισμού.

Για να γίνει αυτό σαφές, το κείμενο για το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας προβαίνει σε ένα είδος θεολογικής θεώρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενός ζητήματος που φαίνεται να ταλαιπωρεί τη σύγχρονη Ορθοδοξία. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δικαιώνονται θεολογικά και όχι απλώς πολιτικά ή κοινωνιολογικά. Επειδή διαφυλάσσουν την απαραβίαστη μοναδικότητα, ελευθερία και αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπινου προσώπου έναντι ποικίλων συμφερόντων, επειδή υπερβαίνουν τις διαιρέσεις και προωθούν τη δίκαιη και ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των ανθρώπων διαφορετικών πεποιθήσεων, οι Ορθόδοξοι χριστιανοί οφείλουν να αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα ως πλαίσιο κοινής συμφωνίας και αναφοράς στον δημόσιο χώρο [4]. Πρόκειται, όντως, για ένα θεολογικό άνοιγμα στον σύγχρονο δημοκρατικό πολιτισμό και στον κοινωνικό πλουραλισμό του δημόσιου χώρου. Το κείμενο όχι μόνο δεν υποτιμά τον πλουραλισμό των διαφόρων πολιτισμών, αλλά θεωρεί ότι ο πλούτος και η ποικιλία τους είναι αφορμή ευχαριστίας προς τον Θεό για το δώρο της ειρηνικής συνύπαρξής τους στις σύγχρονες δημοκρατικές και πλουραλιστικές κοινωνίες. Ασφαλώς, δεν παραγνωρίζει ότι τα σημερινά εκκοσμικευμένα κράτη δίνουν προτεραιότητα σε έναν δημόσιο χώρο απαλλαγμένο από θρησκευτικές οργανώσεις καθώς και σε μια πολιτική τάξη δίχως εκκλησιαστικές αρχές. Ο σύγχρονος δημόσιος χώρος καθιερώθηκε σταδιακά ως λύση του παλαιού συμβολαίου μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας. Αυτό, όμως, που φαίνεται ως απώθηση της θεσμικής Εκκλησίας είναι, εντέλει, μεγάλη ευλογία για τον χριστιανικό πολιτισμό. Και τούτο διότι ο σύγχρονος πλουραλισμός του δημόσιου χώρου απελευθέρωσε την Εκκλησία από τη δουλική υποταγή της στην εκάστοτε κοσμική εξουσία, αλλά και από τη συνενοχή της στα αρνητικά παρεπόμενα αυτής της ανίερης και προβληματικής σχέσης. Τώρα πλέον η Εκκλησία είναι ελεύθερη και ανενόχλητη να επιτελεί το κύριο έργο της και όχι να παραστέκεται ή να εργαλειοποιείται ιδεολογικά από την κυρίαρχη κρατική πολιτική. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μάλιστα, ύστερα από την εμπειρία των χριστιανικών κρατών του Μεσαίωνα αλλά και της εθνογένεσης των Βαλκανίων κατά τη νεωτερικότητα οφείλει να είναι ευγνώμων διότι ο Θεός επιτρέπει τη μείωση της πολιτικής της δύναμης στα περισσότερα από τα εδάφη της αρχαίας χριστιανοσύνης ώστε να μπορεί να διεξάγει και να προωθεί με μεγαλύτερη πιστότητα την αποστολή της προς όλα τα έθνη και προς όλους τους ανθρώπους. Επιτέλους, η Εκκλησία μπορεί να επιτελέσει αδέσμευτα το έργο της, όπως το έπραξε και στους πρώτους αιμάτινους αιώνες και ασφαλώς μπορεί να συνεργάζεται με το κράτος και με τους κοινωνικούς φορείς και εταίρους. Αυτό μπορεί να πραγματοποιείται στο πλαίσιο είτε της συμφωνίας είτε του δημοκρατικού πλουραλισμού, ενδυναμώνοντας και νοηματοδοτώντας τη συνοχή του δημόσιου χώρου των σύγχρονων μαζικών δημοκρατικών κοινωνιών που εύκολα διαβρώνονται από τον ατομικισμό, την κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς, αλλά και από το σύγχρονο καταναλωτικό και μηδενιστικό πνεύμα που απλώνεται επικίνδυνα στις κοινωνικές ομάδες.

Το κείμενο αυτό δεν προσφέρει έτοιμες λύσεις στα ποικίλα ζητήματα που θίγει αλλά κυρίως διαμορφώνει τους θεολογικούς άξονες, τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων οι χριστιανοί θα μπορούσαν να εκφράσουν εμπνευσμένα το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα καίρια προβλήματα που θέτει ο σύγχρονος και ραγδαία μεταβαλλόμενος κόσμος μας. Αποτολμά ακόμη και την αυτοκριτική, δίχως να καταφεύγει γενικά και αφηρημένα στις αυθεντίες του παρελθόντος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας με την κοινωνική κριτική και ευαισθησία τους απάντησαν στα προβλήματα του καιρού τους. Από την αυγή της νεωτερικότητας μέχρι σήμερα εντελώς νέα προβλήματα αναφάνηκαν στον κοινωνικό και δημόσιο χώρο. Η εκκοσμικευμένη κοινωνία, η ιλιγγιώδης επιστημονική πρόοδος, η νεωτερική τεχνική, η βιομηχανική επανάσταση, τα αλλεπάλληλα κοινωνικά κινήματα και οι επαναστάσεις, ο καταναλωτικός τρόπος ζωής, η υψηλή τεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και της πολιτικής και ο άκρατος δικαιωματισμός στον κοινωνικό χώρο δεν χαρακτηρίζουν την προνεωτερική εποχή των Πατέρων αλλά τη δική μας εποχή.

Είναι σαφές ότι με το συλλογικό αυτό κείμενο του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκφράζεται μια νέα θεολογική γενιά, η οποία συνδέεται με ευρύτερες αλλαγές στον ορθόδοξο κόσμο κατά τη δεκαετία του 1990. Ενδεχομένως μπορεί να πραγματοποιείται σταδιακά αυτό που παλαιότερα οραματίστηκε ο Αμίλκας Αλιβιζάτος για την Ορθόδοξη διασπορά στην Αμερική. Με τη σταδιακή ανάπτυξη και ενοποίηση των διαφόρων εθνικών δικαιοδοσιών, η Ορθόδοξη διασπορά της Αμερικής θα μπορούσε να προσλάβει οικουμενική ακτινοβολία και να επιδράσει ακόμη και στην Ευρώπη αλλά και στην Ανατολή σε ολόκληρη την Ορθοδοξία, βοηθώντας τις γηγενείς ορθόδοξες χώρες να διαλεχθούν επιτέλους με τη νεωτερικότητα και να μεταβούν ομαλά στη σύγχρονη εποχή. Σε κάθε περίπτωση το κείμενο αυτό αποτελεί ένα πρώτο βήμα για μια πιο άμεση και λειτουργική σχέση της Ορθοδοξίας με τον σύγχρονο κοινωνικό και δημόσιο χώρο.

Ωστόσο, εάν το εν λόγω κείμενο του Οικουμενικού Πατριαρχείου μελετηθεί σε σχέση με ένα παρεμφερές κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας για την κοινωνική διδασκαλία της Ορθοδοξίας (2000), τότε διαπιστώνει κανείς ότι οι δύο αυτές παρεμβάσεις δεν συμπίπτουν πλήρως στον τρόπο με τον οποίο απαντούν στα προβλήματα και στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. Το κείμενο του Οικουμενικού Πατριαρχείου φαίνεται να εκφράζει μια πιο ανοικτή, οικουμενική και φιλελεύθερη προσέγγιση, ενώ το κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας εκπροσωπεί μια πιο κλειστή, δύσκαμπτη και συντηρητική εκδοχή για τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον σύγχρονο κόσμο. Το κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας αντιμετωπίζει σχεδόν ανταγωνιστικά τη σχέση Εκκλησίας και κόσμου και επιχειρεί με τρόπο άλλοτε αμυντικό και άλλοτε επιθετικό να επιβάλει τις συντηρητικές και αυταρχικές θέσεις του σε μια ελεύθερη, πλουραλιστική και ανοικτή κοινωνία [5]. Το κείμενο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το κοινωνικό ήθος της Εκκλησίας προβαίνει εν τέλει σε μία διακήρυξη πολιτικής θεολογίας υπέρ μιας δημοκρατικής και φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η αντίληψη αυτή αντιτίθεται προς μία αυταρχική και ολοκληρωτική ορθοδοξία, η οποία αντιμάχεται συλλήβδην τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το κείμενο του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναγνωρίζει σαφώς ότι «Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ἡ γλώσσα τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, καθώς καί οἱ νομικές συμβάσεις καί οἱ θεσμοί πού ἔχουν καθιερωθεῖ γιά τήν προστασία καί τήν προώθησή τους, ἐμφανίστησαν πρωτίστως σέ ἔθνη τῶν ὁποίων οἱ ἠθικοί πολιτισμοί διαμορφώθηκαν ἀπό τά χριστιανικά ἰδεώδη» [6]. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν χρειάζεται να υποκαταστήσει το ιδεολογικό κενό που προέκυψε στη μετασοβιετική περίοδο, χρησιμοποιώντας τις κοσμικές δομές εξουσίας και επιβολής, αλλά να εμπνεύσει ελεύθερα το ορθόδοξο ήθος. Ατυχώς αυτό που επιχειρείται στη Ρωσία σήμερα και αποσκοπεί κυρίως να προσδιορίσει την πολιτισμική και θρησκευτική αντίθεση της Ρωσίας έναντι της Δύσης, συνέβη σε μια εντελώς διαφορετική μικροκλίμακα και για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, όταν η στρατιωτική δικτατορία του 1967-1974 στην Ελλάδα χρησιμοποίησε προσχηματικά τον λεγόμενο ελληνοχριστιανικό πολιτισμό και τη συνεργασία της επίσημης Εκκλησίας, προκειμένου να εδραιωθεί στην ελληνική κοινωνία με το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Το γεγονός αυτό και ο όποιος συμβιβασμός ή η σιωπή της Εκκλησίας τότε, στιγμάτισε έκτοτε και ακολουθεί την ελλαδική Εκκλησία σε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης, καθώς ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας εκφράζει έκτοτε ανοικτά ή συγκαλυμμένα τη σταθερή επιφύλαξή ή αποστασιοποίησή του για την παρουσία της Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο. Και αυτό το τμήμα δεν περιορίζεται απλώς στη λεγόμενη «αριστερά». Ουσιαστικά η τραυματική περίοδος της επταετούς δικτατορίας στην Ελλάδα περιόρισε τη δυνατότητά της Εκκλησίας να συμβάλει γόνιμα και δημιουργικά στα ζητήματα του δημόσιου χώρου, αλλά και να εμπνεύσει και να νοηματοδοτήσει υπαρξιακά τον προσωπικό και κοινωνικό βίο ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Παρόμοιες τάσεις που συνδέουν την ιδιαίτερη πολιτισμική και εθνική ταυτότητά τους με την Ορθόδοξη Παράδοση παρατηρούνται λίγο πολύ σε όλες σχεδόν τις χώρες της Βαλκανικής και της Ανατολικής Ευρώπης όπου υπάρχουν ορθόδοξες πλειοψηφίες.

Φαίνεται ότι η νεωτερικότητα διαμόρφωσε δύο διαφορετικές εκφράσεις στη στάση της σύγχρονης Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεολογίας έναντι των κοινωνικών προβλημάτων και ευρύτερα στη μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον δημόσιο χώρο. Αν η διαφοροποίηση αυτή συσχετιστεί με όσα ο Σάμιουελ Χάντινγκτον υποστήριξε για τη σύγκρουση των πολιτισμών και τη μη συμβατότητα μεταξύ δημοκρατίας και μη δυτικών θρησκειών, διαχωρίζοντας τη χριστιανική Δύση από τον ορθόδοξο κόσμο και το Ισλάμ, καθώς και με όσα πρόσφατα συνέβησαν με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την προβολή της ιδεολογίας του «Ρωσικού Κόσμου» συλλήβδην έναντι της Δύσης, τότε η σύγχρονη Ορθοδοξία βρίσκεται ενώπιον νέων ιστορικών και πολιτικών συνθηκών και οφείλει να επιχειρήσει μία δυναμική υπέρβαση αυτής της νέας γεω-πολιτικής και γεω-εκκλησιολογικής κρίσης.

Οι διαφορές αυτές δεν αφορούν απλώς τις νεοφανείς εκκλησιολογικές εντάσεις μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μόσχας, αλλά είναι βαθύτερες στο σώμα της σύγχρονης Ορθοδοξίας. Η λύση του προβλήματος δεν έγκειται απλώς σε μια αναγνώριση πολλών επιμέρους εκφράσεων του κοινωνικού ήθους των ορθοδόξων, αλλά στην κριτική και δημιουργική σύνθεση μεταξύ ταυτότητας και ετερότητας, τοπικής αυτάρκειας και εσωστρέφειας και οικουμενικής σύγκλισης και ενότητας, εν τέλει σε μία διαδικασία πρόσληψης και μεταμόρφωσης των νέων ιστορικών προκλήσεων και κοινωνικών συνθηκών από τη σύγχρονη Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία. Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε η Ορθοδοξία χρειάζεται να εξέλθει από την πολιτισμική απομόνωση και τον ιστορικό αυτοδικαιωτισμό της για να συναντήσει και να προσλάβει τον εμπερίστατο κόσμο μας. Εδώ και χρόνια υπάρχουν μεμονωμένες διακηρύξεις και σιωπηλές εκφράσεις που σαρκώνουν με προφητικό, ιεραποστολικό και συμπεριληπτικό τρόπο το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Παράδοσης ως επέκταση του ευχαριστιακού ήθους της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο. Η σύγχρονη λειτουργική, ποιμαντική και κοινωνική διακονία της Ορθοδοξίας δεν μπορεί απλώς να κινείται στα όρια της παραδοσιακής φιλανθρωπίας, αλλά οφείλει να κινηθεί πέρα από την εκκοσμίκευση της νεωτερικότητας και με εμπνευσμένο και ιεραποστολικό τρόπο να «εγκοσμικεύσει» εκ νέου το Ευαγγέλιο στις συνθήκες του σύγχρονου κόσμου και πολιτισμού.

⸙⸙⸙

Σημειώσεις

1. Βλ. https://www.goarch.org/el/social-ethos 

2. Τις πρώτες θετικές αντιδράσεις για το κείμενο αυτό τoυ Οικουμενικoύ Πατριαρχείου βλ. στις ακόλουθες μελέτες: Vasilios Makrides, “Le nouveau document social de l’Église orthodoxe. Son orientation, son élaboration, son contexte et son importance”, Istina 65/2020, σσ. 387-413. Dietmar Schon, Berufen zur Verwandlung der Welt: Die Orthodoxe Kirche in sozialer und ethischer Verantwortung (Schriften des Ostkircheninstituts der Diözese Regensburg), Regensburg 2021. Nikolaos Asproulis, “Doing Orthodox Political Theology Today Insights from the Document for the Life of the World: Toward a Social Ethos of the Orthodox Church (2020)”, Review of Ecumenical Studies (Sibiu) 13.1/2021, σσ. 16-30. Βλ. επίσης τη συζήτηση του εν λόγω κειμένου στις σελίδες του περιοδικού Σύναξη 162/2022, σσ. 65-86, με τις επιμέρους συμβολές των Παντελή Καλαϊτζίδη («‘Υπέρ της του κόσμου ζωής’: Ένα τολμηρό κείμενο για το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας», σσ. 65-67), π. Ιωάννη Χρυσαυγή («Ορθοδοξία και σύγχρονες προκλήσεις με βάση το επίσημο κείμενο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το κοινωνικό ήθος», σσ. 68-74), Βασίλειου Μακρίδη («Ο αναδυόμενος ‘Ορθόδοξος κοσμοπολιτισμός’. Το νέο επίσημο κείμενο για το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η σημασία του», σσ. 75-81) και Θανάση Παπαθανασίου («Για μια μαρτυρία προφητική, απελευθερωτική και έμπρακτη», σσ. 82-86).

3. «Ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, Τὸ κοινωνικό ἦθος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας», II. Ἡ Ἐκκλησία στόν δημόσιο χῶρο, §10, ««Μεταξύ τῶν Ὀρθόδοξων χριστιανῶν ὑπάρχει ἕνας ἐπικίνδυνος πειρασμός: νά ἀφεθοῦν σέ μιά ἐξουθενωτική καί, ἀπό πολλές ἀπόψεις, φαντασιακή νοσταλγία μιᾶς «χρυσῆς ἐποχῆς», ἡ ὁποῖα ἔχει πρό πολλοῦ παρέλθει, καί νά ἔχουν τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτή ἀποτελεῖ τό μοναδικό ἰδεῶδες Ὀρθόδοξο πολίτευμα. Ἔτσι, κινδυνεύουν νά υἱοθετήσουν μιά ὀλέθρια, ψεύτικη εὐσέβεια, ἡ ὁποία συγχέει τίς πρόσκαιρες πολιτικές μορφές τοῦ Ὀρθόδοξου παρελθόντος, ὅπως, γιά παράδειγμα, τὴ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, μέ τήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀποστόλων. Τά εἰδικά πλεονεκτήματα πού ἔχει ἀπολαύσει ἡ Ἐκκλησία ὑπό χριστιανικές πολιτικές ἡγεσίες, ἐνδεχομένως ἔχουν ἐπιτρέψει τήν κυοφορία καί τή διαμόρφωση ἑνός ἰδιαίτερου Ὀρθόδοξου ἤθους στίς χῶρες μέ Ὀρθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχουν καί μιά ἀτυχή συνέπεια: δεσμεύουν τήν Ἐκκλησία σέ κάποιους παραλυτικούς περιορισμούς. Πάρα πολύ συχνά, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπέτρεψε τή συγχώνευση τῆς ἐθνικῆς, ἐθνοτικῆς καὶ θρησκευτικῆς ταυτότητας, σέ τέτοιο βαθμό ὥστε οἱ ἐξωτερικές μορφές καί ἡ γλώσσα τῆς πίστης –ἔχοντας χάσει σέ μεγάλο βαθμό τό πραγματικό περιεχόμενό τους– ἔφτασαν νά χρησιμοποιοῦνται ὡς ὄργανα γιά τήν προώθηση ἐθνικῶν καί πολιτισμικῶν συμφερόντων ὑπό τό πρόσχημα τῆς ἀφοσίωσης στόν χριστιανισμό. Καί αὐτό συχνά στάθηκε ἐμπόδιο στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ὡς κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου σέ ὅλα τά ἔθνη».

4. Βλ. §12.

5. Regina Elsner, “20 Jahre nach der Veröffentlichung der ‘Sozialkonzeption’ der Russischen Orthodoxen Kirche: Bleibende Leerstelle zwischen Moral und Politik”, Jahrbuch für Christliche Sozialwissenschaften 61/2020, pp. 213-234. Paul Ladouceur, “A Theology of Human Rights in an Orthodox Perspective”, Canopy Forum, July 11, 2022: https://canopyforum.org/2022/07/11/a-theology-of-human-rights-in-an-orthodox-perspective/

6. Βλ. «Ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Τὸ κοινωνικό ἦθος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας», VII. Ὀρθοδοξία καί ἀνθρώπινα δικαιώματα.

⸙⸙⸙

Πηγή: https://frear.gr/?p=36370  [Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ]. 

ΑΕΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ.ΗΣΥΧΑΣΤΕ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ. ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ΔΥΝΑΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΣΕ ΑΝΟΙΧΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗ ΔΥΝΑΤΟ ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΩΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ. 

Η ΝΕΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ένα πολιτικό κείμενο κόμματος με τα όλα του...

amethystos είπε...

Απολύτως φίλε. Καί λόγω τής πολιτικοποιημένης ουσίας μας τό προσλαμβάνουμε σάν θεολογία.