Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Τὸ κοινωνικό ἦθος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας

Η ΒΙΒΛΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

I. Εἰσαγωγή
Καιρός τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ


§1 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατανοεῖ τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς «κατ᾽ εἰκόνα… καί καθ᾽ ὁμοίωσιν» δημιούρ­γημα τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1:26). Τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε μέ σκοπό τήν ἐλεύθερη καί συνειδητή κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καθώς δημιουργηθήκαμε ἐν Αὐτῷ, δι᾽ Αὐτοῦ καὶ εἰς Αὐτόν (Κολοσ. 1:16). Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς λέει ὅτι, ἀπό ὅλα τά ἐμβία ὄντα, μόνον ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ὅρθιος, ὥστε νά μπορεί νά ἀτενίζει τόν Θεό, λατρεύοντάς τον καί ἀναγνωρίζοντάς τον ὡς πηγή καί ἀρχή του. Ἀντί «κάτω ἔχει συννεύουσαν καί τήν κεφαλήν…ἀνθρώπῳ δε ἡ κεφαλή ἐπί τά ἄνω ἐξ αὐτῆς τῆς πλάσεως ἀναδεδράμηκεν, ἴνα τήν ἄνω βλέπῃ συγγένειαν»[1]. Ἐξάλλου, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι προορισμένος γιά κοινωνία μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν ἅγιο Εἰρηναῖο Λουγδούνου, δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα» Χριστοῦ (Β΄ Κορ. 4:4)[2]. Αὐτή ἡ διά προσευχῆς καί πράξης διακονία πηγάζει ἀπό τήν ἀγαπητική δοξολογία καί τήν εὐλαβική εὐγνωμοσύνη γιά τή ζωή καί γιά ὅλα τά δῶρα τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ διακονία μας πρός τόν Θεό εἶναι θεμελιωδῶς δοξολογική ὡς πρός τή φύση της καί οὐσιαστικά εὐχαριστιακή ὡς πρός τόν χαρακτῆρα της.

§2 Λέγοντας ὅτι δημιουργηθήκαμε με σκοπό τή διακονία τοῦ Θεοῦ, ἐννοοῦμε ὅτι δημιουργηθήκαμε γιά μία κοινωνία ἀγάπης: κοινωνία μέ τή Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί μέσῳ τῆς κοινωνίας με τόν Τριαδικό Θεό, οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται ἐπίσης σέ κοινωνία ἀγάπης μέ τόν πλησίον τους καί ὁλόκληρο τόν κόσμο. Οἱ πράξεις μας ὀφείλουν νά ἀπορρέουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγαπητική ἕνωση μαζί Του ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Χριστοῦ, στό πρόσωπο τοῦ Ὁποίου συναντοῦμε καί φροντίζουμε τόν ἀδελφό καί τήν ἀδελφή μας ὡς τήν ἴδια τή ζωή μας[3]. Αὐτή ἡ κοινωνία μέ τόν Χριστό στό προσώπο τοῦ πλησίον μας ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς πρώτης καί μεγάλης ἐντολῆς τοῦ Νόμου, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου . . . [καί] τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22:37-39)[4].

§3 Κάθε πρόσωπο, ἔχοντας δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, εἶναι μοναδικό καί ἀπείρως πολύτιμο, ἐνῶ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅπως μᾶς ἔχει διδάξει ὁ Χριστός, «καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν πᾶσαι ἠρίθμηνται» (Λουκ. 12:7). Τό μέγεθος καί ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν καθένα μας καί γιά σύνολη τή δημιουργία, ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη κατανόηση. Μᾶς μεταδίδεται μέ ἀπόλυτη γενναιοδωρία ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἐπιθυμεῖ νά ξεχάσει τίς ἀμαρτίες μας, δέν ἐπιθυμεῖ ὡστόσο τήν ἀπώλεια κανενός (Β΄ Πέτρου 3:9), ἀλλά θέλει ἀντίθετα ὅλοι νά σωθοῦν καί νά ἔρθουν σέ ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας (A΄ Τιμόθ. 2:4). Ἑπομένως, πρόκειται γιά μία ἀγάπη, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νά καταστήσει τόν καθένα μας κατά τό δυνατό σύμμορφο τῆς θείας ἀγαθότητας, καί γιά τόν λόγο αὐτό μᾶς προτρέπει ἀδιάκοπα νά ἐπιδιώκουμε τήν καλλιέργεια μέσα μας—στή διάνοια, τόν λόγο καί τήν πράξη— τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον μας καί πρός κάθε δημιούργημα, ἄνευ ὅρων, ὅπως στήν περίπτωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 5:43-48). Μᾶς καλεῖ σέ μία ὁλοένα καί βαθυτέρη κοινωνία μεταξύ μας, μέ ὅλους ἐκείνους μέ τούς ὁποίους ἐρχόμαστε σέ ἐπαφή, μέ ὁλόκληρη τή δημιουργία, καί συνεπῶς μέ Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῶν πάντων. Ἐξάλλου, ὁ ἔσχατος προορισμός, στόν ὁποῖο ἔχουμε κληθεῖ, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τή θέωσή μας: τή θεοποίηση καί μεταμόρφωσή μας ἀπό τό Ἁγίο Πνεύμα σέ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐνωμένα μέ τόν Πατέρα ἐν τῷ Υἱῷ, ὁπότε καί γινόμαστε ἀληθινά μέτοχοι τῆς θείας φύσης. Σύμφωνα μέ τόν Μέγα Ἀθανάσιο: ὁ Θεός Λόγος «ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»[5]. Συνεπῶς, αὐτός πρέπει νά εἶναι ἕνας συλλογικός προορισμός, καθώς μόνον μέσῳ τῆς συμμετοχῆς μας στήν κοινότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ὁ καθένας ἀπό μας, ὡς μοναδικό ἀντικείμενο τῆς θείας ἀγάπης, νά ἐνωθεί πλήρως μέ τόν Θεό. Ἑπομένως, ἡ πνευματική μας ζωή δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι καί κοινωνική ζωή. Ἡ εὐσέβειά μας εἶναι ἀδύνατο νά μήν ἀποτελεῖ καί ἦθος, ἕναν τρόπο ζωῆς.

§4 Ὁ κόσμος στόν ὁποῖο ζούμε εἶναι ἕνας πτωτικός κόσμος, ἕνας κόσμος κατακερματισμένος καί σκοτεινός, ὑποδουλωμένος στόν θάνατο καί τήν ἁμαρτία, ὁ ὁποίος βασανίζεται ἀπό τή βία καί τήν ἀδικία. Δέν εἶναι αὐτή ἡ κατάσταση τήν ὁποία ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ γιά τή δημιουργία Του. Πρόκειται, ἀντίθετα, γιά τή συνέπεια τῆς ἀρχαίας ἀποξένωσης τοῦ κόσμου μας ἀπό τόν δημιουργό του. Ὡς τέτοιος, ὁ κόσμος συνιστᾶ μία πραγματικότητα ἡ ὁποία μέ κανέναν τρόπο δέν μπορεῖ νά ὑπαγορεύει ἤ νά καθορίζει τά ὅρια τῆς ἠθικῆς μας εὐθύνης ἀπέναντι στούς συνανθρώπους μας. Καλούμαστε νά διακονήσουμε μία Βασιλεία «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (πρβλ. Ἰωάν. 18:36), να ὑπηρετήσουμε μία εἰρήνη «οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν» αὐτή (Ἰωάν. 14:27). Καλούμαστε, λοιπόν, νά μήν προσαρμοζόμαστε πρός τίς πρακτικές ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά ἀντίθετα νά ἀγωνιζόμαστε συνεχῶς κατά τοῦ κακοῦ, ὅσο ἀκατανίκητο κι ἄν φαίνεται κάποιες φορές, καί νά ἐργαζόμαστε γιά τήν ἀγάπη καί τή δικαιοσύνη τήν ὁποία ὁ Θεός ἀναμένει ἀπό τά δημιουργήματά του, ὅσο ἀνεφάρμοστο κι ἄν φαίνεται κάποιες φορές αὐτό. Καθ’ ὁδόν πρός τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, ἡ ἀνθρωπότητα δέν καλεῖται ἁπλά νά ἀποδεχθεῖ τόν παρόντα κόσμο, ἀλλά νά τόν καθαγιάσει, νά τόν ἐξυψώσει καί νά τόν μεταμορφώσει, ἔτσι ὥστε νά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἐγγενής ἀγαθότητά του, ἀκόμη καί στό μέσο τῆς πτωτικῆς του κατάστασης. Αὐτός εἶναι ὁ ἰδιαίτερος σκοπός τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ ἀρχιερατική κλῆση τῶν δημιουργημάτων, τά ὁποῖα εἶναι προικισμένα μέ ἔλλογη ἐλευθερία καί συνείδηση. Γνωρίζουμε, βεβαίως, ὅτι τό ἔργο αὐτό τῆς μεταμόρφωσης δέν θά ὁλοκληρωθεῖ ποτέ στήν παροῦσα ζωή καί ὅτι θά μπορέσει νά φτάσει στήν ὁλοκλήρωσή του μόνον στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐντούτοις, τά ἔργα τῆς ἀγάπης καρποφοροῦν στήν παροῦσα ζωή καί ἀπαιτοῦνται ἀπό ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι θά εἰσέλθουν στή ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος (Ματθ. 25:31-46). Ἐπιπλέον, ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι τέτοιου εἴδους προσπάθειες ποτέ δέν γίνονται μάταια, καθ᾽ ὅσον τό Ἅγιο Πνεῦμα συνεργεῖ σέ ὅλα τά ἔργα τῶν πιστῶν, ὁδηγώντας τά πάντα σέ καρποφορία «ἐν καιρῷ εὐθέτῳ» (Ρωμ. 8:28).

§5 Καθώς οἱ ἀπαιτήσεις τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης εἶναι ἀναπότρεπτες, ὅσοι εἶναι ἐνωμένοι μέ τόν Χριστό εἶναι δυνατό σέ πολλές περιπτώσεις νά κληθοῦν νά μιμηθοῦν τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί μέχρι τοῦ σημείου τῆς αὐτοθυσίας, σύμφωνα με τό πρότυπο τοῦ Κυρίου τους. Τό ἔργο τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου εἶναι ἐπίσης καί ἀγώνας ἐναντίον κάθε παραμόρφωσης καί κακοήθειας, τόσο μέσα μας, ὅσο καί στήν ὑφή καί δομή τῆς πασχούσας δημιουργίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ἔργο αὐτό θά πρέπει ἀναπόφευκτα νά ἀποτελεῖ ἕνα ἀσκητικό ἐγχείρημα. Κατά ἕνα πολύ μεγάλο βαθμό καλούμαστε νά ἀγωνιστούμε ἐνάντια στόν ἐπίμονο ἐγωισμό τῆς ἁμαρτωλῆς φύσης μας, ἀναλαμβάνοντας μία συνεχῆ προσπάθεια νά καλλιεργήσουμε μέσα μας τόν ὀφθαλμό τῆς φιλανθρωπίας, ὁ ὁποῖος καί μόνον είναι σέ θέση νά βλέπει τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στό πρόσωπο κάθε ἀδελφοῦ καί ἀδελφῆς μας, «τῶν ἐλαχίστων» αὐτῶν, τούς ὁποίους καί συνταντοῦμε ὡς τόν ἴδιο τόν Χριστό (Ματθ. 25:40 & 45). Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τοῦ ἀθλητῆ ὁ ὁποῖος γυμνάζεται, ὡς μία μεταφορά τῆς χριστιανικῆς ζωῆς (Α΄ Κορινθ. 9:24-27). Αὐτή ὅμως ἡ προσπάθεια, θα πρέπει νά ἀναληφθεῖ ἀπό κοινοῦ, ὅπως ἡ συλλογική προσπάθεια ἑνός ἑνιαίου σώματος, τοῦ ὁποίου τά πολλά μέλη συγκρατοῦν καί στηρίζουν τό ἕνα τό ἄλλο, σέ μία ζωή κοινῆς ἀγάπης καί διακονίας. Πρόκειται πράγματι γιά ἕνα ἔργο ἀγάπης καί ὄχι φόβου. Ἀποτελεῖ τή φυσικὴ ἔκφραση μιᾶς ζωῆς, ἡ ὁποῖα ἔχει μεταμορφωθεῖ ἀπό τό Ἁγιο Πνεύμα, μιᾶς ζωῆς χαρᾶς, στή συλλογική καρδιά τῆς ὁποίας βρίσκεται ἡ Εὐχαριστία, ὁ συνεχῶς ἀνανεούμενος ἑορτασμός τῆς πλούσιας αὐτοπροσφορᾶς τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἡ προσφορά τοῦ τιμίου σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Προσφέροντας τόν ἑαυτό Του κάθε φορά ἐκ νέου στό Εὐχαριστιακό μυστήριο, ὁ Χριστὸς μᾶς ἑλκύει διαρκῶς κοντά Του καί, συνεπῶς, φέρνει τόν ἕνα πιό κοντά πρός τόν ἄλλο. Μᾶς προσφέρει ἐπίσης μία πρόγευση τοῦ ἀρραβώνα τῆς Βασιλείας, στόν ὁποίο εἶναι προσκεκλημένοι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καί ὅσοι βρίσκονται στό παρόν ἐκτός τῆς ὁρατῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο ὅμως μεγάλες κι ἄν εἶναι οἱ προσπάθειες τῶν χριστιανῶν στόν κόσμο αὐτό, ὑπακούοντας στόν νόμο τῆς θείας ἀγάπης, τελικά ὐποστηρίζονται ἀπό μία βαθιᾶ καί ἀκατάλυτη εὐφροσύνη.

§6 Ἡ πλέον βέβαιη ἐγγύηση καί τό ἀσφαλέστερο καταστατικό τοῦ Ὀρθοδόξου κοινωνικοῦ ἤθους βρίσκεται πρωτίστως στή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κανένα στοιχεῖο τοῦ Εὐαγγελίου Του δέν εἶναι πιό ἔκδηλο καί σταθερό ἀπό τό ἀπόλυτο ἐνδιαφέρον καί τήν εὐσπλαχνία Του γιά τούς φτωχούς καί τούς ἀπόκληρους τῆς κοινωνίας, τούς κακοποιημένους καί παραμελημένους, τούς φυλακισμένους, ἐκείνους οἰ ὁποῖοι πεινούν, κοπιάζουν καί εἶναι ἐπιφορτισμένοι μέ πολλά, τούς ἀπελπισμένους. Ἡ ἐκ μέρους Του καταδίκη τῆς πολυτελοῦς διαβίωσης τῶν πλουσίων, τῆς ἀδιαφορίας τους γιά τήν ταλαιπωρία τῶν καταπιεσμένων καί τῆς ἐκμετάλλευσης τῶν φτωχών εἶναι ἀπόλυτη καί ἀναμφισβήτητη. Ταυτόχρονα, ἡ τρυφερότητα τῆς ἀγάπης Του πρός «τούς ἐλαχίστους» ἀδελφούς εἶναι ἀπεριόριστη. Ὅποιος φιλοδοξεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, ὀφείλει νά μιμηθεῖ τήν ἀγανάκτησή Του ἀπέναντι στήν ἀδικία ἤ τήν ἀγάπη Του πρός τούς καταπιεσμένους. Στό πνεῦμα αὐτό, ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἐπιβεβαιώνει, καθιστώντας ἐπιτακτικότερες, τίς σπουδαιότερες καί καθολικότερες ἠθικές ἐπιταγές τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν τοῦ Ἰσραήλ: τήν πρόνοια γιά τούς φτωχούς, τή φροντίδα γιά τόν ξένο, τή δικαιοσύνη γιά τούς ἀδικημένους, τό ἔλεος πρός ὅλους. Πράγματι, τά λαμπρότερα παραδείγματα χριστιανικῆς κοινωνικῆς ἠθικῆς τά συναντοῦμε στή ζωή τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στό πλαίσιο μιᾶς αὐτοκρατορικῆς ἐποχῆς δημιούργησε γιά τόν ἑαυτόν της ἕνα νέο εἶδος πολιτεύματος, μακριά ἀπό τίς ἱεραρχίες τῆς ἀνθρωπίνης διακυβέρνησης καί ὅλες τίς χρόνιες καί ὀξείες μορφές κοινωνικῆς καί πολιτικῆς βίας, ἐπί τῶν ὁποίων θεμελιώνονται αὐτές οἱ ἱεραρχίες. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί ὑπῆρξαν μία κοινότητα ἀφιερωμένη σέ μία ριζοσπαστική ζωή ἀγάπης, ὅπου ὅλες οἱ ἄλλες δεσμεύσεις—ἔθνος, φυλή, τάξη—εἶχαν ἀντικατασταθεῖ ἀπό μία μοναδική πιστότητα στόν νόμο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἐπρόκειτο γιά μία κοινότητα, θεμελιωμένη στή γνώση ὅτι ἐν Χριστῷ «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3:28). Ἐπιπλέον, ἐπρόκειτο περί μιᾶς κοινότητας στήν ὁποία τά πάντα ἦταν κοινά, ἡ ὁποία μεριμνούσε γιά ὅσους βρίσκονταν σέ ἀνάγκη καί ἐπέτρεπε σέ ὅσους εἶχαν τά μέσα, νά διαθέτουν τούς καρπούς τούς ὁποίους ἔδρεψαν ἀπό τῆ δημιουργία γιά τό κοινό καλό (Πράξεις 2:42-46 & 4:32-35), καί ἡ ὁποία κοινότητα δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπό νόμους καί ἐξουσίες ἐπιβολῆς, ἐκτός ἀπό τῆν ἀγάπη. Ἄν καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ἡ κοινωνία στό σύνολό της λειτουργεῖ κάτω ἀπό διαφορετικές ἀρχές ἀπό αὐτές οἰ ὁποῖες ἀναφέρθηκαν καί ὅτι οἱ χριστιανοί διαθέτουν πολύ περιορισμένη ἐξουσία γιά τή θεραπεία τῶν κοινωνικῶν δεινῶν σέ κάθε στιγμή καί τόπο, ἐξακολουθεῖ νά κρατά ψηλά τό ἰδανικό τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ὡς τῆν καθαρότερη ἔκφραση τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ὡς κοινωνική λογική καί κοινοτική πρακτική, κρίνοντας ὅλες τίς ἀνθρώπινες πολιτικές καί κοινωνικές ρυθμίσεις στόν ὀρίζοντα τοῦ ἔνθεου αὐτοῦ προτύπου.

§7 Ὅλοι οἱ λαοί κατέχουν κάποια μορφῆ γνῶσης τοῦ ἀγαθοῦ καί ὅλοι μπορούν νά ἀντιληφθοῦν σέ κάποιο βαθμό τά προαπαιτούμενα τῆς δικαιοσύνης καί τοῦ ἐλέους. Ἄν καί τά τέκνα τοῦ Ἰσραὴλ εἶχαν τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά λάβουν τόν Νόμο τοῦ Μωϋσέως καί παρότι ἡ Ἐκκλησία εὐλογήθηκε μέ εἰδική γνῶση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτή ἀποκαλύφθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, οἱ βαθύτερες ἠθικές ἐντολές τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ εξακολουθούν νά εἶναι χαραγμένες σέ κάθε ἀνθρωπίνη καρδιά (Ρωμ. 2:15), μιλώντας στόν νοῦ καί τή βούληση τοῦ ἀνθρώπου μέ τή μορφή προτροπῶν τῆς συνείδησης. Ὅπως, λοιπόν, σημειώνει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, οἱ ἀναγκαῖες γιά τή σωτηρία θεϊκές ἐντολές εἶναι ἐμφυτευμένες στόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ χρόνου[6]. Καί αὐτοί οἱ νόμοι, «οἱ φυσικοὶ καί ἐλευθέριοι καί κοινοί εἰς πάντας» αὐξήθηκαν, ἐμπλουτίστησαν καί ἐμβαθύνθηκαν στήν καινή διαθήκη τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποῖα δόθηκε ἀπό τόν Χριστό στήν Ἐκκλησία Του[7]. Αὐτές οἱ ἐντολές εἶναι «ὁ νόμος τοῦ νοός μου»[8]. Ἀνήκουν μεταξύ τῶν βαθύτερων λογικῶν ἀρχῶν, τῶν αἰωνίων λόγων, οἱ ὁποῖοι είναι ἐγγεγραμμένες στό θεμέλιο τῆς δημιουργίας, καί μένουν αἰωνίως στόν Λόγο, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ[9]. Ὡς ἐκ τούτου, σέ πολλές περιπτώσεις, «ἀρκεῖ ἀντί τοῦ νόμου τό συνειδός καί ὁ λογισμός»[10]. Ἐν Χριστῷ, ὡστόσο, λάβαμε μία νέα ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καί γίναμε νέος ἅγιος ἱερατικός λαός, κάτω ἀπό τήν καινή αὐτή διαθήκη τῆς ἐλευθερίας—μία διαθήκη, ἡ ὁποία δέν καταργεῖ τόν φυσικό νόμο ἀλλά μᾶλλον τόν διευρύνει, καθιστῶντας ἀπόλυτες τίς ἀπαιτήσεις του ἀπέναντί μας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐπιτρέπεται στούς χριστιανούς, οὐσιαστικά τούς ἐπιβάλλεται, νά ἐνεργοῦν ὡς προφητική παρουσία μέσα στόν κόσμο, ἀπευθυνόμενοι ὄχι μόνο στήν κλειστή ὁμάδα ὅσων ἔχουν βαπτιστεῖ, ἀλλά στό σύνολο τῆς δημιουργίας, καλῶντας τούς ἁπανταχοῦ ἀνθρώπους νά ἀκολουθήσουν τά προστάγματα τά ὁποῖα εἶναι χαραγμένα στήν ἴδια τους τη φύση, προτρέποντάς τους πρός τήν ἁγιαστική ἐργασία τῆς δικαιοσύνης καὶ τοῦ ἐλέους. Στό σημείο αὐτό ἡ Θεοτόκος συνιστᾶ τό μέγιστο ὑπόδειγμα γιά ὅλους ἐμᾶς, ἐπειδή εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία, μέ τήν ἐλεύθερη συγκατάθεσή της νά γίνει ὁ τόπος τῆς ἔλευσης τῆς θείας ἀγάπης ἐν προσώπῳ—κατά τη συνέργιά της μέ τόν Θεό—μᾶς κληροδότησε τό καθαρότερο πρότυπο ἀληθινῆς ὑπακοῆς στόν νόμο τοῦ Θεοῦ: τήν προθυμία νά προσφέρουμε ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό μας στήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, νά καταστούμε τό καταφύγιο καί ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου Του στόν κόσμο αὐτό, νά λαμβάνουμε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ ὡς τήν ἀνώτερη κλῆση καί τήν ὕψιστη ὁλοκλήρωση τῆς φύσης μας............

IX. Συμπέρασμα
Ἄγκυραν ἐλπίδος κατέχοντες ἀγαλλόμεθα[62]


§79 Εἶναι περιττό νά σημειωθεῖ ὅτι ἕνα κείμενο, ὅπως τό ἀνά χεῖρας, καθώς ἐπίσης καί οἱ συντάκτες του, δέν θά μποροῦσαν παρά νά ἀντιμετωπίσουν καί νά προβλέψουν ἕνα μόνο μέρος ἀπό τίς πολλές ἀνησυχίες πού ἐνδέχεται νά ἀπασχολοῦν τούς παραλήπτες του. Τό κείμενο, συνεπῶς, προσφέρεται μέ τήν προειδοποίηση καί τή διάκριση ὅτι, ὡς μία ὁλοκληρωμένη δήλωση γιά τό κοινωνικό ἦθος της Εκκλησίας, εἶναι ἀπό πολλές ἀπόψεις ἀρκετά ἀνεπαρκές. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, εἶναι μάλλον μία πρόσκληση γιά περαιτέρω καί βαθύτερο προβληματισμό ἀπό τήν πλευρά τῶν πιστῶν. Τό κοινωνικό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας δέν βιώνεται στήν πληρότητά του μέ τήν ἐφαρμογή καί τήν τήρηση κάποιων ἠθικῶν ἐπιταγῶν, ἀλλά μέ τήν, στό πλαίσιο τῆς λειτουργικῆς σύναξης, πρόγευση καί προσδοκία τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Τίποτε ἀπ’ ὅ,τι γράφεται ἐδῶ δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει πολύ ἄν ἰδωθεῖ ἔξω ἀπό τήν πλήρη μυστηριακή ζωή ἐκείνων πού καλοῦνται νά ἐμβαπτιστοῦν στή φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά ἑνωθοῦν μέ τόν Χριστό καί μέσῳ τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Πατέρα. Σύμφωνα μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί, ἰδιαιτέρως, κατά τή διδασκαλία τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, ἡ οὐράνια δοξολογία τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων καί τῶν τάξεων τῶν δικαίων, πού περιβάλλουν τόν δεσποτικό θρόνο τοῦ Χριστοῦ (Ἀποκ. 7:11), τελειοποιεῖ καί κοινοποιεῖ τήν ἀρχέτυπη τέλεια λατρεία, στήν ὁποῖα καλεῖται σύνολη ἡ δημιουργία ἀπό καταβολῆς, καί ἡ ὁποία συγχρόνως ἐμπνέει καί μορφοποιεῖ τό ἐπίγειο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας[63]. Αὐτή ἡ ἀδιαχώριστη καί ἀπαράγραπτη σχέση μεταξύ τῆς οὐράνιας πολιτείας τῶν αγγελικών δυνάμεων καί τῶν ἁγίων καί τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο, παρέχει τίς οὐσιώδεις καί κεφαλαιώδεις θεολογικές ἀρχές γιά τή διατύπωση τῶν ἠθικῶν ἐπιταγῶν τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Ἐκκλησίας. Διότι οἱ ἐπιταγές αὐτές δέν ἀποτελοῦν τίποτα λιγότερο ἀπό ἕναν τρόπο μετοχῆς στήν αἰώνια ἔκσταση τῆς λατρείας πού εἶναι ἡ μόνη, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐκπληρώσει τόν προορισμό τῶν δημιουργημένων φύσεων καί νά τίς ἀνυψώσει στό θεῖο τους πεπρωμένο. Ἐπιπλέον, ἡ ἠθική συμμόρφωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πρός τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ συνδέεται μέ τήν προσωπική ἀπόφαση τοῦ καθενός ἀπό μᾶς νά ἄρει τόν σταυρό του, ἡ ὁποία ἀπόφαση σχετίζεται μέ τήν ἀσκητική πρακτική τοῦ «χαροποιοῦ πένθους»—δέν πρόκειται ἐδῶ γιά μία συναισθηματική ἐκδήλωση, ἀλλά μᾶλλον γιά μία πρᾶξη μετάνοιας γιά τήν ἀποξένωσή μας ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος ὅπου στούς Μακαρισμούς, ἐκείνοι πού πενθοῦν, εὐλογοῦνται ἀπό τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἐπαγγέλεται τή βέβαιη θεία παραμυθία: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. 5:4).

§81 Στό πνεῦμα αὐτό, ἡ Ἐκκλησία σέβεται ἰδιαίτερα τήν οὐσιαστική ἐλευθερία ἡ ὁποία ἔχει ἐξ ἀρχῆς ἐμφυτευθεῖ σέ κάθε ἄνθρωπο, λόγῳ τῆς ὑπάρχουσας σέ αὐτόν θείας εἰκόνας. Ἡ ἐλευθερία αὐτή θά πρέπει νά περιλαμβάνει, τόσο τήν ἐλεύθερη ἀπόφαση νά δεχθοῦμε καί νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό, ὅπως Αὐτός ἀποκαλύπτεται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅσο καί τήν ἐλεύθερη ἀπόφαση νά ἀπορρίψουμε τό χριστιανικό Εὐαγγέλιο καί νά υἱοθετήσουμε ἄλλα ῾πιστεύω᾽. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία καλεῖται σέ κάθε ἐποχή καί σέ κάθε τόπο νά δίνει μαρτυρία, τόσο γιά ἕνα ὅραμα περί τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὅπως αὐτό μεταμορφώνεται ἀπό τήν πίστη στό θέλημα τοῦ Πατρός, ὅπως ἀποκαλύφθηκε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅσο ἐπίσης καί γιά τό ἀπαραβίαστο τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας κάθε ἀνθρώπινου προσώπου, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς ἐλευθερίας του νά ἀπορρίπτει τήν πίστη αὐτή. Γιά ἄλλη μία φορά, ἡ Ἐκκλησία ἐπιβεβαιώνει τό ἀγαθό τῆς κοινωνικῆς καί πολιτικῆς ποικιλομορφίας καί ζητεῖ ἁπλά ἡ τελευταία νά ἀποτελεῖ μία γνήσια πολυμορφία, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τήν πραγματική ἐλευθερία τῆς συνείδησης καί τήν ἐλεύθερη ἔκφραση τῆς πίστης. Ἡ ἀποστολή της εἶναι νά κηρύττει τόν Χριστό, «καί Τοῦτον Ἐσταυρωμένον», πρός ὅλους τούς λαούς καί σέ κάθε ἐποχή, καί νά προσκαλεῖ τούς πάντες στή ζωή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀποστολή αὐτή περιλαμβάνει ἐκ τῶν πραγμάτων καί τόν ἀδιάλειπτο διάλογο μέ τόν σύγχρονο πολιτισμό καί τή ξεκάθαρη ἐξαγγελία ἑνός ἀληθινού χριστιανικοῦ ὁράματος κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί πολιτικῆς ἱσονομίας στόν σύγχρονο κόσμο.

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΔΩ:

Social Ethos Document - Greek Orthodox Archdiocese of America (goarch.org)

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως

Ἀπόδοση εἰς τὴν νέα ἑλληνική: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης

Ότι το θείο είναι ακατάληπτο και ότι δεν πρέπει να ερευνά κανείς και να
περιεργάζεται αυτά που δεν μας έχουν παραδοθεί από τους αγίους προφήτες
και αποστόλους και ευαγγελιστές.
«Τον Θεό ποτέ κανείς δεν τον είδε. Ο μονογενής του Υιός, που βρίσκεται
μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα του, αυτός μας τον γνώρισε». Το θείο λοιπόν
είναι άρρητο και ακατάληπτο. «Διότι κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά
μόνον ο Υιός· ούτε τον Υιό γνωρίζει κανείς παρά μόνον ο Πατέρας». Και το
άγιο Πνεύμα επίσης γνωρίζει τα του Θεού,
όπως το πνεύμα του ανθρώπου γνωρίζει τα του ανθρώπου. Και μετά τήν πρώτη
εκείνη και μακάρια φύση του Αγίου Πνεύματος κανείς ποτέ δεν γνώρισε το Θεό,
παρά μόνον εκείνος στον οποίο ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε· κανένας από τους
ανθρώπους δεν τον γνώρισε ούτε από τις υπερκόσμιες δυνάμεις, ακόμη, νομίζω,
και αυτά τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ.
Αλλά ο Θεός δεν μας άφησε σε τέλεια άγνοια. Διότι η γνώση της υπάρξεως
του Θεού έχει εκ φύσεως δοθεί σε όλους μας.[
Οὐκ ἀφῆκε μέντοι ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν παντελεῖ ἀγνωσίᾳ· πᾶσι γὰρ ἡ γνῶσις]τοῦ εἶναι Θεὸν ὑπ᾿ αὐτοῦ φυσικῶς ἐγκατέσπαρται.Ακόμη και η ίδια η κτίση και η συνοχή και η διακυβέρνησή της διακηρύσσει το μεγαλείο της φύσεωςτου Θεού. Μας φανέρωσε, όσο είναι δυνατόν, τη γνώση του εαυτού Του πρώτα με το νόμο και τους προφήτες και έπειτα με τον μονογενή Υιό του,τον Κύριο και Θεό μας, Σωτήρα Ιησού Χριστό.

Όλα, λοιπόν, που μας έχει παραδώσει ο νόμος, οι προφήτες, οι απόστολοι
και οι ευαγγελιστές τα αποδεχόμαστε, τα γνωρίζουμε και τα σεβόμαστε
και δεν ζητάμε τίποτε περισσότερο απ’ αυτά. Διότι ο Θεός είναι αγαθός και
μας παρέχει όλα τα αγαθά. Δεν πέφτει ούτε σε ζήλεια ούτε σε κάποιο άλλο
πάθος· διότι ο φθόνος είναι μακριά από τη θεία φύση, η οποία είναι απαθής
και μόνη αγαθή. Επειδή λοιπόν γνωρίζει τα πάντα και προνοεί για το
συμφέρον του καθένα, αποκάλυψε σε μας αυτό που μας συνέφερε να
γνωρίζουμε, ενώ αποσιώπησε αυτό που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ας
αρκεσθούμε και μείνουμε σ’ αυτά, χωρίς να μετακινούμε τα αιώνια σύνορα
και χωρίς να παραβαίνουμε τη θεία παράδοση.

Ο Θεός είναι από τη φύση του αόρατος και γίνεται ορατός με τις ενέργειές
του· αυτό το γνωρίζουμε από την κατασκευή και διακυβέρνηση του κόσμου.
Ο Υιός είναι εικόνα του Πατέρα, το Πνεύμα του Υιού· όταν ο Χριστός με το
Πνεύμα κατοικεί μέσα στον άνθρωπο, του δίνει το κατ’ εικόνα.

Το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός, ενδιάμεσο του αγέννητου και του γεννητού·
συνάπτεται με τον Πατέρα μέσω του Υιού. Λέγεται Πνεύμα Θεού, Πνεύμα
Χριστού, νους Χριστού, Πνεύμα Κυρίου, Αυτοκύριος, Πνεύμα υιοθεσίας,
αλήθειας, ελευθερίας, σοφίας (διότι τα δημιουργεί όλα αυτά). Είναι Πνεύμα
που τα γεμίζει όλα με την ουσία του, όλα τα συνέχει, που μπορεί να γεμίσει
τον κόσμο με την ουσία του, αλλά στη δύναμή του δεν χωρά στον κόσμο.

Ο Θεός είναι ουσία αιώνια και αμετάβλητη, δημιουργός των όντων· Τον
προσκυνάμε με αισθήματα ευσεβείας.

Για τον Παράδεισο.

Επειδή επρόκειτο ο Θεός να πλάσει τον άνθρωπο από ορατή και αόρατη
φύση, σύμφωνα με τη δική του εικόνα και ομοιότητα, σαν κάποιο βασιλιά
και άρχοντα όλης της γης και των αγαθών της, γι’ αυτό το λόγο προετοιμάζει
γι’ αυτόν κάτι σαν παλάτι, μέσα στο οποίο αν κατοικεί θα έχει μακάρια και
τρισευτυχισμένη ζωή. Αυτός ο τόπος είναι ο θείος παράδεισος, τον οποίο
ο Θεός έχει φυτέψει με τα χέρια του, ταμείο κάθε χαράς και ευχαριστήσεως.
Διότι η λέξη Εδέμ σημαίνει απόλαυση.

Ο Δημιουργός έπλασε τον άνθρωπο άνδρα στο φύλο· του μετάδωσε τη δική
του θεία χάρη και τον έφερε σε κοινωνία μαζί του μέσω αυτής. Για το λόγο
αυτό, ως κυρίαρχος, έδωσε με προφητικό χάρισμα τα ονόματα των ζώων,
τα οποία του δόθηκαν για να τον υπηρετούν. Επειδή, δηλαδή, ο Θεός
τον έπλασε κατ’ εικόνα του, να είναι λογικός, πνευματικός και αυτεξούσιος,
δικαιολογημένα πήρε στα χέρια του από το Δημιουργό και Κύριο όλων
την εξουσία σε όλη την κτίση.
Επειδή όμως ο προγνώστης Θεός γνώριζε ότι ο άνδρας θα γίνει παραβάτης
και θα πέσει στη φθορά, δημιούργησε απ’ αυτόν τη γυναίκα, «πλάσμα όμοιο
και βοηθό του»· βοηθό μάλιστα ώστε, μετά την παράβαση, με τη γέννηση να
γίνεται η αναπαραγωγή του ανθρώπινου γένους. Διότι η αρχική πλάση λέγεται
δημιουργία και όχι γέννηση· δημιουργία δηλαδή είναι η αρχική πλάση,
ενώ γέννηση η διαδοχή του γένους που προήλθε μετά την καταδίκη σε
θάνατο εξαιτίας της παραβάσεως.
(Ο Θεός) τοποθέτησε τον άνθρωπο σε νοητό και αισθητό παράδεισο· διότι,
αν και ζούσε σωματικά μέσα σε αισθητό επίγειο παράδεισο, συναναστρεφόταν
ψυχικά με τους αγγέλους, καλλιεργώντας θεία νοήματα και τρεφόμενος απ’
αυτά· ήταν γυμνός, ζώντας απλή και ανεπιτήδευτη ζωή, και ανυψωνόταν
μέσω των δημιουργημάτων μόνο προς το Δημιουργό· αισθανόταν
ευχαρίστηση και χαρά με τη θεωρία του Θεού.
Αφού, λοιπόν, στόλισε τη φύση του (του ανθρώπου) με το αυτεξούσιο θέλημα,
του έδωσε εντολή να μη φάει από το δένδρο της γνώσεως. Γι’ αυτό το
δένδρο έχουμε πει αρκετά –όσα μπορούσαμε– στο κεφάλαιο σχετικά με τον
Παράδεισο. Αυτή την έντολή έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, με την υπόσχεση
ότι, εάν διαφυλάξει την αξία της ψυχής, χαρίζοντας τη νίκη στο λογικό, το
οποίο θα αναγνωρίζει το Δημιουργό και θα τηρεί την εντολή του, τότε
θα γίνει μέτοχος της αιώνιας μακαριότητας και θα ζει αιώνια, διότι θα φανεί
ανώτερος από το θάνατο. Εάν όμως υποδουλώσει την ψυχή στο σώμα και
προτιμήσει τις σωματικές απολαύσεις, λησμονώντας την προσωπική του
αξία και εξομοιούμενος με τα άλογα ζώα, επειδή έδιωξε από πάνω του τη
χάρη του Δημιουργού και αρνήθηκε να τηρήσει τη θεία εντολή του,
τότε θα είναι υπόλογος σε θάνατο και θα δοκιμάσει τη φθορά και τον πόνο,
ζώντας άθλια ζωή

Για τη θεία οικονομία και για τη φροντίδα του για μας και τη σωτηρία μας.

Επειδή, λοιπόν, εξαιτίας αυτής της προσβολής του αρχηγού της κακίας
δαίμονα, εξαπατήθηκε ο άνθρωπος και δεν φύλαξε την εντολή του
Δημιουργού, απογυμνώθηκε από τη χάρη και την παρρησία που είχε από
το Θεό και σκέπασε τη γύμνια του με τη σκληρότητα της άθλιας ζωής του
–διότι αυτό σημαίνουν τα φύλλα της συκιάς–· περιτυλίχθηκε τη νεκρότητα,
δηλαδή τη θνητότητα και την υλοφροσύνη της σάρκας –διότι αυτό δείχνει
η ένδυση των δερμάτινων χιτώνων–· εξορίστηκε από τον παράδεισο
σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού· καταδικάστηκε σε θάνατο και τον
υποδούλωσε στη φθορά.
Παρ’ όλα αυτά, ο εύσπλαγχνος Θεός, που μας
έπλασε και μας έδωσε τη χάρη του, δεν έμεινε αδιάφορος, αλλά αφού πρώτα
με πολλούς τρόπους μας παιδαγώγησε και μας κάλεσε να μετανοήσουμε
με στεναγμούς και τρόμους, με τον κατακλυσμό και την παρ’ ολίγο
εξολόθρευση όλου του ανθρωπίνου γένους, με τη σύγχυση και διαίρεση των
γλωσσών, με εμφανίσεις αγγέλων, με εμπρησμό των πόλεων, με εικονικές
φανερώσεις του Θεού, με πολέμους, με νίκες, με ήττες, με θαυμαστά σημεία
και πολλά θαύματα, με το Νόμο, με τους προφήτες, που το κήρυγμα τους είχε
σκοπό την κατάργηση της αμαρτίας, η οποία με πολλές διακλαδώσεις
απλώθηκε και υποδούλωσε τον άνθρωπο και συσσώρευσε στη ζωή του
κάθε είδος κακίας· με το κήρυγμα των προφητών που είχε σκοπό επίσης την
επάνοδο του ανθρώπου στη θεία ζωή.

ΣΥΝΑΝΤΉΣΑΜΕ ΜΗΠΩΣ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙ ΤΗΝ ΕΠΑΡΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΟΤΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑΝΟΕΙ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΩΣ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΚΑΘ' ΟΜΟΙΩΣΙΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΟΤΑΝ Ο ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΕΝ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟ ΚΑΤ ΈΙΚΟΝΑ ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ; ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟ ΟΤΙ όταν ο Χριστός με το Πνεύμα κατοικεί μέσα στον άνθρωπο, του δίνει το κατ’ εικόνα. Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ, ΤΗΝ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΙΝΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΥΠΑΚΟΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΝΟΗΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΜΕΙΝΕ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΑΙΣΘΗΤΟ. ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΥΣ ΧΙΤΩΝΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καλησπερα. """ –· περιτυλίχθηκε τη νεκρότητα,δηλαδή τη θνητότητα και την υλοφροσύνη της σάρκας –διότι αυτό δείχνει η ένδυση των δερμάτινων χιτώνων–· """. Και μετα στο σχολιο """ ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΥΣ ΧΙΤΩΝΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ. """.
Βγαινει οτι δεν εχει προσβαση ο δαιμονας στην θνητοτητα και στην υλοφροσυνη της σαρκας... Τι δεν καταλαβαινω (λαθος)?
AV

amethystos είπε...

Δόθηκαν οι δερματινοι χιτώνες σάν βοήθεια στόν άνθρωπο γιά νά μήν χαθεί τό γένος τών ανθρώπων.Γιά παράδειγμα, εάν κάποιος βλέπει εφιάλτη καί ξυπνάει , ο εφιάλτης σταματά διότι η ψυχή εισέρχεται στό σώμα καί προστατεύεται. Είναι ένα από τά ζητούμενα τού ησυχασμού. Νά μπεί ο νούς στήν καρδιά.Διότι ο νούς πειράζεται μέ τούς λογισμούς καί τά όνειρα. Μέρα νύχτα. Εφ' όσον είναι σκορπισμένος στίς επιθυμίες καί στήν έπαρση.

Ανώνυμος είπε...

Μαλιστα.Δηλαδη δεν εχει "προσβαση" στην καταργηση τους,αλλα η "λειτουργια" τους(και το ζητουμενο του ησυχασμου) εξαρταται απο τον ανθρωπο... Σωστα ?
AV

amethystos είπε...

Σωστά αδελφέ.