ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τρίτη, 14 Ιουνίου 2022
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 2ος
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
V. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ -2
Ως προς τη «φιλανθρωπία» τών Ελλήνων στο σύνολό της, θα προστρέξουμε σε όσα ανέφερε ο Nägelsbach. Σε ό,τι αφορά όμως τις συγκεκριμένες εκδοχές της, θα ήταν ορθό να εκτιμήσουμε σε κάθε περίσταση, αν η δεδομένη δραστηριότητα και η γενναιοδωρία προς όφελος του συνόλου οριζόταν από τα ειωθότα, όπως στην περίπτωση της χορηγίας, την οποίαν ήταν σχεδόν αδύνατο να αποφύγει κανείς, ή αν επρόκειτο για πανηγυρική αποθέωση μιας παράδοσης που ανήκε «στους παλιούς, καλούς καιρούς».
Σε κάθε όμως εξωτερική δραστηριότητα μιας πόλης εναντίον μιας άλλης πόλης επενέβαινε ο αδυσώπητος νόμος τού πολέμου, που οι Έλληνες γνώριζαν πολύ καλά πόσο αδυσώπητος και κατά βάθος παράλογος είναι.
Εδώ θα επιμείνουμε κάπως περισσότερο στην έννοια της εκδίκησης, στον βαθμό που παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στους Έλληνες. Η επιβολή αντιποίνων ως απάντηση σε μια βλαπτική συμπεριφορά είναι ίδιον όλων τών ανθρώπων, συναντάται μάλιστα ακόμη και στα εξελιγμένα είδη τών ζώων, ενώ γνωρίζουμε πως και οι θεοί τών Ελλήνων υπήρξαν εξαιρετικά μνησίκακοι. Στον ομηρικό κόσμο υπάρχει ακόμα η δυνατότητα της δέησης και της ικεσίας, που καταπραΰνει την οργή· αργότερα δε αποδίδεται, ίσως στον μεγάλο ποιητή Αλκαίο, η διαπίστωση ότι «η συγγνώμη είναι προτιμότερη από την τιμωρία». Συνήθως όμως η απουσία ενδοιασμών που συναντάμε στους Έλληνες σε θέματα κυριαρχίας, υπεροχής και απόλαυσης συνοδεύεται από μιαν ανελέητη εκδικητικότητα και τον ανεξέλεγκτο θρίαμβο του εγωισμού. Οι περιπτώσεις ωστόσο, κατά τις οποίες το μίσος μεγάλης μερίδας τού πληθυσμού οδήγησε σε πράξεις βίας και αντίποινα, και όπου τα ίδια τα άτομα και οι ενέργειές τους επιδοκιμάστηκαν και καλύφθηκαν από τον περίγυρο, θα πρέπει να κριθούν σύμφωνα με τις περιστάσεις. Ο εχθρός, για παράδειγμα, που πρέπει να εξευμενιστεί, κατά τον Θέογνι, πριν από την εξολόθρευσή του, όταν θα βρεθεί δηλαδή στα χέρια των αντιπάλων του, είναι πιθανότατα ένας Μεγαρεύς τού αντιπάλου κόμματος, του οποίου οι αυθαιρεσίες και οι λεηλασίες θα έπρεπε να γίνουν κατ’ αρχήν αποδεκτές. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τις εκδικητικές ενέργειες των ισχυρών, οι οποίοι θεωρούν ότι δικαιούνται να πράττουν ανάλογα, όχι μόνο για προσωπικό συμφέρον, αλλά και για το συμφέρον ολόκληρης της οικογένειας και της περιουσίας τους, και να καταστέλλουν ολοκληρωτικά κάθε είδους αντίσταση. Αλλά και εδώ είναι απαραίτητη η τήρηση του μέτρου, διότι διαφορετικά διεγείρεται ο φθόνος τών θεών, στους οποίους αναγνωρίζεται η κατοχή ενός προνομίου που τους επιτρέπει τρομερές, ενίοτε, πράξεις εκδίκησης. Η πριγκίπισσα Φερετίμη τής Κυρήνης έγινε, μετά το αποτρόπαιο έγκλημά της κατά τών Βαρκαίων, βορά τών σκωλήκων, «διότι η ανελέητη εκδίκηση των ανθρώπων επισύρει τον φθόνο και την οργή (μήνις) τών θεών». Ο ίδιος ωστόσο ο Ηρόδοτος, που αφηγείται το προηγούμενο επεισόδιο, μοιάζει να επικροτεί τον «εκλεπτυσμένο» τρόπο που ο Ερμότιμος από τα Πήδασα εκδικήθηκε αυτόν που στη νεότητά του τον ευνούχισε και τον πούλησε ως δούλο, παρότι η εκδίκηση αυτή κατέστη δυνατή μέσα από δόλια συγκάλυψη. Δηλώσεις, που θεσμοθετούν το απόλυτο δικαίωμα στην εκδίκηση, δεν είναι σπάνιες. Και γίνεται επίκληση, σε αρκετές περιπτώσεις, αυτού τού δικαιώματος, ακόμη και ενώπιον του δικαστή, ενώ επιτρέπεται να εκφράζεται φανερά και δημόσια ο φθόνος κατά τού αντιπάλου. Ένας ετοιμοθάνατος δεσμεύει, την εποχή τών Τριάκοντα, τους υποστηρικτές του με τον όρκο τής εκδίκησης του καταδότη του.
Στην τραγωδία οι πράξεις εκδίκησης αποτελούν ένα νομιμοποιημένο ήδη, σε γενικές γραμμές, κίνητρο, χωρίς να μειώνουν καθόλου τον ηθικό χαρακτήρα τών προσώπων, οδηγώντας μας στο συμπέρασμα ότι ποιητής και θεατές μοιράζονται το ίδιο αίσθημα. Είναι γεγονός ότι ο μύθος στον οποίον βασίζεται συνήθως η τραγωδία εμφορείται από εκδικητικότητα, αλλά και ο τρόπος με τον οποίον ο ποιητής επιλέγει να την αναδείξει, αποκαλύπτει μιαν εντελώς προσωπική, συχνά, αποδοχή. Η μοναδική συγκεκριμένη επιφύλαξη που εκφράζεται δια στόματος επιλέκτων προσώπων τού έργου είναι ότι ένας πατέρας δεν επιτρέπεται να εκδικηθεί τον υιό του, όπως στην περίπτωση του Οιδίποδα και του Πολυνείκη. Μπορούμε μα παρατηρήσουμε όμως και την έντονη συμπάθεια που εκφράζει ο ποιητής, αναδεικνύοντας τη συμπεριφορά τού «Οιδίποδα επί Κολωνώ»· ο θάνατός του ανταποκρίνεται ακριβώς στον θάνατο ενός αγίου τού Μεσαίωνα, του οποίου το μνήμα θα αναγνωριστεί κάποτε ως τόπος ευλογίας για την πόλη και την περιοχή της, και ένας χριστιανός μάρτυρας θα μπορούσε να συγκριθεί με τον τυφλό βασιλέα τών Θηβών, όπως αυτός εμφανίζεται στον σχετικό θρύλο. Ακόμη και μια σύγχρονη λαϊκή εκδοχή δεν θα παρέλειπε να του αναγνωρίσει μεταμέλεια και διαλλακτικότητα.
Από την πλευρά του ο Ευριπίδης, όταν προσδίδει σε πολλούς από τούς κύριους χαρακτήρες του ένα πνεύμα απροϋπόθετης εκδικητικότητας, απευθύνεται ακολουθώντας εμφανώς τη φωνή τής καρδιάς του στους θεατές του. Ασφαλώς η Εκάβη, η οποία μεταμορφώθηκε μετά τον θάνατό της (σύμφωνα με τον μύθο) σε σκύλα, εκδικείται με απάνθρωπο τρόπο στην ομώνυμη τραγωδία για τον θάνατο του γυιού της, αλλά η σφοδρότητα των λόγων της προς τον Αγαμέμνονα αποβλέπει σε μια μυστική ανταπόκριση από τούς Αθηναίους. Όταν εκείνος τη ρωτά: «Τί επιθυμείς λοιπόν ; την απελευθέρωσή σου ; εύκολα θα την αποκτήσεις», εκείνη απαντά: «Τίποτε τέτοιο. Γιατί οφείλω να τιμωρήσω πρώτα τούς εγκληματίες. Αν το κατορθώσω αυτό, ας μείνω σκλάβα μέχρι και να πεθάνω!». Στις Βάκχες ο χορός εκφράζει ένα ανεπιφύλακτο και μόνο πάθος, όπως ακριβώς συμβαίνει όταν αναδύεται το πνεύμα τής εκδίκησης· σε άλλες ωστόσο περιπτώσεις ο Ευριπίδης μάς επιτρέπει να διακρίνουμε μέσα από ιδανικούς, επιλεγμένους δηλαδή από τον ίδιον τον τραγωδό χαρακτήρες, με τέτοιαν άνεση το ποια είναι η κυρίαρχη τοποθέτηση, ώστε τα παραδείγματα να είναι περιττά. Αλλά και στον Ορέστη, ο τραγωδός δεν διανοείται καν πως θα μπορούσε να αμαυρώσει τον χαρακτήρα τής εξέχουσας τριάδας, Ορέστης-Πυλάδης-Ηλέκτρα, το γεγονός ότι εξακολουθούν, ακόμη και όταν απειλούνται με θάνατο, να ζητούν ως εκδίκηση για τον Μενέλαο τη δολοφονία τής Ελένης (εναντίον τής οποίας η μόνη κατηγορία είναι αυτή που συμμερίζονται όλοι οι Έλληνες), απειλώντας την Ερμιόνη, που την κρατούν ως όμηρο, και πυρπολώντας το παλάτι τού βασιλέα τού Άργους. «Θα ήμασταν εξαιρετικά τυχεροί, αν κατορθώναμε να προκαλέσουμε θάνατο, χωρίς να τον υποστούμε κι εμείς οι ίδιοι», λέει ο Ορέστης. Να σημειώσουμε ότι είχαν ανταλλάξει και οι τρεις ιδιαίτερα τρυφερά συναισθήματα, λίγο νωρίτερα, αναμεταξύ τους. Δεδομένων αυτών τών αποκαλύψεων, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, ερευνώντας την πραγματική βιωτή τών Ελλήνων, το γεγονός ότι άτομα και ολόκληρες παρατάξεις επιδόθηκαν πάρα πολλές φορές σε αντίποινα. Το γεγονός ότι ο Φωκίων εξορκίζει, λίγο πριν λάβει το κώνειο στην φυλακή, τον γυιό του να μη λησμονήσει ποτέ την αδικία που υπέστη από τούς Αθηναίους, μπορεί να εκφράζει μιαν ευγενή ακόμη ψυχή, αποτελώντας όμως και μιαν απλή ταυτόχρονα προειδοποίηση, υπαγορευόμενη από τον κοινό νου. Η εκδίκηση συνδέεται στενά με την αντίστοιχη αρετή, την ευεργεσία, σ’ ένα παράξενο κείμενο του 4ου αιώνα: « Είναι εξίσου δίκαιο να εκδικείται κανείς για το κακό που υπέστη, όσο επιβάλλεται να ανταποδίδει το καλό στους ευεργέτες του». Και μια ατιμώρητη δυστυχία γίνεται σεβαστή μόνον όταν προέρχεται από τούς θεούς, με τη Νιόβη να αντιπροσωπεύει εδώ τη Mater dolorosa τού μύθου.
Η φιλοσοφία αντέδρασε, παρότι δεν εκφράστηκε επίσημα για το θέμα τής εκδίκησης, έμμεσα με την προτροπή τής αποχής γενικά από τα πάθη, όπως δίδασκε η Στοά. Η οποία πρότεινε επιπλέον τη δημιουργία μιας καθολικής κοινότητας, στη θέση μιας πληθώρας αλληλοσπαρασσομένων Κρατών, θεμελιωμένης στην ειρήνη, ενώ ορισμένοι οπαδοί της έφτασαν στο σημείο να επαγγέλλονται, όσον αφορά στον ιδιωτικό βίο, την αγάπη προς τους εχθρούς. Μόνο που κάποιοι Στωικοί άρχισαν να χάνουν τον έλεγχο, απέναντι στον Επίκουρο και τη σχολή του.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου