Αποσπάσματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Αρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών (Εκδόσεις: Αστήρ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' - Ό δογματικοί καθορισμός της χριστιανικής διδασκαλίας.
§ 13. Τὸ τριαδικὸν δόγμα.
Ἡ Ἐκκλησία καθώρισε τὴν διδασκαλίαν αὐτῆς ἐπισήμως δι' οἱκουμενικῶν συνόδων. Αὗται ἤρχισαν συγκαλούμεναι ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, διότι τότε ὑπῆρχεν εἰρήνη, ἀσφάλεια καὶ τὰ ἀπαιτούμενα μέσα πρὸς σύγκλησιν τοιούτων συνόδων, τότε ὑπῆρχε χριστιανός αὐτοκράτωρ, ὁ ὁποῖος ἐπικυρῶν τὰς ἀποφάσεις αὐτῶν ἐπέβαλλεν αὐτὰς εἰς ὅλον τὸ κράτος. Ὁ δογματικὸς ἄρα καθορισμὸς τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν νέων συνθηκῶν, εἰς τὰς ὁποίας εὑρέθη ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. ᾿Αλλ᾽ ἤδη πρὸ αὐτοῦ εἶχεν ἀρχίσει προπαρασκευαστικὸν στάδιον τοῦ καθορισμοῦ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἤτοι σκέψις καὶ συζήτησις περὶ δογματικῶν ζητημάτων. Κατὰ τὸ προπαρασκευαστικὸν στάδιον συνεζητήθη, τίς ἡ σχέσις τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν. Τότε παρουσιάσθησαν οἱ Μοναρχιανοὶ (τὸ ὄνομα ἐδόθη αὐτοῖς ὑπὸ τοῦ Τερτυλλιανοῦ). Οὗτοι ἐδέχοντο τὸν Θεὸν ὡς «μοναρχίαν» (μονάδα), ὡς ἓν πρόσωπον, ἤτοι τὸν ὑφ᾽ ἡμῶν καλούμενον Πατέρα. Οἱ Μοναρχιανοί, διαιρούμενοι εἰς «Πατροπασχίτας» (τὸ ὄνομα ἐδόθη αὐτοῖς ἐπίσης ὑπὸ τοῦ Τερτυλλιανοῦ) καὶ εἰς «Υιοθετιστὰς» (τὸ ὄνομα ἐδόθη αὐτοῖς ὑπὸ νεωτέρων θεολόγων, «Adoptianer»), ἐνεφανίσθησαν τέλη τῆς β' ἑκ/ρίδος ἐν τῇ ᾿Ανατολῇ, ὁπόθεν τὰς διδασκαλίας αὑτῶν μετέφερον εἰς τὴν Ρώμην. Ὅ,τι καλὸν ἢ κακόν, ὡς γνωστόν, σπεύδει νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν πρωτεύουσαν. Ἡ λύσις τὴν ὁποίαν ἔδωσαν οἱ Μοναρχιανοὶ ἐστηρίζετο ἐπὶ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, οἱοσδήποτε δὲ θέσει τὴν βάσιν ταύτην, θὰ φθάσῃ εἰς τὰς αὐτὰς ἰδέας. Νεώτεροι φιλελεύθεροι θεολόγοι, ἐργαζόμενοι διὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, διετύπωσαν θεωρίας ὁμοίας πρὸς τὰς τῶν Μοναρχιανῶν.
Πρώτος πατροπασχίτης ἀναφέρεται ὁ Μικρασιάτης Νοητὸς ἐκ Σμύρνης (περὶ τὸ 180), ὁ ὁποῖος ἔλεγε «τὸν πατέρα γεγεννῆσθαι καὶ πεπονθέναι» (Ιππολύτου, Κατὰ Νοητοῦ, 1), ὁπόθεν προέκυψε τὸ ὄνομα πατροπα σχίτης, ὁ δὲ Πραξέας ἔλεγεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐνσαρκωθεὶς ἔγινεν υἱὸς (Θεὸς Πατήρ + σάρξ = υἱός). Οὕτως ἠδύναντο νὰ ἀποφύγωσιν, ὅτι ὁ Πατήρ ἔπαθεν (ἐσταυρώθη), λέγοντες, ὅτι ὁ Υἱὸς ἔπαθεν. Διὰ τοῦ Πραξέα (190) μετεφέρθη ἡ διδασκαλία αὕτη εἰς τὴν Ρώμην, ὅπου ἐσχηματίσθη πατροπασχιτική μερίς. Ο Τερτυλλιανὸς περὶ τοῦ Πραξέα λέγει, ὅτι εἰσήγαγε τὴν αἵρεσιν εἰς τὴν Ρώμην («Romae... haeresim intulit», Adversus Praxeam, 1), ὁ δὲ Ψευδοτερτυλλιανός προσθέτει, ὅτι ὁ Βικτωρῖνος ἐφρόντισε νὰ ἐνισχύσῃ αὐτὴν («quam Victorinus corroborare curavit, Libellus adversus omnes haereses, κεφ. 30, ἀγνώστου συγγραφέως, ἀποδοθὲν εἰς τὸν Τερτυλλιανόν). Διετυπώθη ἡ γνώμη, ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης Βίκτωρος, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἀφωμοιώθη κατὰ τὴν κατάληξιν πρὸς τὸ τοῦ διαδόχου αὐτοῦ Ζεφυρίνου (F. Oehler, 1852. A. Harnack, Dogmengeschichte, 1, 1909, σελ. 742· κατ᾿ αὐτῆς Ed. Schwartz, Zwei Predigten Hippolyts, 1936, σελ. 29, 41). Τὸ ἀλλοῦ μνημονευθὲν σχίσμα τοῦ Ἱππολύτου, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὡς αἴτιον εἶχε καὶ δογματικὴν διαφοράν. Ὁ Ἱππόλυτος, ὁ ὁποῖος ἀντὶ Πραξέα ἀναφέρει Ἐπίγονον (ἡ σχέσις αὐτοῦ πρὸς τὸν Πραξέαν εἶναι ἄλυτον πρόβλημα), παρίστα τὸν Ρώμης Ζεφυρῖνον κλίνοντα πρὸς τὸν πατροπασχιτισμόν, τὸν δὲ διάδοχον αὐτοῦ Κάλλιστον ὡς ὀπαδὸν τοῦ Νοητοῦ. Ὁ Κάλλιστος παρίστα τὸν Ἱππόλυτον ὡς διθεΐτην, ἑπομένως ὁ Κάλλιστος προσέκειτο εἰς τὸν μοναρχιανισμόν.
᾿Αρχὰς τῆς γ' ἐκιρίδος ἐν Ρώμῃ εὑρίσκετο ὁ Σαβέλλιος (220), ὁ ὁποῖος ἴσως κατήγετο ἐκ Λιβύης, προσεχώρησεν εἰς τὸν πατροπασχιτισμὸν καὶ διεμόρφωσεν αὐτὸν εἰς σύστημα (Ἱππολύτου, Φιλοσοφούμενα, 9. Ἐπιφανίου, Κατὰ αἱρέσεων, 62). Πρῶτος αὐτὸς ἐκ τῶν Πατροπασχιτῶν συμπεριέλαβε καὶ τὸ ἄγιον πνεῦμα καὶ ἐδίδαξεν, ὅτι ὁ Θεὸς χάριν τῆς σωτηρίας παρουσιάσθη διαδοχικῶς κατὰ τρεῖς διαφόρους τρόπους ἐνεργείας. Ὁ Σαβέλλιος μετεχειρίζετο μὲν τὸν ὅρον «τρία πρόσωπα», ἀλλ᾽ ἐνόει αὐτὰ ὡς ρόλους, ὡς προσωπίδας, ἤτοι ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον παρουσιάσθη ὡς πατήρ, κατὰ τὴν νομοθεσίαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς υἱὸς ἐν τῷ Ἰησοῦ Χριστῷ καὶ ὡς ἄγιον πνεῦμα ἐν τῇ Ἐκκλησία. Ὁ Σαβέλλιος ἐκτὸς τοῦ ὅρου «πρόσωπα» μετεχειρίζετο καὶ τὸν ὅρον «ὀνόματα». Οἱ Σαβελλιανοί μετεχειρίζοντο πρὸς τούτοις τὸν ὅρον ὁμοούσιος», ἐννοοῦντες αὐτὸν συμφώνως πρὸς τὴν διδασκαλίαν αὐτῶν, ἤτοι ὁ Θεὸς ἀποτελεῖ ἐν ὅν, ἐν πρόσωπον. Ἐκ τῆς διδασκαλίας τοῦ Σαβελλίου (τὰ τρία πρόσωπα τρεῖς τρόποι ἐνεργείας) οἱ νεώτεροι θεολόγοι ὠνόμασαν τοὺς Πατροπασχίτας «Τροπικούς» (Μοdalisten), οἱ ἀρχαῖοι ὠνόμαζον αὐτοὺς ἁπλῶς Σαβελλιανούς (πρβλ. 7ον κανόνα Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου, 381). Σαβελλιανίζουσα διδασκαλία μετεδόθη εἰς τὴν Λιβύην (Κυρηναϊκὴν ἡ Πεντάπολιν) προκαλέσασα ἔριδας. Οἱ ἐρίζοντες ἀπετάθησαν εἰς τὸν ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιον (πρβλ. Μ. ᾿Αθανασίου, Ἐπιστολὴν περί Διονυσίου, κεφ. 4). Οὗτος, πολεμῶν τὸν σαβελλιανισμόν, ἔφθασεν εἰς τὰς ἑπομένας ἐκφράσεις. Ἔλεγε «ξένον κατ᾿ οὐσίαν αὐτὸν (τὸν υἱὸν) εἶναι τοῦ πατρὸς, ὥσπερ ἐστὶν ὁ γεωργὸς πρὸς τὴν ἄμπελον καὶ ὁ ναυπηγός πρὸς τὸ σκάφος». Ἐκ τῶν ἐκφράσεων τούτων προαγόμενος καὶ ἐπὶ χωρίου τῶν Παροιμιῶν (8, 22 «κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ», ἀναφέρονται εἰς τὴν σoφίαν) στηριζόμενος, ὠνόμασε τὸν υἱὸν «ποίημα» καὶ ἐπομένως «οὐκ ἦν, πρὶν γένηται».
Ὁ Ρώμης Διονύσιος, πρὸς τὸν ὁποῖον, κατὰ μὲν τον Μέγαν ᾿Αθανάσιον (Περὶ Διονυσίου, 13), αὐτοπροσώπως ἀπετάθήσαν ὀρθόδοξοι, πιθανώτερον δὲ οἱ σαβελλιανίζοντες, γνωρίζοντες τὰς βάσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας (Κ. Müller, ἐν Zeitschrift f. NTliche Wissenschaft, 1925, σελ. 281· κατ᾿ αὐτοῦ Η. G. Opitz, ἐν τῇ ἐκδόσει τοῦ σχετικοῦ ἔργου τοῦ Μ. ᾿Αθανασίου, σελ. 55, σημ. εἰς τὸν στίχον 12 καὶ ἑξῆς), ἐν συνόδῳ (261) κατεδίκασε τὰς ἐκφράσεις ταύτας καὶ ἐπολέμησεν αὐτὰς διὰ δύο ἐπιστολῶν. Ἐκ τῆς πρώτης ἐπιστολῆς (ἀπευθυνομένης πρὸς τὰς κοινότητας τῆς Πενταπόλεως;) σώζεται ἀπόσπασμα (Μ. ᾿Αθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῆς ἐν Νικαία συνόδου, κεφ. 26). Ἡ διατύπωσις αὐτοῦ συνεφώνει πρὸς τὴν σχετικὴν διδασκαλίαν τῆς Δύσεως, ἤτοι τοῦ Τερτυλλιανοῦ, ὡς αὕτη εἶχε διορθωθῆ ὑπὸ τοῦ Νοβατιανοῦ. Ὁ Ρώμης Διονύσιος ἐναντίον μὲν τοῦ Σαβελλίου, ὁ ὁποῖος ἠρνεῖτο τὰ τρία πρόσωπα, ὑπεστήριξε τὴν τριάδα, ἐναντίον δὲ τοῦ ᾿Αλεξανδρείας Διονυσίου, ὅτι ὁ υἱὸς «ἀεὶ ἦν» (πρβλ. Νοβατιανόν «semper in patre fuisse») καὶ ὅτι τὰ τρία πρόσωπα ἀποτελοῦσι «μοναρχίαν», «μονάδα» [πρβλ. Τερτυλλιανὸν «unius substantiae» = μιᾶς ὑποστάσεως, οὐσίας, καὶ ἡ ἑλληνικὴ λέξις «ὑπόστασις» (ὀντότης) σημαίνει ἐπίσης «οὐσία» (φύσις)]. Ὁ ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος, πρὶν λάβῃ γνῶσιν τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ρώμης, εἶχεν ἀποσύρει τὰς ἐκφράσεις αὐτοῦ ἀντικαταστήσας αὐτὰς δι' ἄλλων («ἅπερ καὶ δι᾽ ἄλλης ἐπιστολῆς ἔγραψα... καὶ τὴν μὲν ἐπιστολὴν διὰ τὰς περιστάσεις οὐκ ἔχω προσκομίσαι». Ἔλεγχος καὶ ᾿Απολογία, παρὰ Μ. ᾿Αθανασίῳ, αὐτ. 25, 4· πρβλ. καὶ Περὶ Διονυσίου, 18, ὅπου τὸ ἀποσπώμενον κείμενον τοῦ Διονυσίου εἶναι πληρέστερον) καὶ συνεφώνησεν ἑπομένως μετὰ τοῦ Ρώμης ομωνύμου αὐτοῦ. Ἡ ἀνταλλαγὴ αὕτη τῶν ἐπιστολῶν εἶναι γνωστὴ ἐν τῇ Ιστορίᾳ ὑπὸ τὸ ὄνομα «ἔρις τῶν δύο Διονυσίων»1.
Σημείωση
1. Α΄. Μεταξὺ τῶν δύο Διονυσίων δὲν ἐπῆλθε πλήρης συμφωνία, διότι ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ταύτης ἄρχεται ἡ διάφορος ἀντίληψις ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ. Ἡ ᾿Ανατολὴ ὡς βάσιν σαφῆ καὶ βεβαίαν ἔθετε τὰ τρία πρόσωπα τοῦ Θεοῦ καὶ προσεπάθει νὰ ἐννοήσῃ τὸ μυστήριον τῆς ἑνότητος αὐτοῦ (εἷς Θεός). Θεμελιώδης διατύπωσις ἐν τῇ ᾿Ανατολῇ ἦτο «τρία πρόσωπα, τρεῖς ὑποστάσεις». Ἐκ τῆς τοιαύτης διατυπώσεως ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ φθάσωσιν εἰς τρεῖς οὐσίας (Ωριγένης, ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος, ᾿Αρειανοί). Η διατύπωσις ηὐνόει τὸν ἀρειανισμὸν καὶ διηυκόλυνε τὴν καταπολέμησιν του μοναρχιανισμού. Ο ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος, ἀποσύρας τὰς φράσεις αὐτοῦ, ἐδέχθη μίαν οὐσίαν, ἀλλ' ἐνέμενεν εἰς τὰς τρεῖς ὑποστάσεις. ᾿Ε τῷ σημείῳ τούτῳ δὲν συνεφώνησε πρὸς τὸν Ρώμης Διονύσιον. «Ει, τῷ τρεῖς εἰ και ύποστασεις, μεμερισμένας εἶναι λέγωσι, τρεῖς εἰσι, κἂν μὴ θέλωσιν· ή την θείαν τριάδα παντελῶς ἀνελέτωσαν» (απόσπασμα τῆς ᾿Απολογίας τοῦ ᾿Αλεξανδρείας Διονυσίου, Μ. Βασιλείου, Περὶ ῾Αγ. Πνεύματος, 29, 72). Η Δύσις ὡς βάσιν σαφῆ καὶ βεβαίαν έθετε τὴν ἑνότητα του Θεοῦ (εἷς Θεὸς) καὶ προσεπάθει νὰ ἐννοήσῃ τὸ μυστήριον τῆς τριαδικότητος αὐτοῦ. Θεμελιώδης διατύπωσις ἐν τῇ Δύσει ἦτο «μία οὐσία, μία ὑπόστασις». Εκ τῆς τοιαύτης διατυπώσεως ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ φθάσωσιν εἰς ἕν πρόσωπον (Μοναρχιανοί, οἱ μοναρχιανίζοντες ἐπίσκοποι Ρώμης Βίκτωρ, Ζεφυρίνος καὶ Κάλλιστος). Η διατύπωσις ηὐνόει τὸν μοναρχιανισμόν καὶ διηυκόλυνε τὴν καταπολέμησιν τοῦ ἀρειανισμού. Ο Ρώμης Διονύσιος δὲν ἦτο Μοναρχιανός, ἐδέχετο τρία πρόσωπα, ἀλλ' ἐνέμενεν εἰς τὴν μίαν ὑπόστασιν. Ο ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος έλεγε «τρεῖς ὑποστάσεις», ὁ Ρώμης Διονύσιος ἔλεγε «μία ὑπόστασις». Ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ δὲν ἐπῆλθε συμφωνία. Ἔρις ἀνατολικῆς καὶ δυτικῆς θεολογίας (Ε. Preuschen, έv Herzog-Hauck, Realencyklopädie, τόμ. 14, 1904, σελ. 484, στίχος 50 κ. έξ. F. Loofs, Dogmengeschichte, 1906, σελ. 137, σημ. 2, σελ. 194, σημ. 8, σελ. 195, σελ. 196, 5΄ 28, 5, σελ. 219, σημ. 6, σελ 222, 40 καὶ 5. K. Müller, Kirchengeschichte, 1, 1941, σελ. 405).
Β΄. Η Ελληνική λέξις «υπόστασις» (ὀντότης), ὡς ἡ λατινικὴ substantia, ἔχει τὴν σημασίαν «οὐσία» (φύσις). Ο Ωριγένης κάποτε ἔφθασεν εἰς αὐτὴν διδάξας, ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «έτερος κατ' οὐσίαν τοῦ πατρὸς» (Περί εὐχῆς, 15, 1), ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «κτίσμα» (᾿Απόσπασμα διασωθέν ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἰουστινιανού, Loofs, αὐτ. 194, σημ. 8, 195, σημ. 2). Ο ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος ἦτο μαθητής αὐτοῦ. ᾿Αλλ' ὁ Ωριγένης, ἀφ' ἑτέρου, ἐδέχετο τὴν αἰωνίαν (ἄχρονον) προϋπαρξιν τοῦ Λόγου, γεννηθέντος «ἐν τῆς οὐσίας τοῦ πατρὸς» («ὁμοούσιος»). Ο Διονύσιος ἐπάλαιε πρὸς τοὺς Μοναρχιανούς, ὁ Ωριγένης ἐπάλαιε πρὸς ἑαυτόν. Εκ τούτου προήρχοντο αἱ ἀντιφάσεις αὐτοῦ. Τὸ παρ' αὐτῷ ἐν τῇ σχέσει ταύτῃ ἀπαντῶν «ὁμοούσιος» θεωρεῖται ὑπό τινων ὡς παρέμβλητον, μετεχειρίζετο όμως αὐτὸ ἀλλοῦ ἐν ἄλλῃ σχέσει, ὡς οἱ Γνωστικοί, ἐν τῇ σχέσει ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ (Preuschen, αὐτόθι. Ed. Schwartz, Kaiser Konstantin, 1936, σελ. 110). Πάντως οἱ Ωριγενισταὶ τῆς ᾿Ανατολῆς ἀπέκρουαν τὸν ὄρον «ὁμοούσιον» (Κ. Müller, αὐτ. σελ. 899).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου