Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Το Τριαδικόν δόγμα - Αρχιμ Β. Στεφανίδη

Αποσπάσματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Αρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών (Εκδόσεις: Αστήρ)

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' - Ό δογματικοί καθορισμός της χριστιανικής διδασκαλίας.

§ 13. Τὸ τριαδικὸν δόγμα.

Ἡ Ἐκκλησία καθώρισε τὴν διδασκαλίαν αὐτῆς ἐπισήμως δι' οἱκουμενικῶν συνόδων. Αὗται ἤρχισαν συγκαλούμεναι ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, διότι τότε ὑπῆρχεν εἰρήνη, ἀσφάλεια καὶ τὰ ἀπαιτούμενα μέσα πρὸς σύγκλησιν τοιούτων συνόδων, τότε ὑπῆρχε χριστιανός αὐτοκράτωρ, ὁ ὁποῖος ἐπικυρῶν τὰς ἀποφάσεις αὐτῶν ἐπέβαλλεν αὐτὰς εἰς ὅλον τὸ κράτος. Ὁ δογματικὸς ἄρα καθορισμὸς τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν νέων συνθηκῶν, εἰς τὰς ὁποίας εὑρέθη ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. ᾿Αλλ᾽ ἤδη πρὸ αὐτοῦ εἶχεν ἀρχίσει προπαρασκευαστικὸν στάδιον τοῦ καθορισμοῦ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἤτοι σκέψις καὶ συζήτησις περὶ δογματικῶν ζητημάτων. Κατὰ τὸ προπαρασκευαστικὸν στάδιον συνεζητήθη, τίς ἡ σχέσις τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν. Τότε παρουσιάσθησαν οἱ Μοναρχιανοὶ (τὸ ὄνομα ἐδόθη αὐτοῖς ὑπὸ τοῦ Τερτυλλιανοῦ). Οὗτοι ἐδέχοντο τὸν Θεὸν ὡς «μοναρχίαν» (μονάδα), ὡς ἓν πρόσωπον, ἤτοι τὸν ὑφ᾽ ἡμῶν καλούμενον Πατέρα. Οἱ Μοναρχιανοί, διαιρούμενοι εἰς «Πατροπασχίτας» (τὸ ὄνομα ἐδόθη αὐτοῖς ἐπίσης ὑπὸ τοῦ Τερτυλλιανοῦ) καὶ εἰς «Υιοθετιστὰς» (τὸ ὄνομα ἐδόθη αὐτοῖς ὑπὸ νεωτέρων θεολόγων, «Adoptianer»), ἐνεφανίσθησαν τέλη τῆς β' ἑκ/ρίδος ἐν τῇ ᾿Ανατολῇ, ὁπόθεν τὰς διδασκαλίας αὑτῶν μετέφερον εἰς τὴν Ρώμην. Ὅ,τι καλὸν ἢ κακόν, ὡς γνωστόν, σπεύδει νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν πρωτεύουσαν. Ἡ λύσις τὴν ὁποίαν ἔδωσαν οἱ Μοναρχιανοὶ ἐστηρίζετο ἐπὶ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, οἱοσδήποτε δὲ θέσει τὴν βάσιν ταύτην, θὰ φθάσῃ εἰς τὰς αὐτὰς ἰδέας. Νεώτεροι φιλελεύθεροι θεολόγοι, ἐργαζόμενοι διὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, διετύπωσαν θεωρίας ὁμοίας πρὸς τὰς τῶν Μοναρχιανῶν.

Πρώτος πατροπασχίτης ἀναφέρεται ὁ Μικρασιάτης Νοητὸς ἐκ Σμύρνης (περὶ τὸ 180), ὁ ὁποῖος ἔλεγε «τὸν πατέρα γεγεννῆσθαι καὶ πεπονθέναι» (Ιππολύτου, Κατὰ Νοητοῦ, 1), ὁπόθεν προέκυψε τὸ ὄνομα πατροπα σχίτης, ὁ δὲ Πραξέας ἔλεγεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐνσαρκωθεὶς ἔγινεν υἱὸς (Θεὸς Πατήρ + σάρξ = υἱός). Οὕτως ἠδύναντο νὰ ἀποφύγωσιν, ὅτι ὁ Πατήρ ἔπαθεν (ἐσταυρώθη), λέγοντες, ὅτι ὁ Υἱὸς ἔπαθεν. Διὰ τοῦ Πραξέα (190) μετεφέρθη ἡ διδασκαλία αὕτη εἰς τὴν Ρώμην, ὅπου ἐσχηματίσθη πατροπασχιτική μερίς. Ο Τερτυλλιανὸς περὶ τοῦ Πραξέα λέγει, ὅτι εἰσήγαγε τὴν αἵρεσιν εἰς τὴν Ρώμην («Romae... haeresim intulit», Adversus Praxeam, 1), ὁ δὲ Ψευδοτερτυλλιανός προσθέτει, ὅτι ὁ Βικτωρῖνος ἐφρόντισε νὰ ἐνισχύσῃ αὐτὴν («quam Victorinus corroborare curavit, Libellus adversus omnes haereses, κεφ. 30, ἀγνώστου συγγραφέως, ἀποδοθὲν εἰς τὸν Τερτυλλιανόν). Διετυπώθη ἡ γνώμη, ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης Βίκτωρος, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἀφωμοιώθη κατὰ τὴν κατάληξιν πρὸς τὸ τοῦ διαδόχου αὐτοῦ Ζεφυρίνου (F. Oehler, 1852. A. Harnack, Dogmengeschichte, 1, 1909, σελ. 742· κατ᾿ αὐτῆς Ed. Schwartz, Zwei Predigten Hippolyts, 1936, σελ. 29, 41). Τὸ ἀλλοῦ μνημονευθὲν σχίσμα τοῦ Ἱππολύτου, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὡς αἴτιον εἶχε καὶ δογματικὴν διαφοράν. Ὁ Ἱππόλυτος, ὁ ὁποῖος ἀντὶ Πραξέα ἀναφέρει Ἐπίγονον (ἡ σχέσις αὐτοῦ πρὸς τὸν Πραξέαν εἶναι ἄλυτον πρόβλημα), παρίστα τὸν Ρώμης Ζεφυρῖνον κλίνοντα πρὸς τὸν πατροπασχιτισμόν, τὸν δὲ διάδοχον αὐτοῦ Κάλλιστον ὡς ὀπαδὸν τοῦ Νοητοῦ. Ὁ Κάλλιστος παρίστα τὸν Ἱππόλυτον ὡς διθεΐτην, ἑπομένως ὁ Κάλλιστος προσέκειτο εἰς τὸν μοναρχιανισμόν. 

᾿Αρχὰς τῆς γ' ἐκιρίδος ἐν Ρώμῃ εὑρίσκετο ὁ Σαβέλλιος (220), ὁ ὁποῖος ἴσως κατήγετο ἐκ Λιβύης, προσεχώρησεν εἰς τὸν πατροπασχιτισμὸν καὶ διεμόρφωσεν αὐτὸν εἰς σύστημα (Ἱππολύτου, Φιλοσοφούμενα, 9. Ἐπιφανίου, Κατὰ αἱρέσεων, 62). Πρῶτος αὐτὸς ἐκ τῶν Πατροπασχιτῶν συμπεριέλαβε καὶ τὸ ἄγιον πνεῦμα καὶ ἐδίδαξεν, ὅτι ὁ Θεὸς χάριν τῆς σωτηρίας παρουσιάσθη διαδοχικῶς κατὰ τρεῖς διαφόρους τρόπους ἐνεργείας. Ὁ Σαβέλλιος μετεχειρίζετο μὲν τὸν ὅρον «τρία πρόσωπα», ἀλλ᾽ ἐνόει αὐτὰ ὡς ρόλους, ὡς προσωπίδας, ἤτοι ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον παρουσιάσθη ὡς πατήρ, κατὰ τὴν νομοθεσίαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς υἱὸς ἐν τῷ Ἰησοῦ Χριστῷ καὶ ὡς ἄγιον πνεῦμα ἐν τῇ Ἐκκλησία. Ὁ Σαβέλλιος ἐκτὸς τοῦ ὅρου «πρόσωπα» μετεχειρίζετο καὶ τὸν ὅρον «ὀνόματα». Οἱ Σαβελλιανοί μετεχειρίζοντο πρὸς τούτοις τὸν ὅρον ὁμοούσιος», ἐννοοῦντες αὐτὸν συμφώνως πρὸς τὴν διδασκαλίαν αὐτῶν, ἤτοι ὁ Θεὸς ἀποτελεῖ ἐν ὅν, ἐν πρόσωπον. Ἐκ τῆς διδασκαλίας τοῦ Σαβελλίου (τὰ τρία πρόσωπα τρεῖς τρόποι ἐνεργείας) οἱ νεώτεροι θεολόγοι ὠνόμασαν τοὺς Πατροπασχίτας «Τροπικούς» (Μοdalisten), οἱ ἀρχαῖοι ὠνόμαζον αὐτοὺς ἁπλῶς Σαβελλιανούς (πρβλ. 7ον κανόνα Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου, 381). Σαβελλιανίζουσα διδασκαλία μετεδόθη εἰς τὴν Λιβύην (Κυρηναϊκὴν ἡ Πεντάπολιν) προκαλέσασα ἔριδας. Οἱ ἐρίζοντες ἀπετάθησαν εἰς τὸν ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιον (πρβλ. Μ. ᾿Αθανασίου, Ἐπιστολὴν περί Διονυσίου, κεφ. 4). Οὗτος, πολεμῶν τὸν σαβελλιανισμόν, ἔφθασεν εἰς τὰς ἑπομένας ἐκφράσεις. Ἔλεγε «ξένον κατ᾿ οὐσίαν αὐτὸν (τὸν υἱὸν) εἶναι τοῦ πατρὸς, ὥσπερ ἐστὶν ὁ γεωργὸς πρὸς τὴν ἄμπελον καὶ ὁ ναυπηγός πρὸς τὸ σκάφος». Ἐκ τῶν ἐκφράσεων τούτων προαγόμενος καὶ ἐπὶ χωρίου τῶν Παροιμιῶν (8, 22 «κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ», ἀναφέρονται εἰς τὴν σoφίαν) στηριζόμενος, ὠνόμασε τὸν υἱὸν «ποίημα» καὶ ἐπομένως «οὐκ ἦν, πρὶν γένηται». 

Ὁ Ρώμης Διονύσιος, πρὸς τὸν ὁποῖον, κατὰ μὲν τον Μέγαν ᾿Αθανάσιον (Περὶ Διονυσίου, 13), αὐτοπροσώπως ἀπετάθήσαν ὀρθόδοξοι, πιθανώτερον δὲ οἱ σαβελλιανίζοντες, γνωρίζοντες τὰς βάσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας (Κ. Müller, ἐν Zeitschrift f. NTliche Wissenschaft, 1925, σελ. 281· κατ᾿ αὐτοῦ Η. G. Opitz, ἐν τῇ ἐκδόσει τοῦ σχετικοῦ ἔργου τοῦ Μ. ᾿Αθανασίου, σελ. 55, σημ. εἰς τὸν στίχον 12 καὶ ἑξῆς), ἐν συνόδῳ (261) κατεδίκασε τὰς ἐκφράσεις ταύτας καὶ ἐπολέμησεν αὐτὰς διὰ δύο ἐπιστολῶν. Ἐκ τῆς πρώτης ἐπιστολῆς (ἀπευθυνομένης πρὸς τὰς κοινότητας τῆς Πενταπόλεως;) σώζεται ἀπόσπασμα (Μ. ᾿Αθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῆς ἐν Νικαία συνόδου, κεφ. 26). Ἡ διατύπωσις αὐτοῦ συνεφώνει πρὸς τὴν σχετικὴν διδασκαλίαν τῆς Δύσεως, ἤτοι τοῦ Τερτυλλιανοῦ, ὡς αὕτη εἶχε διορθωθῆ ὑπὸ τοῦ Νοβατιανοῦ. Ὁ Ρώμης Διονύσιος ἐναντίον μὲν τοῦ Σαβελλίου, ὁ ὁποῖος ἠρνεῖτο τὰ τρία πρόσωπα, ὑπεστήριξε τὴν τριάδα, ἐναντίον δὲ τοῦ ᾿Αλεξανδρείας Διονυσίου, ὅτι ὁ υἱὸς «ἀεὶ ἦν» (πρβλ. Νοβατιανόν «semper in patre fuisse») καὶ ὅτι τὰ τρία πρόσωπα ἀποτελοῦσι «μοναρχίαν», «μονάδα» [πρβλ. Τερτυλλιανὸν «unius substantiae» = μιᾶς ὑποστάσεως, οὐσίας, καὶ ἡ ἑλληνικὴ λέξις «ὑπόστασις» (ὀντότης) σημαίνει ἐπίσης «οὐσία» (φύσις)]. Ὁ ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος, πρὶν λάβῃ γνῶσιν τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ρώμης, εἶχεν ἀποσύρει τὰς ἐκφράσεις αὐτοῦ ἀντικαταστήσας αὐτὰς δι' ἄλλων («ἅπερ καὶ δι᾽ ἄλλης ἐπιστολῆς ἔγραψα... καὶ τὴν μὲν ἐπιστολὴν διὰ τὰς περιστάσεις οὐκ ἔχω προσκομίσαι». Ἔλεγχος καὶ ᾿Απολογία, παρὰ Μ. ᾿Αθανασίῳ, αὐτ. 25, 4· πρβλ. καὶ Περὶ Διονυσίου, 18, ὅπου τὸ ἀποσπώμενον κείμενον τοῦ Διονυσίου εἶναι πληρέστερον) καὶ συνεφώνησεν ἑπομένως μετὰ τοῦ Ρώμης ομωνύμου αὐτοῦ. Ἡ ἀνταλλαγὴ αὕτη τῶν ἐπιστολῶν εἶναι γνωστὴ ἐν τῇ Ιστορίᾳ ὑπὸ τὸ ὄνομα «ἔρις τῶν δύο Διονυσίων»1. 

Σημείωση

1. Α΄. Μεταξὺ τῶν δύο Διονυσίων δὲν ἐπῆλθε πλήρης συμφωνία, διότι ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ταύτης ἄρχεται ἡ διάφορος ἀντίληψις ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ. Ἡ ᾿Ανατολὴ ὡς βάσιν σαφῆ καὶ βεβαίαν ἔθετε τὰ τρία πρόσωπα τοῦ Θεοῦ καὶ προσεπάθει νὰ ἐννοήσῃ τὸ μυστήριον τῆς ἑνότητος αὐτοῦ (εἷς Θεός). Θεμελιώδης διατύπωσις ἐν τῇ ᾿Ανατολῇ ἦτο «τρία πρόσωπα, τρεῖς ὑποστάσεις». Ἐκ τῆς τοιαύτης διατυπώσεως ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ φθάσωσιν εἰς τρεῖς οὐσίας (Ωριγένης, ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος, ᾿Αρειανοί). Η διατύπωσις ηὐνόει τὸν ἀρειανισμὸν καὶ διηυκόλυνε τὴν καταπολέμησιν του μοναρχιανισμού. Ο ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος, ἀποσύρας τὰς φράσεις αὐτοῦ, ἐδέχθη μίαν οὐσίαν, ἀλλ' ἐνέμενεν εἰς τὰς τρεῖς ὑποστάσεις. ᾿Ε τῷ σημείῳ τούτῳ δὲν συνεφώνησε πρὸς τὸν Ρώμης Διονύσιον. «Ει, τῷ τρεῖς εἰ και ύποστασεις, μεμερισμένας εἶναι λέγωσι, τρεῖς εἰσι, κἂν μὴ θέλωσιν· ή την θείαν τριάδα παντελῶς ἀνελέτωσαν» (απόσπασμα τῆς ᾿Απολογίας τοῦ ᾿Αλεξανδρείας Διονυσίου, Μ. Βασιλείου, Περὶ ῾Αγ. Πνεύματος, 29, 72). Η Δύσις ὡς βάσιν σαφῆ καὶ βεβαίαν έθετε τὴν ἑνότητα του Θεοῦ (εἷς Θεὸς) καὶ προσεπάθει νὰ ἐννοήσῃ τὸ μυστήριον τῆς τριαδικότητος αὐτοῦ. Θεμελιώδης διατύπωσις ἐν τῇ Δύσει ἦτο «μία οὐσία, μία ὑπόστασις». Εκ τῆς τοιαύτης διατυπώσεως ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ φθάσωσιν εἰς ἕν πρόσωπον (Μοναρχιανοί, οἱ μοναρχιανίζοντες ἐπίσκοποι Ρώμης Βίκτωρ, Ζεφυρίνος καὶ Κάλλιστος). Η διατύπωσις ηὐνόει τὸν μοναρχιανισμόν καὶ διηυκόλυνε τὴν καταπολέμησιν τοῦ ἀρειανισμού. Ο Ρώμης Διονύσιος δὲν ἦτο Μοναρχιανός, ἐδέχετο τρία πρόσωπα, ἀλλ' ἐνέμενεν εἰς τὴν μίαν ὑπόστασιν. Ο ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος έλεγε «τρεῖς ὑποστάσεις», ὁ Ρώμης Διονύσιος ἔλεγε «μία ὑπόστασις». Ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ δὲν ἐπῆλθε συμφωνία. Ἔρις ἀνατολικῆς καὶ δυτικῆς θεολογίας (Ε. Preuschen, έv Herzog-Hauck, Realencyklopädie, τόμ. 14, 1904, σελ. 484, στίχος 50 κ. έξ. F. Loofs, Dogmengeschichte, 1906, σελ. 137, σημ. 2, σελ. 194, σημ. 8, σελ. 195, σελ. 196, 5΄ 28, 5, σελ. 219, σημ. 6, σελ 222, 40 καὶ 5. K. Müller, Kirchengeschichte, 1, 1941, σελ. 405). 

Β΄. Η Ελληνική λέξις «υπόστασις» (ὀντότης), ὡς ἡ λατινικὴ substantia, ἔχει τὴν σημασίαν «οὐσία» (φύσις). Ο Ωριγένης κάποτε ἔφθασεν εἰς αὐτὴν διδάξας, ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «έτερος κατ' οὐσίαν τοῦ πατρὸς» (Περί εὐχῆς, 15, 1), ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «κτίσμα» (᾿Απόσπασμα διασωθέν ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἰουστινιανού, Loofs, αὐτ. 194, σημ. 8, 195, σημ. 2). Ο ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος ἦτο μαθητής αὐτοῦ. ᾿Αλλ' ὁ Ωριγένης, ἀφ' ἑτέρου, ἐδέχετο τὴν αἰωνίαν (ἄχρονον) προϋπαρξιν τοῦ Λόγου, γεννηθέντος «ἐν τῆς οὐσίας τοῦ πατρὸς» («ὁμοούσιος»). Ο Διονύσιος ἐπάλαιε πρὸς τοὺς Μοναρχιανούς, ὁ Ωριγένης ἐπάλαιε πρὸς ἑαυτόν. Εκ τούτου προήρχοντο αἱ ἀντιφάσεις αὐτοῦ. Τὸ παρ' αὐτῷ ἐν τῇ σχέσει ταύτῃ ἀπαντῶν «ὁμοούσιος» θεωρεῖται ὑπό τινων ὡς παρέμβλητον, μετεχειρίζετο όμως αὐτὸ ἀλλοῦ ἐν ἄλλῃ σχέσει, ὡς οἱ Γνωστικοί, ἐν τῇ σχέσει ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ (Preuschen, αὐτόθι. Ed. Schwartz, Kaiser Konstantin, 1936, σελ. 110). Πάντως οἱ Ωριγενισταὶ τῆς ᾿Ανατολῆς ἀπέκρουαν τὸν ὄρον «ὁμοούσιον» (Κ. Müller, αὐτ. σελ. 899).

Το παραπάνω κείμενο σε σημερινή γλώσσα
§ 13. Το Τριαδικό Δόγμα
Η Εκκλησία καθόρισε επίσημα τη διδασκαλία της μέσω των Οικουμενικών Συνόδων. Αυτές ξεκίνησαν να συγκαλούνται από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, διότι τότε υπήρχε ειρήνη, ασφάλεια και τα απαραίτητα μέσα για τη σύγκληση τέτοιων συνόδων. Εκείνη την περίοδο υπήρχε χριστιανός αυτοκράτορας, ο οποίος επικύρωνε τις αποφάσεις των συνόδων και τις επέβαλλε σε όλη την αυτοκρατορία. Ο καθορισμός της χριστιανικής διδασκαλίας προέκυψε ως αποτέλεσμα των νέων συνθηκών στις οποίες βρέθηκε η Εκκλησία από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ωστόσο, πριν από αυτόν είχε ήδη ξεκινήσει ένα προπαρασκευαστικό στάδιο καθορισμού της χριστιανικής διδασκαλίας, το οποίο περιλάμβανε σκέψεις και συζητήσεις σχετικά μεδογματικά ζητήματα. Κατά το στάδιο αυτό, έγινε συζήτηση σχετικά με τη σχέση του προσώπου του Χριστού προς τον Θεό.
Τότε εμφανίστηκαν οι Μοναρχιανοί (το όνομα τους δόθηκε από τον Τερτυλλιανό), οι οποίοι εδέχοντο τον Θεό ως «μοναρχία» (μονάδα), ως ένα πρόσωπο, τον οποίο αποκαλούμε Πατέρα. Οι Μοναρχιανοί διαιρούνταν σε δύο ομάδες: τους Πατροπασχίτες (ονομασία που τους δόθηκε επίσης από τον Τερτυλλιανό) και τους Υιοθετιστές (όνομα που τους δόθηκε από νεότερους θεολόγους, “Adoptianer”). Αυτές οι ομάδες εμφανίστηκαν στα τέλη του 2ου αιώνα στην Ανατολή, και από εκεί οι διδασκαλίες τους μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Ό,τι καλό ή κακό υπάρχει, όπως είναι γνωστό, συνήθως καταλήγει στην πρωτεύουσα. Η λύση που πρότειναν οι Μοναρχιανοί βασιζόταν στη λογική (στον ορθό λόγο), και όποιος ακολουθούσε αυτή τη βάση θα κατέληγε στις ίδιες ιδέες. Νεότεροι φιλελεύθεροι θεολόγοι, δουλεύοντας με τη λογική, διατύπωσαν θεωρίες παρόμοιες με αυτές των Μοναρχιανών.
Ο πρώτος Πατροπασχίτης που αναφέρεται είναι ο Μικρασιάτης Νοητός από τη Σμύρνη (γύρω στο 180 μ.Χ.), ο οποίος έλεγε ότι «τὸν πατέρα γεγεννῆσθαι καὶ πεπονθέναι: ο Πατέρας γεννήθηκε και υπέφερε» (Ιππόλυτος, Κατά Νοητού, 1). Από αυτή τη δήλωση προέκυψε και η ονομασία Πατροπασχίτης. Ο Πραξέας υποστήριζε ότι ο Θεός ενσαρκώθηκε και έγινε Υιός (Θεός Πατήρ + σάρξ = υιός). Έτσι, μπορούσαν να αποφύγουν την ιδέα ότι ο Πατέρας έπαθε (ἐσταυρώθη), λέγοντας ότι ήταν ο Υιός που υπέφερε. Μέσω του Πραξέα (190 μ.Χ.) η διδασκαλία αυτή μεταφέρθηκε στη Ρώμη, όπου δημιουργήθηκε η πατροπασχιτική ομάδα. Ο Τερτυλλιανός αναφέρει ότι ο Πραξέας εισήγαγε την αίρεση στη Ρώμη («Romae... haeresim intulit», Κατά Πραξέα, 1), ενώ ο Ψευδοτερτυλλιανός προσθέτει ότι ο Βικτωρίνος φρόντισε να την ενισχύσει. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο Βικτωρίνος ήταν ο επίσκοπος Ρώμης Βίκτωρας, και το όνομά του συνδέθηκε λόγω της κατάληξης με το διάδοχό του Ζεφυρίνο (F. Oehler, 1852. A. Harnack, Dogmengeschichte, 1, 1909, σελ. 742· κατ᾿ αὐτῆς Ed. Schwartz, Zwei Predigten Hippolyts, 1936, σελ. 29, 41). Το σχίσμα του Ιππόλυτου, εκτός των άλλων, είχε ως αιτία και δογματικές διαφορές. Ο Ιππόλυτος, ο οποίος αντί του Πραξέα αναφέρει τον Επίγονο (η σχέση αυτού προς τον Πραξέα είναι άλυτο πρόβλημα), παριστά τον Ζεφυρίνο ως κλινόμενο προς τον πατροπασχιτισμό, ενώ τον διάδοχό του, Κάλλιστο, ως υποστηρικτή του Νοητού. Ο Κάλλιστος κατηγορούσε τον Ιππόλυτο ως διθεϊστή, άρα ο Κάλλιστος υποστήριζε τον μοναρχιανισμό.
Στις αρχές του 3ου αιώνα, στη Ρώμη βρισκόταν ο Σαβέλλιος (220 μ.Χ.), πιθανόν από τη Λιβύη, ο οποίος προσχώρησε στον πατροπασχιτισμό και ανέπτυξε τη διδασκαλία σε σύστημα. Ο Σαβέλλιος ήταν ο πρώτος από τους Πατροπασχίτες που συμπεριέλαβε και το Άγιο Πνεύμα, διδάσκοντας ότι ο Θεός εμφανίστηκε διαδοχικά σε τρεις διαφορετικούς τρόπους ενεργείας για τη σωτηρία. Χρησιμοποιούσε τον όρο «τρία πρόσωπα», αλλά τα αντιλαμβανόταν ως ρόλους ή προσωπεία, δηλαδή το ίδιο πρόσωπο εμφανίστηκε ως Πατέρας στην Παλαιά Διαθήκη, ως Υιός στον Ιησού Χριστό και ως Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. Ο Σαβέλλιος, εκτός από τον όρο «πρόσωπα», χρησιμοποιούσε και τον όρο «ονόματα». Οι Σαβελλιανοί χρησιμοποιούσαν επίσης τον όρο «ομοούσιος», εννοώντας ότι ο Θεός είναι ένα ον, ένα πρόσωπο. Από τη διδασκαλία του Σαβελλίου (ότι τα τρία πρόσωπα είναι τρεις τρόποι ενεργείας/δράσης), οι νεότεροι θεολόγοι ονόμασαν τους Πατροπασχίτες «Τροπικούς» (Μονταλιστές), ενώ οι αρχαίοι τους αποκαλούσαν απλώς Σαβελλιανούς (βλ. τον 7ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, 381 μ.Χ.). Η διδασκαλία του Σαβελλιανισμού διαδόθηκε στη Λιβύη (Κυρηναϊκή ή Πεντάπολη), προκαλώντας έριδες. Οι αντίπαλες πλευρές απευθύνθηκαν στον Αλεξανδρείας Διονύσιο (βλ. Μ. Αθανάσιο, Επιστολή περί Διονυσίου, κεφ. 4). Ο Διονύσιος, πολεμώντας τον Σαβελλιανισμό, προχώρησε σε δηλώσεις όπως: «ο Υιός είναι διαφορετικός στην ουσία από τον Πατέρα, όπως ο γεωργός από την άμπελο και ο ναυπηγός από το σκάφος». Βασισμένος σε χωρίο από τις Παροιμίες (8, 22: «Ο Κύριος με δημιούργησε αρχή των οδών του στα έργα του»), αποκάλεσε τον Υιό «ποίημα» και επομένως ότι «δεν υπήρχε πριν δημιουργηθεί».
Ο Διονύσιος της Ρώμης, στον οποίο, σύμφωνα με τον Μέγα Αθανάσιο (Περί Διονυσίου, 13), πιθανότατα απευθύνθηκαν είτε οι Ορθόδοξοι είτε οι πιθανότερα σαβελλιανίζοντες, γνωρίζοντας τις βάσεις της δυτικής θεολογίας, καταδίκασε τις δηλώσεις αυτές σε σύνοδο το 261 και τις πολέμησε με δύο επιστολές. Από την πρώτη επιστολή του, που απευθυνόταν ίσως στις κοινότητες της Πενταπόλεως, σώζεται ένα απόσπασμα (Μ. Αθανάσιος, Επιστολή περί της εν Νικαία συνόδου, κεφ. 26). Η διατύπωσή του συμφωνούσε με τη σχετική διδασκαλία της Δύσης, όπως αυτή είχε διορθωθεί από τον Νοβατιανό. Ο Διονύσιος της Ρώμης, αντιδρώντας στον Σαβέλλιο, ο οποίος αρνιόταν την ύπαρξη τριών προσώπων, υποστήριξε την Τριάδα. Εναντιώθηκε επίσης στον Διονύσιο Αλεξανδρείας, υποστηρίζοντας ότι ο Υιός «υπήρχε πάντα» (βλ. Νοβατιανό: «ήταν πάντα στον Πατέρα») και ότι τα τρία πρόσωπα αποτελούν «μοναρχία», δηλαδή «ενότητα» (βλ. Τερτυλλιανό: «μιας ουσίας»). Η ελληνική λέξη «υπόσταση» (οντότης) σημαίνει επίσης «ουσία» (φύση). Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, πριν λάβει γνώση των επιστολών του Διονυσίου της Ρώμης, είχε αποσύρει τις αρχικές εκφράσεις του και τις είχε αντικαταστήσει με άλλες. Αναφέρει μάλιστα ότι είχε ήδη γράψει άλλη επιστολή όπου εξηγούσε αυτές τις διορθώσεις (Μ. Αθανάσιος, Έλεγχος και Απολογία, κεφ. 25, 4). Τελικά, οι δύο Διονύσιοι συμφώνησαν. Αυτή η ανταλλαγή επιστολών είναι γνωστή στην Ιστορία ως η «έριδα των δύο Διονυσίων»1.
Σημείωση 1. Α΄. Η αντιπαράθεση που είναι γνωστή στην Ιστορία με το όνομα «διαμάχη των δύο Διονυσίων» προέκυψε εξαιτίας διαφωνιών μεταξύ Ανατολής και Δύσης στο θέμα της Τριάδας. Η Ανατολή είχε ως σαφή και βέβαιη βάση τα τρία πρόσωπα του Θεού και προσπαθούσε να κατανοήσει το μυστήριο της ενότητας του Θεού ως ένα (ένας Θεός). Η θεμελιώδης διατύπωση στην Ανατολή ήταν «τρία πρόσωπα, τρεις υποστάσεις». Από αυτή τη διατύπωση υπήρχε ο κίνδυνος να οδηγηθούν στην αντίληψη τριών ουσιών (όπως έγινε με τον Ωριγένη, τον Αλεξανδρείας Διονύσιο και τους Αρειανούς). Αυτή η διατύπωση υποστήριζε τον Αρειανισμό και διευκόλυνε την καταπολέμηση του Μοναρχιανισμού. Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, αν και απέσυρε ορισμένες φράσεις του, δέχθηκε τη μία ουσία, αλλά επέμενε στις τρεις υποστάσεις. Σε αυτό το σημείο δεν συμφώνησε με τον Διονύσιο της Ρώμης. Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας έλεγε: «Αν οι τρεις υποστάσεις θεωρούνται χωριστές, τότε είναι τρεις, και αν δεν το αποδέχονται, ας καταργήσουν εντελώς την Αγία Τριάδα». Αντίθετα, η Δύση είχε ως σαφή και βέβαιη βάση την ενότητα του Θεού (ένας Θεός) και προσπαθούσε να κατανοήσει το μυστήριο της Τριάδας. Η θεμελιώδης διατύπωση στη Δύση ήταν «μία ουσία, μία υπόσταση». Από αυτή τη διατύπωση υπήρχε ο κίνδυνος να οδηγηθούν στην αντίληψη ενός προσώπου (όπως συνέβη με τους Μοναρχιανούς και τους επισκόπους της Ρώμης, Βίκτωρ, Ζεφυρίνο και Κάλλιστο). Αυτή η διατύπωση υποστήριζε τον Μοναρχιανισμό και διευκόλυνε την καταπολέμηση του Αρειανισμού. Ο Διονύσιος Ρώμης δεν ήταν Μοναρχιανός, δέχθηκε τα τρία πρόσωπα, αλλά επέμενε στη μία υπόσταση. Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας μιλούσε για «τρεις υποστάσεις», ενώ ο Διονύσιος Ρώμης για «μία υπόσταση». Σε αυτό το σημείο δεν υπήρξε συμφωνία. Ήταν διαμάχη της ανατολικής και της δυτικής θεολογίας.
Β΄. Η ελληνική λέξη «υπόσταση», όπως και η λατινική λέξη substantia, έχει τη σημασία της «ουσίας» (φύσης). Ο Ωριγένης κάποτε δίδαξε ότι ο Υιός είναι «έτερος κατ’ ουσίαν του Πατρός» και ότι ο Υιός είναι «κτίσμα». Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας ήταν μαθητής του. Ωστόσο, ο Ωριγένης δεχόταν την αιώνια (άχρονον) προΰπαρξη του Λόγου, ο οποίος είχε γεννηθεί «εκ της ουσίας του πατρός» («ομοούσιος»). Ο Διονύσιος πάλευε με τους Μοναρχιανούς, ενώ ο Ωριγένης πάλευε με τον εαυτό του, και γι' αυτό υπήρχαν αντιφάσεις στις απόψεις του. Η χρήση της λέξης «ομοούσιος» σε αυτήν την περίπτωση θεωρείται από κάποιους ως παρεμβληθείσα, ωστόσο, ο Ωριγένης τη χρησιμοποιούσε αλλού σε διαφορετική σχέση, όπως οι Γνωστικοί, στη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Πάντως, οι Ωριγενιστές της Ανατολής απέρριπταν τον όρο «ομοούσιον».

Δεν υπάρχουν σχόλια: