Συνέχεια από: Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024
Αποσπάσματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Αρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών (Εκδόσεις: Αστήρ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' - Ό δογματικοί καθορισμός της χριστιανικής διδασκαλίας.
§ 13. Τὸ τριαδικὸν δόγμα.
Οἱ «Υιοθετισταί» Μοναρχιανοὶ ἐδέχοντο βεβαίως καὶ αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὡς μονάδα, ἀλλ᾽ ἐνῷ κατὰ τοὺς Πατροπασχίτας ἐν τῷ Χριστῷ ἐνεσαρκώθη αὐτὸς ὁ θεὸς Πατήρ, κατ' αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς ἦτο ἁπλοῦς ἄνθρωπος, θεόπνευστος. Τὸ σημεῖον τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ, κατὰ τὸ ὁποῖον κατῆλθεν ἐπ᾿ αὐτοῦ τὸ ἅγιον πνεῦμα, ἦτο τὸ βάπτισμα. Τότε ὁ Θεὸς ἐκάλεσεν αὐτὸν «υιόν του» (υἱοθεσία, υἱοθετισταί) καὶ κατέστησεν αὐτὸν Χριστόν. Οἱ Πατροπασχῖται ἐδέχοντο τὴν θεότητα τοῦ ἐπὶ τῆς γῆς φανέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐτόνιζον μάλιστα αὐτήν, οἱ Υιοθετισταὶ ἠρνοῦντο τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
Πρῶτος Υιοθετιστὴς ἀναφέρεται Θεόδοτος ὁ Σκητεύς, ὁ ὁποῖος ἦλθεν ἐκ τοῦ Βυζαντίου εἰς τὴν Ρώμην (190), ὅπου ἐδίδαξε τὸν υἱοθετισμόν. Χαρακτηριστικαὶ φράσεις αὐτοῦ ἦσαν αἱ ἑπόμεναι· «ψιλὸν ἄνθρωπον εἶναι τὸν Χριστόν», ὁ ὁποῖος «έγεννήθη μὲν ἐκ πνεύματος ἁγίου καὶ τῆς παρθένου, ἀλλ' εἶναι ἁπλοῦς ἄνθρωπος κατ' οὐδὲν διαφέρων τῶν ἄλλων, εἰμὴ μόνον κατὰ τὴν πρότυπου δικαιοσύνην» (Spiritu quidem sancto natum ex virgine, sed hominem nudum nulla alia præ ceteris nisi sola iustitiae auctoritate). O Θεόδοτος ἐδέχετο, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ παρατεθέντος χωρίου, τὴν ὑπερφυσικὴν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐδέχετο πρὸς τούτοις ὅτι τὸ ἅγιον πνεῦμα κατῆλθεν ἐπ᾿ αὐτοῦ καὶ κατὰ τὸ βάπτισμα, ἐν τούτοις δὲν ἔπαυε νὰ θεωρῇ αὐτὸν ἁπλοῦν ἄνθρωπον. Ο Θεόδοτος ἐδέχετο ὄχι μόνον τὰ Συναπτικά, ἀλλὰ καὶ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἂν καὶ αὐτὸ περισσότερον τῶν ἄλλων Εὐαγγελίων ἀντέβαινεν εἰς τὰς ἀντιλήψεις αὐτοῦ, ἐν τούτοις καὶ ἐν αὐτῷ εὕρισκε χωρίον τὸ ὁποῖον ἐξήγει συμφώνως πρὸς τὰς ἰδέας αὐτοῦ (Ἰω., 8, 40· «ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ἄνθρωπον, ὃς ἀλήθειαν ὑμῖν λελάληκα»).
Οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ ὀνομάσθησαν «Θεοδοτιανοί». Κατηγοροῦντο, ὅτι ἤσκουν αὐθαίρετον κριτικὴν τοῦ κειμένου τῆς ῾Αγ. Γραφῆς καὶ ὅτι ἀντὶ τῆς συνήθους τότε ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας μετεχειρίζοντο τὴν κατὰ γράμμα ἑρμηνείαν. Τὰς τάσεις ταύτας ἀπηντήσαμεν παρὰ τῷ ἱδρυτῇ τῆς ᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς Λουκιανῷ, ὁ ὁποῖος, ὡς θὰ ἴδωμεν, σχετίζεται μὲ τοὺς Υιοθετιστὰς Μοναρχιανούς. Πιθανώτατα ὁ Λουκιανός παρ᾿ αὐτῶν ἔλαβε τὰς τάσεις ταύτας. Οἱ Υιοθετισταὶ ἀπεπειράθησαν νὰ συμπήξωσιν ἐν Ρώμῃ κοινότητα (210). Διὰ μηνιαίου μισθοῦ 150 δηναρίων (παλαιῶν δραχμῶν) ἔπεισαν τὸν Ρωμαῖον ὁμολογητὴν Νατάλιον νὰ νὰ γίνῃ ἐπίσκοπος ἐπίσκοπος αὐτῶν, ἀλλ᾽ οὗτος δὲν ἠδυνήθη νὰ ἀντίσχῃ ἐπὶ πολὺ εἰς τὰς τύψεις τῆς συνειδήσεως καὶ ὑπετάγη τῷ Ρώμης Ζεφυρίνῳ (199 - 217).
Ως τελευταῖος ἀρχηγὸς τῶν Θεοδοτιανῶν ἐν Ρώμῃ ἀναφέρεται ὁ ᾿Αρτεμᾶς († 270). Ἐν τῇ ᾿Ανατολῇ ὡς Υιοθετιστής Μοναρχιανός διεκρίθη Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας (260), εὑρισκομένης τότε ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τῆς βασιλίσσης τῆς Παλμύρας Ζηνοβίας. Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς εἶχε στενὴν σχέσιν μετὰ τοῦ μνημονευθέντος Υιοθετιστοῦ Μοναρχιανοῦ ᾿Αρτεμᾶ. Ἡ καταδικάσασα τὸν Σαμοσατέα σύνοδος τῆς ᾿Αντιοχείας ὠνόμασε τὸν ᾿Αρτεμᾶν διδάσκαλον αὐτοῦ. «Καὶ ἐμπομπεύσαντα τῇ μιαρᾷ αἱρέσει τῇ ᾿Αρτεμᾷ, τί γὰρ οὐ χρὴ μόλις τὸν πατέρα αὐτοῦ δηλῶσαι;... τῷ δὲ ᾿Αρτεμᾷ οὗτος ἐπιστελλέτω καὶ οἱ τὰ ᾿Αρτεμᾶ φρονοῦντες τούτῳ κοινωνείτωσαν» (Εὐσεβίου, Ἐκκλ. Ιστορία, 7, 30, 16 καὶ 17).
Ὅπως ὁ Σαβέλλιος ἀνέπτυξε καὶ διεμόρφωσε τὸν πατροπασχιτισμόν, οὕτως ὁ Παῦλος ἀνέπτυξε καὶ διεμόρφωσε τὸν υἱοθετισμόν. Εδέχετο τὸν Θεὸν ὡς «ἓν πρόσωπον», τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Άγιον Πνεῦμα ὡς ἁπλᾶς ἀπροσώπους δυνάμεις. ᾿Αμφότερα, κατ᾿ αὐτόν, ἠδύναντο νὰ ταυτισθῶσιν (πρβλ. ᾿Αποστόλου Παύλου, Β΄ πρὸς Κορινθίους, 3, 17 «ὁ κύριος τὸ πνεῦμα ἐστιν», Ἑρμᾶ, Ποιμήν, παραβολὴ θ΄, 1 «ἐκεῖνο τὸ πνεῦμα ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ ἐστιν»). Οἱ Υιοθετισταὶ ὠνομάσθησαν ὑπὸ τῶν νεωτέρων καὶ «δυναμικοί» Μοναρχιανοί.
Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς ἐκτὸς τοῦ ὀνόματος Υιός, ἔκαμε χρῆσιν τοῦ ὀνόματος «Λόγος» καὶ ἐξήταζε τὴν σχέσιν αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Δὲν ἐδέχετο τὴν ὑπερφυσικὴν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος κατ᾿ οὐδὲν διέφερε τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. ᾿Αλλ' ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ βαπτίσματος ἐνήργει ἐν αὐτῷ – θὰ περιέμενε τις, συμφώνως πρὸς τὰ Εὐαγγέλια, νὰ ἀκούσῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλ' ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς ἔλεγεν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπρόσωπος αὕτη θεία δύναμις («μὴ εἶναι τὸν υἱὸν ἐνυπόστατον»). Καὶ ἐδῶ φαίνεται ἡ συνταύτισις τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Ἡ ἐνέργεια αὕτη ἦτο ὁμοία πρὸς τὴν ἐνέργειαν τῆς αὐτῆς θείας δυνάμεως ἐν τῷ Μωϋσεῖ καὶ τοῖς προφήταις, ἀλλ᾽ εἰς μεγαλυτέραν βαθμίδα. Τὴν ἐνέργειαν ταύτην προσδιώριζεν ἀκριβέστερον ὡς «ἐνοίκησιν» («τὸν λόγον ἐνοικίσαντα ἐν Ἰησοῦ ἀνθρώπῳ ὄντι») καὶ ὡς «συνάφειαν» ἀμφοτέρων. Τοὺς ὄρους τούτους θὰ ἀπαντήσωμεν παρὰ τοῖς Νεστοριανοῖς.
Μεταξὺ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχεν ἑνότης ἀγάπης καὶ θελήσεως, ἐν τῇ ὁποία ὁ Ἰησοῦς ὄχι μόνον διετηρήθη, ἀλλὰ καὶ προώδευσεν, ὥστε ἡνώθη άδιασπάστως μετὰ τοῦ Θεοῦ. «Ἐκ προκοπῆς τεθεοποιεῖσθαι», ἀλλὰ δὲν πρόκειται περὶ φυσικῆς καὶ πραγματικῆς θεώσεως, πρόκειται περὶ ἠθικῆς θεώσεως. Οἱ ὀπαδοὶ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως ὠνομάσθησα ήσαν «Παυλιανίσαντες» (19) κανών Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου).
Οἱ τῆς Συρίας ἐπίσκοποι συνεκρότησαν κατὰ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως δύο ἢ τρεῖς μεγάλας συνόδους ἐν ᾿Αντιοχεία (264 - 268), εἰς τὰς ὁποίας ἐκλήθησαν καὶ ἄλλοι ἐξέχοντες ἐπίσκοποι, ἀλλὰ μόνον εἰς τὴν τελευταίαν σύνοδον ὁ πρεσβύτερος Μαλχίων, προϊστάμενος ἐθνικῆς ρητορικῆς σχολῆς ἐν ᾿Αντιοχείᾳ καὶ ἔμπειρος διαλεκτικός, κατώρθωσε νὰ ἀποκαλύψῃ τὸν ἀντιεκκλησιαστικὸν χαρακτῆρα τῶν δοξασιῶν αὐτοῦ καὶ ἐν δημοσία συζητήσει νὰ καταπολεμήσῃ αὐτὰς (Εὐσεβίου, Ἐκκλ. Ἱστορία, 7, 27- 29). Η σύνοδος καθήρεσε καὶ ἀφώρισε Παῦλον τὸν Σαμοσατέα καὶ ἐξέλεξεν ἄλλον ἐπίσκοπον ᾿Αντιοχείας (τὸν Δόμνον), τὰ δὲ πρακτικὰ τῆς μνημονευθείσης συζητήσεως μετὰ μακρᾶς ἐπιστολῆς ἔπεμψε πρὸς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας, κατ' ἀρχὰς εἰς τὴν Ρώμην καὶ τὴν ᾿Αλεξάνδρειαν (Ευσεβίου, Ἐκκλ. Ἱστορία, 7, 30).
Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς ἐξηκολούθει νὰ κατέχῃ τὸν ἕνα ναὸν τῆς πόλεως, ὑποστηριζόμενος ὑπὸ τῶν πολλῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ καὶ τῆς βασιλίσσης Ζηνοβίας, τῆς ὁποίας ἦτο ἀνώτερος οἰκονομικὸς ὑπάλληλος («δουκηνάριος», procurator ducenarius, ὡς ἔχων ἐτήσιον μισθόν ducena sestertia, ἤτοι διακόσια σηστέρτια = 40 χιλ. γαλλ. φράγκα). ᾿Αλλ' ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Αὐρηλιανὸς ἐνίκησε τὴν Ζηνοβίαν καὶ εἰσῆλθε νικητὴς εἰς τὴν ᾿Αντιόχειαν (272). Οἱ χριστιανοὶ ἀνεφέρθησαν εἰς αὐτόν, ἂν καὶ ἦτο ἐθνικός, διὰ τὸ ζήτημα τῶν δύο ἐπισκόπων τῆς πόλεως, ὁ δὲ αὐτοκράτωρ ἀπεφάνθη, ὅτι πρέπει νὰ παραμείνῃ ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἀναγνωρίζουσιν οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ρώμης καὶ τῆς Ἰταλίας. Οὕτως ἐξεβλήθη Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, ὡς ἀνήκων εἰς τὸ παλαιὸν πολιτικὸν καθεστὼς καὶ ὡς δοσίλογος.
Διάδοχος Παύλου τοῦ Σαμοσατέως ἐν τῇ διδασκαλία ὑπῆρξε Λουκιανός τις, περὶ τοῦ ὁποίου ἔχομεν εἴδησιν, ὅτι διετέλεσεν ἀφωρισμένος ἐπὶ πολλὰ ἔτη· «ὂν διαδεξάμενος ἀποσυνάγωγος ἔμεινε τριῶν ἐπισκόπων (᾿Αντιοχείας, ἤτοι Δόμνου, Τιμαίου καὶ Κυρίλλου) πολυετεῖς χρόνους» (272-312, ᾿Αλεξανδρείας ᾿Αλεξάνδρου ἐπιστολή. Θεοδωρήτου, Ἐκκλ. Ἱστορία, 1, 4, 36. Εὐσεβίου, Εκκλ. Ἱστορία, 9, 2). Ἴσως δὲν ἀφωρίσθη, ἀλλ᾿ αὐτὸς διέκοψε τὰς μετὰ τῆς Ἐκκλησίας σχέσεις. Οὗτος, κατὰ τὴν καθιερωμένην γνώμην, ἦτο ὁ πρεσβύτερος Λουκιανός, ὁ ἱδρυτὴς τῆς ᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς2. Λουκιανός βραδύτερον ἐγκατέλειψε με τὸν καθαρὸν καὶ ἀμιγῆ δυναμικὸν μοναρχιανισμὸν καὶ ἀπεδέχθη τὴν ὕπαρξιν τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου ὡς ἰδιαιτέρου προσώπου. Οὕτως ἐπλησίασε τὴν Ἐκκλησίαν, πολλοὶ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ κατέλαβον ἐπισήμους ἐπισκοπικούς θρόνους.
Σημειώσεις
2. Την συνταύτισιν ταύτην δέχονται, Pagi († 1699, Critica Baronii, εἰς τὸ ἔτος 311, σημ. 9), Valesius († 1676, Migne, τόμος 82, στήλη 1527), Tillemont († 1698, Mémoires, τόμος ν, σελ. 774 καὶ 776) καὶ οἱ περισσότεροι τῶν νεωτέρων. Ο Βαρώνιος († 1607) δέχεται μὲν τὴν συνταύτισιν, ἀλλὰ τὸν Λουκιανόν, κατά τινα θρύλον, χαρακτηρίζει ὄχι ὡς Μοναρχιανόν, ἀλλ' ὡς πολέμιον του Μοναρχιανού (Σαβελλιανού) πρεσβυτέρου τῆς ᾿Αντιοχείας Παγκρατίου (Annales ecclesiastici, εἰς τὸ ἔτος 311, 11), περιπεσόντα εἰς ἐσφαλμένας ἀντιθέτους ἐκφράσεις καὶ διὰ τοῦτο ἀφορισθέντα. Τὴν συνταύτισεν ὁλοτελῶς ἡρνήθησαν: 1. Ceiller (Histoire générale des auteurs sacrés et ecclésiastiques, 1859, τόμος ΙΙΙ, σελ. 77), H. M. Gwatkin (Studies of arianism, 1900, σελ. 17) καὶ διεξοδικῶς ὁ Fr. Loofs (Paulus von Samosata, 1924, σελ. 183 - 186). Αλλ' ἀρνούμενός τις τὴν συνταύτισιν εἶναι ὑπόχρεως (ὡς πράττει π.χ. Κ. Müller, Kirchengeschichte, 1, 1941, σελ. 396 καὶ 397) νὰ δεχθῇ τὸν ἱδρυτήν τῆς ᾿Αντιοχείανῆς σχολῆς κυρίως ὡς Μοναρχιανόν, διαφέροντα τοῦ ἀποσυναγώγου Λουκιανού ὀλιγώτερον μὲν κατὰ τὴν διδασκαλίαν (ἐκτὸς τῆς ἀπροσώπου ὑπάρξεως τοῦ Λόγου ἐν τῷ Θεῷ, ἀποδοχὴν καὶ προσωπικῆς ὑπάρξεως αὐτοῦ ὡς κτίσματος ἐκτὸς τοῦ Θεοῦ), περισσότερον δε, διὰ τὴν ἔλλειψιν θάρρους καὶ παρρησίας, ὥστε ἔμεινεν απαρατήρητος καὶ ἀτιμώρητος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου