Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

Το Τριαδικόν δόγμα - Αρχιμ Β. Στεφανίδη (2)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Αποσπάσματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Αρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών (Εκδόσεις: Αστήρ)

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' - Ό δογματικοί καθορισμός της χριστιανικής διδασκαλίας.

§ 13. Τὸ τριαδικὸν δόγμα.

Οἱ «Υιοθετισταί» Μοναρχιανοὶ ἐδέχοντο βεβαίως καὶ αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὡς μονάδα, ἀλλ᾽ ἐνῷ κατὰ τοὺς Πατροπασχίτας ἐν τῷ Χριστῷ ἐνεσαρκώθη αὐτὸς ὁ θεὸς Πατήρ, κατ' αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς ἦτο ἁπλοῦς ἄνθρωπος, θεόπνευστος. Τὸ σημεῖον τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ, κατὰ τὸ ὁποῖον κατῆλθεν ἐπ᾿ αὐτοῦ τὸ ἅγιον πνεῦμα, ἦτο τὸ βάπτισμα. Τότε ὁ Θεὸς ἐκάλεσεν αὐτὸν «υιόν του» (υἱοθεσία, υἱοθετισταί) καὶ κατέστησεν αὐτὸν Χριστόν. Οἱ Πατροπασχῖται ἐδέχοντο τὴν θεότητα τοῦ ἐπὶ τῆς γῆς φανέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐτόνιζον μάλιστα αὐτήν, οἱ Υιοθετισταὶ ἠρνοῦντο τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. 

Πρῶτος Υιοθετιστὴς ἀναφέρεται Θεόδοτος ὁ Σκητεύς, ὁ ὁποῖος ἦλθεν ἐκ τοῦ Βυζαντίου εἰς τὴν Ρώμην (190), ὅπου ἐδίδαξε τὸν υἱοθετισμόν. Χαρακτηριστικαὶ φράσεις αὐτοῦ ἦσαν αἱ ἑπόμεναι· «ψιλὸν ἄνθρωπον εἶναι τὸν Χριστόν», ὁ ὁποῖος «έγεννήθη μὲν ἐκ πνεύματος ἁγίου καὶ τῆς παρθένου, ἀλλ' εἶναι ἁπλοῦς ἄνθρωπος κατ' οὐδὲν διαφέρων τῶν ἄλλων, εἰμὴ μόνον κατὰ τὴν πρότυπου δικαιοσύνην» (Spiritu quidem sancto natum ex virgine, sed hominem nudum nulla alia præ ceteris nisi sola iustitiae auctoritate). O Θεόδοτος ἐδέχετο, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ παρατεθέντος χωρίου, τὴν ὑπερφυσικὴν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐδέχετο πρὸς τούτοις ὅτι τὸ ἅγιον πνεῦμα κατῆλθεν ἐπ᾿ αὐτοῦ καὶ κατὰ τὸ βάπτισμα, ἐν τούτοις δὲν ἔπαυε νὰ θεωρῇ αὐτὸν ἁπλοῦν ἄνθρωπον. Ο Θεόδοτος ἐδέχετο ὄχι μόνον τὰ Συναπτικά, ἀλλὰ καὶ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἂν καὶ αὐτὸ περισσότερον τῶν ἄλλων Εὐαγγελίων ἀντέβαινεν εἰς τὰς ἀντιλήψεις αὐτοῦ, ἐν τούτοις καὶ ἐν αὐτῷ εὕρισκε χωρίον τὸ ὁποῖον ἐξήγει συμφώνως πρὸς τὰς ἰδέας αὐτοῦ (Ἰω., 8, 40· «ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ἄνθρωπον, ὃς ἀλήθειαν ὑμῖν λελάληκα»). 

Οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ ὀνομάσθησαν «Θεοδοτιανοί». Κατηγοροῦντο, ὅτι ἤσκουν αὐθαίρετον κριτικὴν τοῦ κειμένου τῆς ῾Αγ. Γραφῆς καὶ ὅτι ἀντὶ τῆς συνήθους τότε ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας μετεχειρίζοντο τὴν κατὰ γράμμα ἑρμηνείαν. Τὰς τάσεις ταύτας ἀπηντήσαμεν παρὰ τῷ ἱδρυτῇ τῆς ᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς Λουκιανῷ, ὁ ὁποῖος, ὡς θὰ ἴδωμεν, σχετίζεται μὲ τοὺς Υιοθετιστὰς Μοναρχιανούς. Πιθανώτατα ὁ Λουκιανός παρ᾿ αὐτῶν ἔλαβε τὰς τάσεις ταύτας. Οἱ Υιοθετισταὶ ἀπεπειράθησαν νὰ συμπήξωσιν ἐν Ρώμῃ κοινότητα (210). Διὰ μηνιαίου μισθοῦ 150 δηναρίων (παλαιῶν δραχμῶν) ἔπεισαν τὸν Ρωμαῖον ὁμολογητὴν Νατάλιον νὰ νὰ γίνῃ ἐπίσκοπος ἐπίσκοπος αὐτῶν, ἀλλ᾽ οὗτος δὲν ἠδυνήθη νὰ ἀντίσχῃ ἐπὶ πολὺ εἰς τὰς τύψεις τῆς συνειδήσεως καὶ ὑπετάγη τῷ Ρώμης Ζεφυρίνῳ (199 - 217). 

Ως τελευταῖος ἀρχηγὸς τῶν Θεοδοτιανῶν ἐν Ρώμῃ ἀναφέρεται ὁ ᾿Αρτεμᾶς († 270). Ἐν τῇ ᾿Ανατολῇ ὡς Υιοθετιστής Μοναρχιανός διεκρίθη Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας (260), εὑρισκομένης τότε ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τῆς βασιλίσσης τῆς Παλμύρας Ζηνοβίας. Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς εἶχε στενὴν σχέσιν μετὰ τοῦ μνημονευθέντος Υιοθετιστοῦ Μοναρχιανοῦ ᾿Αρτεμᾶ. Ἡ καταδικάσασα τὸν Σαμοσατέα σύνοδος τῆς ᾿Αντιοχείας ὠνόμασε τὸν ᾿Αρτεμᾶν διδάσκαλον αὐτοῦ. «Καὶ ἐμπομπεύσαντα τῇ μιαρᾷ αἱρέσει τῇ ᾿Αρτεμᾷ, τί γὰρ οὐ χρὴ μόλις τὸν πατέρα αὐτοῦ δηλῶσαι;... τῷ δὲ ᾿Αρτεμᾷ οὗτος ἐπιστελλέτω καὶ οἱ τὰ ᾿Αρτεμᾶ φρονοῦντες τούτῳ κοινωνείτωσαν» (Εὐσεβίου, Ἐκκλ. Ιστορία, 7, 30, 16 καὶ 17). 

Ὅπως ὁ Σαβέλλιος ἀνέπτυξε καὶ διεμόρφωσε τὸν πατροπασχιτισμόν, οὕτως ὁ Παῦλος ἀνέπτυξε καὶ διεμόρφωσε τὸν υἱοθετισμόν. Εδέχετο τὸν Θεὸν ὡς «ἓν πρόσωπον», τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Άγιον Πνεῦμα ὡς ἁπλᾶς ἀπροσώπους δυνάμεις. ᾿Αμφότερα, κατ᾿ αὐτόν, ἠδύναντο νὰ ταυτισθῶσιν (πρβλ. ᾿Αποστόλου Παύλου, Β΄ πρὸς Κορινθίους, 3, 17 «ὁ κύριος τὸ πνεῦμα ἐστιν», Ἑρμᾶ, Ποιμήν, παραβολὴ θ΄, 1 «ἐκεῖνο τὸ πνεῦμα ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ ἐστιν»). Οἱ Υιοθετισταὶ ὠνομάσθησαν ὑπὸ τῶν νεωτέρων καὶ «δυναμικοί» Μοναρχιανοί. 

Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς ἐκτὸς τοῦ ὀνόματος Υιός, ἔκαμε χρῆσιν τοῦ ὀνόματος «Λόγος» καὶ ἐξήταζε τὴν σχέσιν αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Δὲν ἐδέχετο τὴν ὑπερφυσικὴν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος κατ᾿ οὐδὲν διέφερε τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. ᾿Αλλ' ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ βαπτίσματος ἐνήργει ἐν αὐτῷ – θὰ περιέμενε τις, συμφώνως πρὸς τὰ Εὐαγγέλια, νὰ ἀκούσῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλ' ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς ἔλεγεν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπρόσωπος αὕτη θεία δύναμις («μὴ εἶναι τὸν υἱὸν ἐνυπόστατον»). Καὶ ἐδῶ φαίνεται ἡ συνταύτισις τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Ἡ ἐνέργεια αὕτη ἦτο ὁμοία πρὸς τὴν ἐνέργειαν τῆς αὐτῆς θείας δυνάμεως ἐν τῷ Μωϋσεῖ καὶ τοῖς προφήταις, ἀλλ᾽ εἰς μεγαλυτέραν βαθμίδα. Τὴν ἐνέργειαν ταύτην προσδιώριζεν ἀκριβέστερον ὡς «ἐνοίκησιν» («τὸν λόγον ἐνοικίσαντα ἐν Ἰησοῦ ἀνθρώπῳ ὄντι») καὶ ὡς «συνάφειαν» ἀμφοτέρων. Τοὺς ὄρους τούτους θὰ ἀπαντήσωμεν παρὰ τοῖς Νεστοριανοῖς. 

Μεταξὺ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχεν ἑνότης ἀγάπης καὶ θελήσεως, ἐν τῇ ὁποία ὁ Ἰησοῦς ὄχι μόνον διετηρήθη, ἀλλὰ καὶ προώδευσεν, ὥστε ἡνώθη άδιασπάστως μετὰ τοῦ Θεοῦ. «Ἐκ προκοπῆς τεθεοποιεῖσθαι», ἀλλὰ δὲν πρόκειται περὶ φυσικῆς καὶ πραγματικῆς θεώσεως, πρόκειται περὶ ἠθικῆς θεώσεως. Οἱ ὀπαδοὶ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως ὠνομάσθησα ήσαν «Παυλιανίσαντες» (19) κανών Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου). 

Οἱ τῆς Συρίας ἐπίσκοποι συνεκρότησαν κατὰ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως δύο ἢ τρεῖς μεγάλας συνόδους ἐν ᾿Αντιοχεία (264 - 268), εἰς τὰς ὁποίας ἐκλήθησαν καὶ ἄλλοι ἐξέχοντες ἐπίσκοποι, ἀλλὰ μόνον εἰς τὴν τελευταίαν σύνοδον ὁ πρεσβύτερος Μαλχίων, προϊστάμενος ἐθνικῆς ρητορικῆς σχολῆς ἐν ᾿Αντιοχείᾳ καὶ ἔμπειρος διαλεκτικός, κατώρθωσε νὰ ἀποκαλύψῃ τὸν ἀντιεκκλησιαστικὸν χαρακτῆρα τῶν δοξασιῶν αὐτοῦ καὶ ἐν δημοσία συζητήσει νὰ καταπολεμήσῃ αὐτὰς (Εὐσεβίου, Ἐκκλ. Ἱστορία, 7, 27- 29). Η σύνοδος καθήρεσε καὶ ἀφώρισε Παῦλον τὸν Σαμοσατέα καὶ ἐξέλεξεν ἄλλον ἐπίσκοπον ᾿Αντιοχείας (τὸν Δόμνον), τὰ δὲ πρακτικὰ τῆς μνημονευθείσης συζητήσεως μετὰ μακρᾶς ἐπιστολῆς ἔπεμψε πρὸς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας, κατ' ἀρχὰς εἰς τὴν Ρώμην καὶ τὴν ᾿Αλεξάνδρειαν (Ευσεβίου, Ἐκκλ. Ἱστορία, 7, 30). 

Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς ἐξηκολούθει νὰ κατέχῃ τὸν ἕνα ναὸν τῆς πόλεως, ὑποστηριζόμενος ὑπὸ τῶν πολλῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ καὶ τῆς βασιλίσσης Ζηνοβίας, τῆς ὁποίας ἦτο ἀνώτερος οἰκονομικὸς ὑπάλληλος («δουκηνάριος», procurator ducenarius, ὡς ἔχων ἐτήσιον μισθόν ducena sestertia, ἤτοι διακόσια σηστέρτια = 40 χιλ. γαλλ. φράγκα). ᾿Αλλ' ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Αὐρηλιανὸς ἐνίκησε τὴν Ζηνοβίαν καὶ εἰσῆλθε νικητὴς εἰς τὴν ᾿Αντιόχειαν (272). Οἱ χριστιανοὶ ἀνεφέρθησαν εἰς αὐτόν, ἂν καὶ ἦτο ἐθνικός, διὰ τὸ ζήτημα τῶν δύο ἐπισκόπων τῆς πόλεως, ὁ δὲ αὐτοκράτωρ ἀπεφάνθη, ὅτι πρέπει νὰ παραμείνῃ ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἀναγνωρίζουσιν οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ρώμης καὶ τῆς Ἰταλίας. Οὕτως ἐξεβλήθη Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, ὡς ἀνήκων εἰς τὸ παλαιὸν πολιτικὸν καθεστὼς καὶ ὡς δοσίλογος. 

Διάδοχος Παύλου τοῦ Σαμοσατέως ἐν τῇ διδασκαλία ὑπῆρξε Λουκιανός τις, περὶ τοῦ ὁποίου ἔχομεν εἴδησιν, ὅτι διετέλεσεν ἀφωρισμένος ἐπὶ πολλὰ ἔτη· «ὂν διαδεξάμενος ἀποσυνάγωγος ἔμεινε τριῶν ἐπισκόπων (᾿Αντιοχείας, ἤτοι Δόμνου, Τιμαίου καὶ Κυρίλλου) πολυετεῖς χρόνους» (272-312, ᾿Αλεξανδρείας ᾿Αλεξάνδρου ἐπιστολή. Θεοδωρήτου, Ἐκκλ. Ἱστορία, 1, 4, 36. Εὐσεβίου, Εκκλ. Ἱστορία, 9, 2). Ἴσως δὲν ἀφωρίσθη, ἀλλ᾿ αὐτὸς διέκοψε τὰς μετὰ τῆς Ἐκκλησίας σχέσεις. Οὗτος, κατὰ τὴν καθιερωμένην γνώμην, ἦτο ὁ πρεσβύτερος Λουκιανός, ὁ ἱδρυτὴς τῆς ᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς2. Λουκιανός βραδύτερον ἐγκατέλειψε με τὸν καθαρὸν καὶ ἀμιγῆ δυναμικὸν μοναρχιανισμὸν καὶ ἀπεδέχθη τὴν ὕπαρξιν τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου ὡς ἰδιαιτέρου προσώπου. Οὕτως ἐπλησίασε τὴν Ἐκκλησίαν, πολλοὶ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ κατέλαβον ἐπισήμους ἐπισκοπικούς θρόνους. 

Σημειώσεις

2. Την συνταύτισιν ταύτην δέχονται, Pagi († 1699, Critica Baronii, εἰς τὸ ἔτος 311, σημ. 9), Valesius († 1676, Migne, τόμος 82, στήλη 1527), Tillemont († 1698, Mémoires, τόμος ν, σελ. 774 καὶ 776) καὶ οἱ περισσότεροι τῶν νεωτέρων. Ο Βαρώνιος († 1607) δέχεται μὲν τὴν συνταύτισιν, ἀλλὰ τὸν Λουκιανόν, κατά τινα θρύλον, χαρακτηρίζει ὄχι ὡς Μοναρχιανόν, ἀλλ' ὡς πολέμιον του Μοναρχιανού (Σαβελλιανού) πρεσβυτέρου τῆς ᾿Αντιοχείας Παγκρατίου (Annales ecclesiastici, εἰς τὸ ἔτος 311, 11), περιπεσόντα εἰς ἐσφαλμένας ἀντιθέτους ἐκφράσεις καὶ διὰ τοῦτο ἀφορισθέντα. Τὴν συνταύτισεν ὁλοτελῶς ἡρνήθησαν: 1. Ceiller (Histoire générale des auteurs sacrés et ecclésiastiques, 1859, τόμος ΙΙΙ, σελ. 77), H. M. Gwatkin (Studies of arianism, 1900, σελ. 17) καὶ διεξοδικῶς ὁ Fr. Loofs (Paulus von Samosata, 1924, σελ. 183 - 186). Αλλ' ἀρνούμενός τις τὴν συνταύτισιν εἶναι ὑπόχρεως (ὡς πράττει π.χ. Κ. Müller, Kirchengeschichte, 1, 1941, σελ. 396 καὶ 397) νὰ δεχθῇ τὸν ἱδρυτήν τῆς ᾿Αντιοχείανῆς σχολῆς κυρίως ὡς Μοναρχιανόν, διαφέροντα τοῦ ἀποσυναγώγου Λουκιανού ὀλιγώτερον μὲν κατὰ τὴν διδασκαλίαν (ἐκτὸς τῆς ἀπροσώπου ὑπάρξεως τοῦ Λόγου ἐν τῷ Θεῷ, ἀποδοχὴν καὶ προσωπικῆς ὑπάρξεως αὐτοῦ ὡς κτίσματος ἐκτὸς τοῦ Θεοῦ), περισσότερον δε, διὰ τὴν ἔλλειψιν θάρρους καὶ παρρησίας, ὥστε ἔμεινεν απαρατήρητος καὶ ἀτιμώρητος.

Το παραπάνω κείμενο σε σημερινή γλώσσα

Οι «Υιοθετιστές» Μοναρχιανοί αποδέχονταν φυσικά και αυτοί τον Θεό ως μονάδα, όμως, ενώ σύμφωνα με τους Πατροπασχίτες ο ίδιος ο Θεός Πατέρας ενσαρκώθηκε στον Χριστό, κατά τους Υιοθετιστές ο Ιησούς ήταν ένας απλός άνθρωπος, θεόπνευστος. Το σημείο της ζωής του Ιησού κατά το οποίο το Άγιο Πνεύμα κατήλθε σε αυτόν ήταν το βάπτισμα. Τότε ο Θεός τον αποκάλεσε «υιό Του» (υιοθεσία, υιοθετιστές) και τον έκανε Χριστό. Οι Πατροπασχίτες αποδέχονταν τη θεότητα του φανερού στη γη Ιησού Χριστού και την τόνιζαν, ενώ οι Υιοθετιστές αρνούνταν τη θεότητα του Χριστού.

Πρώτος Υιοθετιστής αναφέρεται ο Θεόδοτος ο Σκητεύς, ο οποίος ήρθε από το Βυζάντιο στη Ρώμη το 190, όπου δίδαξε τον υιοθετισμό. Χαρακτηριστικές φράσεις του ήταν οι εξής: «Ο Χριστός ήταν απλός άνθρωπος», ο οποίος «γεννήθηκε από το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο, αλλά ήταν απλός άνθρωπος, μη διαφέροντας από τους άλλους παρά μόνο ως πρότυπο δικαιοσύνης». Ο Θεόδοτος αποδεχόταν, όπως φαίνεται από το παρατεθέν χωρίο, την υπερφυσική γέννηση του Ιησού Χριστού και ότι το Άγιο Πνεύμα κατήλθε σε αυτόν κατά το βάπτισμα, ωστόσο εξακολουθούσε να τον θεωρεί απλό άνθρωπο. Ο Θεόδοτος αποδεχόταν όχι μόνο τα Συνοπτικά, αλλά και το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, αν και αυτό περισσότερο από τα άλλα Ευαγγέλια αντίβαινε στις αντιλήψεις του. Παρ' όλα αυτά, και σε αυτό έβρισκε χωρίο που εξηγούσε σύμφωνα με τις ιδέες του (Ιωάν. 8:40 «Ζητείτε να με σκοτώσετε, έναν άνθρωπο που σας είπα την αλήθεια»).

Οι οπαδοί του ονομάστηκαν «Θεοδοτιανοί». Κατηγορούνταν ότι ασκούσαν αυθαίρετη κριτική στο κείμενο της Αγίας Γραφής και ότι αντί της συνήθους αλληγορικής ερμηνείας χρησιμοποιούσαν την κατά γράμμα ερμηνεία. Αυτές τις τάσεις συναντάμε και στον ιδρυτή της Αντιοχειανής Σχολής, Λουκιανό, ο οποίος, όπως θα δούμε, συνδέεται με τους Υιοθετιστές Μοναρχιανούς. Πιθανότατα ο Λουκιανός έλαβε αυτές τις τάσεις από αυτούς. Οι Υιοθετιστές προσπάθησαν να ιδρύσουν κοινότητα στη Ρώμη το 210. Με μηνιαίο μισθό 150 δηναρίων (παλαιών δραχμών) έπεισαν τον Ρωμαίο ομολογητή Νατάλιο να γίνει επίσκοπός τους, αλλά αυτός δεν άντεξε για πολύ τις τύψεις της συνείδησής του και υποτάχθηκε στον Ζεφυρίνο της Ρώμης (199-217).

Ως τελευταίος αρχηγός των Θεοδοτιανών στη Ρώμη αναφέρεται ο Αρτεμάς († 270). Στην Ανατολή ως Υιοθετιστής Μοναρχιανός ξεχώρισε ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, επίσκοπος Αντιοχείας (260), υπό την κυριαρχία τότε της βασίλισσας Ζηνοβίας της Παλμύρας. Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς είχε στενή σχέση με τον προαναφερθέντα Υιοθετιστή Μοναρχιανό Αρτεμά. Η σύνοδος που καταδίκασε τον Σαμοσατέα στην Αντιόχεια αποκάλεσε τον Αρτεμά δάσκαλό του: «Και εμπότισε την μισητή αίρεση του Αρτεμά... ας αναφερθεί μόλις ο πατέρας του... στους Αρτεμικούς ας συμμετέχουν μόνο οι οπαδοί του».

Όπως ο Σαβέλλιος ανέπτυξε τον πατροπασχιτισμό, έτσι και ο Παύλος ανέπτυξε τον υιοθετισμό. Αποδεχόταν τον Θεό ως «ένα πρόσωπο», ενώ τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα ως απρόσωπες δυνάμεις. Αυτές οι δύο δυνάμεις, κατά τον Παύλο, μπορούσαν να ταυτιστούν (πρβλ. Β' Κορινθίους 3:17 «ο Κύριος είναι το Πνεύμα»). Οι Υιοθετιστές ονομάστηκαν από τους νεότερους και «δυναμικοί» Μοναρχιανοί.

Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, εκτός από το όνομα Υιός, χρησιμοποιούσε και τον όρο «Λόγος» και εξέταζε τη σχέση του με τον Ιησού Χριστό. Δεν αποδεχόταν την υπερφυσική γέννηση του Ιησού, ο οποίος δεν διέφερε σε τίποτα από τους άλλους ανθρώπους. Από τη στιγμή του βαπτίσματος, δρούσε σε αυτόν ο Λόγος του Θεού, αυτή η απρόσωπη θεϊκή δύναμη. Υποστήριζε πως ο Λόγος δεν ήταν ενυπόστατος και ότι υπήρχε συνταύτιση του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η ενέργεια αυτή ήταν παρόμοια με τη θεϊκή ενέργεια στον Μωυσή και τους προφήτες, αλλά σε ανώτερο βαθμό. Αυτή την ενέργεια την προσδιόριζε ως «ενοίκηση» και ως «συνάφεια» και των δύο. Αυτούς τους όρους θα συναντήσουμε και στους Νεστοριανούς.

Μεταξύ του Ιησού Χριστού και του Θεού υπήρχε ενότητα αγάπης και θέλησης, στην οποία ο Ιησούς όχι μόνο διατηρήθηκε αλλά και προόδευσε, ώστε ενώθηκε αδιάσπαστα με τον Θεό. Πρόκειται για ηθική και όχι φυσική ή πραγματική θέωση. Οι οπαδοί του Παύλου του Σαμοσατέως ονομάστηκαν «Παυλιανίτες» (κανόνας Α' Οικουμενικής Συνόδου).

Οι επίσκοποι της Συρίας συγκρότησαν εναντίον του Παύλου του Σαμοσατέως δύο ή τρεις μεγάλες συνόδους στην Αντιόχεια (264-268), στις οποίες κλήθηκαν και άλλοι εξέχοντες επίσκοποι. Μόνο στην τελευταία σύνοδο, ο πρεσβύτερος Μαλχίων, επικεφαλής εθνικής ρητορικής σχολής στην Αντιόχεια και έμπειρος στη διαλεκτική, κατάφερε να αποκαλύψει τον αντιεκκλησιαστικό χαρακτήρα των δοξασιών του Παύλου και σε δημόσια συζήτηση να τις αντικρούσει. Η σύνοδος καθαίρεσε και αφόρισε τον Παύλο τον Σαμοσατέα και εξέλεξε άλλον επίσκοπο Αντιοχείας (τον Δόμνο).

Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς συνέχισε να κατέχει έναν ναό της πόλης, υποστηριζόμενος από πολλούς οπαδούς και τη βασίλισσα Ζηνοβία, της οποίας ήταν ανώτερος οικονομικός υπάλληλος (δουκηνάριος). Ωστόσο, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αυρηλιανός νίκησε τη Ζηνοβία και εισήλθε νικητής στην Αντιόχεια (272). Οι Χριστιανοί προσέφυγαν σε αυτόν για το ζήτημα των δύο επισκόπων της πόλης, και ο αυτοκράτορας αποφάσισε ότι πρέπει να παραμείνει εκείνος που αναγνωρίζεται από τους επισκόπους της Ρώμης και της Ιταλίας. Έτσι, ο Παύλος ο Σαμοσατεύς εκδιώχθηκε.

Διάδοχος του Παύλου στη διδασκαλία υπήρξε ο Λουκιανός, για τον οποίο έχουμε την πληροφορία ότι παρέμεινε εκτός εκκλησιαστικής κοινωνίας (αφορίστηκε) για αρκετά χρόνια, γιατί είχε «διδαχθεί να μην ομολογεί το Χριστό ως Θεό». Ίσως δεν αφορίστηκε, αλλά αυτός διέκοψε τις σχέσεις του με την Εκκλησία. Αυτός, σύμφωνα με την καθιερωμένη γνώμη, ήταν ο πρεσβύτερος Λουκιανός, ο ιδρυτής της Αντιοχειανής Σχολής2. Ο Λουκιανός αργότερα εγκατέλειψε τον καθαρό και αμιγή δυναμικό μοναρχιανισμό και αποδέχθηκε την ύπαρξη του Υιού και Λόγου ως ιδιαίτερου προσώπου. Έτσι πλησίασε την Εκκλησία, και πολλοί από τους μαθητές του κατέλαβαν επίσημους επισκοπικούς θρόνους.

[Σχόλιο:  Ο Λουκιανός, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, ίδρυσε την Αντιοχειανή Σχολή και διαμόρφωσε μία επιστημονική κριτική του βιβλικού κειμένου και έναν λογοκρατικό τύπο θεολογίας, από την οποία επηρεάστηκαν ο Άρειος και οι μαθητές του. Το πνευματικό παιδί της Σχολής αυτής, Νεστοριανισμός, προέρχεται από τη διδασκαλία του Υιοθετισμού.]

Σημείωση
2. Την ταύτιση αυτή δέχονται οι Pagi († 1699, Critica Baronii, στο έτος 311, σημ. 9), Valesius († 1676, Migne, τόμος 82, στήλη 1527), Tillemont († 1698, Mémoires, τόμος ν, σελ. 774 και 776) και οι περισσότεροι από τους νεότερους. Ο Βαρόνιος († 1607) δέχεται μεν την ταύτιση, αλλά τον Λουκιανό, κατά κάποιο θρύλο, τον χαρακτηρίζει όχι ως Μοναρχιανό, αλλά ως πολέμιο του Μοναρχιανού (Σαβελλιανού) πρεσβύτερου της Αντιόχειας Παγκρατίου (Annales ecclesiastici, στο έτος 311, 11), ο οποίος έπεσε σε λανθασμένες αντίθετες εκφράσεις και για τούτο αφορίστηκε. Την ταύτιση αυτή απέρριψαν εντελώς: 1. Ceiller (Histoire générale des auteurs sacrés et ecclésiastiques, 1859, τόμος ΙΙΙ, σελ. 77), H. M. Gwatkin (Studies of arianism, 1900, σελ. 17) και διεξοδικά ο Fr. Loofs (Paulus von Samosata, 1924, σελ. 183 - 186). Όμως, κάποιος που αρνείται την ταύτιση είναι υποχρεωμένος (όπως πράττει π.χ. ο Κ. Müller, Kirchengeschichte, 1, 1941, σελ. 396 και 397) να δεχθεί τον ιδρυτή της Αντιοχειανής σχολής κυρίως ως Μοναρχιανό, ο οποίος διέφερε από τον αποσυνάγωγο Λουκιανό λιγότερο ως προς τη διδασκαλία (εκτός από την απρόσωπη ύπαρξη του Λόγου μέσα στον Θεό, και την αποδοχή και προσωπικής ύπαρξής του ως κτίσματος έξω από τον Θεό), περισσότερο όμως για την έλλειψη θάρρους και παρρησίας, ώστε παρέμεινε απαρατήρητος και ατιμώρητος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: