Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Περί θείας ενώσεως και διακρίσεως(1) - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς

ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ

Και ότι ως προς τον Θεόν διδαχθήκαμε ότι υπάρχει διάκρισις, όχι μόνον κατά τις υποστάσεις, αλλά και κατά τις κοινές προόδους και ενέργειες, και ότι παραλάβαμε να φρονούμε αυτόν άκτιστον τόσο κατά την ένωσιν όσον και κατά την διάκρισιν, έστω και αν τούτο δεν αρέσει στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο.


1. Ο μέγας Διονύσιος, γενόμενος αυτήκοος τής φωνής των Αποστόλων του Χριστού, η οποία οπωσδήποτε εξεχύνετο από την πύρινη γλώσσα, και διαρκώς γυμνασμένος με τα θεία, αποφασίζοντας να εκθέσει επωφελώς για τους μεταγενεστέρους τα περί ενώσεως και διακρίσεως στον Θεόν, όχι χωρίς θεία έμπνευση, αποσαφήνισε σπουδαίως την ασφαλή και αληθινή περί τούτων θεολογία για τους εχέφρονες. Έτσι εμείς, χρησιμοποιούντες αυτήν την θεολογία ως κανόνα και φως, και δι’ αυτής ορθοτομούντες τον λόγον της αλήθειας, θα μπορέσουμε να διακρίνουμε ευχερώς τούς κάπως παρεκκλίνοντες και παρεκτρεπομένους από αυτήν και να τους διορθώσουμε επωφελώς, προσφέροντες με την χάριν τού Θεού και σε αυτούς κατά το δυνατόν χείρα σωτηρίας, αν το επιθυμούν˙ αν πάλι όχι, οπωσδήποτε στους παρασυρόμενους από την σοφιστική καλλιλογία και πιθανολογία αυτών (που έχουν παρεκτραπεί).

2. Αυτός ο μέγας λοιπόν, επιβεβαιώνοντας ότι φρονεί και λέγει τα ίδια με όλους τους προ αυτού θεοφόρους άνδρες, διακηρύσσει: «οι ιερομύστες τής θεολογικής παραδόσεώς μας λέγουν ότι οι μεν θείες ενώσεις είναι οι κρύφιες και ανεκφοίτητες υπεριδρύσεις τής υπεραρρήτου και υπεραγνώστου μονιμότητας, οι δε αγαθοπρεπείς διακρίσεις της θεαρχίας είναι οι πρόοδοι και εκφάνσεις˙ και ακολουθούντες τα ιερά λόγια ισχυρίζονται ότι τής εν λόγω ενώσεως και της διακρίσεως υπάρχουν μερικές ιδιαίτερες ενώσεις και διακρίσεις». Και πάλι: «εάν δε η αγαθοπρεπής πρόοδος είναι θεία διάκρισις, εφ' όσον η θεία ένωσις πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται λόγω αγαθότητας υπερηνωμένως, είναι ενωμένες κατά την θεία διάκριση οι έσχατες μεταδόσεις, οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις, οι άλλες δωρεές τής αγαθότητας, τής αιτίας των πάντων, κατά τις οποίες υμνούνται τα αμεθέκτως μετεχόμενα εκ των μετεχόντων και των μετοχών». Και έπειτα από ολίγα: «όσες από αυτές τις ενώσεις και διακρίσεις βρήκαμε στα ιερά λόγια να χαρακτηρίζονται θεοπρεπείς αίτιες αναπτύξαμε στο έργο Θεολογικές Υποτυπώσεις, εκθέσαντες, κατά το δυνατόν, περί ενός έκαστου λεπτομερώς».

3. Ο μεν μέγας Διονύσιος λοιπόν έτσι διετύπωσε τις απόψεις του, προσθέτοντας στα λεχθέντα και τούτο: «έτσι σπεύδουμε εμείς με τον λόγο να ενώσουμε και να διακρίνουμε τα θεία, όπως τα ίδια τα θεία και ηνωμένα είναι και διακρίνονται». Οι Βαρλαάμ και Ακίνδυνος όμως δεν φρονούν έτσι, όπως τα ίδια τα θεία και είναι ηνωμένα και διακρίνονται κατ΄αυτόν τον τρόπο, όπως διακηρύσσουν οι θεοφόροι θεολόγοι. Αλλά όπως ο Άρειος και ο Ευνόμιος και ο Μακεδονίος διασπούν το θειο σε κτιστά και άκτιστα με πρόφαση την διάκρισή του κατά υποστάσεις, έτσι τώρα αυτοί με πρόφαση την διάκριση κατά τις κοινές προόδους διχοτομούν τον Θεό σε κτιστά και άκτιστα. Και όπως εκείνοι τούς μη ασεβούντες κατά τον ίδιο με αυτούς τρόπο, αλλά που αναγνώριζαν τον Θεό άκτιστο και κατά τις τρεις υποστάσεις και υποστηρίζαν ότι το μείζον και έλασσον επί των υποστάσεων δεν βλάπτει το άκτιστο, τους αποκαλούσαν τριθεΐτες ως δήθεν λατρεύοντες τρεις άκτιστους θεούς ανωτέρους και κατωτέρους, ενώ στην πραγματικότητα οι έτσι πάσχοντες ήταν αυτοί, έτσι και αυτοί τώρα διακρίνουν στον Θεό δύο θεότητες, κτιστή και άκτιστο, και την μεν ουσία του Θεού ως άκτιστον θεωρούν υπερκειμένη θεότητα, ενώ πάσα κοινή πρόοδο και αγαθοπρεπή και θεία ενέργεια θεωρούν υφειμένη θεότητα ως κτιστή. Γι’ αυτό τους μη δεχομένους να ασεβούν κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά φρονούντες ότι ο Θεός είναι άκτιστος και κατά την ουσία και κατά τις υποστάσεις και κατά τις αγαθοπρεπείς ενέργειες και προόδους αποδεικνύουν ότι το υπερκείμενο κατά τους τοιούτους θεολόγους δεν προσκρούει καθόλου στο άκτιστο και ενιαίο, επικρίνουν ως δεχομένους δύο άκτιστες θεότητες, υπερκειμένη και υφειμένη.

4. Αλλά ενώ ο Άρειος και ο Ευνόμιος δεν εδέχοντο κτιστές όλες τις θείες υποστάσεις, ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος διασπούν σε κτίσμα όλες τις θεοπρεπείς προόδους και ενέργειες τής τρισυπόστατου θεότητος.
Για να μην αφήσουν λοιπόν καμία από αυτές υπεράνω της κτίσεως, τουλάχιστον όσον εξαρτάται από αυτούς, εφαρμόζουν με έργα τα λεγόμενα στους μύθους και μιμούνται κατά δύναμιν το θρυλούμενο για τους Αλωάδες. Διότι συνέθεσαν σε μία ενότητα τις μέγιστες των αιρέσεων και στην πονηρά διαστολή του Άρειου επέθεσαν την όχι ολιγώτερο θεομάχο συστολή του Σαβελλίου και οικοδόμησαν ένα είδος πύργου της Βαβέλ, για να χρησιμοποιήσω υποδείγματα από την αληθινή ιστορία, μάλλον δε κάτι πολύ πονηρότερο και από εκείνο τον πύργο, διότι αυτοί αντί λίθων συναρμόζουν πονηρές αιρέσεις, συσκευάσαντες λοιπόν τέτοια κατασκευάσματα, προχωρούν εναντίον όλων των ενεργειών του Θεού, άλλοτε μεν υποβιβάζοντες αυτές σε κτίσμα, άλλοτε δε συγχέοντες αυτές με την ουσία του Θεού, αποφαινόμενοι ότι η άκτιστος ενέργεια δεν διαφέρει κατά τίποτε από την θεία ουσία και αναιρούντες με κάθε τρόπο την διάκριση του Θεού κατά τις κοινές ενέργειες και προόδους.


Συνεχίζεται

ΕΙΣΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΣΤΟ ΖΟΦΕΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ!

Ανώνυμος είπε...

Βʹ Κορ 5:15 – 21

Ἀδελφοί, Χριστὸς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἵνα οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ αὐτῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι. Ὥστε ἡμεῖς ἀπὸ τοῦ νῦν οὐδένα οἴδαμεν κατὰ σάρκα· εἰ δὲ καὶ ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα Χριστόν, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν. ὥστε εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα. τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς, ὡς ὅτι Θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ, μὴ λογιζόμενος αὐτοῖς τὰ παραπτώματα αὐτῶν, καὶ θέμενος ἐν ἡμῖν τὸν λόγον τῆς καταλλαγῆς. Ὑπὲρ Χριστοῦ οὖν πρεσβεύομεν ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι᾿ ἡμῶν· δεόμεθα ὑπὲρ Χριστοῦ, καταλλάγητε τῷ Θεῷ· τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Βʹ Κορ 5:15 – 21

Ἀδελφοί, Χριστὸς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἵνα οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ αὐτῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι. Ὥστε ἡμεῖς ἀπὸ τοῦ νῦν οὐδένα οἴδαμεν κατὰ σάρκα· εἰ δὲ καὶ ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα Χριστόν, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν. ὥστε εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα. τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς, ὡς ὅτι Θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ, μὴ λογιζόμενος αὐτοῖς τὰ παραπτώματα αὐτῶν, καὶ θέμενος ἐν ἡμῖν τὸν λόγον τῆς καταλλαγῆς. Ὑπὲρ Χριστοῦ οὖν πρεσβεύομεν ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι᾿ ἡμῶν· δεόμεθα ὑπὲρ Χριστοῦ, καταλλάγητε τῷ Θεῷ· τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ.