ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΕΞΟΔΙΚΩΤΕΡΑ
Προς
τους νομίζοντες ότι δεικνύονται δύο θεοί εκ του ότι η θεοποιός δωρεά
του Πνεύματος, της οποίας υπέρκειται κατ' ουσία ο Θεός, ονομάζεται από
τους αγίους όχι μόνον αγένητος θέωσις άλλα και θεότης,
ή περί θείων ενεργειών και της κατ’ αυτές μεθέξεως.
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
Συνέχεια από: Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024
25. Εάν δε την ενέργεια αυτή, ως κάτι διαφορετικό από την φύσιν -διότι η φύσις είναι ενεργητική, όχι ενέργεια-,
ανακηρύξει κανείς κτιστήν, ή ούτε κτιστήν ούτε άκτιστον, όπως οι
αντιλέγοντες προς εμάς, θα περιπέσει σε δεινές και ποικίλες βλασφημίες.
Διότι ή θα συμβεί να μην υπάρχει καθόλου Θεός (εφ’ όσον το μη έχον ούτε
κτιστή ούτε άκτιστον ενέργεια ανήκει στα μη όντα καθόλου και πουθενά) ή
θα είναι και αυτός κτιστός˙ διότι παν το έχον κτιστή ένεργεια είναι και αυτό κτιστό. Αλλά
οι λέγοντες τούτο θα παρουσιασθούν και ως μονοθελήτες χειρότεροι από
τούς παλαιούς˙ διότι συνέπεια των απόψεών τους είναι να δέχονται μία
ενέργεια επί Χριστού, και μάλιστα όχι άκτιστον αλλά κτίστην. Θα φανερώσει δε ότι πάσχουν ταύτα με ολίγες λέξεις ο ίδιος Δαμασκηνός, ο οποίος λέγει «εάν
n ενέργεια του Χριστού είναι μία, θα είναι ή κτιστή ή άκτιστος˙ διότι
στο μέσον τούτων δεν υπάρχει ενέργεια, όπως δεν υπάρχει ούτε φύσις. Εάν
λοιπόν είναι κτιστή, θα δηλώνει κτιστή φύσιν, εάν δε είναι άκτιστος, θα
χαρακτηρίζει άκτιστον ουσία. Διότι οπωσδήποτε τα φυσικά πρέπει να είναι
κατάλληλα στις φύσεις».
26. Βλέπεις ότι η ενέργεια του Θεού δεν είναι ούτε φύσις ούτε ουσία, αλλά φυσικό και ουσιώδες; Και ότι είναι άκτιστο και όχι κτιστό, αν και είναι κάτι άλλο από την φύσιν; «Διότι εκ των λεγομένων επί Θεού άλλα μεν σημαίνουν τι δεν είναι, όπως είναι όλα τα αφαιρετικά, άλλα δε παρέπονται στη θεία φύσιν, όπως είναι η αγαθότης, η απλότης, η ζωή και γενικώς παν είδος αρετής, άλλα δε έχουν την σημασία της δυνάμεως και ενεργείας, όπως είναι και η θεότης»˙ διότι ο Θεός έλαβε το όνομα αυτό «από το ότι θεάται τα πάντα», δηλαδή γνωρίζει. Τί συμβαίνει λοιπόν; Αυτός ο όποιος εγνώρισε τα πάντα ακόμη και προ της γενέσεώς τους άρχισε κάποτε (εν χρόνω) την ενέργεια αυτή; Βλέπεις ότι η τοιαύτη ενέργεια είναι άκτιστος και άναρχος, υπάρχουσα άλλη από την ουσία του Θεού, ως υπάρχουσα όχι εκ των κατ’ αυτόν αλλ’ εκ των περί αυτόν; Τί συμβαίνει δε με τα παρεπόμενα στη θεία φύσιν; Υπήρχε εποχή κατά την οποία δεν ήταν επόμενα; Ώστε και αυτά όλα είναι άκτιστα, αν και δεν είναι θεία ουσία έκαστο εξ αυτών.
27. Ο δε λέγων ότι μόνον η θεία ουσία του Θεού είναι άκτιστος και ότι γι’ αυτό το άκτιστον είναι έν, και οτιδήποτε δεν είναι ουσία αλλά περί την ουσία του Θεού είναι κτιστό, αυτός θα πει ότι και τα υποστατικά όλα, όπως το αγέννητον, το γεννητόν, το εκπορευτόν, ως άκτιστα είναι ουσία του Θεού, και θα είναι ένας νέος Ευνόμιος. Εάν δε δεν λέγει μεν αυτά θείες ουσίες, αποφαίνεται όμως ότι ως όντα περί την ουσία είναι κτιστά, υπερβαίνει και τον Ευνόμιο κατά την δυσσέβεια. Διότι δεν καταβιβάζει μόνον το μονογενές φως στην κτίσιν, αλλά και το αγέννητον, και ευλόγως καταφέρεται ασυγκράτητος εναντίον ημών οι οποίοι δεχόμεθα ευσεβώς ένα άκτιστο κατά την ουσία Θεόν, όχι δε μόνον κατά την ουσία άκτιστον, αλλά και καθ’ όλες τις φυσικές ενέργειες και τις υποστατικές ιδιότητες. Διότι ούτε οι υποστάσεις θα ήταν άκτιστες, αν δεν ήταν άκτιστες οι υποστατικές ιδιότητες, ούτε η φύσις και η ουσία θα είναι άκτιστος, αν δεν έχει ακτίστους τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες.
26. Βλέπεις ότι η ενέργεια του Θεού δεν είναι ούτε φύσις ούτε ουσία, αλλά φυσικό και ουσιώδες; Και ότι είναι άκτιστο και όχι κτιστό, αν και είναι κάτι άλλο από την φύσιν; «Διότι εκ των λεγομένων επί Θεού άλλα μεν σημαίνουν τι δεν είναι, όπως είναι όλα τα αφαιρετικά, άλλα δε παρέπονται στη θεία φύσιν, όπως είναι η αγαθότης, η απλότης, η ζωή και γενικώς παν είδος αρετής, άλλα δε έχουν την σημασία της δυνάμεως και ενεργείας, όπως είναι και η θεότης»˙ διότι ο Θεός έλαβε το όνομα αυτό «από το ότι θεάται τα πάντα», δηλαδή γνωρίζει. Τί συμβαίνει λοιπόν; Αυτός ο όποιος εγνώρισε τα πάντα ακόμη και προ της γενέσεώς τους άρχισε κάποτε (εν χρόνω) την ενέργεια αυτή; Βλέπεις ότι η τοιαύτη ενέργεια είναι άκτιστος και άναρχος, υπάρχουσα άλλη από την ουσία του Θεού, ως υπάρχουσα όχι εκ των κατ’ αυτόν αλλ’ εκ των περί αυτόν; Τί συμβαίνει δε με τα παρεπόμενα στη θεία φύσιν; Υπήρχε εποχή κατά την οποία δεν ήταν επόμενα; Ώστε και αυτά όλα είναι άκτιστα, αν και δεν είναι θεία ουσία έκαστο εξ αυτών.
27. Ο δε λέγων ότι μόνον η θεία ουσία του Θεού είναι άκτιστος και ότι γι’ αυτό το άκτιστον είναι έν, και οτιδήποτε δεν είναι ουσία αλλά περί την ουσία του Θεού είναι κτιστό, αυτός θα πει ότι και τα υποστατικά όλα, όπως το αγέννητον, το γεννητόν, το εκπορευτόν, ως άκτιστα είναι ουσία του Θεού, και θα είναι ένας νέος Ευνόμιος. Εάν δε δεν λέγει μεν αυτά θείες ουσίες, αποφαίνεται όμως ότι ως όντα περί την ουσία είναι κτιστά, υπερβαίνει και τον Ευνόμιο κατά την δυσσέβεια. Διότι δεν καταβιβάζει μόνον το μονογενές φως στην κτίσιν, αλλά και το αγέννητον, και ευλόγως καταφέρεται ασυγκράτητος εναντίον ημών οι οποίοι δεχόμεθα ευσεβώς ένα άκτιστο κατά την ουσία Θεόν, όχι δε μόνον κατά την ουσία άκτιστον, αλλά και καθ’ όλες τις φυσικές ενέργειες και τις υποστατικές ιδιότητες. Διότι ούτε οι υποστάσεις θα ήταν άκτιστες, αν δεν ήταν άκτιστες οι υποστατικές ιδιότητες, ούτε η φύσις και η ουσία θα είναι άκτιστος, αν δεν έχει ακτίστους τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες.
29. Θέλεις λοιπόν να πληροφορηθείς ότι οι άγιοι για την επηγγελμένη ταύτη κληρονομία των αγαθών, για την οποία άκουσες ότι υπάρχει υπέρ τους αιώνες, λέγουν ότι είναι περί τον Θεόν και ότι το θείον είναι ανώτερο και υψηλότερο ταύτης κατά το παντελώς άρρητο και αμέθεκτο της ουσίας; Μάθε και διδάξου τούτο από τον ένθεο Γρηγόριο Νύσσης που λέγει: «εάν δεν είναι δυνατόν να εξερευνηθούν τα κρίματά του και οι οδοί του δεν εξιχνιάζονται, και η επαγγελία των αγαθών υπέρκειται από όλες τις εικασίες των στοχασμών, πόσο μάλλον αυτό τούτο το θείον είναι ανώτερο και υψηλότερο από τα περί αυτό νοούμενα κατά το άφραστο και απροσπέλαστον». Τί είναι λοιπόν και τα θεία κρίματα; Δεν είναι οι προορισμοί του Θεού; Είναι δυνατόν να έχουν αρχή ή να είναι κτιστοί οι προορισμοί του Θεού; Αλλά και γι’ αυτούς λέγει ότι είναι περί τον Θεόν, ανώτερο δε και υψηλότερο πάλι αυτών λέγει το θείον. Βλέπεις πολλά περί τον Θεόν άκτιστα και άναρχα, τα φυσικώς υπάρχοντα περί αυτόν, και τούτων ανώτερον και υψηλότερο το θείον; Κατά τι δε τούτων είναι υψηλότερο, αν όχι κατά την υπερώνυμον και ακατονόμαστον και απερινόητον και αμέθεκτον και αναίτιον φύσιν και ουσίαν, εάν βεβαίως ταύτα, τα νοούμενα περί αυτήν ως εξ αϊδιότητος φυσικώς, νοούνται κάπως και ονομάζονται και μετέχονται και κληρονομούνται από τους αξίους να κληρονομήσουν τον Θεόν;
30. Τί άλλο δε θα μπορούσε να είναι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος παρά η βασιλεία του Θεού; Διότι το ίδιο είναι να γίνει κανείς Θεός και να επιτύχει την βασιλεία του Θεού. Εάν λοιπόν η βασιλεία του θεού είναι άναρχος και άκτιστος τότε και το θεοποιό δώρο είναι άναρχο και άκτιστο. Γι’ αυτό ο μέγας Διονύσιος το ονόμασε και «θεαρχίαν» και «θεότητα», αλλά και λέγει, «και της ούτω λεγομένης θεότητος ως θεαρχίας και αγαθαρχίας ο Θεός είναι επέκεινα ως υπερκείμενος πάσης αρχής». Αρχή μεν και αίτιος των θεωμένων είναι ο Θεός ως μετεχόμενος, υπεράρχιος δε ως υπάρχων υπεράνω μετοχής. Ώστε υπέρκειται και των ακτίστων ενεργειών του, διότι ουδέποτε έως σήμερα ηκούσθη να λέγεται κτιστή θεότης ή και θεαρχία και αγαθαρχία, μολονότι ο ίδιος αλλού είπε ταύτην και «αυτοαγαθότητα», αλλού δε πάλι «αρχίφωτον» και «θεαρχικήν ακτίνα». Πώς δε και θεοποιό δώρο θα είναι και θα θεοποιήσει το κτιστό; Τότε θα έπρεπε να λέγεται μάλλον θεοποιημένο και όχι θεοποιό. «Αλλ' επειδή», εξηγεί (ο Ακίνδυνος) «λέγεται υφειμένη θεότης, αν και θεότης -και διότι υπέρκειται ταύτης ο Θεός-, είναι κτίστη».
31. Αλλά οι θεολόγοι λέγουν ότι ο Θεός είναι και της καθ' υπερουσιότητα θέσεως απείρως υπερβατικός. Τί λοιπόν; Θα πεις γι’ αυτό κτιστή την υπερουσιότητα, ώστε να μη σου γίνει σύνθετος από υπερκείμενο και υφειμένο ο Θεός; Λέγει δε και ο μέγας Βασίλειος ότι, «εις ημάς το πνεύμα είναι ως δώρον Θεού· αλλά δώρον ζωής, δώρον ελευθερίας, δώρον δυνάμεως· δια τούτο και είναι ομότιμο με τον δώσαντα». Διότι τίποτε δεν εμποδίζει να είναι ομότιμο με το υπερκείμενο κατά το αίτιον το αχωρίστως ενωμένο προς αυτό ως ομοφυές ή ως φυσική και ουσιώδης δύναμις. Και ο Υιός άλλωστε είναι ομότιμος με τον Πατέρα, ο οποίος είναι μεγαλύτερος κατά το αίτιον. Όποιος δε λέγει κτίσμα το θεοποιό τούτο δώρο, πώς θα το πει πάλι ομότιμο με τον δώσαντα αυτό κατά τον μέγα Βασίλειο; Και πάλι, όταν λέγει· «το πνεύμα της υιοθεσίας, το αίτιον της ελευθερίας το πνέον θειότητα όπου θέλει», δεν είναι σαν να λέγει ακριβώς εκείνο το «θεοποιό δώρο, η θεότης, η θεαρχία, η αγαθαρχία, η αρχή της θεώσεως»;. Διότι ό,τι είπε εκείνος αρχή, εκάλεσε ούτος αίτιο. Αλλ’ άκουε την συνέχεια· «διά τούτο όλοι οι άγιοι είναι ναοί Θεού και Υιού και Αγίου Πνεύματος, εφ’ όσον κατοικεί σε αυτούς η μία θεότης και η μία κυριότης».
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου