Συνέχεια από Τρίτη 17 Μαίου 2022
Πέρα από αυτή την ουσιαστική μάχη η υπόθεση προδίδει τον εαυτό της, διότι στην αδράνεια λησμονεί την προσωρινότητα, η οποία είναι το πέταγμα προς μια πιο σίγουρη σταθερότητα του Είναι. Αποσύροντάς την από την έρευνα κάθε θεωρίας, η υπόθεση κατανοήθηκε αντιφατικώς σαν αρχή. Διότι βουτηγμένη στην έρευνα, κάθε δόγμα, ακόμα και το σταθερότερο, είναι υπόθεση με την ακριβή σημασία του όρου, διότι ο χαρακτήρας σύμφωνα με τον οποίο η αλήθεια διαθλάται στην συγκεκριμένη ενέργεια της ερεύνης, είναι η εμπειρική της αναποτελεσματικότητα, η ανάγκη να πραγματοποιεί πάντοτε από την αρχή την αλήθεια κάθε βεβαιώσεως.
Έτσι το πρόβλημα που επιβάλλεται στον Πλάτωνα στην προοδευτική εξακρίβωση των σταθμών μέσω των οποίων αναπτύσσεται η υποθετική μέθοδος, είναι, από το ένα μέρος η σχέση ανάμεσα στην υποθετικότητα των γνώσεών μας και η ανάγκη να φτάσουμε σε κάτι επαρκές και από το άλλο μέρος πως πραγματοποιείται αυτό το κατόρθωμα και ποια λειτουργία επιτελεί σε αυτό η υπόθεση.
Στον Φαίδωνα επρόκειτο γενικώς να ξανανεβούμε από μια υπόθεση σε μια πιο υψηλή με την βοήθεια των συνεχών ερωτήσεων, αλλά δεν είχε δηλωθεί με ακρίβεια πως θα μπορούσε να συμβεί διαλεκτικά μια τέτοια ανάβαση. Στην Πολιτεία το πρόβλημα εμβαθύνεται περαιτέρω στο εσωτερικό της επιστημολογικής θεωρίας η οποία στηρίζεται στην εικόνα της χωρισμένης γραμμής σε τέσσερα τμήματα.
Όπως είναι γνωστό, ενώ στο τρίτο τμήμα, το οποίο συμβολίζει την διάνοια, η υπόθεση ορίζει ένα πεδίο ερεύνης που δεν υπερβαίνεται, και στο εσωτερικό του οποίου ξετυλίγονται καθοριστικές συνέπειες, το τέταρτο τμήμα, όπου ενεργεί ο νους, ο οποίος είχε ήδη ανακαλυφθεί διαισθητικά από τον Αναξαγόρα και τώρα επιτέλους ξαναβρισκόταν από τον Πλάτωνα, στο τέλος αυτής της μεγάλης διαδρομής, κατακτά την αρχή που δεν είναι υποθετική, κινούμενος από τις υποθέσεις, παραμένοντας ανεπηρέαστη από κάθε αισθητή εικόνα και ερευνώντας πλέον μόνον με τις ιδέες και μέσω αυτών (Πολιτεία, VI 510 b 4-9).
Ξεκαθαρίζει επίσης πώς αυτό μπορεί να συμβεί καθότι οι υποθέσεις «δεν θεωρούνται αρχές, αλλά υποθέσεις με την πραγματική σημασία του όρου, σημεία στήριξης και σημεία πετάγματος για να κατακτηθεί αυτό που είναι ανεπηρέαστο από υποθέσεις, στην Αρχή του Παντός»(Πολιτεία, VI 511 b 3-7).
Το σημείο όμως που εμβαθύνει αυτό το πρόγραμμα γνώσεως, σε σχέση με τον Φαίδωνα, είναι εκεί όπου, ανακεφαλαιώνοντας όσα είχε ήδη πει, ο Πλάτων δηλώνει πως «η διαλεκτική μέθοδος είναι η μοναδική που μπορεί να πορευθεί αυτή την οδό, καταργώντας τις υποθέσεις (τας υποθέσεις αναιρούσα), προς την ίδια την Αρχή, για να επιβεβαιώσει τα συμπεράσματά της»(Πολιτεία, VΙI 533 c7-d1).
Το κέντρο στο οποίο συγκεντρώνονται τα προβλήματα που επισημάνθηκαν πιο πάνω βρίσκεται στην χαρακτηριστική συμπεριφορά του νου απέναντι στις υποθέσεις, που εκφράστηκε αυτή η συμπεριφορά από τον Πλάτωνα με το ρήμα αναιρείν: εδώ ακριβώς συγκεντρώνεται μια διπλή επεξεργασία, θετική και αρνητική, η οποία έχει γίνει αποδεκτή από την μοντέρνα σκέψη ιδιαιτέρως μέσω της Εγελιανής χρήσης του γερμανικού ρήματος το οποίο μεταφράζει κατά γράμμα το ελληνικό ρήμα, aufheben.
Εάν δε ο Χέγκελ παραπέμπει στο λατινικό tollere (συγκατάβαση) για να συλλάβει αυτή την διπλή σημασία το κάνει επειδή φανερώνεται περισσότερο σε ετούτη την χρήση του ρήματος, που ταιριάζει και στην χρήση του ελληνικού ρήματος, στην κοινή του χρήση, όπου σημαίνει την ενέργεια του πατέρα που σηκώνει το νεογέννητο ψηλά, αναγνωρίζοντάς το για παιδί του. Έτσι, παρότι παραμένει η ταυτότης του ατόμου, η σημασία του αλλάζει ριζικά, διότι από μια αδιαφοροποίητη κατάσταση το νεογέννητο υψώνεται και γίνεται δεκτό στην ηθική ουσία της οικογένειας, έτσι ώστε στην κατάργηση μιας αντιφατικής καταστάσεως να είναι ήδη παρούσα και ενεργός η δύναμις της αλήθειας.
Μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε καλύτερα την συμπεριφορά της διαλεκτικής απέναντι στις υποθέσεις: δεν θα επιτρέψει ποτέ να παραμείνουν σταθερές οι υποθέσεις, αλλά θα τις στριφογυρίσει κυκλικά και σχεδόν θα τις εκδιώξει, σαν τα αγάλματα του Δαιδάλου (Ευθύφρων 15b7-c3). Διότι όσοι αποδυναμώνουν την υπόθεση από τον δυναμισμό που της είναι απαραίτητη, μπερδεύοντάς την με την Αρχή, «βλέπουμε πως στην μελέτη του Είναι προχωρούν σαν να ονειρεύονται και δεν κατορθώνουν να το διακρίνουν με τέλεια καθαρότητα διότι αφήνουν ακίνητες και σταθερές τις υποθέσεις που χρησιμοποιούν, καθώς είναι ανίκανοι να κατανοήσουν τον ρόλο τους»(Πολιτεία, VI 533 b8-c3).
Αυτό που εξαφανίζει και καταστρέφει ο Νους από την υπόθεση είναι η απαίτησή της να παίξει τον ρόλο της Αρχής, αλλά αυτό που διατηρεί και ενδυναμώνει είναι η υποθετικότης του χαρακτήρα της. Μόνον η λήθη της προβληματικής ρίζας από την οποία προήλθε η υπόθεση μπορεί να μας οδηγήσει σε εκείνο το δογματικό σταμάτημα της προοδευτικότητος της εμπειρίας, που είναι η απόδοση στην υπόθεση μιας απαίτησης αυτοεπάρκειας, που δεν ανταποκρίνεται στην φύση της, ενώ η διάλυση της λήθης αυτής της συνθήκης, είναι η επαναφορά της έρευνας στην κίνηση της γνώσεως, η οποία είναι πάντοτε εμπειρικά ανολοκλήρωτη. Έτσι για άλλη μια φορά η γνώση είναι αυθεντικά ανάμνηση, ζωντανή μνήμη.
Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας λοιπόν της νοητικής γνώσεως δεν είναι η τοποθέτηση κάποιου πράγματος πέρα από τις υποθέσεις (διότι ακόμη και η τοποθέτηση αυτή είναι μια υπόθεση), αλλά είναι να δούμε απλώς πως όλη η ανθρώπινη γνώση είναι συστατικώς υποθετική και επομένως η γνώση της δικής μας πρωτογενούς αγνωσίας, ολόκληρης της εμπειρίας μας σαν να είναι παντοειδώς εξαρτώμενη.
Με αυτή την έννοια ο Παρμενίδης μπορεί να ειδωθεί σαν η πραγματοποίηση του γνωστικού προγράμματος που εκτίθεται στα βιβλία VI και VII της Πολιτείας και ταυτόχρονα σαν η ολοκληρωτική ανάπτυξη της υποθετικής μεθόδου.
Ακριβώς λοιπόν μέσα στον διάλογο αυτόν, ο οποίος δοκιμάζει το πιο σοβαρό παιχνίδι και ο οποίος μεταφέρει την Σωκρατική ειρωνεία μέσα στην ίδια την ουσία της διαλεκτικής, μπορούμε να βρούμε το ξεδίπλωμα της στοχαστικής δυνάμεως του νου. Σε αυτή την ερμηνεία μας βοηθά και η ένδειξη του ίδιου του Πλάτωνος, ο οποίος βάζει την αφήγηση στο στόμα του Κέφαλου, ο οποίος κατάγεται από τις Κλαζομενές, και ο οποίος έφθασε μαζί με μερικούς συμπατριώτες του, «αληθινούς φιλοσόφους», στην Αθήνα, για να ακούσει την διήγηση των διαλόγων που έγιναν κάποτε ανάμεσα στον Σωκράτη, τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα: η Κλαζομενή είναι η πατρίδα του Αναξαγόρα, του φιλοσόφου του Νοός, και αυτοί, οι οποίοι είναι συνεχιστές μιας στοχαστικής παραδόσεως, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε, η οποία έλκει την καταγωγή της από τον διάσημο συμπατριώτη τους, φτάνουν στην Αθήνα για να μάθουν σε ποια ανάπτυξη έφτασε η θεωρία του δασκάλου τους, μετά την συνάντησή της με την ριζική και κριτική σωκρατική έρευνα και με την ενότητα του παρμενιδικού Είναι, ένα θέμα απαράβατο για την φιλοσοφία.
Η όλο και πιο έντονη ενεργοποίηση της νοητικής στάσης φανερώνεται σαν εκτέλεση της γνωσιολογικής υποχρέωσης, που έχει ήδη συμβολικά εκτεθεί στην Πολιτεία, εάν στην αναίρεση που πραγματοποιεί ο Σωκράτης στον Ζήνωνα, φανερωθεί η αδυναμία του εμπειρικού να είναι και το αυθεντικό όριο για τον στοχασμό (Παρμ. 127d6-130a2). Στην αναίρεση του Σωκράτη εκ μέρους του Παρμενίδη, εάν φανερωθεί η αδυναμία να συλληφθεί διανοητικά η σχέση ανάμεσα στην Ιδέα και σε αυτό του οποίου είναι Ιδέα (Παρμ. 130a3-135c4). Και τέλος εάν επιτευχθεί στον διαλεκτικό διάλογο πάνω στο Ένα και στα άλλα από το Ένα, η τελειοποίηση της υποθετικής μεθόδου μέσω της αποδείξεως τού πως μπορεί να πραγματοποιηθεί η αναίρεση των υποθέσεων, που διατυπώθηκε μόνον στην Πολιτεία αλλά δεν ανεπτύχθη(Παρμ. 135c5-166c5).
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου