Δευτέρα 23 Μαΐου 2022

ΠΑΥΛΟΣ ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ - ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ (8)

  Συνέχεια από: Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)

ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ

Μέρος Πρώτο

ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ

Κεφάλαιο 3

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΥΛΕΙΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑΣ

Υποστηρίχτηκε από πολλούς ότι ο Χριστιανισμός οφείλει τη γένεση και επικράτησή του όχι στον ιδρυτή του, τον Κύριο Ιησού, αλλά στον απόστολο Παύλο. Ο απόστολος των εθνών, συνεχίζουν, ήταν εκείνος που με τη θεολογική του διδασκαλία και την ακαταπόνητη ιεραποστολική του δραστηριότητα μετέτρεψε το εσχατολογικό κήρυγμα του Ναζωραίου σε θεολογικό σύστημα, που τελικά επιβλήθηκε στο(ν) μετέπειτα Χριστιανισμό1. [TO ΒΑΠΤΙΣΜΑ, ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ; ΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ; ΔΕΝ ΕΞΑΠΛΩΘΗΚΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ, ΣΑΝ ΤΙΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΕΣ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ. ΟΠΩΣ ΔΕΝ ΕΞΑΠΛΩΝΕΤΑΙ ΟΥΤΕ ΣΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ. Η ΑΓΙΟΤΗΣ, Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ, ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ, Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ, Η ΑΜΕΣΗ  ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ. Η ΕΚΚΛ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΟ ΘΕΜΑ]

Σήμερα κάτι τέτοιο δεν μπορεί πια να υποστηριχτεί με σοβαρότητα. Παρά το γεγονός ότι δέν ξέρουμε ακριβώς ποιος ήταν ο αρχικός προπαύλειος χριστιανισμός;;;, ώστε να επιχειρήσουμε μια πιο τεκμηριωμένη σύγκριση2, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η παύλεια θεολογία βασίστηκε στο κήρυγμα της αρχέγονης πρωτοχριστιανικής κοινότητας3.

Θεωρούμε, λοιπόν, ως δεδομένο πως η πρώτη βασική προϋπόθεση της παύλειας σωτηριολογίας είναι το κήρυγμα της Πρώτης Εκκλησίας. Το κήρυγμα του ιστορικού Ιησού μόνο έμμεσα μπορεί να σχετιστεί με τη διδασκαλία του Παύλου4. Κι αυτό, γιατί σήμερα θεωρείται κάτι παραπάνω από βέβαιο, ότι ο Παύλος ουδέποτε συνάντησε τον Ιησού κατά την επίγεια δράση του.[ΘΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ; ΔΕΝ ΤΟΝ ΔΙΔΑΞΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ; ΑΝΕΛΗΦΘΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΜΑΖΙ ΜΑΣ;] Ο μεγάλος αυτός στοχαστής του αρχικού χριστιανισμού, αν και διαβεβαιώνει επίμονα πως το ευαγγέλιό του «οὐκ ἔστιν κατά ἄνθρωπο... ἀλλά δι' ἀποκαλύψεως» (Γαλ 1,11-12) κάνει χρήση της παράδοσης πριν απ' αυτόν, όπως πιστοποιούν σε δύο τουλάχιστο περιπτώσεις (Α´ Κορ 11,23· 15,3) οι τεχνικοί όροι «παρέλαβαν» (εβρ. gibbel) - «παρέδωκα» (εβρ. masar)5. Αναφορικά μάλιστα με τη διδασκαλία του για τη σωτηρία του ανθρώπου, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνέχεια του κηρύγματος του Ιησού. Αυτό φαίνεται καθαρά από το γεγονός, ότι ούτε μια φορά ο Παύλος δεν κάνει έκκληση στη διδασκαλία του Ιησού για να στηρίξει την ακράδαντη πεποίθησή του για ελευθερία από το Νόμο6.[Η ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΝΟΜΟ; ΔΕΝ ΠΟΛΕΜΗΣΕ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ; Η ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ ΣΥΚΙΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΟΥ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΤΟΝ ΠΙΣΤΟ ΣΕ ΦΑΡΙΣΑΙΟ;]

Ως δεύτερη βασική προϋπόθεση της παύλειας σωτηριολογίας πρέπει να θεωρήσουμε το ουσιώδες στοιχείο αυτού του πρωτοχριστιανικού κηρύγματος. Άσχετα με το πολιτιστικό και θεολογικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε ο Παύλος για να αναπτύξει παραπέρα το αρχικό αυτό κήρυγμα7, η ουσία είναι πως το κήρυγμα αυτό δεν ήταν άλλο από την εμπειρία της Αναστάσεως8. Η εμπειρία όμως αυτή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα ιστορικό γεγονός, και το γεγονός αυτό είναι ο σταυρικός θάνατος του Ιησού.[ΗΡΘΕ ΓΙΑ ΝΑ ΣΤΑΥΡΩΘΕΙ; Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ Η ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ ΜΑΤΑΙΗ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ; ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ;]

Για την ορθή, λοιπόν, κατανόηση της παύλειας σωτηριολογίας είναι απαραίτητο να αναφερθούμε με συντομία τόσο στο «γεγονός» του σταυρικού θανάτου του Ιησού, όσο και στην προπαύλεια «ερμηνεία» αυτού του γεγονότος.

3.1. TO «ΓΕΓΟΝΟΣ» TOΥ ΣΤΑΥΡΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ TOΥ ΙΗΣΟΥ

Για μεγάλο χρονικό διάστημα η αρνητική κριτική κατά της χριστιανικής θρησκείας στηριζόταν στη μυθική ερμηνεία του χριστιανισμού9. Παρά το γεγονός, ότι η άποψη για ιστορική ανυπαρξία του Ιησού του από Ναζαρέτ, μόνο για ελάχιστο χρόνο υποστηρίχτηκε στα σοβαρά στην επιστημονική έρευνα10, οι επιδράσεις της στην εξωθεολογική φιλολογία και παραφιλολογία υπήρξαν σημαντικές. Κατάφεραν μάλιστα να επιζήσουν μέχρι και το πρόσφατο ακόμη παρελθόν11.

Ένας αντικειμενικός ερμηνευτής μπορεί να δεχτεί ακόμη και την εγελιανή και μετεγελιανή αρχή της φιλοσοφίας της ιστορίας και να αποδώσει την επικράτηση των μεγάλων κινημάτων της ιστορίας όχι στην ακτινοβολία των σημαντικών προσωπικοτήτων, αλλά στη δράση των μαζών. Μπορεί ακόμη να δεχτεί πως η επιβολή τους μπορεί να οφείλεται σε ένα είδος υποκειμενικού ιδεαλισμού των μαζών12. Για την ερμηνεία όμως της διάδοσης και επικράτησης του χριστιανισμού μια τέτοια αρχή και τέτοιου
είδους διαδικασία πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Κι ο λόγος απλούστατα είναι πως δύσκολα θα μπορούσε κανείς να παρακάμψει το «γεγονός» του σταυρικού θανάτου του Ιησού13.

3.1.1. Η ιστορικότητα του σταυρικού θανάτου του Ιησού

Η σύγχρονη καινοδιαθηκική έρευνα, έπειτα από δαιδαλώδη πορεία δύο περίπου αιώνων, έχει φτάσει σήμερα στο συμπέρασμα ότι «παράδοση» και «θεολογία» –αντικειμενική δηλαδή εξιστόρηση των συγκεκριμένων γεγονότων και «ερμηνεία» αυτών των γεγονότων από την αρχέγονη εκκλησία και τους συγκεκριμένους συγγραφείς των ιστορικών κειμένων της Κ.Δ.– είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα14, κάτι δηλαδή που στη μακραίωνη ορθόδοξη παράδοση ήταν αυτονόητο15. Αυτό βέβαια ισχύει κυρίως για τις ευαγγελικές διηγήσεις της προ του πάθους επίγειας δράσης του Κυρίου. Η διήγηση του πάθους, ακόμη και στο αρχαιότερο ευαγγέλιο, το κατά Μάρκον, αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση του συνολικού επίγειου έργου του Ιησού16. Ο Η. Conzelmann προχωράει ακόμη πιο πολύ· υποστηρίζει πως και η ίδια η μάρκεια διήγηση του πάθους (Μκ 14-15) είναι θεολογικά επεξεργασμένη17, σε σημείο μάλιστα που ο ιστορικός να είναι για λίγα μόνο γεγονότα βέβαιος.[ΟΥΤΕ Ο ΞΕΝΟΦΩΝ ΝΑ ΗΤΑΝ] Παρά το σκεπτικισμό του αυτό, o Conzelmann παραδέχεται ότι ιστορικά το πιο αδιαφιλονίκητο γεγονός (Kern Faktum το ονομάζει) «είναι ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε»[ΤΩΡΑ ΗΣΥΧΑΣΑΜΕ]18. Είναι πιθανό, και υποστηρίζεται από πολλούς ερευνητές19, ότι μεγάλος αριθμός από κυριακά λόγια αποτελούν vaticinia ex eventu, αντικατοπτρίζουν δηλαδή, όχι τα ιστορικά γεγονότα καθαυτά, αλλά την πίστη της Πρώτης Εκκλησίας. Αναφορικά μάλιστα με το σταυρικό θάνατο του Ιησού, ο W. Schrage υποστηρίζει επιγραμματικά, ότι η καινοδιαθηκική έρευνα έφτασε στο συνταρακτικό συμπέρασμα, πως ο ίδιος ο Ιησούς όχι μόνο δεν διακήρυξε τη σωτηριώδη σημασία του σταυρικού του θανάτου, αλλ' ούτε καν υπαινίχτηκε κάτι τέτοιο [ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΣ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΘΕΛΕΙ. ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΑΤΟΜΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ. ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ]20. Κι ο ίδιος όμως ο Schrage αναγκάζεται να ομολογήσει, ότι η πίστη της πρωτοχριστιανικής κοινότητας βασίζεται σ' ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός (einmaliges geschichtliches Ereignis). Υποστηρίζει μάλιστα αξιωματικά ότι «από ιστορική σκοπιά δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε για το σταυρικό θάνατο του Ιησού»21.

Η κατά γενική ομολογία παραδοχή της αξιοπιστίας των ευαγγελικών κειμένων, αναφορικά με το γεγονός του σταυρικού θανάτου του Ιησού, έχει την εξήγησή της. Η εξήγηση αυτή σχετίζεται με τις μεσσιανικές προσδοκίες της εποχής22. Ήταν αδιανόητο για την πρωτοχριστιανική κοινότητα, που ξεπήδησε από τη συναγωγή, να διακηρύσσει με αυταπάρνηση την πίστη της στον «ἐσταυρωμένο» Ιησού, αν το γεγονός της σταύρωσης δεν ήταν πραγματικό ιστορικό γεγονός. Και μόνο η ιδέα ενός μεσσία, που θανατώθηκε με τον πιο ατιμωτικό τρόπο, ήταν δυνατό στα πρώτα βήματα της χριστιανικής κοινότητας να διαθέσει αρνητικά τόσο τους Ιουδαίους, όσο και τους εθνικούς. Η σπάνια μαρτυρία της Γαλ 3,13, όπου με άμεση αναφορά στο Δευτερονόμιο (27,6· 21,23), γίνεται έμμεση νύξη στην
αντίθεση του ιουδαϊσμού για παθητό –και μάλιστα «ἐσταυρωμένο»– μεσσία, όπως επίσης και η κατηγορηματική διαβεβαίωση του Παύλου ότι ο «εσταυρωμένος Χριστός» είναι «Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον ἔθνεσιν δέ μωρία» (Α´ Κορ 1,25), αποκλείει εντελώς το ενδεχόμενο η πίστη στον εσταυρωμένο Ιησού να αποτελεί δημιούργημα της Πρώτης Εκκλησίας. [ΑΛΛΟΥΣ ΕΣΩΣΕΣ ΕΑΥΤΟΝ ΟΥ ΔΥΝΑΣΑΙ ΣΩΣΑΙ; ΜΑ ΟΙ ΙΟΥΔΑΙΟΙ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΨΑΝ. ΟΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΩΣΑΝ. ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ. ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΔΙΟΤΙ ΑΠΑΙΤΕΙ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ. Ο ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΕΙΝΑΙ ΥΠΗΡΕΤΕΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.]


Σημειώσεις


1. Πρβλ. Ν. Ι. Λούβαρη, Εἰσαγωγή εἰς τάς περί Παῦλον σπουδάς, Αθήνα 1960, σελ. 238εξ. Επίσης W. G. Kümmel, Das Neue Testament. Geschichte der Erforschung seiner Probleme, München 1970. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Α. Loisy (The Gospel and the Church, αγγ. μετ. London 1903, σελ. 116) ότι «ο Ιησούς προφήτευσε τη βασιλεία του Θεού κι αυτό που προέκυψε ήταν η Εκκλησία».
2. Βλ. D. Ε. Η.Whiteley, The Theology of St. Paul, Oxford 1964, σελ. 8. Κατά τον Σ. Αγουρίδη «ἡ ἔρευνα δέν ἔχει κατορθώσει ἀκόμη νά διακρίνη ὡς πρός ὡρισμένα σημεῖα τῆς διδασκαλίας τῶν Ἐπιστολῶν του ἄν ταῦτα εἶναι χαρακτηριστικῶς παύλεια ἤ ἀποτελοῦν κληρονομίαν θεολογικήν τῆς χριστιανικῆς ἑλληνιστικῆς Ἐκκλησίας» (Παῦλος, σελ. 40).
3. Πρβλ. ανάμεσα στα πολλά J. Blank, Paulus und Jesus, München 1968. B. P. Fannon, “The Influence of Tradition in St. Paul,” Studia Evangelica IV Berlin 1968, σελ. 292-307. L. Goppelt, “Tradition bei Paulus,” KuD 4 (1958) σελ. 213-33. Επίσης K. Wegenast, Das Verständnis der Tradition bei Paulus und in der Deutero-paulinen, Neukirchen 1962. Ενδείξεις δανεισμού απ' την παράδοση στις παύλειες επιστολές από μορφολογική άποψη αποτελούν οι ομολογίες του corpus paulinum (Α´Κορ 15,1εξ. Ρωμ 1,3εξ· 3,24εξ· 4,25· Φιλιπ 2,5εξ), η ευχαριστιακή παράδοση (Α´ Κορ 11,23εξ), τα κυριακά λόγια (Α´ Κορ 7,10εξ· 9,14· Α´ Θεσ 4,15) και τα «παρελάβετε» χωρία (Α´ Κορ 11,2· Φιλιπ 4,8εξ. Α´ Θεσ 5,1εξ. Β΄ Θεσ 3,6). Από πλευράς περιεχομένου, εκτός από το πρωτοχριστιανικό κήρυγμα, την ευχαριστία και τα περί γάμου-διαζυγίου, ως δάνεια από την προ-παύλεια παράδοση μπορούν να θεωρηθούν οι αναφορές στη συντήρηση των ιεροκηρύκων (Α´ Κορ 9,14), στην εξύψωση της εντολής της αγάπης (Α´ Κορ 13· Ρωμ 13,8εξ. Γαλ 5,13 κ.ά.), στη δαβιτική καταγωγή του Ιησού (Ρωμ 1,3), στην ισραηλιτική του προέλευση (Ρωμ 9,5), όπως και στην αβρααμική (Γαλ 3· Ρωμ 4), στην υπό Νόμον γέννησή του (Γαλ 4,4), στην υπακοή και ταπείνωση (Φιλιπ 2,6εξ), στην κατά κόσμο πτωχεία του Ιησού (Β´Κορ 8,9) κ.ά.
4. Πρβλ. Ε. Käsemann, “Das Problem des Historischen Jesus,” ZTK 51 (1954), 125-53.
5. Βλ. E. Lohse, Επίτομη θεολογία της Καινής Διαθήκης, ελλ. μετ. Αθήνα 1980, σελ. 114.
6. Βλ. R. Bultmann, “Paulus,” RGG2 τομ IV 1019-45, στ. 1026· του ίδιου, “Die Bedeutung des geschichtlichen Jesus für die Theologie des Paulus,” Glauben und Verstehen I 188-213.
7. Το μεγάλο πρόβλημα του ιδεολογικού υποβάθρου της θεολογικής σκέψης του Παύλου (ιουδαϊκό-ελληνικό) δεν απασχολεί πια την καινοδιαθηκική έρευνα, με τον τρόπο που την απασχολούσε στις αρχές του περασμένου αιώνα.8. Ε. Lohse, όπ. παρ., σελ. 21.
9. Βλ. Σ. Αγουρίδη, Ἐρμηνευτική τῶν ἱερῶν κειμένων, Αθήνα 1979, 2000, σελ. 182εξ.
10. Ο A. Schweitzer, Ιστόρια της έρευνας για το βίο του Ιησού, ελλ. μετ. Αθήνα 1982, σελ. 24εξ, ούτε καν καταπιάνεται με την άποψη αυτή.
11. Σήμερα υπάρχει μεγάλη ποικιλία εντύπων, που έχουν κυριολεκτικά κατακλύσει το εμπόριο, πολλά από τα οποία στηρίζονται στην ξεχασμένη πια και αποτυχημένη αυτή απόπειρα ερμηνείας των καινοδιαθηκικών δεδομένων.
12. Βλ. Σ. Αγουρίδη, Ερμηνευτική, σελ. 185.
13. Όλες οι μελέτες στο θέμα του Σταυρού αναφέρονται στο σταυρικό θάνατο του Ιησού χαρακτηρίζοντάς τον ως «γεγονός» (Ereignis). Βλ. H.-R. Weber, Kreuz und Kultur. Deutungen der Kreuzigung Jesu im neutestamentlichen Kulturraum und in Kulturen der Gegenwart, Lausanne 1975, σελ. 13εξ.
14. Περισσότερα για το θέμα στη μελέτη μας «Παράδοση καί θεολογία στα συνοπτικά ευαγγέλια», Γρηγ. Παλ. 63 (1980) 152-60.
15. Στο ίδιο, σελ. 160. Πρβλ. H.-R. Weber, Kreuz und Kultur, σελ. 31εξ.
16. H. Conzelmann, “Historié und Theologie in der synoptischen Passionsberichten,” P. Viering, Zur Bedeutung des Todes Jesu, 35εξ, σελ. 39· και Ι. Καραβιδόπουλου, Το πάθος του Χριστού κατά τις διηγήσεις των συνοπτικών ευαγγελίων, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 34.
17. Η. Conzelmann, “Historié und Theologie..., ” σελ. 34εξ.
18. Στο ίδιο.
19. Βλ. R. Bultmann, Die Geschichte der synoptischen Tradition, Göttingen 196l5· V. Taylor, The Formation of the Gospel Tradition, London 1933· N. Perrin, Rediscovering the Teaching of Jesus, London 1967· ακόμη και J. Jeremias, Neutestamentliche Theologie I, Gütersloh 1971.
20. W. Schräge, “Das Verständnis des Todes Jesu Christi im Neuen Testament,” F. Viering (εκδ.), Das Kreuz Jesu Christi als Grund des Heils, Gütersloh 19682, 49-89, σελ. 49.
21. Στο ίδιο. Πρβλ. επίσης R. Bultmann, “Neues Testament und Mythologie,” KuM I (1960) σελ. 42εξ.
22. Κατά τον J. Wellhausen, Einleitung in die ersten Evangelien, Berlin 1905, η ιδέα ενός παθητού μεσσία δεν υπάρχει στην παλαιοδιαθηκική προφητεία και πρέπει να εξηγηθεί post factum (σελ. 91).

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Και μετά αυτός παραπονιέται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι εχθρικά διακείμενη απέναντι στην βιβλική κριτική!

Εν τω μεταξύ μέχρι τώρα καμία κουβέντα για την Θεότητα του Κυρίου!...