Συνέχεια από: Πέμπτη 19 Μαΐου 2022
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Μέρος Πρώτο
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ
Κεφάλαιο 2
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ
2.3. ΤΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ Κ.Δ.
Η σωτηρία, σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική αντίληψη, προϋποθέτει κατά κύριο λόγο σωτήρα ή λυτρωτη72. Και η Κ.Δ. περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από το πρόσωπο αυτού του λυτρωτή. Αυτό γίνεται τόσο στα αφηγηματικά, όσο και στα διδακτικά τμήματά της. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ένα σκέλος της αρχέγονης χριστιανικής ομολογίας «Ιησούς Χριστός», προέρχεται από τη σημιτική ρίζα yaša‛ (=σώζω)73. Στην καινοδιαθηκική γραμματεία το θέμα της σωτηρίας από πλευράς ορολογίας αναπτύσσεται με μια σειρά από εκφράσεις, οι εννοιολογικές αποχρώσεις των οποίων έχουν πάντοτε ως κύριο σημείο αναφοράς τον Ιησού Χριστό: «ἀπολύτρωσις», «(ἐξ)αγορά», «δικαίωσις», «σωτηρία», «ἁγιασμός», «καταλλαγή», «ἱλασμός», «υἱοθεσία», «ἀναδημιουργία». Ολόκληρη σχεδόν η παραπάνω ορολογία μέσα στα κείμενα της Κ.Δ. αναφέρεται έμμεσα ή άμεσα στο ύψιστο και αποφασιστικό σημείο της επίγειας δράσης του Ιησού, το σταυρικό του θάνατο.Από την εποχή της μεταρρύθμισης του Καλβίνου74, η χριστιανική σωτηριολογία συνδέθηκε σχηματικά με τα τρία αξιώματα του Κυρίου· το βασιλικό, το προφητικό και το αρχιερατικό. Η σχηματική αυτή διαίρεση του προσώπου και του έργου του Χριστού είναι εμφανής ακόμη και σε ορθόδοξα δογματικά εγχειρίδια75, με αποτέλεσμα η χριστιανική σωτηριολογία να αναλύεται σχηματικά στις παρακάτω τρεις θεωρίες περί απολυτρώσεως· τη μυστική, την ηθική και την πραγματική76. Σύμφωνα με την τελευταία από τις θεωρίες αυτές, που αντιστοιχεί προς το αρχιερατικό αξίωμα του Χριστού77, η ανθρωπότητα σώζεται «διά τῶν σεπτῶν παθημάτων... καί τῆς ἐπί σταυροῦ ἱλαστηρίου θυσίας»78 του Κυρίου. Και η θεωρία αυτή είναι εκείνη, που «ἐξαίρεται πολλάκις ὑπό τῆς Ἁγίας Γραφῆς»79.
Είναι, λοιπόν, φυσικό να αναζητήσουμε τα σωτηριολογικά δεδομένα της Κ.Δ. στις μαρτυρίες και ερμηνευτικές αναφορές στο θάνατο του Ιησού, τις οποίες παρουσιάζουν οι διάφορες ενότητες κειμένων της Κ.Δ. Οι ενότητες αυτές είναι οι παύλειες επιστολές, η Α´ Πέτρου, η προς Εβραίους, η ιωάννεια γραμματεία και τα λουκάνεια έργα80.
Παύλος. Πέρα από ορισμένες μαρτυρίες για την ανάσταση του Κυρίου, στις οποίες γίνεται έμμεση νύξη για το θάνατο του Ιησού (πρβλ. Α´ Θεσ 1,9-10· 4,14· Γαλ 1,1· Ρωμ 4,26β· 8,11· 10,9· Α´ Κορ 6,14· Β´ Κορ 4,14), οι παύλειες επιστολές βρίθουν από χωρία με άμεσες αναφορές στο γεγονός του σταυρικού θανάτου του Ιησού. Στα χωρία αυτά ο θάνατος του Ιησού παρουσιάζεται:
α) ως θυσία υπέρ των ανθρώπων, για χάρη δηλαδή της ανθρωπότητας. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα χωρία που αναφέρονται στην «παράδοση» από τον Θεό πατέρα του Ιησού, ή στην «αυτο-παράδοση» του Ιησού, ή απλά στο θάνατό του «υπέρ ασεβών». β) Ως αντιπροσωπευτικός θάνατος «αντί» (στη θέση δηλαδή) των αμαρτωλών. Σ' αυτήν την κατηγορία μπορούμε να κατατάξουμε αντιπροσωπευτικά τα χωρία Β´ Κορ 5,21· Γαλ 3,13β και Β´ Κορ 5,14. γ) Ως πράξη «εξιλασμού», και κατά συνέπεια «καταλλαγής», με αντιπροσωπευτικότερα τα χωρία Ρωμ 3,25εξ· 5,8εξ· Β´ Κορ 5,18· Εφ 2,16· Κολ 1,20εξ (βλ. επίσης Ρωμ 8,3εξ). δ) Ως πράξη «εξαγοράς» και «απελευθέρωσης». Τα πιο αντιπροσωπευτικά χωρία αυτής της κατηγορίας είναι τα Γαλ 3,13α· 4,5· Α´ Κορ 6,20· 7,23. Τέλος ε) ως «σκάνδαλο του σταυρού», όπως περιγράφεται κυρίως στο Α´ Κορ 1,18εξ.
Πέτρος. Στην Α´ Πέτρου, η οποία πρέπει να αποτελούσε, όπως ευρύτατα υποστηρίζεται, βαπτισματική ομιλία81, τα σωτηριολογικά χωρία είναι απόλυτα συνυφασμένα με τη συσχέτιση των μελλοντικών (ή παρελθόντων) παθημάτων της παραλήπτριας χριστιανικής κοινότητας προς τα παθήματα του Ιησού. Η επιστολή αυτή είναι η μοναδική σ' ολόκληρη την Κ.Δ., όπου ο θάνατος του Ιησού ερμηνεύεται αποκλειστικά με βάση τα παθήματα του δούλου του Γιαχβέ (Ησ 52,12εξ). Κι εδώ, όπως και στις παύλειες επιστολές, οι αναφορές στον εξιλαστήριο και αντιπροσωπευτικό θάνατο του Ιησού είναι σαφείς (πρβλ. 2,21-3,18 κ.ά.), παρότι βέβαια τονίζεται και η ηθική πλευρά του σωτηριολογικού προβλήματος, ο παραδειγματισμός δηλαδή των χριστιανών από τα παθήματα του Χριστού (4,12εξ· 3,13εξ). Η επιστολή αυτή διασώζει και μιαν άλλη καινοτομία· η παγκοσμιότητα και μοναδικότητα του σωστικού χαρακτήρα του σταυρικού θανάτου του Ιησού ερμηνεύεται με τη μυθολογική εικόνα της καθόδου του στον Άδη (3,19).82
Εβραίους. Η προς Εβραίους επιστολή περιέχει, μπορούμε να πούμε, ολοκληρωμένη σωτηριολογική διδασκαλία, με την έννοια ότι ερμηνεύει το θάνατο του Ιησού αποκλειστικά με τη βοήθεια του λατρευτικού συστήματος των θυσιών της Π.Δ. Ο λόγος αυτός της παρακλήσεως (13,22) αποτελεί μια πάρα πολύ εντυπωσιακή προσπάθεια κατανόησης του μυστηρίου του σταυρού με βάση το τελετουργικό τυπικό της jom hakkipurim (εορτής του εξιλασμού), όπως αυτή περιγράφεται στο 16ο κεφ. του Λευϊτικού. Ο συγγραφέας της επιστολής, χρησιμοποιώντας με εκπληκτική δεξιοτεχνία το κείμενο της Π.Δ. (Ο´) τονίζει: α) τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα της σταυρικής θυσίας του Χριστού (πρβλ. 4,15· 5,1-4· 2,9-18)83 και β) την τέλεια (εφάπαξ βλ. 7,27· 10,10) εξιλαστήρια μορφή αυτής της θυσίας (πρβλ. 9,11-15· 7,22εξ. 10,19εξ. κ.ά.).
Ιωάννης. Περνώντας στην ιωάννεια γραμματεία διακρίνουμε κάποια διαφορετική εικόνα. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι το Δ´ Ευαγγέλιο και η Α´ Καθολική Επιστολή του Ιωάννη παρουσιάζουν σημαντικές αναφορές στο θάνατο του Ιησού, ο οποίος ερμηνεύεται: α) ως αντιπροσωπευτικός (πρβλ. Ιω 10,50εξ· 11,15εξ· 6,51)· β) ως εξιλαστήριος (πρβλ. 1,29.36· 17,19· Α´ Ιω 2,2· 4,10)· γ) ως «δόξα» (Ιω 13,21.32· 12,23.28 κ.ά.),84 ενώ η ύψωση στο σταυρό ταυτίζεται τυπολογικά στο Δ´ Ευαγγέλιο με την ύψωση από τον Μωυσή του χάλκινου φιδιού στην έρημο (Ιω 3,14εξ).85 Το κύριο όμως χαρακτηριστικό, που διαφοροποιεί τα ιωάννεια έργα από τα παύλεια και δευτεροπαύλεια, είναι ότι το κεντρικό σημείο από πλευράς σωτηριολογικής συμβολής του προσώπου του Ιησού δεν είναι ο σταυρικός του θάνατος αλλά η ενανθρώπιση. Ακόμη και στα χωρία με σαφή εξιλαστήρια ορολογία (Α´ Ιω 4,10) η αναφορά δεν γίνεται στη σταυρική θυσία αλλά σιωπηρά στο σύνολο της επίγειας δράσης του Ιησού (βλ. Α´ Ιω 4,9). Αντιπροσωπευτικό χωρίο της ιωάννειας αυτής άποψης είναι το Ιω 3,16εξ:
«οὕτως γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν τόν μονογενή ἔδωκεν... Οὐ γάρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν εἰς τόν κόσμον ἵνα κρίνῃ τόν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ».86
Λουκάς. Αν στην ιωάννεια γραμματεία μεταφέρεται σιωπηρά το κέντρο βάρους από τη σταύρωση στην ενανθρώπηση, ο ευαγγελιστής Λουκάς με τον πρώτο και δεύτερο «λόγο» του παρουσιάζει, αναφορικά με το σωτηριολογικό ζήτημα, μια παραπέρα προώθηση της πρωτοχριστιανικής καινοδιαθηκικής σκέψης. Πέρα από τα κοινά προς την υπόλοιπη ευαγγελική γραμματεία στοιχεία, που παρουσιάζει η θεολογία του Λουκά, ο τρίτος ευαγγελιστής αναπτύσσει μια σωτηριολογία, η οποία βασίζεται όχι στον εξιλαστήριο χαρακτήρα του θανάτου του Ιησού87, αλλά στη σωστική σημασία του προσώπου, του λόγου και του έργου του. Σύμφωνα με τη συνολική θεολογική σκέψη του Λουκά, ο Ιησούς αποτελεί το «μέσον του χρόνου» (die Mitte der Zeit).88 Έτσι, σταδιακά η απολύτρωση «ἐν Χριστῷ Ιησού» (Ρωμ 3,24), «διά τοῦ αἵματος αὐτοῦ» (Εφ 1,7) γίνεται «ὁδός σωτηρίας» (Πράξ 16,17)·89 μετατρέπεται δηλαδή η «σωτηριολογία του Ιησού» σε «σωτηριολογία της Εκκλησίας», και ο Ιησούς, ο κατεξοχήν παράγων της σωτηρίας, ο οποίος για τον απόστολο Παύλο «ὑπέρ ἀσεβῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ 5,6), γίνεται «ἀρχηγός τῆς ζωῆς (Πραξ 3,15), εκείνος τον οποίο ο Θεός «ἀρχηγόν καί σωτῆρα ὕψωσεν» (Πραξ 5,31).90
Οι τρεις πρώτες από τις πέντε αυτές ενότητες παρουσιάζουν ένα κοινό στοιχείο· με μια πρώτη ματιά δίνουν την εντύπωση ότι, για τη σωτηριολογική κατανόηση του μυστηρίου του σταυρικού θανάτου του Ιησού, ως κυρίαρχη θεολογική τους ιδέα έχουν αυτήν της θυσίας. Με τον ένα, δηλαδή, ή τον άλλο τρόπο υποβόσκει ο εξιλαστήριος και αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του θανάτου του Ιησού. Άλλωστε και οι τρεις ανήκουν στο λεγόμενο παύλειο (ή και μεταπαύλειο-δευτεροπαύλειο) κύκλο σκέψεως. Παρά το διαφορετικό τρόπο έκφρασης, η ερμηνευτική προσέγγιση του σταυρικού θανάτου του Ιησού κατά βάση είναι η ίδια. Όπως θα έλεγε ο J. Jeremias η διαφορά ανάμεσα στην παύλεια γραμματεία, την Α´ Πέτρου και την προς Εβραίους δεν είναι διαφορά γνώμης, αλλά ατμόσφαιρας91. Μπορούμε μάλιστα να διακρίνουμε κάποιο είδος εξέλιξης από τα παύλεια έργα προς την προς Εβραίους, η οποία από συστηματική άποψη αποτελεί το επιστέγασμα της σωτηριολογικής θεώρησης του σταυρικού θανάτου του Ιησού.92
Το ερώτημα, λοιπόν, που προβάλλει επιτακτικά σχετίζεται με την αναζήτηση της ουσιαστικής συμβολής του αποστόλου Παύλου σ' ένα τόσο κεφαλαιώδες για τη χριστιανική θεολογία ζήτημα, όπως το σωτηριολογικό. Είναι φανερό, απ' όσα αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα, ότι η μεταγενέστερη σωτηριολογία, και κυρίως η δυτική, στηρίχτηκε περισσότερο στην παύλεια και μεταπαύλεια θεώρηση του θανάτου του Ιησού. Εξάλλου, τα παύλεια κείμενα είναι χρονολογικά τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία του χριστιανισμού. Επομένως, μια και βρίσκονται κοντύτερα στη σωτηριολογία της αρχέγονης χριστιανικής κοινότητας, σ' αυτά θα πρέπει να αναζητηθεί κατά τεκμήριο, η αυθεντική διδασκαλία του Χριστού. Κατά συνέπεια, είναι ζωτικής σημασίας για την καινοδιαθηκική έρευνα, αλλά και την καθόλου χριστιανική διδασκαλία, να αναλυθούν οι απαρχές της χριστιανικής σωτηριολογίας και να διερευνηθεί η εξέλιξή της.
2.4. ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ
Έτσι, στο επόμενο (τρίτο) κεφ. θα διερευνήσουμε τις προϋποθέσεις της παύλειας σωτηριολογίας, ενώ στο τέταρτο κεφ. θα προσπαθούμε να εξακριβώσουμε την παύλεια συμβολή στη χριστιανική σωτηριολογία. Το τρίτο, λοιπόν, κεφ. υποδιαιρείται σε δύο μέρη, που αναφέρονται αντίστοιχα στις δύο βασικές προϋποθέσεις της παύλειας σωτηριολογίας: στο «γεγονός» του σταυρικού θανάτου του Ιησού και στην (προπαύλεια) «ερμηνεία» αυτού του γεγονότος.
Κατά παρόμοιο τρόπο το τέταρτο κεφ. θα εξετάσει πρώτα τις μεθοδολογικές προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό της παύλειας σωτηριολογικής συμβολής, και έπειτα θα επιχειρήσει (με βάση αυτές τις προϋποθέσεις) να εξακριβώσει την προσωπική συμβολή του αποστόλου στην ερμηνευτική θεώρηση του θανάτου του Ιησού.
Η παραπάνω διάταξη προσδιορίζει και τη μέθοδο που θα ακολουθή-
σουμε, που είναι η ιστορικο-κριτική, η οποία έχει επικρατήσει στη σύγχρονη βιβλική επιστήμη93 κατά τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους θεμάτων, με όλες βέβαια τις επιφυλάξεις που αναλύσαμε στο πρώτο κεφ. Πιο συγκεκριμένα, για τη διερεύνηση των απαρχών της πρωτοχριστιανικής ερμηνείας του θανάτου του Ιησού (κεφ. τρίτο) θα ακολουθήσουμε κατά κύριο λόγο τη μορφοϊστορική ανάλυση των καινοδιαθηκικών δεδομένων. Η βασική, εντούτοις, διαφορά με τα ανάλογα έργα της γνωστής γερμανικής σχολής (Formgeschichte), που όπως είναι γνωστό οδήγησε σε ακραία συμπεράσματα και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων94, βρίσκεται στον καθορισμό των στόχων της μορφοϊστορικής ανάλυσης. Δεν θα αναζητήσουμε,
δηλαδή, την αυθεντική διδασκαλία του ιστορικού Ιησού, αλλά το Sitz im Leben του αρχέγονου χριστιανισμού95. Αναφορικά με την εξακρίβωση της παύλειας συμβολής στην ερμηνεία του θανάτου του Ιησού (τέταρτο κεφ.) θα ακολουθήσουμε παράλληλα και τη λεξιλογική ανάλυση. Σ' αυτό το κεφ. θα χρησιμοποιήσουμε ως βασικές πηγές κατά κύριο λόγο τις αδιαφιλονίκητα παύλειες επιστολές (Α´Θεσ., Γαλ., Φιλιπ., Φιλημ., Α´ Κορ., Β´ Κορ., Ρωμ) και μόνο βοηθητικά τις υπόλοιπες επιστολές του corpus paulinum, χωρίς να εισερχόμαστε σε θέματα γνησιότητας97.
2.5. ΣΥΝΟΨΗ
2.5.1. Η χριστιανική σωτηριολογία, τόσο στην καινοδιαθηκική όσο και στη μεταγενέστερη θεολογική σκέψη, βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ερμηνεία του θανάτου του Ιησού. Το ιστορικά αναμφισβήτητο αυτό «γεγονός» απετέλεσε σημείο ερμηνευτικής διεργασίας της πρώτης Εκκλησίας από τα πρώτα κιόλας βήματα της θεολογικής της δραστηριότητας. Στα κείμενα της Κ.Δ., και κυρίως στις επιστολές του αποστόλου Παύλου, φαίνεται να κυριαρχεί η λεγόμενη «σωτηριολογική» ερμηνεία.
2.5.2. Με βάση τα σωτηριολογικά αυτά δεδομένα του corpus paulinum διαμορφώθηκε στη μεταγενέστερη (δυτική κυρίως) θεολογία η extra nos-pro nobis σωτηριολογική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το γεγονός της σωτηρίας του ανθρώπου συντελέστηκε κατά τη στιγμή του σταυρικού θανάτου του Ιησού.
2.5. ΣΥΝΟΨΗ
2.5.1. Η χριστιανική σωτηριολογία, τόσο στην καινοδιαθηκική όσο και στη μεταγενέστερη θεολογική σκέψη, βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ερμηνεία του θανάτου του Ιησού. Το ιστορικά αναμφισβήτητο αυτό «γεγονός» απετέλεσε σημείο ερμηνευτικής διεργασίας της πρώτης Εκκλησίας από τα πρώτα κιόλας βήματα της θεολογικής της δραστηριότητας. Στα κείμενα της Κ.Δ., και κυρίως στις επιστολές του αποστόλου Παύλου, φαίνεται να κυριαρχεί η λεγόμενη «σωτηριολογική» ερμηνεία.
2.5.2. Με βάση τα σωτηριολογικά αυτά δεδομένα του corpus paulinum διαμορφώθηκε στη μεταγενέστερη (δυτική κυρίως) θεολογία η extra nos-pro nobis σωτηριολογική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το γεγονός της σωτηρίας του ανθρώπου συντελέστηκε κατά τη στιγμή του σταυρικού θανάτου του Ιησού.
ΠΑΡΟΤΙ ΕΠΑΝΕΛΑΒΕ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΛΛΑΒΟΥΜΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ. ΠΑΡΟΤΙ Η ΜΟΡΦΟΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ Κ.Δ. ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ. ΠΑΡΟΤΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΜΕΝΟΣ ΕΝΩ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΥΘΟΣ.
Σημειώσεις
72. Α. Θεοδώρου, «σωτηριολογία», ΘΗΕ XI 634-639, στ. 634.
73. Βλ. Ματθ. 1,21 («καλέσεις τό ὄνομα αὐτού Ἰησοῦν· αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ»). Πρβλ. επίσης Ι. Χρυσοστόμου, Ἐρμηνεία εἰς τό κατά Ματθαῖον, PG 57,26· W. Foester, “Ἰησοῦς”, TDNT III 284-293, σελ. 289· και το λήμμα «σωτηρία» στο ΛΒΘ 928-934, στ. 928.
74. L. Morris, The Cross in the New Testament, Exeter 19672, σελ. 403εξ.
75. Βλ. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Αθήνα 19562, σελ. 194εξ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική II, σελ. 143εξ.
76. Πρβλ. Α. Θεοδώρου, όπ. παρ., στ. 635.
77. Στο ίδιο στ. 637.
78. Στο ίδιο στ. 636.
79. Στο ίδιο στ. 637.
80. Σήμερα έχει γίνει αποδεκτό, ότι και στα άλλα δύο συνοπτικά ευαγγέλια, στο κατά Μάρκον και στο κατά Ματθαίον, γίνονται γενικότεροι θεολογικοί υπαινιγμοί. Στο σωτηριολογικό όμως θέμα οι υπαινιγμοί αυτοί δεν είναι τόσο φανερό ότι προέρχονται από τη γραφίδα του ευαγγελιστή ή την κοινότητα, την οποία εκπροσωπεί και για την οποία έγραψε το ευαγγέλιό του. Γι’ αυτό, στη σύντομη αυτή εισαγωγική παρουσίαση των σωτηριολογικών δεδομένων της Κ.Δ., περιοριζόμαστε στο ευαγγέλιο του Λουκά, στο οποίο, εξαιτίας της ύπαρξης και του δεύτερου έργου του (Πράξεις), οι σωτηριολογικές αναφορές είναι εμφανέστερες.
81. Πρβλ. Β. Στογιάννου, Πρώτη Επιστολή Πέτρου, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 78.
82. J. Jeremias, “The Sacrificial Death,” The Central Message of the N.T., London 1965, σελ. 33εξ.
83. Πρβλ. F. Grässer, “Die Heilsbedeutung des Todes Jesu in Hebräer 2,14-18,” G. Andresen-G. Klein, Theologia Crucis, σελ. 165εξ.
84. Πρβλ. Ιω 21,19· 17,4 εξ κ.ά.
85. Στην Αποκάλυψη, πρέπει να τονίσουμε, ο Ιησούς παρουσιάζεται ως «ἀρνίον... ἐσφαγμένον» (5,6), ορολογία που προφανώς υποδηλώνει τον εξιλαστήριο ουσιαστικό χαρακτήρα του θανάτου του Ιησού. Η γενικότερη όμως θριαμβευτική εκκλησιολογική προοπτική του κειμένου πλησιάζει περισσότερο προς τη σωτηριολογία των υπόλοιπων ιωαννείων κειμένων.
86. Στη νεώτερη καινοδιαθηκική έρευνα το γενικότερο σωτηριολογικό σχήμα της ιωάννειας γραμματείας χαρακτηρίζεται ως «αποκαλυπτικό» (Offenbarung-Schema) σε αντιπαράθεση προς το παύλειο «εξιλαστήριο σχήμα» (Sühne-Schema) βλ. R. Schnackenburg, “Ist der Gedanke des Sühnetodes Jesu der einzige Zugang zum Verständnis unserer Erlösung durch Jesus Christus?,” K. Kertelge (εκδ.), Der Tod Jesu, 205-230.
87. Πρβλ. Ι. Παναγόπουλου, Ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία. Ἡ θεολογική μαρτυρία τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, Αθήνα 1969, όπου υποστηρίζεται η έλλειψη σταυρικής θεολογίας στις Πράξεις. Αντίθετα ο Χ. Σ. Βούλγαρης, Ἡ περί σωτηρίας διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, Αθήνα 1971, υποστηρίζει ότι «αἱ σχετικαί μαρτυρίαι οἰκοδομοῦν τήν ‛θεολογίαν τοῦ πάθους’, ἀρκεί νά ἐξεταστοῦν αὐταί ὑπό τό πρίσμα τῆς ‛ἐπαγγελίας καί τῆς πληρώσεως’» (σελ. 89).
88. Πρβλ. το κλασικό έργο του Η. Conzelmann, Die Mitte der Zeit, Tübingen 1954.
89. Πολύ σωστά, λοιπόν, το σωτηριολογικό σχήμα των έργων του ευαγγελιστή Λουκά χαρακτηρίζεται ως Weg-Schema (σχήμα της Οδού) (βλ. R. Schnackenburg, “Ist der Gedanke...,” σελ. 205εξ.
90. Βλ. Γ. Γαλίτη, Ἡ χρήσις τοῦ ὅρου ΑΡΧΗΓΟΣ ἐν τῇ Κ.Δ. Συμβολή εἰς τό πρόβλημα τῆς ἐπιδράσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἐπί τήν Κ.Δ., Αθήνα 1960· και Ρ. G. Müller, Χριστός ἀρχηγός, Bern 1973.
91. J. Jeremias, “The Sacrificial Death,” σελ. 34.
92. Στο ιδιο, σελ. 31. Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι η σχέση ανάμεσα στις ιωάννειες και τις λουκάνειες παραδόσεις, η οποία διαπιστώθηκε στο θέμα της σωτηρίας, μαρτυρείται και σε άλλες περιπτώσεις, σε σημείο που να ενισχύεται η άποψη του Ι. Καραβιδόπουλου για τον τόπο προέλευσης (Έφεσος) του τρίτου συνοπτικού ευαγγελίου (βλ. Τό πάθος τοῦ Χριστοῦ κατά τάς διηγήσεις τῶν Συνοπτικῶν Εὐαγγελίων, Θεσσαλονίκη 1974 σελ. 49εξ και ιδιαίτερα σελ. 53).
93. Βλ. περισσότερα στη μελέτη μας «Βιβλική κριτική και Ορθοδοξία», ΕΕΘΣΘ 25 (1980) 337-77 (=Βιβλικές Ερμηνευτικές Μελέτες, ΒΒ 6 Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 49-101).
94. Η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην επιστήμη της Κ.Δ. από τους M. Dibelius και R. Bultmann. Την προπολεμική περίοδο χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τη μελέτη της συνοπτικής παράδοσης με σκοπό την ανακάλυψη της αυθεντικής διδασκαλίας του Ιησού, είχε όμως αρνητικά αποτελέσματα.
95. Στον ορθόδοξο χώρο τη μορφοϊστορική ανάλυση για τη μελέτη των παύλειων κειμένων χρησιμοποίησε εν μέρει με θετικά αποτελέσματα ο Ι. Καραβιδόπουλος για το διαχωρισμό της παύλειας από την προπαύλεια χρήση του όρου «αμαρτία» (Ἡ ἁμαρτία κατά τόν ἀπόστολον Παῦλον, σελ. 45εξ). Πρβλ. επίσης Β. Στογιάννου, Πέτρος παρά Παύλῳ, Θεσσαλονίκη 1968, σελ. 32εξ.
96. Για τα όρια της μεθόδου αυτής βλ. Β. Στογιάννου, Χριστός και Νόμος, σελ. 13 εξ. επίσης τη μελέτη μας «Αἱρέσεις ἤ θεολογικές τάσεις στόν αρχέγονο Χριστιανισμό», ΔΒΜ 5 (1978) 101-118, σελ. 111εξ.
97. Για το πρόβλημα της γνησιότητας αυτών των επιστολών βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή στην Κ.Δ., Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 294εξ, 308εξ.
73. Βλ. Ματθ. 1,21 («καλέσεις τό ὄνομα αὐτού Ἰησοῦν· αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ»). Πρβλ. επίσης Ι. Χρυσοστόμου, Ἐρμηνεία εἰς τό κατά Ματθαῖον, PG 57,26· W. Foester, “Ἰησοῦς”, TDNT III 284-293, σελ. 289· και το λήμμα «σωτηρία» στο ΛΒΘ 928-934, στ. 928.
74. L. Morris, The Cross in the New Testament, Exeter 19672, σελ. 403εξ.
75. Βλ. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Αθήνα 19562, σελ. 194εξ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική II, σελ. 143εξ.
76. Πρβλ. Α. Θεοδώρου, όπ. παρ., στ. 635.
77. Στο ίδιο στ. 637.
78. Στο ίδιο στ. 636.
79. Στο ίδιο στ. 637.
80. Σήμερα έχει γίνει αποδεκτό, ότι και στα άλλα δύο συνοπτικά ευαγγέλια, στο κατά Μάρκον και στο κατά Ματθαίον, γίνονται γενικότεροι θεολογικοί υπαινιγμοί. Στο σωτηριολογικό όμως θέμα οι υπαινιγμοί αυτοί δεν είναι τόσο φανερό ότι προέρχονται από τη γραφίδα του ευαγγελιστή ή την κοινότητα, την οποία εκπροσωπεί και για την οποία έγραψε το ευαγγέλιό του. Γι’ αυτό, στη σύντομη αυτή εισαγωγική παρουσίαση των σωτηριολογικών δεδομένων της Κ.Δ., περιοριζόμαστε στο ευαγγέλιο του Λουκά, στο οποίο, εξαιτίας της ύπαρξης και του δεύτερου έργου του (Πράξεις), οι σωτηριολογικές αναφορές είναι εμφανέστερες.
81. Πρβλ. Β. Στογιάννου, Πρώτη Επιστολή Πέτρου, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 78.
82. J. Jeremias, “The Sacrificial Death,” The Central Message of the N.T., London 1965, σελ. 33εξ.
83. Πρβλ. F. Grässer, “Die Heilsbedeutung des Todes Jesu in Hebräer 2,14-18,” G. Andresen-G. Klein, Theologia Crucis, σελ. 165εξ.
84. Πρβλ. Ιω 21,19· 17,4 εξ κ.ά.
85. Στην Αποκάλυψη, πρέπει να τονίσουμε, ο Ιησούς παρουσιάζεται ως «ἀρνίον... ἐσφαγμένον» (5,6), ορολογία που προφανώς υποδηλώνει τον εξιλαστήριο ουσιαστικό χαρακτήρα του θανάτου του Ιησού. Η γενικότερη όμως θριαμβευτική εκκλησιολογική προοπτική του κειμένου πλησιάζει περισσότερο προς τη σωτηριολογία των υπόλοιπων ιωαννείων κειμένων.
86. Στη νεώτερη καινοδιαθηκική έρευνα το γενικότερο σωτηριολογικό σχήμα της ιωάννειας γραμματείας χαρακτηρίζεται ως «αποκαλυπτικό» (Offenbarung-Schema) σε αντιπαράθεση προς το παύλειο «εξιλαστήριο σχήμα» (Sühne-Schema) βλ. R. Schnackenburg, “Ist der Gedanke des Sühnetodes Jesu der einzige Zugang zum Verständnis unserer Erlösung durch Jesus Christus?,” K. Kertelge (εκδ.), Der Tod Jesu, 205-230.
87. Πρβλ. Ι. Παναγόπουλου, Ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία. Ἡ θεολογική μαρτυρία τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, Αθήνα 1969, όπου υποστηρίζεται η έλλειψη σταυρικής θεολογίας στις Πράξεις. Αντίθετα ο Χ. Σ. Βούλγαρης, Ἡ περί σωτηρίας διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, Αθήνα 1971, υποστηρίζει ότι «αἱ σχετικαί μαρτυρίαι οἰκοδομοῦν τήν ‛θεολογίαν τοῦ πάθους’, ἀρκεί νά ἐξεταστοῦν αὐταί ὑπό τό πρίσμα τῆς ‛ἐπαγγελίας καί τῆς πληρώσεως’» (σελ. 89).
88. Πρβλ. το κλασικό έργο του Η. Conzelmann, Die Mitte der Zeit, Tübingen 1954.
89. Πολύ σωστά, λοιπόν, το σωτηριολογικό σχήμα των έργων του ευαγγελιστή Λουκά χαρακτηρίζεται ως Weg-Schema (σχήμα της Οδού) (βλ. R. Schnackenburg, “Ist der Gedanke...,” σελ. 205εξ.
90. Βλ. Γ. Γαλίτη, Ἡ χρήσις τοῦ ὅρου ΑΡΧΗΓΟΣ ἐν τῇ Κ.Δ. Συμβολή εἰς τό πρόβλημα τῆς ἐπιδράσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἐπί τήν Κ.Δ., Αθήνα 1960· και Ρ. G. Müller, Χριστός ἀρχηγός, Bern 1973.
91. J. Jeremias, “The Sacrificial Death,” σελ. 34.
92. Στο ιδιο, σελ. 31. Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι η σχέση ανάμεσα στις ιωάννειες και τις λουκάνειες παραδόσεις, η οποία διαπιστώθηκε στο θέμα της σωτηρίας, μαρτυρείται και σε άλλες περιπτώσεις, σε σημείο που να ενισχύεται η άποψη του Ι. Καραβιδόπουλου για τον τόπο προέλευσης (Έφεσος) του τρίτου συνοπτικού ευαγγελίου (βλ. Τό πάθος τοῦ Χριστοῦ κατά τάς διηγήσεις τῶν Συνοπτικῶν Εὐαγγελίων, Θεσσαλονίκη 1974 σελ. 49εξ και ιδιαίτερα σελ. 53).
93. Βλ. περισσότερα στη μελέτη μας «Βιβλική κριτική και Ορθοδοξία», ΕΕΘΣΘ 25 (1980) 337-77 (=Βιβλικές Ερμηνευτικές Μελέτες, ΒΒ 6 Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 49-101).
94. Η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην επιστήμη της Κ.Δ. από τους M. Dibelius και R. Bultmann. Την προπολεμική περίοδο χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τη μελέτη της συνοπτικής παράδοσης με σκοπό την ανακάλυψη της αυθεντικής διδασκαλίας του Ιησού, είχε όμως αρνητικά αποτελέσματα.
95. Στον ορθόδοξο χώρο τη μορφοϊστορική ανάλυση για τη μελέτη των παύλειων κειμένων χρησιμοποίησε εν μέρει με θετικά αποτελέσματα ο Ι. Καραβιδόπουλος για το διαχωρισμό της παύλειας από την προπαύλεια χρήση του όρου «αμαρτία» (Ἡ ἁμαρτία κατά τόν ἀπόστολον Παῦλον, σελ. 45εξ). Πρβλ. επίσης Β. Στογιάννου, Πέτρος παρά Παύλῳ, Θεσσαλονίκη 1968, σελ. 32εξ.
96. Για τα όρια της μεθόδου αυτής βλ. Β. Στογιάννου, Χριστός και Νόμος, σελ. 13 εξ. επίσης τη μελέτη μας «Αἱρέσεις ἤ θεολογικές τάσεις στόν αρχέγονο Χριστιανισμό», ΔΒΜ 5 (1978) 101-118, σελ. 111εξ.
97. Για το πρόβλημα της γνησιότητας αυτών των επιστολών βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή στην Κ.Δ., Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 294εξ, 308εξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου