Σάββατο 28 Μαΐου 2022

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (93)

Συνέχεια από: Σάββατο 28 Μαίου 2022

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti. 

                                 Κεφάλαιο IV

 Επανανακάλυψη τής αρχαίας διαλεκτικής μέσω τής συζήτησης περί τής αντιφάσεως στην σημερινή λογική!(συνέχεια)


Άλλες παρασυνεπείς (αρνούμενες την αρχή της μη-αντιφάσεως) λογικές παρουσιάστηκαν από άλλους συγγραφείς όπως S.K Thomason, G. Priest, N. Grama, αλλά αυτές ή παρουσιάζουν μερικά κοινά σημεία με τις άλλες που παρουσιάσαμε ήδη ή δεν θέλουν να επιβεβαιώσουν την πραγματικότητα της αντιφάσεως. Είναι ενδιαφέρον όμως να σχολιάσουμε τα συμπεράσματα με τα οποία ο Marconi κλείνει την εισαγωγή της ανθολογίας του! Συμπεράσματα τα οποία είναι ενδιαφέροντα διότι είναι θετικά στις παρασυνεπείς λογικές. Ο Marconi λοιπόν παρατηρεί πρώτα απ’όλα, ότι είναι ανάγκη να διακρίνουμε ανάμεσα στην συνάφεια με ρητές συμφωνίες οι οποίες έχουν ήδη γίνει και το δικαίωμα να ιδρύσουμε συμφωνίες πάντοτε καινούργιες : την υποχρέωση να σεβαστούμε την πρώτη δεν εμποδίζει την άσκηση της δευτέρας ομολογίας, η οποία μπορεί να κατέστη αναγκαία από τον σεβασμό της αλήθειας. Ειδικώς οι νέες συνάφειες, οι οποίες είναι εν γένει νέοι γλωσσικοί ορισμοί, επιβάλλονται από την φύση της γλώσσας, η οποία βρίσκεται πάντοτε σε διακύμανση: οι ίδιες λέξεις, πράγματι λαμβάνουν σημασίες πάντοτε διαφορετικές. Ενώ τα μαθηματικά, μοντέλο της κλασσικής λογικής είναι απολύτως μονοσήμαντα, η διαλεκτική, την οποία οι παρασυνεπείς λογικές προσπαθούν να τυποποιήσουν, προσπαθεί να συνταιριάζει στην πολυσημαντότητα της φυσικής γλώσσας, και μ’ αυτή την σημασία, διαφορετικά από τα μαθηματικά στερείται προϋποθέσεων, δηλαδή συναφειών που προηγούνται. Να λοιπόν πώς εξηγείται η ανάδυση αντιφάσεων στην διαλεκτική: Οφείλεται στην προσπάθεια να παραμείνουμε σύμφωνοι με την πολυσημαντότητα της φυσικής γλώσσας και να εξηγήσουμε την αοριστία μέσω πάντοτε νέων γλωσσικών ορισμών. Ο Χέγκελ για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Marconi δημιούργησε την διαλεκτική διότι ήταν ανικανοποίητος με το εννοιολογικό πλέγμα του XVIII αιώνος (την νόηση), το οποίο έκρινε ανεπαρκές να εκφράσει τον νέο κόσμο που ανεδύθη μετά την Γαλλική επανάσταση. Και ο Μαρξ εφάρμοσε την διαλεκτική στην Οικονομία διότι ήταν ανικανοποίητος από την εννοιολογική οργάνωση της αστικής οικονομικής επιστήμης.

Σε κάθε περίπτωση, καταλήγει ο Marconi, πρέπει να θέσουμε την “αρχή” ότι οι αντιφάσεις πρέπει να ακυρωθούν, να διαγραφούν, διαφορετικά δεν καθίσταται δυνατή μία πιστή τυποποίηση (μορφοποίηση) της διαλεκτικής. Εάν δεν αποδεχθούμε, τουλάχιστον σαν αρχή, ότι η διαλεκτική πρόοδος μπορεί να ολοκληρωθεί με την διαγραφή της αντιφάσεως, ακόμη και αν αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ, όλες οι υποθέσεις οι οποίες δημιουργούνται στην συνέχεια (οι νέοι ορισμοί) θα εκμηδενίζονται.Χωρίς αυτές τις υποθέσεις, η διαλεκτική πρόοδος δεν λειτουργεί. Εάν ισχυριζόμαστε εξ’ αρχής ότι αυτές όλες προορίζονται για την αναίρεση, η διαλεκτική γίνεται η αφήγηση καθοδηγούμενη από μία ανώτερη οπτική γωνία” μίας ακολουθίας ψευδαισθήσεων χωρίς θεμέλιο. Αυτή η τελευταία παρατήρηση είναι ανάλογη με εκείνη που βρίσκεται στο υστερόγραφο, γραμμένο από τον Apostel το 1978 μετά από μία συζήτηση με τον ίδιο τον Marconi, όπου λέγεται ότι, για να μορφοποιηθεί (τυποποιηθεί) κατάλληλα η διαλεκτική, πρέπει να πρέπει να φανεί η ανάγκη της αντιφάσεως όπως και η δυνατότης της υπερβάσεως της. Δεν φτάνει λοιπόν να προσθέσουμε από το εξωτερικό μερικές αντιφάσεις σε ένα σύστημα, όπως κάνουν οι παρασυνεπείς λογικές : είναι αναγκαία όμως μία “ενδογενής πρόσθεση”, η οποία έχει επίσης μία δεοντολογική μορφή, η οποία συνίσταται στο αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο “υπάρχουν αντιφατικές προτάσεις και είναι αναγκαίο να διαγραφούν αυτές οι αντιφάσεις”.

Όσον αφορά την πρώτη παρατήρηση του Marconi, την σχετική με την αοριστία, στα σκαμπανεβάσματα, δηλαδή στην πολυσημαντότητα της φυσικής γλώσσας και στην αδυναμία εκφράσεως των εννοιών μέσω των μονοσήμαντων ορισμών των μαθηματικών, δεν μπορούμε παρά να συμφωνούμε. Είδαμε πώς, ιδιαιτέρως με την Πλάτωνα και πάνω απ’όλα με τον Αριστοτέλη, η ίδια η αρχαία διαλεκτική, άνοιξε στην αναγνώριση της πολυσημαντότητος των όρων, αναιρώντας την μονοσήμαντη προϋπόθεση στην οποία βασανίζονταν η Ελεατική λογική της ταυτότητος. Εάν λοιπόν η μοντέρνα διαλεκτική είναι μία επανακάλυψη της πολυσημαντότητος, δηλαδή των διαφορών, της κινητικότητος του πραγματικού, επιστρέφει μετά την όψιμη σχολαστική και διανοητικότητα του μοντέρνου που παρεμβλήθη, στις καλύτερες στιγμές της αρχαίας διαλεκτικής (δεν εννοούμε την κλασσική λογική η οποία συμπίπτει με την λογική της ταυτότητος, της αρχαίας ή της μοντέρνας). Μόνον που για να επανα-ανακαλυφθεί και νά εκφρασθεί η πολυσημαντότητα, δεν είναι αναγκαίο να προσφύγουμε στην αντίφαση, να καταργήσουμε δηλαδή την α.τ.μ.α. εκτός και εάν αυτή και η λογική πάνω στην οποία στηρίζεται, δεν εννοείται με την στενή και σκληρή έννοια της Ελεατικής λογικής, η διανοητικής, η οποία έχει σαν μοντέλο της τα μαθηματικά. Γι’αυτό και οι αντιφάσεις της παρασυνεπούς λογικής ή δεν είναι αληθινές αντιφάσεις ή δεν είναι αναγκαίες και δεν διατηρούνται.

Και όσον αφορά την δεύτερη παρατήρηση, την οποία επανέλαβε ο Apostel, δηλαδή την ανάγκη κατάργησης ή υπέρβασης των αντιφάσεων, έχει σημασία ότι και οι δύο συγγραφείς δέχονται αυτή την ανάγκη, διότι αυτό φανερώνει ότι ουσιαστικώς δέχονται πώς η οριστική παραμονή της αντιφάσεως θα είχε ένα μπανάλ αποτέλεσμα ακόμη και απέναντι στις παρασυνεπείς λογικές! Αλλά είναι επίσης σημαντικό ότι και οι δύο δέχονται αυτή την αναγκαιότητα μόνον από ένα πραγματικό σημείο ερμηνείας (την “αρχή” για την οποία κάνει λόγο ο Marconi) ή δεοντολογικό (το “αξίωμα” για το οποίο μιλά ο Apostel) δηλαδή δεν κατορθώνουν στο πλαίσιο των παρασυνεπών λογικών, να την αποδείξουν. Αυτό δεν εκπλήσσει: σημειώσαμε πολλές φορές ότι εάν υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο η αντίφαση πρέπει να υπάρξει, αυτός ο ίδιος λόγος εμποδίζει την παραδοχή ότι αυτή πρέπει να ακυρωθεί αναγκαίως. Ο μοναδικός λόγος που ισχύει για την παραδοχή αυτής της ματαίωσης είναι η α.τ.μ.α., αλλά αυτή εμποδίζει την αντίφαση να υπάρχει, στην πραγματικότητα, ούτε καν για μία στιγμή. Ελλείψει μίας τέτοιας αποδείξεως η διαλεκτική και ακόμη περισσότερο οι παρασυνεπείς λογικές, μειώνονται σε μία απλή “αφήγηση”, όπως το ομολογεί ο ίδιος ο Marconi ή στην καλύτερη περίπτωση όπως είδαμε στις περιπτώσεις του Χέγκελ και του Μαρξ, σε μία “κατανόηση” ή σε μία “ερμηνεία” της ιστορίας, χωρίς την δύναμη της αποδείξεως.

Ο σκοπός ακόμη και των διαλεκτικών που χρησιμοποιούν τις παρασυνεπείς λογικές, να αφαιρέσουν την αντίφαση και να καταστήσουν τοιουτοτρόπως την διαλεκτικά αληθινά αποδεικτική, μας οδηγεί να σκεφθούμε γι’άλλη μια φορά ότι το αυθεντικό μοντέλο της μοντέρνας διαλεκτικής, όπως και της συγχρόνου, συνεχίζει να παραμένει η αρχαία διαλεκτική του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, η οποία είναι ικανή να αποδείξει διά της αναιρέσεως, χωρίς όμως να αρνηθεί την πολυσημαντότητα και την συνθετότητα του πραγματικού. Εάν αυτό αληθεύει ακόμη και από την μοντέρνα διαλεκτική και την σύγχρονη πιστοποιείται το σημείο της αποδείξεως διά της αναιρέσεως σαν η λογική δομή της φιλοσοφίας.

Συνεχίζεται

Ελλείψει μίας τέτοιας αποδείξεως η διαλεκτική και ακόμη περισσότερο οι παρασυνεπείς λογικές, μειώνονται σε μία απλή “αφήγηση”
ΕΛΛΕΙΨΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑ ΤΗΣ α.τ.μ.α. ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ, ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΦΗΓΗΜΑ. ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ  ΔΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΒΗΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΑΠΟΦΕΥΓΕΙ ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ (ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΩΣ) ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΑ Ή ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΑ.

ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ''ΠΕΡΙ ΤΡΙΑΔΟΣ'' ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (19):

amethystos: ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ''ΠΕΡΙ ΤΡΙΑΔΟΣ'' ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (19) (amethystosbooks.blogspot.com)

 Ο Πορφύριος φαίνεται να'χει διακρίνει εξίσου δύο καταστάσεις του Νού, στην πραγματεία του ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ. Σύμφωνα με τον Πρόκλο είχε ομολογήσει σ'αυτό του το έργο πώς ο Νούς, καθότι αιώνιος, διαθέτει εν εαυτώ το "προαιώνιο". Αυτό το προαιώνιο ένωνε τον νού στο Ένα. Σύμφωνα με τις υποδείξεις τού Πρόκλου, πολύ λίγες πάντως, φαίνεται πώς αυτό το προαιώνιο ήταν ένα είδος πρωτογενούς καταστάσεως τού νοός, μία κάποια προϋπαρξη τού νού σε σχέση με τον εαυτό του, που μπορεί να παρομοιαστεί με τον νού που δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του. (Πρόκλος, Θεολογία πλατωνική, Ι, 11: Πορφύριος δε αύ μετά τούτον (Τον Πλωτίνο) εν τη περί αρχών πραγματεία τόν νούν είναι μέν αιώνιον εν πολλοίς και καλοίς αποδείκνυσι λόγοις, έχειν δέ όμως εν εαυτώ και προαιώνον. Και το μέν προαιώνον τον νούν τω ενί συνάπτειν...Ο νούς έχει τι κρείττον εν εαυτώ του αιωνίου).

          Ο Πορφύριος μπορούσε να βρεί στον δάσκαλο του Πλωτίνο ένα σχέδιο αυτής της Θεωρίας. Αυτός κάνει πολλές φορές αναφορά σε μία κατάσταση του Νού στην οποία αυτός υπερβαίνει τόν εαυτό του και συμπίπτει με το Ένα. (Ενν. VI, 9,3,27/ V,5,8,24/ VI,7,35,30). Αλλά ο Πορφύριος πάει πιο μακρυά. Τείνει να ξεχωρίσει δύο νόες. Ο πρώτος είναι ένας Νούς σε ησυχία, σε μία κατάσταση απολύτου απλότητος. Αυτός δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του ακριβώς επειδή είναι απολύτως απλός. Μοιάζει να συγχέεται με το ίδιο το Ένα. Ο δεύτερος είναι ένας Νούς σε κίνηση και σε ενέργεια, ο οποίος εξέρχεται αυτού για να επιστρέψει στην συνέχεια σ'αυτόν. Αυτή η θεωρία θυμίζει την αντίστοιχη του Νουμήνιου. Ακόμη και ο ίδιος ο Πλωτίνος που την είχε δεχθεί σε μία πρώτη στιγμή την απέρριψε αποφασιστικά! (Ενν ΙΙΙ 9,1,26: ουδ επινοείν τον μέν τίνα νούν εν ησυχία τίνι, τον δέ οίον κινούμενον, ΙΙ, 9,1,33, ού μήν ουδέ διά τούτο πλείους νούς ποιείν, εί ο μέν νοεί, ο δέ νοεί ότι νοεί). Μοιάζει σαν να θέλησε ο Πορφύριος να δικαιώσει μ'αυτή την θεωρία, την πρόοδο του Νοός, δηλώνοντας την σύμπτωση με το Ένα, του νοός ο οποίος δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του, για να τονίσει την συνέχεια ανάμεσα στον καταγωγικό αυτό Νού και τον Νού εν ενεργεία, που γεννά τον εαυτό του σαν Νόηση.


Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: