Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας(2)

  Συνέχεια από: Tετάρτη 25 Μαίου 2022

Michael Allen Gillespie

The University of Chicago Press, 2008

Περί Βουλήσεως β  (Συνέχεια από 25. Μαΐου)

Αποσπάσματα από το Κεφάλαιο 8: Οι αντιφάσεις του Διαφωτισμού και η κρίση της Νεωτερικότητας

Εκκοσμίκευση ή απόκρυψη;

Η επιμονή της ερώτησης περί φύσεως και της σχέσης του ανθρώπινου και του θεϊκού, από τον Λούθηρο και τον Έρασμο, μέσω του Hobbes και του Descartes μέχρι τον Καντ, υποδεικνύει μια πιο βαθιά ερώτηση περί της  διαρκούς σημασίας της θεολογίας για την νεωτερικότητα. Στα προηγούμενα κεφάλαια είδαμε, πως μια σειρά μεταμορφώσεων που έφερε στην ύπαρξη τον μοντέρνο κόσμο, σε μια περίοδο τριών αιώνων, ήταν αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων (αν και εν τέλει αποτυχημένων) προσπαθειών να αναπτυχθεί μια συνεπής  metaphysica specialis (διακρίνεται σε τρεις περιοχές: Ψυχολογία, Κοσμολογία και Θεολογία), που θα μπορούσε να συμπεριλάβει τη σχέση μεταξύ του ανθρώπου, του Θεού και της φύσεως, εντός της νομιναλιστικής οντολογίας. Ενώ η σημασία της θεολογίας στην εξέλιξη αυτή είναι σχετικά σαφής, η συνεχιζόμενη σημασία εμπλοκής της στην περαιτέρω ανάπτυξη της νεωτερικότητας είναι λιγότερο εμφανής. Πράγματι, πολλοί θα έλεγαν πως η θρησκεία γενικότερα και η θεολογία ειδικότερα, καθίστανται όλο και λιγότερο σημαντικές για τον σύγχρονο κόσμο. Από αυτή την οπτική γωνία, το πρόβλημα της εξήγησης της σχέσης μεταξύ των τριών παραδοσιακών περιοχών της ύπαρξης, εντός μιας συνεπούς metaphysica specialis, «λύνεται» στην νεωτερικότητα με τον αποκλεισμό του θεϊκού από την εξίσωση. Ως αποτέλεσμα, η γνώση παύει να γίνεται αντιληπτή ως μεταφυσική, και επανερμηνεύεται ως γενική επιστήμη που αποτελείται μόνο από φυσική και ανθρωπολογία. Η θεολογία δε θεωρείται πια μορφή γνώσης και καθίσταται έκφραση ή ερμηνεία της πίστεως, πιο συγγενής στη ρητορική ή την ποίηση παρά στην επιστήμη (ήδη ο Hobbes σταμάτησε να θεωρεί τη θεολογία μέρος της επιστήμης).

Η παρακμή αυτή της σημασίας της θρησκείας και της θεολογίας στη μοντέρνα εποχή,  έχει χαρακτηριστεί ως η διαδικασία της εκκοσμίκευσης. Η εκκοσμίκευση αναφέρεται κατά πρώτον στη δημιουργία μιας κοσμικής ή μη-θρησκευτικής αρχής, δίπλα σε ένα κόσμο που τον καθορίζει η θρησκεία. Στην πορεία όμως της νεωτερικότητας έφτασε να σημαίνει την επέκταση και κυριαρχία της κοσμικής αρχής και την ταυτόχρονη μείωση ή εξαφάνιση της σφαίρας της θρησκείας. Η ιδέα πως ο εκμοντερνισμός παράγει εκκοσμίκευση ήταν προϊόν των στοχαστών ύστερου 19ου και του πρώιμου 20ου αιώνα, όπως οι Marx, Freud, Dilthey, Weber, Durkheim και Troeltsch. Όλοι τους υποστήριξαν, πως η ανάπτυξη της νεωτερικότητας, ιδιαίτερα στον απόηχο του Διαφωτισμού, επέφερε αυτό στο οποίο ο Weber αναφερόταν ως απομάγευση του κόσμου, μια παρακμή της θρησκευτικής πίστης και εξουσίας, πρώτα στην πολιτική, και κατόπιν όλο και περισσότερο στους άλλους τομείς της ανθρώπινης ζωής. Για να δούμε απλώς ένα παράδειγμα: ο κόσμος ως σωματοποίηση της θείας λογικής, επανερμηνεύθηκε κατ’ αρχάς ως δημιουργία μιας τυχαίας θείας βουλήσεως, κατόπιν της παγανιστικής Fortuna, και τέλος ως ύλη σε κίνηση. Σύμφωνα με τις θέσεις τους, μια παρόμοια διαδικασία ακολούθησε και στους άλλους τομείς της ζωής. Η μεταμόρφωση αυτή εξαφάνισε το ρόλο του Θεού και την αυθεντία της θρησκείας στην ανθρώπινη ζωή. Οδήγησε πρακτικά στον αυξανόμενο περιορισμό της θρησκευτικής αυθεντίας, πρώτα στο πεδίο της πολιτικής και της οικονομίας, και κατόπιν βαθμιαία στο κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο, μεταμορφώνοντας τη θρησκεία σε μια ιδιωτική πίστη ή πρακτική, και τα θρησκευτικά ιδρύματα σε εθελοντικούς συνδέσμους, παρόμοιους με συλλόγους ή στοές. Η μεταμόρφωση αυτή είχε επιταχυνθεί από τον Διαφωτισμό, ο οποίος επιδίωκε (τουλάχιστο στην πιο ακραία μορφή του), όχι απλά να ιδιωτικοποιήσει τη θρησκεία, αλλά να την εξαλείψει, θεωρώντας την είτε πατερίτσες για μια ανώριμη ανθρωπότητα, είτε επιζήμια απάτη την οποία ασκούν και συνεχίζουν διεφθαρμένοι κληρικοί. Στον απόηχο του Διαφωτισμού, ο Weber μπορούσε λοιπόν να δηλώσει, πως η εκκοσμίκευση τελείωσε με την αντικατάσταση τόσο της παραδοσιακής αρχής (της Καθολικής Εκκλησίας και των  θεσμών που βασίζονται σε αυτήν) όσο και της χαρισματικής αρχής (προτεστάντες κήρυκες και παρόμοια), με την ορθολογική γραφειοκρατική αρχή. Θεωρητικοί της εκκοσμίκευσης αντιλήφθηκαν πως μερικά κατάλοιπα μπορεί να παρέμειναν, αλλά θεώρησαν πως όλα αυτά είναι απλά μορφές δεϊσμού ή ουνιταριανισμού (Unitarianism: Θεολογικό κίνημα, που αρνείται την Αγία Τριάδα και θεωρεί τον Κύριο ένα απλό άνθρωπο. Ο Thomas Mann, και η οικογένεια του, ήταν μέλος της «εκκλησίας» αυτής).

Όπως είδαμε, στη σκέψη του Descartes και του Hobbes υπάρχουν ενδείξεις μιας προσπάθειας να περιοριστεί η σφαίρα της θείας βούλησης και της θρησκευτικής αυθεντίας. Ήταν αυτό όμως ένα παράδειγμα εκκοσμίκευσης; Υπάρχουν καλοί λόγοι να σκεφτούμε πως δεν ήταν. Οι προσπάθειες τους, όπως αναφέραμε προηγουμένως, δεν ωθούνταν από μια αντιπάθεια ή δυσπιστία προς την θρησκεία καθ’ εαυτή, αλλά από την απόπειρα τους να αναπτύξουν μια νέα επιστήμη που θα εγγυόνταν την προτεραιότητα της επιστήμης. Πίστευαν πως δίνοντας προτεραιότητα σε μια τέτοια επιστήμη και στην επιστήμη εν γένει, δε θα βοηθούσε απλώς στην άμβλυνση της καταστρεπτικής διαμάχης περί της σχέσης Θεού και ανθρώπου, αλλά θα πρόσφερε στα ανθρώπινα όντα την ικανότητα να κυριαρχήσουν στην φύση, να βελτιώσουν την ασφάλεια, να επεκτείνουν την ελευθερία και να προωθήσουν την ευημερία. Ο σκοπός τους δεν ήταν να εξαλείψουν την θρησκεία, αλλά να περιορίσουν το ρόλο της εντός της πιο νατουραλιστικής metaphysica specialis.  Είναι λοιπόν δύσκολο να πιστέψουμε πως ο Descartes και ο Hobbes προτιμούσαν συνειδητά μια εξολοκλήρου εκκοσμικευμένη ζωή. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Hobbes ήταν στην πραγματικότητα πεπεισμένος, πως η θρησκεία θα είναι πάντα απαραίτητη, επειδή η ανθρώπινη θνητότητα προκαλούσε αναπόφευκτα ερωτήματα περί της μετά θάνατον ζωής, τα οποία πρέπει να απαντηθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Ακόμα και αν δεχτεί κανείς πως οι Descartes και Hobbes ήταν πιστοί και υποστηρικτές της θρησκείας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μπορεί να φανταστεί επίσης, πως οι προσπάθειες τους να μειώσουν τη σημασία της θρησκείας ήταν σημαντικά βήματα στην διαδικασία της εκκοσμίκευσης. Παρά την πίστη τους και ενάντια στις προθέσεις τους, οι πράξεις τους μάλλον προώθησαν μια πιο εκκοσμικευμένη προοπτική. Παρέχοντας τα θεμέλια για την ανεξαρτησία του ανθρώπου ως res cogitans, ο Descartes άνοιξε ένα χώρο για τον ανθρώπινο εαυτό, που δεν ήταν υποκείμενος στον χειρισμό ή τον έλεγχο ακόμα και του πιο ριζοσπαστικά παντοδύναμου Θεού. Παρομοίως ο Hobbes, με την ερμηνεία του στον προορισμό (predestination) και την ανάλυση του φυσικού νόμου (physical law), διευκόλυνε την στροφή από την ηθική και την πολιτική, που βασίζονται στις Γραφές, προς αυτές που βασίζονται σε πιο νατουραλιστικές αντιλήψεις. Αυτές οι δυο αλλαγές φαίνεται πως ήταν βήματα στην διαδικασία της εκκοσμίκευσης. Είναι όμως αυτή μια επαρκής εξήγηση για ό,τι πραγματικά συνέβη;

Η υποκείμενη παραδοχή περί των θέσεων της εκκοσμίκευσης είναι πως ο Θεός δεν υπάρχει και πως η θρησκεία είναι απλώς μια ανθρώπινη κατασκευή. Η ιδέα πως ο εκμοντερνισμός παράγει εκκοσμίκευση βασίζεται στη θέση πως ο εκμοντερνισμός παράγει διαφωτισμό, ο διαφωτισμός αποκαλύπτει την αλήθεια, και η αλήθεια είναι πως ο Θεός δεν υπάρχει (τουλάχιστον δεν υπάρχει ένας Θεός που να έχει σημασία για την ζωή του ανθρώπου). Ο φιλοσοφικά οξύνους πιστός ίσως δει την διαδικασία με ένα ριζικά διαφορετικό τρόπο. Ο Heidegger για παράδειγμα, εναντιούμενος στην τοποθέτηση αυτή, δήλωσε πως αυτό που φαίνεται ως διαδικασία εκκοσμίκευσης που καταλήγει στον θάνατο του Θεού, είναι στην πραγματικότητα μια απόσυρση και απόκρυψη του Θεού. Χριστιανοί διάφορων πεποιθήσεων ανέπτυξαν παρόμοιες εξηγήσεις για να περιγράψουν το φαινόμενο. Είναι σαφές πως δεν υπάρχει τρόπος να αποφανθούμε ποια από τις εξηγήσεις είναι σωστή. Η εξήγηση της εκκοσμίκευσης βασίζεται στη πίστη πως ο Θεός είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, η έννοια της απόσυρσης του Θεού από την άλλη βασίζεται στην πίστη, πως ο κόσμος και ό,τι υπάρχει μέσα σε αυτόν, είναι θεία δημιουργήματα. Ποια από τις θέσεις αυτές είναι σωστή, δεν μπορεί να προσδιοριστεί εμπειρικά, και βασίζεται στην πίστη πως ο Θεός είτε υπάρχει, είτε δεν υπάρχει.

Θέλω να εξετάσω μια διαφορετική δυνατότητα, παρά να μπω σε αυτή την άγονη συζήτηση. Το επιχείρημα που παρουσιάστηκε στο πρώτο μισό του παρόντος κεφαλαίου, προτείνει πως η προφανής απόρριψη ή εξαφάνιση της θρησκείας και της θεολογίας, στην πραγματικότητα αποκρύπτει τη συνεχιζόμενη σημασία των θεολογικών θεμάτων και της εμπλοκής της θεολογίας στη σύγχρονη εποχή. Από αυτή την οπτική γωνία, η διαδικασία της εκκοσμίκευσης ή απομάγευσης, που θεωρήθηκε ταυτόσημη με την νεωτερικότητα, ήταν κάτι διαφορετικό από αυτό που φαινόταν πως είναι. Δεν ήταν η συντριπτική νίκη της λογικής επί της αχρειότητας, για να χρησιμοποιήσουμε τη διάσημη έννοια του Βολτέρου, ούτε ο πολύ καθυστερημένος θάνατος του Θεού που διακήρυξε ο Nietzsche, ούτε η όλο και πιο απόμακρη απόσυρση του deus absconditus που υπέδειξε ο Heidegger, αλλά η βαθμιαία μεταφορά των θεϊκών ιδιοτήτων στα ανθρώπινα όντα (μια άπειρη ανθρώπινη βούληση), στον φυσικό κόσμο (γενική-παγκόσμια μηχανική αιτιότητα), στις κοινωνικές δυνάμεις (η γενική βούληση, το κρυμμένο χέρι), και στην ιστορία (η ιδέα της προόδου, διαλεκτική ανάπτυξη, η εξυπνάδα της διάνοιας).

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: