Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

 

Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Franco Volpi

https://www.youtube.com/watch?v=A6fFHnRIlDE&list=PL9K0fytNF28MTiO8z2xgRxhLhu2y8jS6j


Καθηγητά Βόλπι, σε ποια έννοια θεωρείτε ότι η ερμηνεία του Χάιντεγκερ για τον Πλάτωνα είναι μονομερής και σε ποια έννοια ο Χάιντεγκερ αποδίδει στον Πλάτωνα τη θέση του ιδρυτή της μεταφυσικής;

Ο Χάιντεγκερ έρχεται αντιμέτωπος με τον Πλάτωνα σε δύο συγκεκριμένες στιγμές. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20, όπου επιχειρεί να διαβάσει τον Σοφιστή ως έναν διάλογο στον οποίο ο Πλάτων δίνει μια μεγάλη απάντηση στον νεαρό Αριστοτέλη. Και σε αυτή την πρώτη φάση, θα έλεγα, δεν εμφανίζεται ακόμη η μονομέρεια της χαϊντεγκεριανής ανάγνωσης του Πλάτωνα.

Αλλά πολύ σύντομα, ήδη στα αμέσως επόμενα μαθήματα, για παράδειγμα στο μάθημα του 1927, το οποίο είναι σύγχρονο με την έκδοση του Είναι και Χρόνος, παρατηρεί κανείς πως ο Χάιντεγκερ επιχειρεί να αποδώσει στον Πλάτωνα έναν κεφαλαιώδη ρόλο για την ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, δηλαδή τον ρόλο του ιδρυτή της μεταφυσικής παράδοσης τής Δύσης, μέσω της εισαγωγής της διδασκαλίας των δύο κόσμων· της διδασκαλίας σύμφωνα με την οποία ο αισθητός κόσμος είναι μόνο ένας κόσμος φαινομενικός, ενώ πέρα από αυτόν θα υπήρχε ένας ιδεατός κόσμος, που θα ήταν ο αληθινός κόσμος. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας με αυτήν του τη θέση τη θεμελιώδη σημασία του Πλάτωνα, συνθλίβει τη σκέψη του Πλάτωνα επάνω σε εκείνη τη δομή που για τον ίδιο είναι η μεταφυσική, η οποία ακριβώς με τον Πλάτωνα θα είχε αρχίσει.

Τι χαρακτηρίζει για τον Χάιντεγκερ τη μεταφυσική, δηλαδή εκείνη τη σκέψη στην οποία ο Πλάτων θα έδινε αρχή; 

Θεμελιωδώς, η δομή της υποκειμενικότητας (Subjektivität) —ή, με έναν νεολογισμό που χρησιμοποιεί ο Χάιντεγκερ, της «υποκειτότητας» (Subjektität) —, δηλαδή με τον Πλάτωνα θα συντελούνταν μια ουσιώδης μεταβολή, εξαιτίας της οποίας αναδύεται ως κυρίαρχη μορφή μέσα στο σύνολο του όντος, στην ολότητά του, το ανθρώπινο Dasein, ο άνθρωπος, η ανθρώπινη ύπαρξη, ως φορέας ενός σχεδίου γνωστικής και, συνεπώς, πρακτικής κυριαρχίας επί παντός υπαρκτού. Ο Πλάτωνας θα ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ο ιδρυτής αυτής της μεταφυσικής της υποκειμενικότητας, την οποία ο Χάιντεγκερ στη συνέχεια αναγνωρίζει και εντοπίζει σε όλα τα θεμελιώδη στάδια της φιλοσοφικής σκέψης, μέχρι την έσχατη κατάληξή της, πρώτα με τον Νίτσε και έπειτα με τη σύγχρονη τεχνική.

Ο Πλάτων, στην ουσία, είναι ο πρώτος μεταφυσικός, ο πρώτος στοχαστής της σύγχρονης τεχνικής· είναι η «προϊστορία» της τεχνικής. Ο Νίτσε και η σύγχρονη τεχνική θα ήταν η τελευταία μορφή πλατωνισμού, έστω και αν πρόκειται για έναν πλατωνισμό αναποδογυρισμένο. Τώρα, για όποιον είναι εξοικειωμένος με τον πλούτο των πλατωνικών διαλόγων, με την αρθρωμένη και λεπτή δομή της πλατωνικής σκέψης, γίνεται φανερό ότι αυτή η θέση είναι μια μείωση, ένας μεγάλος περιορισμός αυτού του πλούτου· πρόκειται για μια ερμηνεία που αναγκάζει τον Πλάτωνα να χωρέσει στο «κρεβάτι του Προκρούστη» μιας φιλοσοφίας της ιστορίας, μιας ερμηνείας της μεταφυσικής, η οποία πιθανόν δεν καταφέρνει να αποδώσει πλήρως αυτόν τον πλούτο, αν και βέβαια μας επιτρέπει να κατανοήσουμε μια αποφασιστική πλευρά της σκέψης του Πλάτωνα. Από αυτήν την άποψη, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ερμηνεία που δίνει ο Χάιντεγκερ στον μύθο του σπηλαίου, αλλά την ίδια στιγμή αυτή η ερμηνεία δεν μπορεί να μην αφήσει ανικανοποίητους όλους όσοι έχουν άμεση επαφή με την πλατωνική σκέψη.

Έχετε ήδη μιλήσει για τη βαθύτατη σχέση του Χάιντεγκερ με τον Αριστοτέλη. 

Στις αριστοτελικές αναγνώσεις του Χάιντεγκερ τη δεκαετία του ’30 και του ’40, η σχέση του με τον Αριστοτέλη διαμορφώνεται ως μια σχέση αφενός κριτικής και αφετέρου θετικής αποδοχής, θετικής πρόσληψης. Ο Αριστοτέλης, παρότι παραμένει εντός της μεταφυσικής και μοιράζεται έτσι εκείνα που για τον Χάιντεγκερ είναι τα αρνητικά και παρακμιακά της χαρακτηριστικά, φαίνεται να καταλαμβάνει στη χαϊντεγκεριανή σύλληψη μια ενδιάμεση θέση ανάμεσα στη μεταφυσική και στη μη-μεταφυσική σκέψη που χαρακτηρίζει τους προσωκρατικούς φιλοσόφους.

Μπορείτε να μας μιλήσετε για τη συγκεκριμένη σημασία που, στα μάτια του Χάιντεγκερ, αποκτούν οι αριστοτελικές έννοιες της φύσεως (physis) και της τέχνης (techne);

Μετά την ερμηνεία του Πλάτωνα, που κάνει τη σκέψη του πλατωνικού έργου την απαρχή της μεταφυσικής και την προϊστορία της τεχνικής, ο Χάιντεγκερ επιστρέφει αργότερα στον Αριστοτέλη και εστιάζει την προσοχή του ακριβώς σε αυτό το εννοιολογικό δίπολο, physis και techne: η φύση, όπως τη μεταφράζουμε στις λατινογενείς γλώσσες, και η τεχνική — δηλαδή εκείνο που αναπτύσσεται αυθόρμητα και αυθόρμητα εκδηλώνεται, και εκείνο που είναι τεχνητό, παραγόμενο από το χέρι του ανθρώπου. Είναι μια θεμελιώδης διάκριση, διότι, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, σηματοδοτεί μια αντίθεση που επανεμφανίζεται και χαρακτηρίζει όλη την ιστορία της δυτικής σκέψης, και συγκεκριμένα σύμφωνα με μια γραμμή εξέλιξης όπου ολοένα και περισσότερο η διάσταση του τεχνητού —του ό,τι μπορεί να προκληθεί από το μηδέν και να αναχθεί στο μηδέν από το χέρι του ανθρώπου, δηλαδή από την εξουσία του ανθρώπου— αποκτά ολοένα και περισσότερο τον καθοριστικό χαρακτήρα του συνόλου αυτού που είναι. Ως ον θεωρείται κυρίως αυτό που είναι τεχνητό· η διάσταση του τεχνητού, της τεχνικής, αποκτά ολοένα και περισσότερο έναν συνολικό, καθοριστικό, πλανητικό χαρακτήρα.[ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΤ; ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ]

Αυτή η θέση, την οποία χρησιμοποιεί ο Χάιντεγκερ για να ερμηνεύσει την ιστορία του δυτικού πολιτισμού ως ιστορία παρακμής, διατρέχει, λοιπόν, από τον Πλάτωνα μέχρι τη σύγχρονη τεχνική· και στον Αριστοτέλη, για ακόμη μια φορά, δηλαδή σε έναν στοχαστή που βρίσκεται ήδη εντός αυτής της μεταφυσικής πορείας, αυτού του μεταφυσικού πεπρωμένου που, για τον Χάιντεγκερ, είναι το πεπρωμένο της τεχνικής, καταφέρνει —παρά τη βαθιά του ένταξη στη δυτική μεταφυσική παράδοση— να διαφυλάξει ορισμένα στοιχεία που διαθέτουν μια διαμεταφυσική (transmetafisica), διατεχνική δυναμική, ακριβώς επειδή στον Αριστοτέλη, παράλληλα με τη θεματική της τέχνης (techne), είναι εξίσου ζωντανή η αίσθηση της φύσης (physis), διατηρείται άγρυπνο το συναίσθημα ότι το ον δεν μπορεί να περιοριστεί σε εκείνο που κατασκευάζεται και παράγεται από τον άνθρωπο, αλλά είναι επίσης και κυρίως αυτό που αναδύεται από μόνο του και αυθόρμητα έρχεται στην εμφάνιση. [Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΔΥΤΙΚΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΟΤΙ ΤΕΧΝΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΕΝΩ ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ  ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ ΑΦΗΝΕΙ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ, ΧΩΡΙΣ ΟΥΣΙΑ]Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Αριστοτέλης αντιπροσωπεύει, για τον Χάιντεγκερ, εντός της μεταφυσικής, μια θεωρητική στιγμή ικανή να υποδείξει εναλλακτικές απέναντι στη μεταφυσική, πρότυπα εννοιολογικής άρθρωσης που παραπέμπουν σε κάτι διαφορετικό από τη μεταφυσική. Αυτή είναι η λειτουργία του Αριστοτέλη για τον Χάιντεγκερ, αφού έχει εντοπίσει και αναπτύξει τη θέση του για την ιστορία της μεταφυσικής ως προϊστορία της τεχνικής. Ο Γκάνταμερ είχε την ευκαιρία να πει ότι το να πιστεύει κανείς πως κατανοεί τον Χάιντεγκερ χωρίς τον Αριστοτέλη είναι απλώς ανοησία.

Μπορείτε να μας μιλήσετε για την ανακάλυψη εκ νέου του Αριστοτέλη, και κυρίως της αριστοτελικής πρακτικής φιλοσοφίας, που πραγματοποίησε ο Χάιντεγκερ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20, όταν δίδασκε στο Φράιμπουργκ και στη συνέχεια στο Μάρμπουργκ;

Η σχέση που ο Χάιντεγκερ καθιερώνει με τον Αριστοτέλη αντανακλά πιστά τη στάση που υιοθέτησε απέναντι στην ελληνικότητα· τη στάση μιας παραγωγικής, επικαιροποιητικής ανάγνωσης. Έτσι, ο Αριστοτέλης γίνεται για τον Χάιντεγκερ ένα είδος οδηγού, πρότυπου για την ανάλυση προβλημάτων —μάλιστα ενός θεμελιώδους προβλήματος, που ο Χάιντεγκερ αισθάνεται ως δικό του—, του προβλήματος να κατανοήσει ποια είναι η ιδιαίτερη δομή της ανθρώπινης ζωής, ποιο είναι το οντολογικό καθεστώς της ύπαρξης.

Στην αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, ο Χάιντεγκερ ξεκινά από τη διδασκαλία του μεγάλου του δασκάλου στο Φράιμπουργκ, του Χούσερλ· αλλά σύντομα αντιλαμβάνεται ότι η χουσερλιανή προσέγγιση στο πρόβλημα της ύπαρξης, όπως και η τυπική προσέγγιση της νεότερης φιλοσοφίας, κινείται σε μια κατεύθυνση που, για τον Χάιντεγκερ, είναι μονομερής, και η οποία εμφανίζεται σε όλη της τη μείωση στον βαθμό που ο ίδιος εντοπίζει στη σκέψη του Αριστοτέλη μια ανάπτυξη και επεξεργασία του προβλήματος της ανθρώπινης ύπαρξης πολύ ευρύτερη και πιο σύνθετη από εκείνη που είχε αντλήσει από τη χουσερλιανή φαινομενολογία.

Να εξηγηθώ. Για τον Χάιντεγκερ, στη χουσερλιανή σκέψη, όπως και στη σκέψη μεγάλου μέρους της νεότερης φιλοσοφικής παράδοσης, η ανθρώπινη ζωή κατανοείται υπό το φως μιας στάσης που είναι περιοριστική, η οποία προκρίνει αποκλειστικά φυσιοκρατικές, θεωρητικές, αντικειμενοποιητικές κατηγορίες· με λίγα λόγια, κάνει τη στάση της θεωρίας την προνομιακή στάση στην ανάλυση της ύπαρξης. Η ανθρώπινη ζωή αντιμετωπίζεται όπως αντιμετωπίζεται οποιοδήποτε αντικείμενο ανάμεσα σε αντικείμενα.

Ο Χάιντεγκερ, αντίθετα, βρίσκει στον Αριστοτέλη —και ιδίως στην αποκαλούμενη «πρακτική φιλοσοφία» του— την προσπάθεια να κατανοήσει την ανθρώπινη ζωή με την επίγνωση ότι αυτή δεν είναι μόνο θεωρία, αλλά είναι και πράξη (praxis), είναι και παραγωγή (poiesis)· και έτσι την κατανοεί μέσα από την πολυπλοκότητα όλων των θεμελιωδών της στάσεων.

Τώρα, στην προσπάθεια να κατανοήσει αυτό το φαινόμενο —την ανθρώπινη ζωή στο σύνολό του, είναι θεμελιώδες για τον Χάιντεγκερ να εγκαταλείψει τη στάση της θεωρητικής περιγραφής και να κατανοήσει τη ζωή στο αρχικό της επίπεδο, το οποίο είναι πρωτίστως και κυρίως πρακτικό-ηθικό. Αυτή είναι η θεμελιώδης αξίωση που ο Χάιντεγκερ προβάλλει απέναντι στην θεωρητικιστική παράδοση της σύγχρονης σκέψης, από τον Καρτέσιο μέχρι τον Χούσερλ, και είναι η αξίωση που ο Χάιντεγκερ βρίσκει πλήρως ικανοποιημένη στον Αριστοτέλη, και ειδικότερα στην πρακτική φιλοσοφία του. Έτσι, σε μια μοναχική του εργασία, επιχειρεί να την επικαιροποιήσει υπό αυτή την προοπτική, δηλαδή ως μια ριζική φαινομενολογία των θεμελιωδών στάσεων της θεωρίας, της πράξης (praxis) και της παραγωγής (poiesis) που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη, χωρίς, επομένως, να τη μειώνει αποκλειστικά στη διάσταση της θεωρίας.

Μπορείτε να μιλήσετε πιο συγκεκριμένα για τις αριστοτελικές έννοιες της praxis και της poiesis, τις οποίες ο Χάιντεγκερ ανακαλύπτει εκ νέου και, κατά κάποιον τρόπο, υιοθετεί στα έργα του;

 Για τον σκοπό αυτό, ο Χάιντεγκερ ξαναδιαβάζει την Ηθική Νικομάχεια, το θεμελιώδες κείμενο που καταφέρνει να επικαιροποιήσει ως προς το φιλοσοφικό του περιεχόμενο.
Σε αυτό το βιβλίο βρίσκουμε μια εντελώς ιδιαίτερη θεωρία, με την έννοια ότι εδώ ο Αριστοτέλης πραγματοποιεί μια ανάλυση της ανθρώπινης ζωής, η οποία δεν θέλει να είναι καθαρή θεωρία, καθαρή περιγραφή —παρότι είναι βεβαίως φιλοσοφία—, αλλά θέλει να είναι ένας φιλοσοφικός λόγος γύρω από εκείνες τις δομές, ιδίως τις δυναμικές, τις κινήσεις που είναι ίδιες της ανθρώπινης ζωής· περιγραφή η οποία έχει πρακτική αποτελεσματικότητα, έχει αντίκτυπο στην ύπαρξη. Ο Χάιντεγκερ υιοθετεί αυτή την ιδέα, την οποία, μέσα από λεπτομερείς ερμηνείες του κειμένου, επιχειρεί να εντοπίσει ήδη στον Αριστοτέλη, και την αναδιατυπώνει με ένα εντελώς ιδιαίτερο, απολύτως σύγχρονο λεξιλόγιο, το οποίο θα είναι το λεξιλόγιο του Είναι και Χρόνος. Θα μπορούσε κανείς να δείξει πώς πολλές από τις έννοιες και τούς προσδιορισμούς που αναπτύσσει ο Χάιντεγκερ στην ανάλυσή του της ύπαρξης στο Είναι και Χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αναδιατύπωση, σύμφωνα με σύγχρονες ανάγκες, εκείνων των εννοιών και εκείνου του λεξιλογίου που είχε αναπτύξει ο Αριστοτέλης στην Ηθική Νικομάχεια.

Οι τρεις θεμελιώδεις όροι αυτού του λεξιλογίου είναι ακριβώς οι όροι «θεωρία», «πράξη» (praxis) και «παραγωγή» (poiesis), που σημαίνουν και δηλώνουν τρεις στάσεις, δηλαδή τρεις κινήσεις και διαθέσεις που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό που επιδιώκει ο Χάιντεγκερ είναι να δείξει πώς στον Αριστοτέλη υπάρχει μια ιδιοφυής σύλληψη αυτής της τριπλής άρθρωσης των θεμελιωδών στάσεων της ανθρώπινης ζωής, αλλά ταυτόχρονα να δείξει, πηγαίνοντας πέρα από τον Αριστοτέλη, ότι αυτές οι τρεις στάσεις δεν είναι απλώς συγκεντρωμένες με τρόπο αποσπασματικό μέσα από μια πρωτότυπη περιγραφή, αλλά είναι, θα λέγαμε, δεμένες και αγκυρωμένες σε μια θεμελιώδη ενότητα· δηλαδή στην ενότητα που, για τον Χάιντεγκερ, προκύπτει από την ίδια τη φύση της ύπαρξης, καθώς αυτή δεν είναι ένα καθαρό Είναι, αλλά ένα Δύνασθαι-Είναι (pouvoir-être).

Θεωρία, πράξη και παραγωγή είναι αναπτύξεις, εκδιπλώσεις, δυνατές στάσεις στη βάση του γεγονότος ότι η ύπαρξη είναι, στη βαθύτερη ρίζα της, Δύνασθαι-Είναι, δηλαδή χρονικότητα, και ότι μέσα σε αυτό το Δύνασθαι-Είναι και σε αυτή τη χρονικότητά της έχει την ικανότητα να προ-σχεδιάζεται· και σε αυτόν τον προ-σχεδιασμό να αναδιπλώνεται επάνω στον εαυτό της και, θα λέγαμε, να ανάβει ένα φως —ένα φως που τη προσανατολίζει στον ίδιο τον σχεδιασμό του Δύνασθαι-Είναι της, δηλαδή στην άρθρωση της ίδιας της ύπαρξής της, των δικών της υπαρξιακών δυνατοτήτων, και στη νοηματοδοτημένη καθοδήγηση αυτών των δυνατοτήτων προς την επιτυχία της ίδιας της ζωής, προς εκείνο που ο Χάιντεγκερ ονομάζει τον αυθεντικό σχεδιασμό της ύπαρξης.

Κύριε Βόλπι, ο Χάιντεγκερ προσδίδει ιδιαίτερη σημασία σε εκείνους τους αρχαϊκούς στοχαστές, ιδίως στον Παρμενίδη και στον Ηράκλειτο, τους οποίους μια μακρά ερμηνευτική παράδοση θεωρούσε απλούς προδρόμους του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Επιπλέον, ο Χάιντεγκερ απορρίπτει με τρόπο εντυπωσιακό την παραδοσιακή ερμηνεία —που ανάγεται στους ίδιους τους Έλληνες ερμηνευτές των δύο στοχαστών—, σύμφωνα με την οποία ο Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος αντιπροσωπεύουν δύο θεωρητικές θέσεις απολύτως αντίθετες. Γιατί ο Χάιντεγκερ αισθάνεται την ανάγκη να στραφεί στους προσωκρατικούς στοχαστές και γιατί διακρίνει ανάμεσα στις διδασκαλίες τους μια ουσιαστική συνέχεια;

Ακριβώς μέσα από την ανάγνωση του Αριστοτέλη, που αποσκοπεί να ανακαλύψει στη σκέψη του αριστοτελικού έργου μετα-μεταφυσικές ωθήσεις, δηλαδή ενδείξεις που επιτρέπουν να ανακαλυφθούν εναλλακτικές σε σχέση με την παράδοση σκέψης στην οποία ανήκει και ο ίδιος ο Αριστοτέλης, ο Χάιντεγκερ ωριμάζει την ανάγκη να αναλύσει εκείνες τις φάσεις της φιλοσοφικής σκέψης —όπως οι προσωκρατικοί— που βρίσκονται πριν από την αρχή της μεταφυσικής παράδοσης, η οποία, όπως είπαμε, για τον Χάιντεγκερ αρχίζει με τον Πλάτωνα.

Έτσι εξηγείται το έντονο θεωρητικό ενδιαφέρον του για τη σκέψη των προσωκρατικών, στους οποίους βλέπει ακόμη να εκφράζεται μια μορφή σκέψης πιστή στη φύση (physis), στο Είναι κατανοημένο ως εκείνο που εκδηλώνεται από μόνο του αυθόρμητα, που έρχεται στην παρουσία, και το οποίο, σε αυτό του το ερχόμενο στην παρουσία, αφήνεται να είναι από μια σκέψη που είναι ακόμη αυγή και που δεν έχει ακόμη πάρει την πορεία της μεταφυσικής, την πορεία της υποκειμενικότητας· δεν έχει ακόμη αιχμαλωτιστεί από εκείνη τη δυτική σκέψη που θέτει σε εφαρμογή απέναντί του ένα σχέδιο κυριαρχίας και εξουσίας.

Μπαίνοντας κατόπιν στην ουσία των αποτελεσμάτων στα οποία καταλήγει ο Χάιντεγκερ, θα έλεγα ότι το πιο ενδιαφέρον και ταυτόχρονα πιο προβληματικό είναι η προσέγγιση που κάνει ανάμεσα στον Παρμενίδη και στον Ηράκλειτο — δύο στοχαστές που στην φιλοσοφική παράδοση, ακόμη και στην αρχαιότητα, θεωρούνταν αντίθετοι: ο Παρμενίδης και οι οπαδοί του ως εκείνοι που υποστήριζαν την ακινησία του όλου (oi stasiotai), ο Ηράκλειτος και οι οπαδοί του ως εκείνοι που υποστήριζαν την ροή όλων των πραγμάτων (panta rhei, «τα πάντα ρει»).

Για τον Χάιντεγκερ, αυτή η ερμηνεία μένει στην επιφάνεια της σκέψης του Παρμενίδη και του Ηράκλειτου, διότι στην πραγματικότητα, ακριβώς επειδή και οι δύο, ως αυγινoί στοχαστές, αφήνουν τη φύση να είναι, στο εκδηλώνεσθαι και στο ερχόμενό της στην παρουσία, σκέφτονται στην ουσία το ίδιο πράγμα: δηλαδή ακριβώς το ερχόμενο στην παρουσία της φύσης, όπου όμως ο Παρμενίδης εστιάζει την προσοχή του στη σταθερότητα αυτής της παρουσίας, ενώ ο Ηράκλειτος εστιάζει στην άρθρωση και την κίνηση αυτού του ερχομένου στην παρουσία.

Και οι δύο, λοιπόν, θα σκέφτονταν το ίδιο, το ίδιο πράγμα: τη φύση (physis), το Είναι στήν έλευσή του  στην παρουσία, αλλά υπογραμμίζοντας κάθε φορά δύο διαφορετικές όψεις. Ο ένας, ο Παρμενίδης, υπογραμμίζει την ακινησία, τη σταθερότητα, την ενότητα αυτής της παρουσίας. Ο Ηράκλειτος, αντίθετα, υπογραμμίζει τη δυναμικότητα, την εκδίπλωση και την ανάπτυξη αυτής της παρουσίας σε μια πολλαπλότητα αντιθέτων, η ζωή της οποίας χαρακτηρίζεται από έναν διαρκή πόλεμο (polemos).

Με αυτή την έννοια, λοιπόν, ο Χάιντεγκερ ανατρέπει και αναστατώνει την παραδοσιακή ερμηνεία των προσωκρατικών. Αργότερα, σχεδόν προς το τέλος της σκέψης του, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο Χάιντεγκερ προσφέρει μια διευκρίνιση και σχεδόν μια αναθεώρηση της ερμηνείας του για τους προσωκρατικούς ως «αυγινή» σκέψη. Υποδεικνύει την ιδέα ότι πιθανότατα ούτε στη σκέψη των προσωκρατικών υπάρχει μια αυθεντική περισυλλογή πάνω στη φύση (physis), που να την αφήνει να είναι αυτό που είναι, χωρίς να προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει σε μια υποκειμενιστική πρόσληψη.

Ωστόσο, ο Χάιντεγκερ τονίζει ότι ακόμη κι αν αυτό ήταν αληθές, παραμένει αμετάβλητη η ανάγκη που ωρίμασε μέσα του διαβάζοντας τους προσωκρατικούς· δηλαδή η ανάγκη για μια σκέψη διαφορετική από το μεταφυσικό και τεχνικό πεπρωμένο της Δύσης. Έτσι, η σκέψη των προσωκρατικών, η ερμηνεία τους από τον Χάιντεγκερ —είτε είναι πιστή είτε όχι στην ιστορική πραγματικότητα της προσωκρατικής σκέψης— λειτουργεί ως εφαλτήριο για μια σκέψη που επιχειρεί να αφήσει να είναι και να φέρει στη μνήμη, να ανακαλέσει, την εναλλακτική απέναντι στο πεπρωμένο της Δύσης.

Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι στους προσωκρατικούς, σε αυτή τη διαμεταφυσική τους λειτουργία, μπορεί να διακρίνει κανείς την pars construens μιας σκέψης όπως εκείνη του Χάιντεγκερ, που σε πολλές της όψεις φαίνεται να εξαντλείται ολοκληρωτικά σε ένα έργο ριζικής κατεδάφισης του οικοδομήματος της πνευματικής παράδοσης της Δύσης και που, από αυτή την άποψη, μοιάζει να μην κατορθώνει να προτείνει καμία εναλλακτική.

Όπως συχνά συμβαίνει, και στην περίπτωση του Χάιντεγκερ, αυτό που καταφέρνει καλύτερα στο θεωρητικό του σχέδιο είναι η pars destruens, η κατεδάφιση της μεταφυσικής παράδοσης και η κριτική του στη μεταφυσική σκέψη. Με την έννοια ότι, στην αντιπαράθεσή του με τις ιδρυτικές στιγμές αυτής της παράδοσης, ο Χάιντεγκερ κατορθώνει να εκφράσει τον καλύτερο εαυτό του, να ασκήσει ένα επίπεδο ριζικότητας της σκέψης που σημάδεψε την εποχή του και που υιοθετήθηκε από αρκετούς άλλους στοχαστές μετά από αυτόν.

Όσον αφορά, αντίθετα, ό,τι ο Χάιντεγκερ προτείνει θετικά μετά από αυτή την κριτική της μεταφυσικής παράδοσης, η απάντησή του παραμένει στην αναπόφευκτη αοριστία που έχει κάθε σκέψη που επιχειρεί ένα νέο ξεκίνημα. Ο Χάιντεγκερ επιχειρεί να επικαλεστεί, αφενός, μέσω της αναφοράς στους προσωκρατικούς και στη διαμεταφυσική τους λειτουργία, και αφετέρου, μέσω της επίκλησης του υπερμεταφυσικού δυναμικού που, από την αντίθετη πλευρά σε σχέση με αυτή την παράδοση, προτείνεται από τον Χέλντερλιν, να επικαλεστεί, μέσω της ενεργοποίησης αυτών των δύο παραδειγματικών μορφών —των προσωκρατικών και του Χέλντερλιν—, μια εναλλακτική στη μεταφυσική σκέψη, την οποία ορίζει ως την προοπτική μιας νέας αρχής της ιστορίας του κόσμου, μιας νέας εποχής στην ιστορία του κόσμου.

Ωστόσο, η ένδειξή του περιορίζεται στο να διακηρύξει την ανάγκη να γίνει παρούσα στον σύγχρονο άνθρωπο αυτή η πιθανή εναλλακτική, χωρίς να κατορθώνει να προδιαγράψει με πιο συγκεκριμένο τρόπο τους όρους, τους χρόνους και τις μεθόδους με τις οποίες αυτό το γεγονός θα μπορέσει να συμβεί, να αναδυθεί, να εμφανιστεί στον ορίζοντα του σύγχρονου ανθρώπου.

Σε αυτό το σημείο, ο Χάιντεγκερ είναι πολύ προσεκτικός, πολύ επιφυλακτικός και ασφαλώς δεν προτίθεται να παρουσιαστεί ως πωλητής φιλοσοφικών «συνταγών».

Σε ποια έννοια, λοιπόν, για τον Χάιντεγκερ υπάρχει μια στενή σύνδεση ανάμεσα στην απαρχή της δυτικής σκέψης, στους Έλληνες, και στη σημερινή εποχή, την εποχή της τεχνικής; Ο Χάιντεγκερ προσφέρει μια διάγνωση του σύγχρονου κόσμου που επικεντρώνεται σε ένα θεμελιώδες σημείο: για τον Χάιντεγκερ, όλα όσα συμβαίνουν στον πλανήτη, στην εποχή του σύγχρονου κόσμου, καθορίζονται από αυτό που αποκαλεί «ουσία της τεχνικής» —εκείνη τη στάση που εκδηλώνει σε πλανητικό επίπεδο τη βούληση για γνωστική και πρακτική κυριαρχία επάνω σε όλο το ον.

Τώρα, για τον Χάιντεγκερ, οι προϋποθέσεις ώστε να μπορέσει αυτό να επιβληθεί τίθενται ακριβώς στον ελληνικό κόσμο, με τη φιλοσοφία και την ελληνική ἐπιστήμη. Σε αυτό το σημείο, ο Χάιντεγκερ προτείνει μια θέση για να εξηγήσει τη σύνδεση ανάμεσα στον ελληνικό κόσμο και το τεχνικό αποτέλεσμα της Δύσης, η οποία ανατρέπει εκείνη που είχε διατυπώσει ο Χούσερλ, ο δάσκαλός του.

Για τον Χούσερλ, όπως μας εξηγείται στο περίφημο έργο του Η κρίση των ευρωπαϊκών επιστημών και στη Φιλοσοφία και υπερβατολογική φαινομενολογία, το επιστημονικό και τεχνικό πεπρωμένο της Δύσης —με όλες τις μονομέρειες στις οποίες οδήγησε και με την απώλεια νοήματος για τον κόσμο της ζωής εκ μέρους των επιστημών— είναι συνέπεια του γεγονότος ότι η νεότερη επιστήμη και φιλοσοφία έχει απολέσει το ελληνικό ιδεώδες της ἐπιστήμης, το ιδεώδες μιας καθολικής επιστήμης για όλο το Είναι, ικανής να προσανατολίζει τη δράση και τη γνώση του ανθρώπου κατά τρόπο δεσμευτικό.

Το επιστημονικό και τεχνικό, αντικειμενιστικό πεπρωμένο, το μονομερές αποτέλεσμα του δυτικού πολιτισμού, οφείλεται —σύμφωνα με τον Χούσερλ— σε μια θεμελιώδη λήθη της Δύσης, δηλαδή στη λήθη του Λόγου και της ἐπιστήμης των Ελλήνων.

Για τον Χάιντεγκερ, αντίθετα, αυτό το πεπρωμένο δεν είναι συνέπεια μιας λήθης των ελληνικών καταβολών, αλλά είναι ακριβώς η ουσιώδης πραγμάτωση εκείνου που με τους Έλληνες τίθεται και συλλαμβάνεται για πρώτη φορά: δηλαδή η απαίτηση να υψωθεί ο άνθρωπος ως ηγεμονική μορφή για να κυριαρχεί, μέσω της γνώσης και της πράξης, πάνω σε ό,τι είναι.[ΦΥΣΙΚΑ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΥΝΗΓΗΣΕ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΞΗΛΩΣΕ ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ]

Για να κατανοήσει τον σύγχρονο κόσμο, ο Χάιντεγκερ αναπτύσσει μια διάγνωση αυτού του κόσμου, στην οποία βλέπει να εκδιπλώνεται η ουσία της τεχνικής, που έχει πλέον καταστεί, για τον Χάιντεγκερ, πλανητικό φαινόμενο το οποίο καθορίζει όλα όσα συμβαίνουν στον πλανήτη. Αλλά είναι απαραίτητο ώστε αυτή η διάγνωση να μπορεί να μεταφραστεί και σε αναγνώριση των αιτίων που παρήγαγαν την κατάσταση του σύγχρονου κόσμου, —για τον Χάιντεγκερ— να συμπληρωθεί με μια ανάμνηση (ἀνάμνησις), με μια αναγνώριση των λόγων και των αιτίων που οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση, διαγνωσμένη σε όρους πλανητικής τεχνικής.

Λοιπόν, για τον Χάιντεγκερ, η πλανητική τεχνική είναι η ουσιώδης πραγμάτωση και ολοκλήρωση εκείνων των προϋποθέσεων που τίθενται από τους Έλληνες και, πιο συγκεκριμένα, από τον Πλάτωνα, με την απόφασή του υπέρ της μεταφυσικής· απόφαση που σηματοδοτεί, λοιπόν, την προϊστορία της σύγχρονης τεχνικής. Με αυτή του τη θέση —δηλαδή με την πεποίθηση ότι ο κόσμος της τεχνικής δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πιο γνήσια ολοκλήρωση του μεταφυσικού σχεδίου που αρχίζει με τους Έλληνες και χαρακτηρίζεται από το σχέδιο γνωστικής και πρακτικής κυριαρχίας πάνω σε ό,τι είναι—, ο Χάιντεγκερ τοποθετείται στον αντίποδα της διάγνωσης του δασκάλου του, Χούσερλ.[ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΙ ΕΞΩΓΗΙΝΟΙ ΤΟΥ ΣΒΕΝΤΕΜΠΟΡΓΚ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΥΤΕ ΤΟΥ ΚΑΝΤ]

Για τον Χούσερλ, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει ο Χάιντεγκερ, οι συνέπειες της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής δεν είναι η ουσιώδης πραγμάτωση του Λόγου και της ἐπιστήμης των Ελλήνων, αλλά μάλλον η λήθη και η απώλεια του ιδεώδους που αυτοί εκπροσωπούν.

Υπάρχει, λοιπόν, από τον Χάιντεγκερ μια ανατροπή στην αντίληψη για τον δεσμό ανάμεσα στον σύγχρονο κόσμο και την ελληνική σκέψη —έναν δεσμό που κατορθώνει να δείξει, να συγκρατήσει ενωμένη τη μεταφυσική σκέψη στην πιο βαθιά της ενότητα και να δείξει πώς σε αυτήν εκτυλίσσεται μια ιστορία, ένα ενιαίο και συνεκτικό πεπρωμένο. Από αυτή την άποψη, ωστόσο, παραμένει και ένα πεπρωμένο ιδιαιτέρως καταπιεστικό· ένα πεπρωμένο που δεν φαίνεται να επιτρέπει ή να αφήνει εναλλακτικές, παρά μόνο όταν θα έχουν εξαντληθεί και φτάσει μέχρι τέλους όλες οι συνέπειες —ακόμη και οι πιο οδυνηρές— αυτής της μεταφυσικής απόφασης που λαμβάνει ο Πλάτωνας και που η σύγχρονη τεχνική φέρνει στην οριστική της ολοκλήρωση.[ΣΑΝ ΖΗΛΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ]

Με αυτή την έννοια, ο Χάιντεγκερ είναι επίσης ένας στοχαστής που επιδιώκει να επιταχύνει τον μηδενισμό της τεχνικής· να βοηθήσει να ολοκληρωθεί αυτό που ήδη συντελείται· να φέρει στην πλήρη, έσχατη εκδίπλωσή τους όλες τις δυνατότητες, όλες τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί σε αυτό το πεπρωμένο, έχουν καρποφορήσει και έχουν οδηγήσει στις συνέπειες του σύγχρονου κόσμου.[ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΚΑΙΩΘΕΙ]

Από αυτή την άποψη, ο Χάιντεγκερ κατορθώνει —μοναδικά, νομίζω, ή ανάμεσα σε ελάχιστους σύγχρονους στοχαστές— να ξανασκεφτεί σε ενιαίο πλαίσιο το σύνολο της δυτικής φιλοσοφίας: από τις απαρχές της, την ελληνικότητα, μέχρι την ουσιώδη ολοκλήρωσή της, που ακριβώς για τον Χάιντεγκερ είναι η ουσία, το πεπρωμένο της σύγχρονης τεχνικής.[ΜΠΡΑΒΟ ΤΟΥ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: