Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (6)

   Συνέχεια από: Σάββατο 28 Μαΐου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (συνέχεια)

Το έκτο και το έβδομο κεφάλαιο εξετάζουν πώς μετασχηματίστηκε το δαιμονιακό στοιχείο του ρομαντισμού σε ό,τι ο Nietzsche (Νίτσε) αποκαλούσε διονυσιακό. Ο Nietzsche υποστηρίζει ότι η σκέψη του είναι κατά βάση διονυσιακή, και άρα ολωσδιόλου αντιμεταφυσική. Ο Heidegger (Χάιντεγκερ) απέρριψε αυτό τον ισχυρισμό, χωρίς όμως να ερευνήσει σε βάθος το διονυσιακό στη σκέψη του Nietzsche. Μεταμοντέρνοι ερμηνευτές, βασιζόμενοι στο διονυσιακό, υποστηρίζουν ότι ο Nietzsche είναι στην πραγματικότητα θεμελιακά μεταμοντέρνος, αποδομιστής στοχαστής. Προσπάθησα να δείξω ότι ακόμη και η νιτσεϊκή έννοια του διονυσιακού συνδέεται με τη μεταφυσική παράδοση από πλευρές που ούτε ο ίδιος κατανοεί.

 
Αυτό το γεγονός είναι ιδιαίτερα σημαντικό για να αξιολογήσουμε την έννοια του μηδενισμού στον Nietzsche, διότι την αναπτύσσει και την κατανοεί στο πλαίσιο της αντίθεσης Διονύσου και Εσταυρωμένου. Η νιτσεϊκή ερμηνεία του μηδενισμού είναι πλήρης αντιστροφή της προγενέστερης χρήσης της έννοιας. Παλαιότερα κατανοούσαν τον μηδενισμό ως τη συνέπεια της υπεροπτικής εξύμνησης του ανθρώπου. Σύμφωνα με την έποψη του Nietzsche, ο μηδενισμός είναι η συνέπεια της δημοκρατικής ταπείνωσης του ανθρώπου. Στη βάση της αντίληψης του νοήματος του ο Nietzsche υποστηρίζει ότι η απάντηση στον μηδενισμό είναι να στραφούμε στον υπεράνθρωπο, δηλαδή να στραφούμε σε εκείνη ακριβώς την αντίληψη που παλαιότερα υπέθεταν ότι είναι η ουσία του μηδενισμού.

Το έκτο κεφάλαιο εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο η έννοια της απόλυτης βούλησης στον Schopenhauer (Σοπενχάουερ) διαμορφώνει τη βάση για να μετασχηματίσει ο Nietzsche (Νίτσε) το δαιμονιακό σε διονυσιακό. Ο Schopenhauer ήταν μαθητής του Fichte (Φίχτε), και του όφειλε πολλά. Η βασική του αντίληψη γύρω από τη βούληση για ζωή επηρεάστηκε αποφασιστικά από την ιδέα του Fichte για το απόλυτο εγώ. Ωστόσο, όπως οι ρομαντικοί, το ερμηνεύει ως δαιμονιακή βούληση που αποτελεί τη βάση των φαινομένων. Αυτό το ρομαντικό στοιχείο στη σκέψη του Schopenhauer τον οδηγεί σε πιο ζοφερή θεώρηση του χαρακτήρα και του νοήματος αυτής της βούλησης. Ο κατ’ ουσίαν θετικός αγώνας για συμφιλίωση και ελευθερία που χαρακτήριζε το εγώ στον Fichte γίνεται στον Schopenhauer η δολερή δύναμη της δαιμονιακής βούλησης για ζωή, που μας υποδουλώνει σε έναν απελπισμένο και διηνεκή πόλεμο όλων εναντίον όλων. Ο Schopenhauer διαβλέπει δύο μόνο πιθανές λύσεις. Μπορούμε να αντικαθρεφτίζουμε τον κόσμο και τη βούληση ως καλλιτέχνες ή να γίνουμε ασκητές. Και οι δύο κατευθύνσεις, ωστόσο, είναι δυνατές μόνο για τη μεγαλοφυΐα η οποία επιλέγεται από μία ακατανόητη ενέργεια της βούλησης. Η υπόλοιπη ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη να συμμετέχει στον κύκλο του εγκλήματος και της δυστυχίας.

Ο Nietzsche έβλεπε τη βούληση του Schopenhauer ως τη βούληση για ανυπαρξία και τη συνταύτισε με την ταπείνωση του ανθρώπου. Μάλιστα, πίστευε ότι αποτελεί την ουσία της αστικής κοινωνίας, που απεχθανόταν. Ο Nietzsche όμως δεν απορρίπτει γενικώς αυτή τη βούληση. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι ο Schopenhauer την παρανόησε, μια και υπέθετε ότι η πιο αδύναμη μορφή της βούλησης είναι η βούληση αυτή καθ’ εαυτήν. Για τον Nietzsche η θεμελιώδης επιλογή είναι ανάμεσα στον Διόνυσο και στον Εσταυρωμένο. Ο Εσταυρωμένος είναι η αδύναμη μορφή της βούλησης, που κατά κανόνα επιδιώκει τη συντήρηση και την απόλαυση και σε κάποιες ακραίες πρακτικές τον ασκητισμό. Παράγει μόνο κοινοτοπία και απελπισία και είναι η πηγή του μηδενισμού. Το διονυσιακό είναι η δυναμική βούληση, η βούληση για δύναμη, που δεν επιζητεί απλώς την αυτοσυντήρηση αλλά την αυτοϋπέρβαση. Δεν απολήγει, λοιπόν, σε παραίτηση αλλά σε κατάφαση, σε ένα μεγάλο ναι για τη ζωή, με όλα τα τραγικά βάσανά της.

Το έβδομο κεφάλαιο εξετάζει την αντίληψη του Nietzsche για το διονυσιακό και προσπαθεί να δείξει πώς διαμορφώνει τη βάση για το πρόταγμά του περί πολιτιστικής ανανέωσης. Οι ελπίδες του Nietzsche για πολιτιστική ανανέωση στηρίζονταν στην αρχική εκτίμησή του για το πρόταγμα του Wagner (Βάγκνερ) που αφορούσε την πνευματική αναγέννηση της Γερμανίας. Στη Γένεση της τραγωδίας προσπάθησε να δείξει ότι ένας τέτοιου είδους πολιτιστικός μετασχηματισμός πραγματοποιήθηκε από τους Έλληνες, και κατά συνέπεια θα μπορούσε να επαναληφθεί στη Γερμανία. Το αποφασιστικό στοιχείο σε έναν τέτοιο μετασχηματισμό ήταν ο Διόνυσος. Ο Διόνυσος για τον Nietzsche είναι ο Θεός της συμφιλίωσης, ο οποίος συνενώνει όλα τα ανόμοια φαινόμενα. Αυτή η συμφιλίωση, ωστόσο, δεν είναι ορθολογική αλλά μουσική. Σε αντίθεση με την εγελιανή απόλυτη γνώση, που είναι η βάση για διαρκή συμφιλίωση, η διονυσιακή σοφία του Nietzsche είναι φευγαλέα, μια στιγμιαία αρμονία δυνάμεων που παραμένουν διαχωρισμένες για πάντα. Αυτή η συμφιλίωση επομένως δεν καταλήγει σε διαρκή ειρήνη ή στο ορθολογικό κράτος, αλλά στην τραγωδία. Εντούτοις, μέσω της τραγωδίας φθάνουμε σε ένα μεγαλείο το οποίο μας εξυψώνει υπεράνω των μικροτήτων.

Η αντίθεση μεταξύ του Διονύσου και του Εσταυρωμένου στον Nietzsche έχει μεγαλοποιηθεί. Στην πραγματικότητα, η έποψή του για το διονυσιακό εκπηγάζει από την ιδέα του χριστιανικού Θεού με τρόπους που ο Nietzsche δεν κατανοεί εντελώς, κυρίως επειδή δεν αναγνωρίζει τη θεωρητική οφειλή του στην πρώιμη ρομαντική ιδέα του διονυσιακού και στην ιδεαλιστική σύλληψη της βούλησης. Η διονυσιακή βούληση για δύναμη στην πραγματικότητα αναπτύσσει περαιτέρω την ιδέα της απόλυτης βούλησης, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη νομιναλιστική ιδέα περί Θεού και έγινε κοσμοϊστορική δύναμη με το νόημα που έδωσε ο Fichte στο απόλυτο εγώ. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός για τον Nietzsche δεν είναι και τόσο νεκρός όσο πιστεύει· μονάχα το ορθολογικό στοιχείο στον Θεό είναι νεκρό, το στοιχείο που μπολιάστηκε με τον χριστιανικό Θεό για να απαλύνει την παντοδυναμία του. Ο Διόνυσος του Nietzsche, για να μιλήσουμε στη μεταφορική γλώσσα του, δεν είναι, λοιπόν, ενάλλαγμα στον χριστιανικό Θεό αλλά μόνο το τελικό και, υπό μίαν έννοια, το σπουδαιότερο σύγχρονο προσωπείο του.

Η ανάλυση για την προέλευση του μηδενισμού που παρουσιάζεται στο βιβλίο, όπως γίνεται φανερό σε αυτή τη σύντομη σύνοψη, επαναλαμβάνει εν μέρει την ιστορία της νεοτερικότητας, και άρα θα πρέπει να τη διαχωρίσουμε από αρκετές παρόμοιες αναλύσεις. Η γνωστότερη ίσως από αυτές είναι εκείνη του Martin Heidegger. Όμως και για τον Heidegger ο μηδενισμός προέρχεται από την ανατίμηση της βούλησης στη μοντέρνα σκέψη. Ωστόσο η άποψή του για τη βούληση διαφέρει από εκείνη που χρησιμοποιούμε εδώ. Για τον Heidegger η μοντέρνα έννοια της βούλησης μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο στο πλαίσιο της αποκάλυψης του Είναι ως υποκειμενικότητας, και άρα με βάση την καρτεσιανή μεταφυσική. Υποστηρίζω ότι η καρτεσιανή μεταφυσική μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο ως απάντηση στην πρωιμότερη ιδέα μιας παντοδύναμης θεϊκής βούλησης και συνάμα ως εκκοσμίκευσή της. Ο Heidegger είτε δεν αναγνωρίζει είτε δεν αποδέχεται τη σχέση των δύο εννοιών της βούλησης. Οπωσδήποτε έχει άμεσο συμφέρον να διαχωρίσει τη μία από την άλλη, γιατί η δική του έννοια του Είναι, την οποία παρουσιάζει ως λύση στο πρόβλημα του μηδενισμού που δημιουργεί η μοντέρνα φιλοσοφία της βούλησης, προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό την πρωιμότερη έννοια μιας παντοδύναμης θεϊκής βούλησης. Το Είναι στη σκέψη του αποτελεί μια πανίσχυρη δύναμη, που ξεπερνά τη φύση και τον Λόγο και είναι συναφής με τον deus absconditus (κρυμμένος Θεός) του νομιναλισμού. Επειδή ο Heidegger παρερμηνεύει τη φύση της βούλησης, δεν κατανοεί το πραγματικό νόημά της για τον μηδενισμό.

Η επιχειρηματολογία μου έχει κοινά γνωρίσματα με την επιχειρηματολογία που παρουσίασε ο Hans Blumenberg στο έργο του Η νομιμοποίηση της μοντέρνας εποχής. Συμφωνώ με τη γενική θέση του ότι η νεοτερικότητα αναπτύχθηκε ως απάντηση στα πείσμονα ερωτήματα που αναδύθηκαν από την όψιμη μεσαιωνική σκέψη. Όμως υποστηρίζω, σε αντίθεση με τον Blumenberg, ότι η σύγχρονη έννοια της βούλησης, ή ό,τι ο Blumenberg αποκαλεί αυτοεπιβεβαίωση, δεν είναι κάποιο νέο κατασκεύασμα το οποίο πληροί τον πνευματικό χώρο που άνοιξε ο σκεπτικισμός, αλλά εκκοσμικεύει την έννοια της θεϊκής παντοδυναμίας. Η επιχειρηματολογία μου, από αυτή την άποψη, συμφωνεί περισσότερο με τη θέση περί εκκοσμίκευσης των Karl Löwith και Amos Funkenstein. Επίσης, διαφωνώ ριζικά με το εγχείρημα του Blumenberg να στηρίξει την επικύρωση της νεοτερικότητας στην αυτοεπιβεβαίωση ή στη βούληση. Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στον ρόλο που έπαιξε μέχρι τον Διαφωτισμό, ο Blumenberg δεν βλέπει ότι αυτή η αντίληψη βρίσκεται στο επίκεντρο των πιο όψιμων πνευματικών εξελίξεων που οδηγούν στον μηδενισμό. Εξ αιτιάς αυτού δεν κατανοεί τον τρόπο με τον οποίο η αυτοεπιβεβαίωση ακυρώνει και τη νεοτερικότητα.

Ο Bernard Yack πραγματεύεται αυτές τις πιο όψιμες εξελίξεις με μεγάλη προσοχή και διορατικότητα, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του, ειδικά στον Marx και στον Nietzsche, στο σύγγραμμά Το πάθος για απόλυτη επανάσταση. Ο Yack, επίσης, απορρίπτει την άποψη περί εκκοσμίκευσης. Πιστεύει ότι όσα αντιπροσωπεύουν οι Marx και Nietzsche είναι από κάθε άποψη μοντέρνες εκφράσεις του πάθους για τη χαμένη χρυσή εποχή της αρχαιότητας. Αυτό το πάθος, κατά την άποψή του, τους οδηγεί σε ακρότητες στην προσπάθεια τους να ανασυγκροτήσουν αυτή τη χαμένη εποχή. Για τον Yack υπάρχει συνεπώς κάποιο είδος τελολογικής αναγκαιότητας στη μοντέρνα ριζοσπαστική σκέψη. Δεν θέλω να αντιδικήσω ως προς αυτό το βασικό ζήτημα, για το οποίο νομίζω ότι έχει δίκιο, όμως πιστεύω ακράδαντα ότι η «ουσία» του μηδενισμού και του σύγχρονου ριζοσπαστισμού εν γένει δεν έγκειται τόσο στο πάθος για κάποιο θεμελιώδη σκοπό όσο στην επαναλαμβανόμενη απόρριψη όλων των καταχτημένων σκοπών εν είδει περιορισμών στην ανθρώπινη ελευθερία. 
Γι’ αυτό τονίζω τον κατ’ ουσίαν αρνητικό και καταστροφικό χαρακτήρα του σύγχρονου ριζοσπαστισμού. Ο Yack επικεντρώνεται στο πάθος για κάποιον τέλειο τρόπο ζωής. Προσπαθώ να αποδείξω μέσω μιας ανάλυσης αυτού του πάθους γιατί ποτέ δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με κάποια τελική λύση, και ως εκ τούτου αναγκαστικά απορρίπτει οποιονδήποτε στόχο πραγματώνει· γιατί, με άλλα λόγια, η σύγχρονη ριζοσπαστική σκέψη, είτε στον Nietzsche είτε στους Ρώσους μηδενιστές, κατ’ ανάγκη λατρεύει τον σκοτεινό θεό της άρνησης.

Η επικέντρωση στο αρνητικό, όμως, δεν αποβλέπει στην καταδίκη της νεοτερικότητας. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζω ότι η ανάλυση του Nietzsche όσον αφορά την προέλευση και τη φύση του μηδενισμού μάς παρέσυρε στο σφάλμα να απαξιώσουμε τον μοντέρνο κόσμο, ιδίως όταν αναμειγνύει τον φιλελευθερισμό με τον μηδενισμό. Σύμφωνα με την άποψή του, ο φιλελευθερισμός είναι ο τελικός θρίαμβος της ηθικής των δούλων και καταστρέφει τα τελευταία κατάλοιπα της παλαιάς ιεραρχικής τάξης. Έτσι παράγεται ο ασήμαντος τελευταίος άνθρωπος, και η αδυναμία του τελευταίου ανθρώπου τελικά καταστρέφει τον Θεό. Για τον Nietzsche ο φιλελευθερισμός διαδραματίζει επομένως σημαντικό ρόλο στη μηδενιστική καταστροφή των παραδοσιακών αξιών.

Υποστηρίζω ότι αυτή η άποψη είναι εσφαλμένη. Ο μηδενισμός δεν είναι το αποτέλεσμα του φιλελευθερισμού αλλά ενός ρεύματος της μοντέρνας σκέψης που σε μεγάλο βαθμό συγκρούεται με τον φιλελευθερισμό και δεν αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως πεπερασμένο και, ατελές πλάσμα, το οποίο «τελεί εν συγχύσει», αλλά ως υπεράνθρωπη ύπαρξη η οποία μπορεί να δημιουργήσει τον κόσμο εξ υπαρχής μέσω της άπειρης βούλησής της. Μολονότι ο φιλελευθερισμός καταλήγει στον σκεπτικισμό, απορρίπτει τέτοια προμηθεϊκά οράματα· και μολονότι σε ορισμένες περιστάσεις ίσως προκαλεί πλήξη και ανία, δεν καταλήγει σε μια πολιτική τρόμου και καταστροφής. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι ο φιλελευθερισμός από πολλές απόψεις αποδέχθηκε τον σχετικισμό, έδειξε μεγάλη ανθεκτικότητα απέναντι στα τρομοκρατικά καθεστώτα.

Ο μηδενισμός εμφανίζεται όταν ο κόσμος δεν φανερώνεται πλέον ως προϊόν του Λόγου αλλά της βούλησης. Εδώ υποστηρίζω ότι η απάντηση στον μηδενισμό δεν είναι η επικύρωση της βούλησης αλλά η οπισθοχώρηση από το βούλεσθαι. Για να κατανοήσουμε πώς θα επιτευχθεί μια τέτοια οπισθοχώρηση από το βούλεσθαι, απαιτείται να αναμετρηθούμε διεξοδικά με το ζήτημα της προέλευσης και της φύσης της βούλησης.Επομένως η απάντηση στον μηδενισμό θα δοθεί μόνο εάν κατανοήσουμε εις βάθος την κατάρρευση της σχολαστικής σύνθεσης, που είχε ως αποτέλεσμα να εμφανιστεί η νομιναλιστική έννοια της βούλησης. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα κατανοήσουμε επαρκώς τον χαρακτήρα της νεοτερικότητας και του μηδενισμού.

Συνεχίζεται

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η εικόνα της ερήμου στο εξώφυλλο του βιβλίου, μιας παγωμένης - νεκρικής ησυχίας, συμβολίζει αυτό ακριβώς που αισθάνονται αυτοί οι φιλόσοφοι. Κάποτε ένας Άγγλος μου είχε πει: αν υπάρχει Θεός φαίνεται πως μόνον ακούει, δεν μιλά ποτέ.

marina vrana είπε...

Ο χρόνος είναι αυτός που φέρνει την συσχέτιση με την πραγματικότητας μας.