Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας θ
Του Friedrich Schelling
Μετάφραση Χρήστου Μαρσέλλου, Εκδόσεις Ίνδικτος, 1997
Μόνο μετά την κατανόηση αυτού του γενικού Κακού καθίσταται δυνατό να κατανοήσουμε το Καλό και το Κακό και στον ίδιο τον άνθρωπο.
Αν δηλαδή ήδη στην πρώτη δημιουργία το Κακό διεγέρθηκε και, μέσω της αυτο-ενέργειας του θεμελίου, αναπτύχθηκε τελικά σε γενική αρχή, τότε φαίνεται πως η φυσική ροπή του ανθρώπου προς το Κακό εξηγείται, επειδή η αναταραχή των δυνάμεων, που εισήλθε στην κτίση μέσω της αφύπνισης της ιδιοβουλίας, του μεταδίδεται ήδη από τη γέννηση.
Όμως, ο θεμέλιος λόγος δρα και μέσα στον κάθε άνθρωπο αδιάκοπα, διεγείροντας την ιδιαιτερότητα και την ιδιαίτερη θέληση, ώστε ακριβώς μέσα στην αντίθεση προς αυτήν να μπορέσει να αναδυθεί η θέληση της αγάπης.
Η θέληση του Θεού είναι να καθολικοποιεί τα πάντα, να τα ανυψώνει ή να τα διατηρεί στην ενότητα με το Φως.
Η θέληση του θεμελίου είναι το αντίθετο: να εξατομικεύει, να κτισματοποιεί τα πάντα.
Θέλει την ανισότητα, για να καταστεί η ισότητα αισθητή στον ίδιο και στον εαυτό της.
Γι’ αυτόν τον λόγο, αντιδρά αναγκαστικά απέναντι στην ελευθερία ως υπερκτισματική και διεγείρει μέσα της την επιθυμία για το κτιστό, όπως εκείνον που, στεκόμενος σε ψηλή και απότομη κορυφή, καταλαμβάνεται από ίλιγγο και ακούει σαν μια μυστική φωνή να τον καλεί να πέσει, ή όπως στην παλιά φαντασία ο ακαταμάχητος ήχος των σειρήνων από τα βάθη μαγνητίζει τον ναυτικό να βυθιστεί στη δίνη.
Η ίδια η σύνδεση της καθολικής θέλησης με μια ατομική μέσα στον άνθρωπο φαίνεται εκ των προτέρων ως αντίφαση, η ένωση της οποίας είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη.
Ο φόβος της ζωής ωθεί τον άνθρωπο μακριά από το κέντρο, στο οποίο δημιουργήθηκε· διότι αυτό, ως η καθαρότερη ουσία κάθε θέλησης, είναι καταστρεπτική φωτιά για κάθε μερική θέληση.
Για να μπορέσει να ζήσει μέσα του, ο άνθρωπος πρέπει να πεθάνει ως προς κάθε ιδιορρυθμία.
Γι’ αυτό και είναι σχεδόν αναγκαστική η προσπάθεια να εξέλθει προς την περιφέρεια, για να αναζητήσει εκεί την ανάπαυση του εαυτού του.
Από εδώ προκύπτει η καθολική αναγκαιότητα της αμαρτίας και του θανάτου, ως του πραγματικού θανάτου της ιδιορρυθμίας, μέσα από τον οποίο κάθε ανθρώπινη θέληση πρέπει να περάσει ως διαμέσου φωτιάς, για να καθαρθεί.
Παρ’ όλη αυτή την καθολική αναγκαιότητα, το Κακό παραμένει πάντα ίδια επιλογή του ανθρώπου·
ως τέτοιο, ο θεμέλιος λόγος δεν μπορεί να το παραγάγει — και κάθε κτίσμα πέφτει εξαιτίας της δικής του ενοχής.
Ωστόσο, το πώς ακριβώς λαμβάνει χώρα μέσα στον κάθε άνθρωπο αυτή η απόφαση υπέρ του Καλού ή του Κακού, παραμένει εντελώς βυθισμένο στο σκοτάδι, και φαίνεται να απαιτεί ειδική εξέταση.
Μέχρι στιγμής, έχουμε ασχοληθεί λιγότερο με τη μορφική (τυπική) ουσία της ελευθερίας, αν και η κατανόηση αυτής φαίνεται να είναι εξίσου δύσκολη όσο και η εξήγηση της πραγματικής της έννοιας.
Διότι ἡ συνήθης ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία την θέτει ὡς μιὰ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπροσδιόριστη ἱκανότητα νὰ θέλη κανεὶς τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο ἀπὸ δύο ἀντίθετα, χωρίς καθοριστικοὺς λόγους, ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπειδὴ τὸ θέλει, ἔχει βέβαια πρὸς ἐπίρρωσίν της τὴν ἰδεατὴ [in der Idee] ἀναποφασιστικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὁδηγεῖ ὅμως, ἐφαρμοζόμενη σὲ μιὰ συγκεκριμένη πράξη, στὶς χειρότερες ἀσυναρτησίες. Νὰ μπορῆς νὰ ἀποφασίζης χωρὶς κανένα κίνητρο γιὰ τὸ α ἢ τὸ τό β θὰ ἦταν, γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ἁπλῶς τὸ προνόμιο νὰ πράττης ἄλογα, καὶ δὲν θὰ διέκρινε βέβαια μὲ τὸν καλλίτερο τρόπο τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ γνωστὸ ζωντανό τοῦ Μπουριντάν, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴ γνώμη τοῦ ὑπερασπιστοῦ αὐτῆς τῆς ἔννοιας τῆς αὐτοπροαίρετης βούλησης [Willkür] θὰ ἦταν καταδικασμένο νὰ πεινάση ἀνάμεσα σὲ δυὸ δεμάτια σανοῦ ἴσης ἀποστάσεως, με γέθους καὶ ποιοῦ (ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ προνόμιο τῆς αὐθαιρεσίας [Willkür]). Ἡ μοναδικὴ ἀπόδειξη γι᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔγκειται στὴν ἐπίκληση τῶν γεγονότων, στὸ ὅτι λ.χ. μπορεῖ κανείς, χωρὶς ἰδιαίτερο λόγο, νὰ μαζέψη ἢ νὰ ἁπλώση τὸ χέρι του· γιατὶ ὅταν λέη κανεὶς ὅτι τὸ ἁπλώνει ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀποδείξη τὴν ἐλευθερία τῆς προαίρεσής του [Willkür], πάντως θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνη ἐξίσου μαζεύοντάς του τὸ ἐνδιαφέρον νὰ ἀποδείξη αὐτὴ τὴν ἀρχὴ εἶναι καθοριστικό μόνο ὡς πρὸς τὸ νὰ κάνη τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο· ἡ ἰσορροπία ἐπομένως εἶναι προφανής, κ.ο.κ.· μιὰ ἀπολύτως κακὴ ἀπόδειξη, καθ᾿ ὅσον ἀπὸ τὴν ἄγνοια τοῦ καθοριστικοῦ λόγου συνάγει τὴν ἀνυπαρξία του, ἡ ὁποία ὅμως θὰ μποροῦσε ἐδῶ νὰ ἐφαρμοστῆ ἀνάποδα· διότι ἀκριβῶς (383) ὅπου ἐμφιλοχωρεῖ ἡ ἄγνοια ὑπάρχει μὲ μεγαλύ-τερη βεβαιότητα καθορισμός. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ ἔννοια αὐτὴ ὁδηγεῖ σὲ ἀπόλυτη τυχαιότητα τῶν μεμονωμένων πράξεων καὶ γι' αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ πολὺ σωστὰ τὴν συνέκριναν μὲ τὴν τυχαία ἀπόκλιση τῶν ἀτόμων, ποὺ ἐπινόησε στὴ φυσική του ὁ Ἐπί-κουρος γιὰ νὰ ἐξυπηρετήση τὸν ἴδιο σκοπό, νὰ ἀντιταχθῆ δηλαδὴ στὴν ἔννοια τοῦ πεπρωμένου. Τὸ τυχαίο ὅμως εἶναι ἀδύνατο, ἀντίκειται στὸν λόγο καὶ ἐπίσης στὴν ἀναγκαία ἑνότητα τοῦ παντός· καὶ ἂν ἡ ἐλευθερία δὲν μπορεῖ νὰ σωθῆ παρὰ μόνο μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ τυχαιότητα τῶν πράξεων, καλλίτερα νὰ μὴν σωθῆ. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σύστημα τῆς ἰσοδυναμίας τῶν προαιρέσεων [Gleichgewicht der Willkür] ἀντιτίθεται, καὶ μάλιστα κατὰ τρόπο πολὺ ἁρμόζοντα, ὁ ντετερμινισμός, (ἤ, κατὰ τὸν Κάντ, προκαθορισμός [Prädeterminismus]), στὸ μέτρο ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι ὅλες οἱ πράξεις προκύπτουν μετὰ λόγου κατὰ τρόπο ἐμπειρικῶς ἀναγκαῖο, διότι ὅλες καθορίζονται ἡ καθεμιὰ ἀπὸ παραστάσεις ἢ ἄλλες αἰτίες, οἱ ὁποῖες πρόκεινται στὸ παρελθόν, καὶ οἱ ὁποῖες δὲν ὑπόκεινται στὴν ἐξουσία μας, ὅταν ἀκριβῶς πράττωμε. Καὶ τὰ δύο συστήματα ἔχουν τὴν αὐτὴ βάση· μόνο ποὺ ἂν δὲν ὑπῆρχε κανένα ἀνώτερο, τὸ δεύτερο θὰ ἦταν ἀναντίρρητα τὸ προτιμητέο. ᾿Αλλὰ τὸ ἴδιο ἄγνωστη καὶ στὰ δύο εἶναι ἐκείνη ἡ ἀνώτερη ἀναγκαιότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἐξίσου ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὴν τυχαιότητα, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάγκη ἢ τὸν ἐξω-τερικό προσδιορισμό, καὶ ἡ ὁποία μᾶλλον εἶναι μιὰ ἐσωτερική, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ πράττοντος ἐκπηγάζουσα ἀναγκαιότητα. Ὅλες οἱ βελτιώσεις ὅμως ποὺ θὰ ἐπεδίωκε κανεὶς νὰ φέρη στὸν ντετερμινισμό, π.χ. ἡ λεϊβνίτεια, ὅτι οἱ κινοῦσες αἰτίες ἁπλῶς παρακινοῦν, ἀλλὰ δὲν καθορίζουν τὴ βούληση, δὲν βοηθοῦν οὐσιωδῶς σὲ τίποτε.
Ὁ ἰδεαλισμὸς πρῶτος γενικῶς ἀνύψωσε τὴ θεωρία τῆς ἐλευθερίας στὴ σφαῖρα ἐκείνη, ὅπου καὶ μόνο εἶναι κατανοητή. Ἡ νοητὴ οὐσία κάθε πράγματος, καὶ τοῦ ἀνθρώπου πρωτίστως, εἶναι κατ᾿ αὐτὸν ἐκτὸς ὁποιασδήποτε αἰτιακῆς σχέσεως, ὅπως καὶ ἔξω ἢ πάνω ἀπὸ τὸν χρόνο. Δὲν μπορεῖ ἑπομένως νὰ προσδιοριστῆ ἀπὸ τίποτε προηγούμενο ἐφόσον ἡ ἴδια προηγεῖται, ὄχι τόσο κατὰ τὸν χρόνο, ὅσο κατὰ τὴν ἔννοια, ὡς ἀπόλυτη ἑνότητα [Einheit], ἡ ὁποία πρέπει πάντα νὰ εἶναι ἤδη ὁλόκληρη καὶ ἀποτελεσμένη, ἂν πρόκειται νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ μεμονωμένη πράξη ἢ ὁ προσδιορισμὸς κάθε τινὸς ἄλλου ποὺ εἶναι ἢ γίνεται μέσα της. (384) Μὲ αὐτὰ δὲν ἐκφράζουμε τὴν καντιανὴ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας ἀκριβῶς μὲ τὰ λόγια τοῦ Κάντ, τουλάχιστον ὅμως ἔτσι πού, ὅπως πιστεύουμε, θὰ ἔπρεπε νὰ εἰπωθῆ γιὰ νὰ γίνη κατανοητή. Ἂν ὅμως αὐτὴ ἡ ἔννοια γίνη δεκτή, τότε ἀσφαλῶς μποροῦμε, ἀπ᾿ ὅ,τι φαίνεται, νὰ συναγάγουμε τὰ ἀκόλουθα: ἡ ἐλεύθερη πράξη προκύπτει ἄμεσα ἀπὸ τὸ νοητὸ [Intelligibel] τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Αλλὰ εἶναι ἀναγκαίως μιὰ προσδιορισμένη πράξη, π.χ. καλή ἢ κακή, γιὰ νὰ ποῦμε κάτι σχετικὸ μὲ τὸ ἐδῶ θέμα μας. ᾿Απὸ τὸ ἀπολύτως ἀπροσδιόριστο ὅμως στὸ ἀπο-λύτως προσδιορισμένο δὲν ὑπάρχει κανένα πέρασμα. Τὸ ἐνδεχόμενο ἡ νοητὴ οὐσία, ἀπὸ μιὰ καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη ἀπροσδιοριστία, καὶ χωρὶς κανένα λόγο, νὰ αὐτοπροσδιορίζεται, ὁδηγεῖ πίσω στὸ παραπάνω σύστημα τῆς ἰσοδυναμίας τῶν προαιρέσεων. Γιὰ νὰ μπορῆ νὰ προσδιορίση ἑαυτήν, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐν ἑαυτῇ ἤδη προσδιορισμένη, ὄχι βέβαια ἔξωθεν, πρᾶγμα ποὺ ἀντιφάσκει πρὸς τὴ φύση της, οὔτε ἔσωθεν, μὲ κάποια ἁπλῶς τυχαία ἢ ἐμπειρικὴ ἀναγκαιότητα, ἐφόσον ὅλα αὐτὰ (τὸ ψυχολογικὸ ὅσο καὶ τὸ φυσικό) κεῖνται ἐντεῦθεν αὐτῆς· παρὰ ἡ ἴδια, ὡς ἡ οὐσία της, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι γιὰ τὸν ἑαυτό της προσδιορισμός. Δὲν εἶναι ἀκριβῶς κάποιο ἀπροσδιόριστο καθολικό, παρὰ προσδιορισμένως ἡ νοητὴ οὐσία τοῦ ἑκάστοτε συγκεκριμένου ἀνθρώπου· γιὰ ἕνα τέτοιο προσδιορισμό ἡ ρήση determinatio est negatio δὲν ἰσχύει καθόλου, διότι τοῦτος εἶναι ἕνα πρᾶγμα καὶ τὸ αὐτὸ μὲ τὴν ὀντοθεσία [Position] καὶ τὴν ἐννόηση τοῦ συγκεκριμένου αὐτοῦ ἀνθρώπου, ἄρα στὴν πραγματικότητα ἡ οὐσία μέσα στὴν οὐσία [das Wesen im Wesen]. Ἡ νοητὴ οὐσία μπορεῖ γι᾿ αὐτὸ νὰ πράττη τόσο ἐξολοκλήρου ἐλεύθερα καὶ ἀπόλυτα, ὅσο καὶ σύμ φωνα μὲ τὴν ἐσωτερική της φύση, δηλαδὴ ἡ πράξη μπορεῖ νὰ προκύπτη ἀπὸ μέσα της σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τῆς ταυτότητας καὶ μὲ ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα, ἡ ὁποία καὶ μόνη εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία· γιατὶ ἐλεύθερο εἶναι ὅ,τι πράττει σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς ἴδιας του τῆς οὐσίας [Wesen] μόνο καὶ δὲν προσδιορί ζεται ἀπὸ τίποτε ἄλλο, ἐσωτερικὸ ἢ ἐξωτερικό.
Παριστώντας ἔτσι τὸ πρᾶγμα ἔχουμε ἕνα τουλάχιστον κέρδος, ὅτι ἀπομακρύνεται ἡ ἀσυναρτησία τῆς τυχαιότητας τῶν μεμονωμένων πράξεων. ᾿Ακόμα καὶ σ' αὐτὴ τὴν ὑψηλότερη ἄποψη πρέπει νὰ διατηρηθῆ πάν-τως τοῦτο, ὅτι ἡ μεμονωμένη πράξη προκύπτει ἀπὸ ἐσω τερικὴ ἀναγκαιότητα τοῦ ἐλεύθερου ὄντος, καὶ ἄρα μὲ ἀναγκαιότητα, ἡ ὁποία ἁπλῶς δὲν μπορεῖ νὰ συγχέεται μὲ τὴν ἐμπειρικὴ καὶ ἑδραζόμενη στὴν ἀνάγκη (ἀναγ-καιότητα ποὺ [385] δὲν εἶναι ὅμως παρὰ συγκεκαλυμ-μένη τυχαιότητα). Ἀλλὰ τότε τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἀναγκαιότητα τῆς οὐσίας ἡ ἴδια; Ἐδῶ εἶναι τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἑνωθοῦν ἀναγκαιότητα καὶ ἐλευθε ρία, ἐὰν καθόλου μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν. Ἂν αὐτὴ ἡ οὐσία ἦταν ἕνα νεκρὸ εἶναι, καὶ σ' ὅ,τι ἀφορᾶ τὸν ἄνθρωπο κάτι ποὺ θὰ τοῦ εἶχε ἁπλῶς δοθῆ, τότε θὰ αἴρονταν, ἀφοῦ ἡ πράξη μπορεῖ νὰ γίνη ἀπ᾿ αὐτὸν μόνο μὲ ἀναγκαιότητα, καὶ τὸ καταλογιστόν [Zurechnung], καὶ κάθε ἐλευθερία. ᾿Αλλὰ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἀναγκαιότητα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐλευθερία, ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οὐσιωδῶς ἡ πράξη του· ἡ ἀναγκαιότητα καὶ ἡ ἐλευθερία ἀλληλο-περιχωροῦνται, σὰν μία οὐσία, ἡ ὁποία φαίνεται ὡς ἐτούτη ἢ ἡ ἄλλη θεωρημένη ἀπὸ διάφορες πλευρές, καθ᾽ ἑαυτὴν ὅμως εἶναι ἐλευθερία, καὶ στὴ μορφὴ [formell] ἀναγ-καιότητα. Τὸ Ἐγώ, λέει ὁ Φίχτε, εἶναι ἡ ἴδια του ἡ πράξη· ἡ συνείδηση εἶναι αὐτοθεσία [Selbstsetzen] – ἀλλὰ τὸ ἐγὼ δὲν εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτήν, παρὰ ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἡ αὐτοθεσία. Αὐτὴ ἡ συνείδηση ὅμως, ὅσο τὴν σκε-φτόμαστε ἁπλῶς ὡς αὐτο-σύλληψη [Selbst Erfassen] ἢ γνώση [Erkennen] τοῦ Ἐγώ, δὲν εἶναι ποτὲ τὸ πρῶτο καὶ προϋποθέτει, ὅπως κάθε ἁπλῆ γνώση [Erkennen], τὸ πραγματικὸ εἶναι. ᾿Αλλὰ αὐτὸ τὸ εἶναι ποὺ ὑποτίθε-ται ὅτι προηγεῖται τῆς γνώσεως δὲν εἶναι καθόλου εἶναι, ὅπως δὲν εἶναι καὶ καθόλου γνώση· εἶναι πραγματική αὐτοθεσία [reales Selbstsetzen], εἶναι μιὰ πρωταρχικὴ καὶ θεμελιακή βούληση, ποὺ κάνει τὸν ἑαυτό της κάτι καὶ ποὺ εἶναι θεμέλιο [Grund] καὶ βάση [Basis] κάθε ὀντότητας [Wesenheit].
Ὑπὸ μίαν ἔννοια πολὺ πιὸ ὁρισμένη ἀπὸ τὴν γενικὴ αὐτὴ ἰσχύουν οἱ ἀλήθειες ἐτοῦτες, ὅταν τὶς σχετίζουμε ἄμεσα μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι στὴν πρω τογενῆ δημιουργία ἕνα ὄχι κεκριμένο [unentschiedenes] ὄν – (πρᾶγμα ποὺ μυθικὰ μπορεῖ νὰ ἀποδοθῆ ὡς μιὰ κατάσταση ἀθωότητας καὶ ἀφετηριακῆς [anfängliche] εὐτυχίας ποὺ προηγεῖται τῆς ζωῆς ἐτούτης)-· ὁ ἑαυτός του εἶναι στὴ διάκρισή του. ᾿Αλλὰ αὐτὴ ἡ διάκριση δὲν μπορεῖ νὰ πέφτη μέσα στὸ χρόνο· βρίσκεται ἔξω ἀπὸ κάθε χρόνο καὶ γι' αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὴν πρώτη δημιουργία (ἂν καὶ ὡς μιὰ διακεκριμένη ἀπὸ αὐτὴν ἐνέργεια [Tat]. Ὁ ἄνθρωπος, μ᾿ ὅλον ποὺ γεννιέται ἐν χρόνῳ, εἶναι δημιουργημένος [erschaffen] στὴν ἀρχὴ [Anfang] τῆς δημιουργίας (στὸ κέντρο). Ἡ πράξη, μέ-σῳ τῆς ὁποίας ἡ μέσα στὸν χρόνο ζωής του προσδιορί ζεται, δὲν ἀνήκει ἡ ἴδια στὸν χρόνο, ἀλλὰ στὴν αἰωνιό-τητα: καὶ προηγεῖται τῆς ζωῆς ὄχι κατὰ τὸν χρόνο, ἀλλὰ διαμέσου τοῦ χρόνου (ἀσύλληπτη (386) ἀπὸ αὐ-τόν), ὡς μία στὴ φύση της αἰώνια πράξη. Μέσῳ αὐτῆς ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου φτάνει ὡς τὴν ἀρχὴ τῆς δημι-ουργίας· ὥστε μέσῳ αὐτῆς εἶναι, μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὸ δημιούργημα, ἐλεύθερος καὶ αἰώνια ἀρχὴ ὁ ἴδιος. Ὅσο ἀπρόσιτη κι ἂν φαίνεται γιὰ τὸν κοινὸ τρόπο σκέψης αὐτὴ ἡ ἰδέα, ἐντούτοις ὑπάρχει στὸν κάθε ἄνθρωπο ἕνα αἴσθημα [Gefühl] ποὺ τῆς ἀντιστοιχεῖ, σάμπως ὅ,τι εἶναι νὰ ἔχη γίνει ἤδη πρὶν ἀπὸ ὅλη τὴν αἰωνιότητα καὶ ὄχι κάποτε μέσα στὸν χρόνο. Γι' αὐτό, παρὰ τὴν ἀναντίρρητη ἀναγκαιότητα ὅλων τῶν πράξεων, καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ καθένας, ἂν προσέξη τὸν ἑαυτό του, θὰ ὑποχρεωθῆ νὰ ὁμολογήση ὅτι δὲν εἶναι καθόλου τυχαία ἢ αὐθαίρετα [willkürlich] κακὸς ἢ καλός, ἐντούτοις ὁ κακὸς λ.χ. στὸν ἑαυτό του κάθε ἄλλο παρὰ ἀναγκα-σμένος φαίνεται (γιατὶ ἡ ἀνάγκη μπορεῖ νὰ γίνη αἰσθητή μόνο μέσα στὸ γίγνεσθαι, ὄχι στὸ εἶναι), παρὰ πράτ-τει τὶς πράξεις του ἠθελημένα, καὶ ὄχι παρὰ τὴ θέ-λησή του. Οὔτε ὁ ἴδιος, οὔτε κάποιο δημιούργημα θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν νὰ μὴ γίνη ὁ Ἰούδας προδότης τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐντούτοις ὁ ἴδιος πρόδωσε τὸν Χριστὸ ὄχι ἀναγκασμένος, παρὰ πρόθυμα καὶ μὲ πλήρη ἐλευθερία. 25 Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὸν καλό, ὅτι δηλαδὴ δὲν εἶναι τυχαῖα ἢ αὐθαίρετα καλός, καὶ ἐντούτοις εἶναι τόσο λίγο ἀναγκασμένος, ὥστε μᾶλλον καμμιὰ ἀνάγ-κη, οὔτε κἂν οἱ πύλες τῆς κολάσεως, δὲν θὰ ἦταν εἰς θέσιν νὰ ὑπερισχύσουν τοῦ φρονήματός του. Στὴ συνείδηση, βέβαια, ὡς ἁπλῆ σύλληψη τοῦ ἑαυτοῦ [Selbsterfassen], καὶ ἱκανὴ μόνο γιὰ τὸ ἰδεατό [nur idealisch], δὲν μπορεῖ νὰ φτάση αὐτὴ ἡ ἐλεύθερη ἐνέργεια [Tat], ἡ ὁποία καθίσταται ἀναγκαιότητα, ἀφοῦ αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι πού, προηγούμενη τῆς συνειδήσεως, ὡς συγκε κριμένης ὀντότητας, τὴν πλάθει [macht]· ἀλλὰ δὲν εἶναι γιὰ τοῦτο μιὰ ἐνέργεια, τῆς ὁποίας δὲν θ᾽ ἀπόμενε στὸν ἄνθρωπο καμμιὰ συνείδηση· στὸ μέτρο ποὺ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος γιὰ ν᾿ ἀποσείση τὴν ἐνοχὴ ἀπὸ μιὰ ἄδικη πράξη, λέει: ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, καίτοι γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι εἶναι ἔτσι ἀπὸ δική του ἐνοχή, ἐντούτοις ἔχει ἄλλο τόσο δίκιο ὅτι θὰ τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ πράξη ἀλλιῶς. Πόσο συχνὰ δὲν συμβαίνει ἕνας ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου, ἐξετάζοντάς τον ἐμπειρικά, δύσκολα θὰ τοῦ ἀποδίδαμε ἐλευθερία καὶ ὑπολογισμό [Überlegung], νὰ δείχνη μιὰ κλίση γιὰ τὸ κακό, γιὰ τὴν ὁποία μποροῦμε ἐκ τῶν προτέρων (387) νὰ δοῦμε ὅτι καμμιὰ ἀνατροφὴ καὶ καμμιὰ νουθεσία δὲν θὰ τὴν μαλάκωναν, καὶ ἡ ὁποία ἐν συνεχεία φέρνει πράγματι τοὺς κακοὺς καρποὺς ποὺ εἴχαμε προΐδει ἐν σπέρματι· καὶ ἐντούτοις κανένας δὲν ἀμφιβάλλει ἂν πρέπη νὰ τοῦ καταλογιστοῦν, παρὰ εἶναι ὁ καθένας τόσο πεπεισμένος γιὰ τὴν ἐνοχὴ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μόνο ἂν τοῦτος ἦταν κύριος τῆς κάθε του πράξης. Αὐτὴ ἡ γενικὴ ἐκτίμηση ὅτι μιὰ χωρίς συνείδηση [Bewußtlose] στὴν πηγή της [Ursprung], καὶ μάλιστα ἀκαταμάχητη, κλίση γιὰ τὸ κακὸ εἶναι πάντως ἐνέργεια [Actus] τῆς ἐλευθερίας, παραπέμπει σὲ μιὰ πράξη [Tat], καὶ ἄρα σὲ μιὰ ζωὴ ποὺ προηγεῖται ἐτούτης ἐδῶ· μόνο ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὴν σκεφτοῦμε ὡς προηγούμενη κατὰ τὸν χρόνο, ἀφοῦ τὸ νοητὸ εἶναι γενικῶς ἐκτὸς χρόνου. Καθώς στὴ δημιουργία ἐπικρατεῖ ἡ μεγαλύτερη ἁρμονία [Zusammenklang] καὶ τίποτε δὲν εἶναι σὲ διάκριση ἢ ἀλληλουχία μὲ τὰ ἄλλα σὰν αὐτὴ ποὺ ἡ ἔκθεση τοῦ πράγματος μᾶς ἐπιβάλλει, παρὰ στὸ προηγούμενο μέσα ἤδη δρᾶ μαζὶ καὶ τὸ ἑπόμενο, καὶ ὅλα συμβαίνουν συγχρόνως σὲ ἕνα μαγικό χτύπημα τοῦ ραβδιοῦ, ὁ ἄνθρωπος, ποὺ παρουσιάζεται ἐδῶ κεκριμένος [entschieden] καὶ προσδιορισμένος, ἔχει συλλάβει τὸν ἑαυτό του στὴν πρώτη δημιουργία μὲ προσδιορισμένη μορφὴ καὶ γεννιέται τέτοιος ποὺ εἶναι προαιωνίως, καθὼς μὲ αὐτὴ τὴν ἐνέργειά του προσ-διορίζονται συγχρόνως τὸ εἶδος καὶ ἡ ὑφὴ τῆς σωμα-τοποίησής του [Korporisation]. ᾿Ανέκαθεν ἡ ὑποτιθέμενη τυχαιότητα τῶν ἀνθρώπινων πράξεων, συγκρινόμενη μὲ τὴν ἤδη προβεβλημένη [entworfene] μέσα στὸν θεῖο νοῦ ἑνότητα τοῦ κοσμικοῦ ὅλου, ἦταν τὸ μεγαλύτερο πρόσκομμα τῆς θεωρίας τῆς ἐλευθερίας. Γι' αὐτὸ λοι-πόν, ἀφοῦ οὔτε ἡ πρόγνωση [Präszienz], οὔτε ἡ καθαυτό πρόνοια [Fürsehung] τοῦ θεοῦ μποροῦσαν νὰ ἐγκαταλειφθοῦν, καὶ ἡ παραδοχὴ τοῦ προκαθορισμοῦ [Prädestina-tion]. Οἱ πρῶτοι ποὺ τὴν διατύπωσαν αἰσθάνονταν ὅτι οἱ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου ἔπρεπε νὰ εἶναι προαιωνίως προσδιορισμένες· ἀναζητοῦσαν ὅμως αὐτὸ τὸν προσδιορισμὸ ὄχι στὴν αἰώνια, σύγχρονη μὲ τὴ δημιουργία, πράξη, ποὺ συνιστᾶ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ σὲ μιὰ ἀπόλυτη, ἤγουν ἐντελῶς ἄλογη, ἀπόφαση τοῦ θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία προορίστηκαν [vorherbestimmt] ὁ ἕνας στὴν καταδίκη, ὁ ἄλλος στὴν εὐτυχία, καὶ ἔτσι κατάργησαν [aufheben] τὴ ρίζα τῆς ἐλευθερίας. Καὶ ἐμεῖς δεχόμαστε ἐπίσης ἕνα προκαθορισμό, ἀλλὰ μὲ ἐντελῶς ἄλλη ἔννοια, τὴν ἑξῆς: ὅπως πράττει ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι ἔχει πράξει προαιωνίως, στὴν ἀρχὴ [Anfang] ἤδη τῆς δημιουργίας. Ἡ πράξη του δὲν γίνεται, ὅπως δὲν γίνεται ὁ ἴδιος (388) ὡς ἠθικὸ [sittliches] ὄν, παρὰ εἶναι στη φύση του αἰώνιος. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκλείπει καὶ ἡ ἐνοχλητικὴ αὐτὴ ἐρώτηση ποὺ ἀκοῦμε συχνά: γιατί ὁ ἕνας νὰ εἶναι ὁρισμένος νὰ πράττη κακὰ καὶ ἀνόσια καὶ ὁ ἄλλος ἀντίθετα μὲ εὐσέβεια καὶ δικαιοσύνη; Διότι προϋποθέτει πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἐξαρχῆς πράξη καὶ ἐνέργεια [Handlung und Tat] καὶ ὅτι ἔχει ὡς πνευματικὸ ὂν ἕνα εἶναι προηγούμενο καὶ ἀνεξ-άρτητο ἀπὸ τὴ βούλησή του, πρᾶγμα πού, ὅπως δείξαμε, εἶναι ἀδύνατο.
Συνεχίζεται
Αν δηλαδή ήδη στην πρώτη δημιουργία το Κακό διεγέρθηκε και, μέσω της αυτο-ενέργειας του θεμελίου, αναπτύχθηκε τελικά σε γενική αρχή, τότε φαίνεται πως η φυσική ροπή του ανθρώπου προς το Κακό εξηγείται, επειδή η αναταραχή των δυνάμεων, που εισήλθε στην κτίση μέσω της αφύπνισης της ιδιοβουλίας, του μεταδίδεται ήδη από τη γέννηση.
Όμως, ο θεμέλιος λόγος δρα και μέσα στον κάθε άνθρωπο αδιάκοπα, διεγείροντας την ιδιαιτερότητα και την ιδιαίτερη θέληση, ώστε ακριβώς μέσα στην αντίθεση προς αυτήν να μπορέσει να αναδυθεί η θέληση της αγάπης.
Η θέληση του Θεού είναι να καθολικοποιεί τα πάντα, να τα ανυψώνει ή να τα διατηρεί στην ενότητα με το Φως.
Η θέληση του θεμελίου είναι το αντίθετο: να εξατομικεύει, να κτισματοποιεί τα πάντα.
Θέλει την ανισότητα, για να καταστεί η ισότητα αισθητή στον ίδιο και στον εαυτό της.
Γι’ αυτόν τον λόγο, αντιδρά αναγκαστικά απέναντι στην ελευθερία ως υπερκτισματική και διεγείρει μέσα της την επιθυμία για το κτιστό, όπως εκείνον που, στεκόμενος σε ψηλή και απότομη κορυφή, καταλαμβάνεται από ίλιγγο και ακούει σαν μια μυστική φωνή να τον καλεί να πέσει, ή όπως στην παλιά φαντασία ο ακαταμάχητος ήχος των σειρήνων από τα βάθη μαγνητίζει τον ναυτικό να βυθιστεί στη δίνη.
Η ίδια η σύνδεση της καθολικής θέλησης με μια ατομική μέσα στον άνθρωπο φαίνεται εκ των προτέρων ως αντίφαση, η ένωση της οποίας είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη.
Ο φόβος της ζωής ωθεί τον άνθρωπο μακριά από το κέντρο, στο οποίο δημιουργήθηκε· διότι αυτό, ως η καθαρότερη ουσία κάθε θέλησης, είναι καταστρεπτική φωτιά για κάθε μερική θέληση.
Για να μπορέσει να ζήσει μέσα του, ο άνθρωπος πρέπει να πεθάνει ως προς κάθε ιδιορρυθμία.
Γι’ αυτό και είναι σχεδόν αναγκαστική η προσπάθεια να εξέλθει προς την περιφέρεια, για να αναζητήσει εκεί την ανάπαυση του εαυτού του.
Από εδώ προκύπτει η καθολική αναγκαιότητα της αμαρτίας και του θανάτου, ως του πραγματικού θανάτου της ιδιορρυθμίας, μέσα από τον οποίο κάθε ανθρώπινη θέληση πρέπει να περάσει ως διαμέσου φωτιάς, για να καθαρθεί.
Παρ’ όλη αυτή την καθολική αναγκαιότητα, το Κακό παραμένει πάντα ίδια επιλογή του ανθρώπου·
ως τέτοιο, ο θεμέλιος λόγος δεν μπορεί να το παραγάγει — και κάθε κτίσμα πέφτει εξαιτίας της δικής του ενοχής.
Ωστόσο, το πώς ακριβώς λαμβάνει χώρα μέσα στον κάθε άνθρωπο αυτή η απόφαση υπέρ του Καλού ή του Κακού, παραμένει εντελώς βυθισμένο στο σκοτάδι, και φαίνεται να απαιτεί ειδική εξέταση.
Μέχρι στιγμής, έχουμε ασχοληθεί λιγότερο με τη μορφική (τυπική) ουσία της ελευθερίας, αν και η κατανόηση αυτής φαίνεται να είναι εξίσου δύσκολη όσο και η εξήγηση της πραγματικής της έννοιας.
Διότι ἡ συνήθης ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία την θέτει ὡς μιὰ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπροσδιόριστη ἱκανότητα νὰ θέλη κανεὶς τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο ἀπὸ δύο ἀντίθετα, χωρίς καθοριστικοὺς λόγους, ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπειδὴ τὸ θέλει, ἔχει βέβαια πρὸς ἐπίρρωσίν της τὴν ἰδεατὴ [in der Idee] ἀναποφασιστικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὁδηγεῖ ὅμως, ἐφαρμοζόμενη σὲ μιὰ συγκεκριμένη πράξη, στὶς χειρότερες ἀσυναρτησίες. Νὰ μπορῆς νὰ ἀποφασίζης χωρὶς κανένα κίνητρο γιὰ τὸ α ἢ τὸ τό β θὰ ἦταν, γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ἁπλῶς τὸ προνόμιο νὰ πράττης ἄλογα, καὶ δὲν θὰ διέκρινε βέβαια μὲ τὸν καλλίτερο τρόπο τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ γνωστὸ ζωντανό τοῦ Μπουριντάν, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴ γνώμη τοῦ ὑπερασπιστοῦ αὐτῆς τῆς ἔννοιας τῆς αὐτοπροαίρετης βούλησης [Willkür] θὰ ἦταν καταδικασμένο νὰ πεινάση ἀνάμεσα σὲ δυὸ δεμάτια σανοῦ ἴσης ἀποστάσεως, με γέθους καὶ ποιοῦ (ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ προνόμιο τῆς αὐθαιρεσίας [Willkür]). Ἡ μοναδικὴ ἀπόδειξη γι᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔγκειται στὴν ἐπίκληση τῶν γεγονότων, στὸ ὅτι λ.χ. μπορεῖ κανείς, χωρὶς ἰδιαίτερο λόγο, νὰ μαζέψη ἢ νὰ ἁπλώση τὸ χέρι του· γιατὶ ὅταν λέη κανεὶς ὅτι τὸ ἁπλώνει ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀποδείξη τὴν ἐλευθερία τῆς προαίρεσής του [Willkür], πάντως θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνη ἐξίσου μαζεύοντάς του τὸ ἐνδιαφέρον νὰ ἀποδείξη αὐτὴ τὴν ἀρχὴ εἶναι καθοριστικό μόνο ὡς πρὸς τὸ νὰ κάνη τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο· ἡ ἰσορροπία ἐπομένως εἶναι προφανής, κ.ο.κ.· μιὰ ἀπολύτως κακὴ ἀπόδειξη, καθ᾿ ὅσον ἀπὸ τὴν ἄγνοια τοῦ καθοριστικοῦ λόγου συνάγει τὴν ἀνυπαρξία του, ἡ ὁποία ὅμως θὰ μποροῦσε ἐδῶ νὰ ἐφαρμοστῆ ἀνάποδα· διότι ἀκριβῶς (383) ὅπου ἐμφιλοχωρεῖ ἡ ἄγνοια ὑπάρχει μὲ μεγαλύ-τερη βεβαιότητα καθορισμός. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ ἔννοια αὐτὴ ὁδηγεῖ σὲ ἀπόλυτη τυχαιότητα τῶν μεμονωμένων πράξεων καὶ γι' αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ πολὺ σωστὰ τὴν συνέκριναν μὲ τὴν τυχαία ἀπόκλιση τῶν ἀτόμων, ποὺ ἐπινόησε στὴ φυσική του ὁ Ἐπί-κουρος γιὰ νὰ ἐξυπηρετήση τὸν ἴδιο σκοπό, νὰ ἀντιταχθῆ δηλαδὴ στὴν ἔννοια τοῦ πεπρωμένου. Τὸ τυχαίο ὅμως εἶναι ἀδύνατο, ἀντίκειται στὸν λόγο καὶ ἐπίσης στὴν ἀναγκαία ἑνότητα τοῦ παντός· καὶ ἂν ἡ ἐλευθερία δὲν μπορεῖ νὰ σωθῆ παρὰ μόνο μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ τυχαιότητα τῶν πράξεων, καλλίτερα νὰ μὴν σωθῆ. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σύστημα τῆς ἰσοδυναμίας τῶν προαιρέσεων [Gleichgewicht der Willkür] ἀντιτίθεται, καὶ μάλιστα κατὰ τρόπο πολὺ ἁρμόζοντα, ὁ ντετερμινισμός, (ἤ, κατὰ τὸν Κάντ, προκαθορισμός [Prädeterminismus]), στὸ μέτρο ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι ὅλες οἱ πράξεις προκύπτουν μετὰ λόγου κατὰ τρόπο ἐμπειρικῶς ἀναγκαῖο, διότι ὅλες καθορίζονται ἡ καθεμιὰ ἀπὸ παραστάσεις ἢ ἄλλες αἰτίες, οἱ ὁποῖες πρόκεινται στὸ παρελθόν, καὶ οἱ ὁποῖες δὲν ὑπόκεινται στὴν ἐξουσία μας, ὅταν ἀκριβῶς πράττωμε. Καὶ τὰ δύο συστήματα ἔχουν τὴν αὐτὴ βάση· μόνο ποὺ ἂν δὲν ὑπῆρχε κανένα ἀνώτερο, τὸ δεύτερο θὰ ἦταν ἀναντίρρητα τὸ προτιμητέο. ᾿Αλλὰ τὸ ἴδιο ἄγνωστη καὶ στὰ δύο εἶναι ἐκείνη ἡ ἀνώτερη ἀναγκαιότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἐξίσου ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὴν τυχαιότητα, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάγκη ἢ τὸν ἐξω-τερικό προσδιορισμό, καὶ ἡ ὁποία μᾶλλον εἶναι μιὰ ἐσωτερική, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ πράττοντος ἐκπηγάζουσα ἀναγκαιότητα. Ὅλες οἱ βελτιώσεις ὅμως ποὺ θὰ ἐπεδίωκε κανεὶς νὰ φέρη στὸν ντετερμινισμό, π.χ. ἡ λεϊβνίτεια, ὅτι οἱ κινοῦσες αἰτίες ἁπλῶς παρακινοῦν, ἀλλὰ δὲν καθορίζουν τὴ βούληση, δὲν βοηθοῦν οὐσιωδῶς σὲ τίποτε.
Ὁ ἰδεαλισμὸς πρῶτος γενικῶς ἀνύψωσε τὴ θεωρία τῆς ἐλευθερίας στὴ σφαῖρα ἐκείνη, ὅπου καὶ μόνο εἶναι κατανοητή. Ἡ νοητὴ οὐσία κάθε πράγματος, καὶ τοῦ ἀνθρώπου πρωτίστως, εἶναι κατ᾿ αὐτὸν ἐκτὸς ὁποιασδήποτε αἰτιακῆς σχέσεως, ὅπως καὶ ἔξω ἢ πάνω ἀπὸ τὸν χρόνο. Δὲν μπορεῖ ἑπομένως νὰ προσδιοριστῆ ἀπὸ τίποτε προηγούμενο ἐφόσον ἡ ἴδια προηγεῖται, ὄχι τόσο κατὰ τὸν χρόνο, ὅσο κατὰ τὴν ἔννοια, ὡς ἀπόλυτη ἑνότητα [Einheit], ἡ ὁποία πρέπει πάντα νὰ εἶναι ἤδη ὁλόκληρη καὶ ἀποτελεσμένη, ἂν πρόκειται νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ μεμονωμένη πράξη ἢ ὁ προσδιορισμὸς κάθε τινὸς ἄλλου ποὺ εἶναι ἢ γίνεται μέσα της. (384) Μὲ αὐτὰ δὲν ἐκφράζουμε τὴν καντιανὴ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας ἀκριβῶς μὲ τὰ λόγια τοῦ Κάντ, τουλάχιστον ὅμως ἔτσι πού, ὅπως πιστεύουμε, θὰ ἔπρεπε νὰ εἰπωθῆ γιὰ νὰ γίνη κατανοητή. Ἂν ὅμως αὐτὴ ἡ ἔννοια γίνη δεκτή, τότε ἀσφαλῶς μποροῦμε, ἀπ᾿ ὅ,τι φαίνεται, νὰ συναγάγουμε τὰ ἀκόλουθα: ἡ ἐλεύθερη πράξη προκύπτει ἄμεσα ἀπὸ τὸ νοητὸ [Intelligibel] τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Αλλὰ εἶναι ἀναγκαίως μιὰ προσδιορισμένη πράξη, π.χ. καλή ἢ κακή, γιὰ νὰ ποῦμε κάτι σχετικὸ μὲ τὸ ἐδῶ θέμα μας. ᾿Απὸ τὸ ἀπολύτως ἀπροσδιόριστο ὅμως στὸ ἀπο-λύτως προσδιορισμένο δὲν ὑπάρχει κανένα πέρασμα. Τὸ ἐνδεχόμενο ἡ νοητὴ οὐσία, ἀπὸ μιὰ καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη ἀπροσδιοριστία, καὶ χωρὶς κανένα λόγο, νὰ αὐτοπροσδιορίζεται, ὁδηγεῖ πίσω στὸ παραπάνω σύστημα τῆς ἰσοδυναμίας τῶν προαιρέσεων. Γιὰ νὰ μπορῆ νὰ προσδιορίση ἑαυτήν, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐν ἑαυτῇ ἤδη προσδιορισμένη, ὄχι βέβαια ἔξωθεν, πρᾶγμα ποὺ ἀντιφάσκει πρὸς τὴ φύση της, οὔτε ἔσωθεν, μὲ κάποια ἁπλῶς τυχαία ἢ ἐμπειρικὴ ἀναγκαιότητα, ἐφόσον ὅλα αὐτὰ (τὸ ψυχολογικὸ ὅσο καὶ τὸ φυσικό) κεῖνται ἐντεῦθεν αὐτῆς· παρὰ ἡ ἴδια, ὡς ἡ οὐσία της, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι γιὰ τὸν ἑαυτό της προσδιορισμός. Δὲν εἶναι ἀκριβῶς κάποιο ἀπροσδιόριστο καθολικό, παρὰ προσδιορισμένως ἡ νοητὴ οὐσία τοῦ ἑκάστοτε συγκεκριμένου ἀνθρώπου· γιὰ ἕνα τέτοιο προσδιορισμό ἡ ρήση determinatio est negatio δὲν ἰσχύει καθόλου, διότι τοῦτος εἶναι ἕνα πρᾶγμα καὶ τὸ αὐτὸ μὲ τὴν ὀντοθεσία [Position] καὶ τὴν ἐννόηση τοῦ συγκεκριμένου αὐτοῦ ἀνθρώπου, ἄρα στὴν πραγματικότητα ἡ οὐσία μέσα στὴν οὐσία [das Wesen im Wesen]. Ἡ νοητὴ οὐσία μπορεῖ γι᾿ αὐτὸ νὰ πράττη τόσο ἐξολοκλήρου ἐλεύθερα καὶ ἀπόλυτα, ὅσο καὶ σύμ φωνα μὲ τὴν ἐσωτερική της φύση, δηλαδὴ ἡ πράξη μπορεῖ νὰ προκύπτη ἀπὸ μέσα της σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τῆς ταυτότητας καὶ μὲ ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα, ἡ ὁποία καὶ μόνη εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία· γιατὶ ἐλεύθερο εἶναι ὅ,τι πράττει σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς ἴδιας του τῆς οὐσίας [Wesen] μόνο καὶ δὲν προσδιορί ζεται ἀπὸ τίποτε ἄλλο, ἐσωτερικὸ ἢ ἐξωτερικό.
Παριστώντας ἔτσι τὸ πρᾶγμα ἔχουμε ἕνα τουλάχιστον κέρδος, ὅτι ἀπομακρύνεται ἡ ἀσυναρτησία τῆς τυχαιότητας τῶν μεμονωμένων πράξεων. ᾿Ακόμα καὶ σ' αὐτὴ τὴν ὑψηλότερη ἄποψη πρέπει νὰ διατηρηθῆ πάν-τως τοῦτο, ὅτι ἡ μεμονωμένη πράξη προκύπτει ἀπὸ ἐσω τερικὴ ἀναγκαιότητα τοῦ ἐλεύθερου ὄντος, καὶ ἄρα μὲ ἀναγκαιότητα, ἡ ὁποία ἁπλῶς δὲν μπορεῖ νὰ συγχέεται μὲ τὴν ἐμπειρικὴ καὶ ἑδραζόμενη στὴν ἀνάγκη (ἀναγ-καιότητα ποὺ [385] δὲν εἶναι ὅμως παρὰ συγκεκαλυμ-μένη τυχαιότητα). Ἀλλὰ τότε τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἀναγκαιότητα τῆς οὐσίας ἡ ἴδια; Ἐδῶ εἶναι τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἑνωθοῦν ἀναγκαιότητα καὶ ἐλευθε ρία, ἐὰν καθόλου μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν. Ἂν αὐτὴ ἡ οὐσία ἦταν ἕνα νεκρὸ εἶναι, καὶ σ' ὅ,τι ἀφορᾶ τὸν ἄνθρωπο κάτι ποὺ θὰ τοῦ εἶχε ἁπλῶς δοθῆ, τότε θὰ αἴρονταν, ἀφοῦ ἡ πράξη μπορεῖ νὰ γίνη ἀπ᾿ αὐτὸν μόνο μὲ ἀναγκαιότητα, καὶ τὸ καταλογιστόν [Zurechnung], καὶ κάθε ἐλευθερία. ᾿Αλλὰ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἀναγκαιότητα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐλευθερία, ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οὐσιωδῶς ἡ πράξη του· ἡ ἀναγκαιότητα καὶ ἡ ἐλευθερία ἀλληλο-περιχωροῦνται, σὰν μία οὐσία, ἡ ὁποία φαίνεται ὡς ἐτούτη ἢ ἡ ἄλλη θεωρημένη ἀπὸ διάφορες πλευρές, καθ᾽ ἑαυτὴν ὅμως εἶναι ἐλευθερία, καὶ στὴ μορφὴ [formell] ἀναγ-καιότητα. Τὸ Ἐγώ, λέει ὁ Φίχτε, εἶναι ἡ ἴδια του ἡ πράξη· ἡ συνείδηση εἶναι αὐτοθεσία [Selbstsetzen] – ἀλλὰ τὸ ἐγὼ δὲν εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτήν, παρὰ ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἡ αὐτοθεσία. Αὐτὴ ἡ συνείδηση ὅμως, ὅσο τὴν σκε-φτόμαστε ἁπλῶς ὡς αὐτο-σύλληψη [Selbst Erfassen] ἢ γνώση [Erkennen] τοῦ Ἐγώ, δὲν εἶναι ποτὲ τὸ πρῶτο καὶ προϋποθέτει, ὅπως κάθε ἁπλῆ γνώση [Erkennen], τὸ πραγματικὸ εἶναι. ᾿Αλλὰ αὐτὸ τὸ εἶναι ποὺ ὑποτίθε-ται ὅτι προηγεῖται τῆς γνώσεως δὲν εἶναι καθόλου εἶναι, ὅπως δὲν εἶναι καὶ καθόλου γνώση· εἶναι πραγματική αὐτοθεσία [reales Selbstsetzen], εἶναι μιὰ πρωταρχικὴ καὶ θεμελιακή βούληση, ποὺ κάνει τὸν ἑαυτό της κάτι καὶ ποὺ εἶναι θεμέλιο [Grund] καὶ βάση [Basis] κάθε ὀντότητας [Wesenheit].
Ὑπὸ μίαν ἔννοια πολὺ πιὸ ὁρισμένη ἀπὸ τὴν γενικὴ αὐτὴ ἰσχύουν οἱ ἀλήθειες ἐτοῦτες, ὅταν τὶς σχετίζουμε ἄμεσα μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι στὴν πρω τογενῆ δημιουργία ἕνα ὄχι κεκριμένο [unentschiedenes] ὄν – (πρᾶγμα ποὺ μυθικὰ μπορεῖ νὰ ἀποδοθῆ ὡς μιὰ κατάσταση ἀθωότητας καὶ ἀφετηριακῆς [anfängliche] εὐτυχίας ποὺ προηγεῖται τῆς ζωῆς ἐτούτης)-· ὁ ἑαυτός του εἶναι στὴ διάκρισή του. ᾿Αλλὰ αὐτὴ ἡ διάκριση δὲν μπορεῖ νὰ πέφτη μέσα στὸ χρόνο· βρίσκεται ἔξω ἀπὸ κάθε χρόνο καὶ γι' αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὴν πρώτη δημιουργία (ἂν καὶ ὡς μιὰ διακεκριμένη ἀπὸ αὐτὴν ἐνέργεια [Tat]. Ὁ ἄνθρωπος, μ᾿ ὅλον ποὺ γεννιέται ἐν χρόνῳ, εἶναι δημιουργημένος [erschaffen] στὴν ἀρχὴ [Anfang] τῆς δημιουργίας (στὸ κέντρο). Ἡ πράξη, μέ-σῳ τῆς ὁποίας ἡ μέσα στὸν χρόνο ζωής του προσδιορί ζεται, δὲν ἀνήκει ἡ ἴδια στὸν χρόνο, ἀλλὰ στὴν αἰωνιό-τητα: καὶ προηγεῖται τῆς ζωῆς ὄχι κατὰ τὸν χρόνο, ἀλλὰ διαμέσου τοῦ χρόνου (ἀσύλληπτη (386) ἀπὸ αὐ-τόν), ὡς μία στὴ φύση της αἰώνια πράξη. Μέσῳ αὐτῆς ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου φτάνει ὡς τὴν ἀρχὴ τῆς δημι-ουργίας· ὥστε μέσῳ αὐτῆς εἶναι, μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὸ δημιούργημα, ἐλεύθερος καὶ αἰώνια ἀρχὴ ὁ ἴδιος. Ὅσο ἀπρόσιτη κι ἂν φαίνεται γιὰ τὸν κοινὸ τρόπο σκέψης αὐτὴ ἡ ἰδέα, ἐντούτοις ὑπάρχει στὸν κάθε ἄνθρωπο ἕνα αἴσθημα [Gefühl] ποὺ τῆς ἀντιστοιχεῖ, σάμπως ὅ,τι εἶναι νὰ ἔχη γίνει ἤδη πρὶν ἀπὸ ὅλη τὴν αἰωνιότητα καὶ ὄχι κάποτε μέσα στὸν χρόνο. Γι' αὐτό, παρὰ τὴν ἀναντίρρητη ἀναγκαιότητα ὅλων τῶν πράξεων, καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ καθένας, ἂν προσέξη τὸν ἑαυτό του, θὰ ὑποχρεωθῆ νὰ ὁμολογήση ὅτι δὲν εἶναι καθόλου τυχαία ἢ αὐθαίρετα [willkürlich] κακὸς ἢ καλός, ἐντούτοις ὁ κακὸς λ.χ. στὸν ἑαυτό του κάθε ἄλλο παρὰ ἀναγκα-σμένος φαίνεται (γιατὶ ἡ ἀνάγκη μπορεῖ νὰ γίνη αἰσθητή μόνο μέσα στὸ γίγνεσθαι, ὄχι στὸ εἶναι), παρὰ πράτ-τει τὶς πράξεις του ἠθελημένα, καὶ ὄχι παρὰ τὴ θέ-λησή του. Οὔτε ὁ ἴδιος, οὔτε κάποιο δημιούργημα θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν νὰ μὴ γίνη ὁ Ἰούδας προδότης τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐντούτοις ὁ ἴδιος πρόδωσε τὸν Χριστὸ ὄχι ἀναγκασμένος, παρὰ πρόθυμα καὶ μὲ πλήρη ἐλευθερία. 25 Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὸν καλό, ὅτι δηλαδὴ δὲν εἶναι τυχαῖα ἢ αὐθαίρετα καλός, καὶ ἐντούτοις εἶναι τόσο λίγο ἀναγκασμένος, ὥστε μᾶλλον καμμιὰ ἀνάγ-κη, οὔτε κἂν οἱ πύλες τῆς κολάσεως, δὲν θὰ ἦταν εἰς θέσιν νὰ ὑπερισχύσουν τοῦ φρονήματός του. Στὴ συνείδηση, βέβαια, ὡς ἁπλῆ σύλληψη τοῦ ἑαυτοῦ [Selbsterfassen], καὶ ἱκανὴ μόνο γιὰ τὸ ἰδεατό [nur idealisch], δὲν μπορεῖ νὰ φτάση αὐτὴ ἡ ἐλεύθερη ἐνέργεια [Tat], ἡ ὁποία καθίσταται ἀναγκαιότητα, ἀφοῦ αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι πού, προηγούμενη τῆς συνειδήσεως, ὡς συγκε κριμένης ὀντότητας, τὴν πλάθει [macht]· ἀλλὰ δὲν εἶναι γιὰ τοῦτο μιὰ ἐνέργεια, τῆς ὁποίας δὲν θ᾽ ἀπόμενε στὸν ἄνθρωπο καμμιὰ συνείδηση· στὸ μέτρο ποὺ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος γιὰ ν᾿ ἀποσείση τὴν ἐνοχὴ ἀπὸ μιὰ ἄδικη πράξη, λέει: ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, καίτοι γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι εἶναι ἔτσι ἀπὸ δική του ἐνοχή, ἐντούτοις ἔχει ἄλλο τόσο δίκιο ὅτι θὰ τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ πράξη ἀλλιῶς. Πόσο συχνὰ δὲν συμβαίνει ἕνας ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου, ἐξετάζοντάς τον ἐμπειρικά, δύσκολα θὰ τοῦ ἀποδίδαμε ἐλευθερία καὶ ὑπολογισμό [Überlegung], νὰ δείχνη μιὰ κλίση γιὰ τὸ κακό, γιὰ τὴν ὁποία μποροῦμε ἐκ τῶν προτέρων (387) νὰ δοῦμε ὅτι καμμιὰ ἀνατροφὴ καὶ καμμιὰ νουθεσία δὲν θὰ τὴν μαλάκωναν, καὶ ἡ ὁποία ἐν συνεχεία φέρνει πράγματι τοὺς κακοὺς καρποὺς ποὺ εἴχαμε προΐδει ἐν σπέρματι· καὶ ἐντούτοις κανένας δὲν ἀμφιβάλλει ἂν πρέπη νὰ τοῦ καταλογιστοῦν, παρὰ εἶναι ὁ καθένας τόσο πεπεισμένος γιὰ τὴν ἐνοχὴ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μόνο ἂν τοῦτος ἦταν κύριος τῆς κάθε του πράξης. Αὐτὴ ἡ γενικὴ ἐκτίμηση ὅτι μιὰ χωρίς συνείδηση [Bewußtlose] στὴν πηγή της [Ursprung], καὶ μάλιστα ἀκαταμάχητη, κλίση γιὰ τὸ κακὸ εἶναι πάντως ἐνέργεια [Actus] τῆς ἐλευθερίας, παραπέμπει σὲ μιὰ πράξη [Tat], καὶ ἄρα σὲ μιὰ ζωὴ ποὺ προηγεῖται ἐτούτης ἐδῶ· μόνο ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὴν σκεφτοῦμε ὡς προηγούμενη κατὰ τὸν χρόνο, ἀφοῦ τὸ νοητὸ εἶναι γενικῶς ἐκτὸς χρόνου. Καθώς στὴ δημιουργία ἐπικρατεῖ ἡ μεγαλύτερη ἁρμονία [Zusammenklang] καὶ τίποτε δὲν εἶναι σὲ διάκριση ἢ ἀλληλουχία μὲ τὰ ἄλλα σὰν αὐτὴ ποὺ ἡ ἔκθεση τοῦ πράγματος μᾶς ἐπιβάλλει, παρὰ στὸ προηγούμενο μέσα ἤδη δρᾶ μαζὶ καὶ τὸ ἑπόμενο, καὶ ὅλα συμβαίνουν συγχρόνως σὲ ἕνα μαγικό χτύπημα τοῦ ραβδιοῦ, ὁ ἄνθρωπος, ποὺ παρουσιάζεται ἐδῶ κεκριμένος [entschieden] καὶ προσδιορισμένος, ἔχει συλλάβει τὸν ἑαυτό του στὴν πρώτη δημιουργία μὲ προσδιορισμένη μορφὴ καὶ γεννιέται τέτοιος ποὺ εἶναι προαιωνίως, καθὼς μὲ αὐτὴ τὴν ἐνέργειά του προσ-διορίζονται συγχρόνως τὸ εἶδος καὶ ἡ ὑφὴ τῆς σωμα-τοποίησής του [Korporisation]. ᾿Ανέκαθεν ἡ ὑποτιθέμενη τυχαιότητα τῶν ἀνθρώπινων πράξεων, συγκρινόμενη μὲ τὴν ἤδη προβεβλημένη [entworfene] μέσα στὸν θεῖο νοῦ ἑνότητα τοῦ κοσμικοῦ ὅλου, ἦταν τὸ μεγαλύτερο πρόσκομμα τῆς θεωρίας τῆς ἐλευθερίας. Γι' αὐτὸ λοι-πόν, ἀφοῦ οὔτε ἡ πρόγνωση [Präszienz], οὔτε ἡ καθαυτό πρόνοια [Fürsehung] τοῦ θεοῦ μποροῦσαν νὰ ἐγκαταλειφθοῦν, καὶ ἡ παραδοχὴ τοῦ προκαθορισμοῦ [Prädestina-tion]. Οἱ πρῶτοι ποὺ τὴν διατύπωσαν αἰσθάνονταν ὅτι οἱ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου ἔπρεπε νὰ εἶναι προαιωνίως προσδιορισμένες· ἀναζητοῦσαν ὅμως αὐτὸ τὸν προσδιορισμὸ ὄχι στὴν αἰώνια, σύγχρονη μὲ τὴ δημιουργία, πράξη, ποὺ συνιστᾶ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ σὲ μιὰ ἀπόλυτη, ἤγουν ἐντελῶς ἄλογη, ἀπόφαση τοῦ θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία προορίστηκαν [vorherbestimmt] ὁ ἕνας στὴν καταδίκη, ὁ ἄλλος στὴν εὐτυχία, καὶ ἔτσι κατάργησαν [aufheben] τὴ ρίζα τῆς ἐλευθερίας. Καὶ ἐμεῖς δεχόμαστε ἐπίσης ἕνα προκαθορισμό, ἀλλὰ μὲ ἐντελῶς ἄλλη ἔννοια, τὴν ἑξῆς: ὅπως πράττει ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι ἔχει πράξει προαιωνίως, στὴν ἀρχὴ [Anfang] ἤδη τῆς δημιουργίας. Ἡ πράξη του δὲν γίνεται, ὅπως δὲν γίνεται ὁ ἴδιος (388) ὡς ἠθικὸ [sittliches] ὄν, παρὰ εἶναι στη φύση του αἰώνιος. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκλείπει καὶ ἡ ἐνοχλητικὴ αὐτὴ ἐρώτηση ποὺ ἀκοῦμε συχνά: γιατί ὁ ἕνας νὰ εἶναι ὁρισμένος νὰ πράττη κακὰ καὶ ἀνόσια καὶ ὁ ἄλλος ἀντίθετα μὲ εὐσέβεια καὶ δικαιοσύνη; Διότι προϋποθέτει πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἐξαρχῆς πράξη καὶ ἐνέργεια [Handlung und Tat] καὶ ὅτι ἔχει ὡς πνευματικὸ ὂν ἕνα εἶναι προηγούμενο καὶ ἀνεξ-άρτητο ἀπὸ τὴ βούλησή του, πρᾶγμα πού, ὅπως δείξαμε, εἶναι ἀδύνατο.
Συνεχίζεται
ΑΝΤΑΛΛΑΣΣΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ, ΤΟΝ ΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ, ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ COGITO Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΠΙΝΟΕΙ ΕΝΑ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ ΕΓΩ ΣΑΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΦΙΧΤΕ ΑΠΟΔΙΔΕΙ ΣΤΟ ΕΓΩ ΤΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ... ΚΑΙ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΕΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΝΕΥΜΑ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ; ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟΝ ΦΕΡΕΙ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ; ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ; Η ΒΟΥΛΗΣΗ, ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ. ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ. ΤΟ ΑΝΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ. ΞΕΚΙΝΑ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΑΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΥΘΕΝΤΙΑ, ΣΤΟΝ ΚΑΘΕ ΠΑΠΑ, Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑΣ, ΤΗΣ ΥΙΟΤΗΤΟΣ, ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, ΣΑΝ ΘΕΟΥ. ΠΩΣ ΝΑ ΟΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ; ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ; ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ. Η ΓΝΩΣΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ. ΠΑΣ ΜΗ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΚΛΑΒΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου