Συνέχεια από Τετάρτη, 20 Ιουνίου 2012
Werner Beierwaltes
I.Η Έννοια της Ευτυχίας στόν Αυγουστίνο
2. Η Ευτυχία στην αρχαία σκέψη θεμελιώνεται στην γνώση ήδη στους μεγάλους ποιητές.
Werner Beierwaltes
I.Η Έννοια της Ευτυχίας στόν Αυγουστίνο
2. Η Ευτυχία στην αρχαία σκέψη θεμελιώνεται στην γνώση ήδη στους μεγάλους ποιητές.
Δέν είναι καμμία απλοποίηση να πούμε πώς ακριβώς εκείνες
οι συλλήψεις της ελληνικής φιλοσοφίας που χαρακτήρισαν την σκέψη που ακολούθησε
και διήρκεσαν περισσότερο, εννόησαν την ευτυχισμένη ζωή ή την ουσία της
ευτυχίας πάνω στην βάση της γνώσεως, και της θεωρίας. Η φιλοσοφία υπήρξε η
διαλογική μορφή αυτής της συλλήψεως της Ευτυχίας , η οποία μάλιστα αποκτά και
μία ανάλογη μορφοποίηση και στην ποίηση και στην θρησκεία. Ξεκινώντας απο τις
προϋποθέσεις τους, ποίηση και θρησκεία εορτάζουν το όραμα του υπέρτατου
αντικειμένου ή του υπέρτατου γεγονότος κατανοώντας το σαν την κατάσταση της
τέλειας ευτυχίας.
Ένας ύμνος του Πινδάρου περιγράφει την Ευτυχία σαν να
ανήκει σ’αυτόν ο οποίος αφού μυήθηκε στα «Ελευσίνια Μυστήρια» κατανοεί λόγω
ακριβώς του οράματος των Μυστηρίων.
Αποσπ. 121 Όλβιος όστις, ιδών κείν εις υπό χθόν/ οίδε μεν
βίου τελευτάν/ οίδεν δέ διόσδοτον αρχήν.
Ευτυχισμένος αυτός αφού το έχει δεί πάει κάτω απο τη
γή/γιατί της ζωής γνωρίζει το τέλος/ και γνωρίζει την αρχή που δόθηκε απο τον
Θεό.
Και για τον Ευρυπίδη η κατανόηση ή η Επιστήμη που
πραγματοποιείται μέσω της θεωρητικής έρευνας, δηλ, η κατανόηση της
καταγωγής και τών τρόπων υπάρξεως της αναλλοίωτης τάξεως της Φύσεως, είναι
αιτία Ευτυχίας. Η αντικειμενική τάξις, η υπάρχουσα με ορατό τρόπο και η οποία
μεσολαβείται απο την κατανόηση, γίνεται κριτήριο της ηθικής σημασίας τής πράξεως
του ανθρώπου:
Αποσπ. 910. Περιέχεται στον Κλήμη Αλεξανδρέα, Στρωματείς,
IV 25.
Όλβριος όστις της ιστορίας έσχε μάθησιν/ μήτε πολιτών επί
πημοσύνην/ μητ’εις αδίκους πράξεις ορμών,/ αλλ’αθανάτου καθορών φύσεως/ κόσμον
αγήρω, πή τε συνέστη/ και οπή και όπως/ τοις δε τοιούτας ουδέποτ’αισχρών έργων
μελέτημα προσίζει.
Ευτυχισμένος αυτός που αποκτά την γνώση μέσω της έρευνας:
δέν ρέπει προς άδικες πράξεις, ούτε παρακινεί τους πολίτες στην περιπέτεια,
αλλά καθορά την αθάνατη τάξη, την αγέραστη, της φύσεως όπως επραγματοποιήθη και
όπως ενυπάρχει. ΄/Σ’αυτούς κοντά δέν υπάρχει μελέτημα αισχρού έργου!
Ακόμη και η Λατινική ποίηση υμνεί την κατανόηση ή την
επιστήμη σαν Ευτυχία. Όπως ο Βιργίλος, ο οποίος γοητευμένος απο την φιλοσοφία
της φύσεως, του Επίκουρου, η οποία προσπαθεί να ελευθερώσει τον άνθρωπο απο τον
φόβο, μέσω της γνώσεως των εσωτερικών αιτίων των φυσικών φαινομένων, βλέπει την
βαθειά πρόθεση και την αξία της ποιήσεώς του ακριβώς στην αναλογία μ’αυτή την
φιλοσοφία.
Τα ποιήματα του, τα «Γεωργικά» αναδεικνύουν ακριβώς αυτό
το γεγονός. Την γραμμή δέ του Βιργίλιου τόσο στα νοήματα όσο και στις λέξεις
ακολουθεί ακόμη και ο Βοήθιος!
3. Η θέση την οποία έλαβε ο Αριστοτέλης!
Είναι στοχασμός πάνω σε μία έννοια τόσο σημαντική για τον
Αυγουστίνο, όπως είναι η έννοια της Ευτυχίας, πρέπει να λάβει υπόψη της, την
ελληνική σκέψη και την μεταφορά της στον λατινικό πολιτισμό. Οι ουσιαστικοί
χαρακτήρες της φιλοσοφικής συλλήψεως και της ποιητικής εμπνεύσεως σύμφωνα με
τους οποίους η ευτυχία βασίζεται στο βλέμμα και στην γνώση, παραμενουν αποφασιστικοί
και στην σκέψη του Αυγουστίνου : παρότι εντάσσονται σ’ενα διαφορετικό πλαίσιο
λόγω της Χριστιανικής αποκαλύψεως και θεολογίας. Απο την στιγμή που ο
Αυγουστίνος, παρότι ανέπτυξε διαφορετικά την έννοια της Ευτυχίας, επανενώνεται
και όχι μόνον τυπικώς, με την αρχαία φιλοσοφική παράδοση, πρέπει να δούμε
οπωσδήποτε, πρίν την ανάλυση του Αυγουστίνου, εν είδει παραδείγματος πώς εννοεί
ο Αριστοτέλης την Ευτυχία. Και στην συνέχεια να δούμε με συντομία τις απόψεις
του Πλάτωνος και του Πλωτίνου. Χωρίς την βοήθεια τους δέν θα κατορθώσουμε να
δούμε την νέα μορφή που έλαβε αυτή η έννοια στην Χριστιανική φιλοσοφία.
Η Αριστοτελική εννοιολόγηση της Ευτυχίας και της γνωστικής στάσεως που την προκαλεί,
μεταφέρθηκε στον Αυγουστίνο τουλάχιστον στις ουσιαστικές της γραμμές, απο τον
Κικέρωνα, ο οποίος είχε εργαστεί σε μία παραλλαγή και σε μία συντόμευση των
νεανικών έργων, περί φιλοσοφίας και προτρεπτικός. Απο όσα γνωρίζουμε απο τα
αποσπάσματα, αυτή η πρόσκληση στην φιλοσοφία παρουσίαζε με μεγάλη επιμονή την
ανάγκη και την νομιμότητα της φιλοσοφίας, φανερώνοντας τοιουτοτρόπως το θεμέλιο
και το περιεχόμενο της ευτυχισμένης ζωής.
Λόγω της αποσπασματικής όμως γνώσεως των δύο γραπτών θα
δοκιμάσουμε να ερμηνεύσουμε το περιεχόμενο αυτό, ξεκινώντας απο την ηθική και
την μεταφυσική.
Η πρόσκληση του Αριστοτέλη στην φιλοσοφία, τοποθετώντας
την αρχή της φιλοσοφίας στον χρόνο, στοχεύει να ωθήσει την σκέψη να ξεπεράσει
τον αρχικό της θαυμασμό και να επαναφέρει την σκέψη στο θεμέλιο αυτού του
θαυμασμού. Το θεμέλιο του θαυμασμού, το στοιχείο το οποίο κινεί όλη την
φιλοσοφία, και ταυτόχρονα, το τέλος της ανθρωπίνου πράξεως παρουσιάζεται στην
σκέψη ,στην Φρόνηση που την καθοδηγεί. Και η πρόκληση στην φιλοσοφία, καταλήγει
να είναι μία πρόσκληση στην φρόνηση. Η φρόνησις δέν είναι μόνον ένα άλλο όνομα
για την φιλοσοφία, αλλά καθιστά γνωστή την πιό βαθειά σημασία της Φιλοσοφίας,
Φρόνησις (ή φρονείν), η οποία γίνεται κατανοητή γενικώς σαν κατανόηση
καθορισμένη απο το Αγαθό, και σαν σκέψη παρούσα στην πράξη, συνιστά για τον
άνθρωπο «το τέλος σύμφωνα με την φύση του, το έσχατο για το οποίο εμείς είμαστε».
Φρόνησις, καθότι δύναμις της σκέψης και μαζί πρακτική σοφία ή πρακτική νόηση,
είναι το καλύτερο των αγαθών, άριστον πάντων, είναι η πραγματικότης που υπάρχει σε μας
που αξίζει περισσότερο απο τα άλλα αγαθά να αποκτηθεί. Η δυνατότης η οποία
εσωκλείεται στην Φρόνηση πρέπει να γίνει έργον ψυχής, δηλ, να γίνει ενεργός
τόσο στην σκέψη, όσο και στην πράξη.
Αρχή και ολοκλήρωση της Φρόνησης και του Φρονείν είναι η
θεωρία και το θεωρείν αδιαχώριστα δεμένο στην πράξη. Στο λατινικό γλωσσικό
πλαίσιο η θεωρία, θεμελιώδης λέξη της Ελληνικής σκέψης, μεταφράστηκε ή ερμηνεύτηκε
με τις ένοιες του διαλογισμού, της γνώσεως, του οράματος ή της μελέτης. Η λέξη
θεωρία περιέχει εις εαυτή τις σημασίες της ερεύνης της ερωτήσεως, του οράματος,
του βλέπειν, του διαλογισμού. Αυτός ο τελευταίος όρος κατανοείται σαν μία
λαχτάρα της σκέψης να αντιληφθεί το Είναι και το θεμέλιο του, με την αποδοχή
του. Ο διαλογισμός αποτελεί την θεμελιώδη δομή του φιλοσοφείν. Διότι η θεωρία
αυτή διαθέτει εις εαυτή τον θεωρητικό βίο και καθορίζει, καθότι Αρχή , τον
πρακτικό βίο.
Πρέπει να είναι ήδη προφανές πόσο απέχουν απο μία
αυθεντική κατανόηση της ελληνικής σκέψης όλες εκείνες οι ερμηνείες σύμφωνα με
τις οποίες η θεωρία σημαίνει ένα «απλό αδιάφορο κυττάζω», (όπως τονίζει η
φαινομενολογία). Σύμφωνα μ’αυτές τις ερμηνείες στην θεωρία, η σκέψη κλείνεται
στον εαυτό της, και καταλήγει άκριτη και ανίκανη να επηρεάσει την πράξη.
Επιπλέον στην απολυτοποίηση της θεωρίας, η σκέψη θα γινόταν αιτία των μοντέρνων
ιδεολογιών, πέρα απο την επιβεβαίωση της πραγματικότητος όπως αυτή είναι.
Στις πραγματείες, περι Φιλοσοφίας και προτρεπτικός, ο
Αριστοτέλης αναφέρεται στους ουσιώδεις χαρακτήρες της θεωρίας και του
θεωρητικού βίου, αλλά διαπραγματεύεται τους θεμελιώδεις όρους, την ουσία και
την σημασία καθεμιάς στο έβδομο κεφάλαιο του δεκάτου βιβλίου της πραγματείας
του Ηθικά Νικομάχεια.
Συνθήκη της πραγματοποιήσεως της θεωρίας είναι η σχόλη:
Μεταφ 981 b 23.
Αυτή είναι η αρχή που οδηγεί την πράξη του φιλοσοφείν και την προσδιορίζει και
ταυτοχρόνως είναι και η βασική στάση η οποία, στα μάτια του Αριστοτέλη, κάνει δυνατή
την φιλοσοφία. Στην σχολή αντιτίθεται η πολυπραγμοσύνη, η οποία μας οδηγεί στο
χάσιμο του εαυτού μας, στην πολλαπλότητα. Στην σχολή η σκέψη αποδεσμεύεται απο
αυτό που είναι ξένο προς αυτή και συγκεντρώνεται σ’αυτό που είναι δικό της, στο
θεμέλιο της. Ενώ για παράδειγμα, μένοντας στον Αριστοτέλη, πάντοτε, η
δραστηριότης καθ’εαυτή, κάθε άλλο παρά σχόλης, του πολιτικού επιδιώκει πάντοτε
Δύναμη και Δόξα πέρα απο τους σκοπούς που είναι πολιτικοί, με την στενή
αυθεντική έννοια, η δραστηριότης της φιλοσοφικής σκέψης, η θεωρητική ενέργεια,
η οποία πραγματοποιείται στην ανεξάρτητη σχολή, δέν επιδιώκει τίποτε πέρα απο
τον εαυτό της. (Ηθικά Νικομ. 1177 b 19). Είναι αυτοτελής και αυτάρκης. Διότι η
θεωρητική έρευνα είναι καθ’εαυτή καθαρή σκεψη και επομένως δέν έχει άλλον σκοπό
απο τον εαυτό της, και γι’αυτό είναι ελεύθερη με την αυθεντική έννοια : υπάρχει
αυτή και καθ’αυτή. Διότι πραγματικά είναι ελεύθερος αυτός που είναι τέλος του
εαυτού του και δέν είναι υποδουλωμένος σε άλλους (Μεταφ 982 b 25-28). Ανελεύθερος και
αφιλοσόφητος είναι όποιος ψάχνει για ένα τέλος και ένα σκοπό που βρίσκεται πέρα
απο τον υπέρτατο σκοπό της ανθρώπινης υπάρξεως και στον οποίο υποδουλώνεται η
ύπαρξη.
Στα πολιτικά ο Αριστοτέλης δηλώνει : «να επιδιώκουμε
παντού το χρήσιμο δέν είναι ίδιον των ελευθέρων ανθρώπων, αλλά είναι η τάση του
βάναυσου». Εάν η θεωρητική σκέψη πραγματοποιείται σαν μία πλευρά της ανθρώπινης
ελευθερίας και πραγματοποιείται ακριβώς στην σχολή, αυτό δέν είναι άπρακτο και
μή-πρακτικό, αλλά αποτελεί την υπέρτατη δραστηριότητα, την τέλεια ενοποίηση
θεωρίας και πράξεως, η οποία καθορίζει και κατευθύνει κάθε πράξη. Η θεωρία
λοιπόν μπορεί δίκαια να καθοριστεί σαν εκείνη η κατανόηση η οποία «σαν
κατανόηση και έχοντας σαν τέλος την ίδια την κατανόηση, αντιπροσωπεύει την
υπέρτατη δυνατότητα της πράξεως».
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου