«άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς και η ορμή του προφήτη»
Το νέο τεύχος της «Σύναξής» μας (αρ. 170).
Παραθέτω το ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ και στη συνέχεια τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.
[Το εξώφυλλο: έργο του Μάξιμου Βασίλιεβιτς, Σέρβου επισκόπου στις ΗΠΑ].
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο
Με την ορμή του προφήτη
Στις 2 Μαΐου 2010 ανακηρύχθηκε άγιος ο Σέρβος ιερομόναχος Ιουστίνος Πόποβιτς (1894–1979) και ημέρα μνήμης του ορίστηκε η 14η Ιουνίου. Ως θεολόγος ο π. Ιουστίνος είχε γίνει γνωστός στον εκκλησιαστικό και θεολογικό χώρο πολλών χωρών – οπωσδήποτε της Ελλάδας από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Με την θεολογία του και την στάση ζωής του συνέβαλε εξαιρετικά στη διαμόρφωση όχι μόνο θεολογικής οπτικής, αλλά και του εκκλησιαστικού τοπίου, πράγμα το οποίο είναι έκδηλο στην γήινη πατρίδα του, αλλά έχει αποτυπώματα και ευρύτερα στον Ορθόδοξο κόσμο.
Όσα χάρισε στους ανθρώπους μελετώνται, εμπνέουν, ερμηνεύονται ακόμη – 130 χρόνια φέτος από την γέννησή του και 45 από την κοίμησή του. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν η ορμητικότητα και συχνά η οξύτητα με την οποία διατύπωνε την αποφασιστικά φιλάνθρωπη θεολογία του, ορμητικότητα και οξύτητα όπως αυτή που συναντάμε σε προφήτες σαν τον Ηλία, για τον οποίον ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε γράψει ότι «εμέθυε τω ζήλω» [1]. Έτσι, στις δεκαετίες που έχουν σωρευτεί, φαίνεται ότι η βαθιά σκέψη του (που διατυπωνόταν με πλούσιους –συχνά αδιανόητους– νεολογισμούς και με κατηγορηματικές εκφράσεις) άλλους τους προσκαλεί σε εμβαθύνσεις, άλλους όμως τους κρατά σε μια επιδερμική ανάγνωση: σε αβαθή αντιδυτικισμό και σε απόρριψη του διαλόγου. Η σεβαστική σπουδή λοιπόν του πνευματικού πλούτου του αγίου Ιουστίνου του Νέου και η διεισδυτική κατανόησή του είναι κυριολεκτικά χρειαζούμενο εργόχειρο σήμερα.
Χαρακτηριστικό αυτού του ζητήματος είναι ο εκτενής σχολιασμός στον οποίο είχε προβεί ο Παναγιώτης Νέλλας το 1971 (δέκα χρόνια πριν εκδοθεί η Σύναξη) για το εμβληματικό βιβλίο του π. Ιουστίνου Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, το οποίο είχε κυκλοφορήσει στα Ελληνικά το 1969. Αισθανόμενοι το ειδικό βάρος αυτού του σχολιασμού, και έχοντας κατά νου και συζητήσεις μας με τον Παναγιώτη, τον αναδημοσιεύσαμε στην Σύναξη το 2011 (τ. 118, σσ. 68-78). Σημειωτέον ότι καθένας τους παρακολουθούσε με αγάπη το έργο του άλλου, σε κάποια μάλιστα επιστολή του ο π. Ιουστίνος αναφέρθηκε στον εν λόγω σχολιασμό του Νέλλα (βλ. στο παρόν αφιέρωμα την ενότητα με επιστολές του αγίου).
Η ματιά του Παναγιώτη Νέλλα ήταν ξεκάθαρα θετική για το βιβλίο, ουσιαστικά για την όλη συμβολή του π. Ιουστίνου. Ταυτόχρονα όμως έκανε με λεπτότητα κάποιες κριτικές επισημάνσεις, οι οποίες και έχουν αποδειχτεί διορατικές σε σχέση με τις τροχιές των θεολογικών μας πραγμάτων. Έγραφε, ανάμεσα σε άλλα, ο Νέλλας:
«Το βιβλίον εδημιούργησε πολλάς συζητήσεις, συχνά δε και παρεξηγήσεις. Η πυκνότης του ύφους και η απολυτότης των θέσεών του το καθιστούν εις πολλούς δυσνόητον και εις άλλους, όσον αφορά εις μερικά τουλάχιστον σημεία του, “αποκρουστικόν”» (σ. 68).
«Κατ’ αρχάς το βιβλίον κρίνει την σύγχρονον ζωήν. Η σκληρότης η οποία υπάρχει εις μερικάς σελίδας, ο σαφής και διάχυτος αντιευρωπαϊσμός του πρέπει να θεωρηθούν υπό το πρίσμα αυτό [...]. Η σκληρότης αύτη είναι πράγματι αδυσώπητος. Απέχει όμως πολύ από του να οφείλεται εις ένα απλούν συντηρητισμόν. Παρουσιάζεται τεκμηριωμένη και έλλογος, συγγενεύουσα περισσότερον προς την ευαγγελικήν και αγιοπατερικήν θεραπευτικήν παιδαγωγίαν παρά προς τον τυφλόν φανατισμόν. Καλείται συνεπώς ο αναγνώστης να μη προσκόψη εξωτερικώς επ’ αυτής, αλλά να προσπαθήση να φθάση εις την αιτίαν της, η οποία θα του αποκαλύψη ίσως μέχρι ενός σημείου και την αιτίαν της συγγραφής του βιβλίου» (σ. 71).
«Όπως ο Άρειος –ευλαβής κατά τα άλλα και με αγάπην δια τους ανθρώπους- , ούτω και ο σύγχρονος ουμανιστικός Χριστιανισμός έχει στοιχεία θετικά και μερικώς αξιέπαινα. Η περικλειόμενη όμως εις αυτόν αίρεσις είναι τόσο κεντρική, ώστε κινδυνεύει να αλλοιώση και να ανατρέψη εκ βάθρωβν ολόκληρον το οικοδόμημα της Εκκλησίας. Δια τούτο και ο π. Ιουστίνος, θέτων τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, προσπαθεί, αξιολογών τας λεπτομερείας ως λεπτομερείας, να επισημάνη την κεντρικήν πληγήν [...]. Αυτό είναι, εάν κατανοούμεν ορθώς, το παιδαγωγικόν και θεραπευτικόν νόημα του ευαγγελικού και προφητικού χαρακτήρος σκληρότητός του» (σ. 72).
«Είναι όμως ανάγκη να διατυπωθή δια μερικά σημεία του βιβλίου και μία επιφύλαξις. Πρόκειται δια την απορίαν, την οποία δημιουργεί η απολυτότης με την οποίαν καταδικάζεται, εις τα πρώτα κυρίως μελετήματα του βιβλίου, ο προ και εκτός Χριστού άνθρωπος. [...] Η άθεος ζωή είναι όντως χάος, η ζωή όμως καθ’ εαυτήν ημπορεί βεβαίως να μη είναι φως, δεν είναι όμως ούτε χάος και έρεβος. Γνωρίζομεν εξ άλλου ασφαλώς ότι η προ Χριστού παιδεία του Σωκράτους, όπως και η εκτός Χριστού παιδεία του Gandi δεν είναι “ζούγκλα”...» (σ. 75˙ χωρίς τον Χριστό όμως –συνεχίζει– είναι καταδικασμένα σε μαρασμό και θάνατο). [...] «Παρακαλείται συνεπώς ο σύγχρονος και μη εξοικειωμένος με την πατερικήν σκέψιν αναγνώστης να μη προσκόψη εις μερικάς σκληράς τυχόν εξωτερικάς λέξεις, αλλά να προσπαθήση να φθάση εις την ουσίαν του βιβλίου και εκεί να επιμείνει. Παρακαλείται δε και ο συντηρητικός και “παραδοσιακός” μαχητής να υποβληθή εις τον κόπον να κατανοήση την πραγματική σκέψιν του συγγραφέως και να μη μετατρέπη ευκόλως το βιβλίον εις οπλοστάσιον φανατικού συντηρητισμού... Η διπλή αυτή παράκλησις ισχύει κυρίως, όσον αφορά εις την κατανόησιν του κατ’ εξοχήν δυσκολονόητου άρθρου, του αφιερωμένου εις την Β΄ σύνοδος του Βατικανού, “Σκέψεις περί του ‘αλαθήτου’ του ευρωπαίου ανθρώπου”» (σ. 76).
«Αποτελεί δε αναμφισβητήτως έλλειψιν σεβασμού προς τον συγγραφέα της το να την μετατρέψη κανείς [την φράση του π. Ιουστίνου περί τριών πτώσεων στην ιστορία του ανθρώπου: του Αδάμ, του Ιούδα και του Πάπα] εις σύνθημα αντιδυτικόν» (σ. 77). «Ο λόγος είναι σκληρός. Είναι όμως σωστικός. Τουλάχιστον υπό την έννοιαν ότι αποκαθαίρει την ατμόσφαιραν και φωτίζει το πρόβλημα» (σ. 78).
«Βεβαίως είναι ανάγκη να λεχθή ότι και εις το σημείον αυτό επραγματοποιήθησαν κατά τας τελευταίας δεκαετίας εις την δύσιν βήματα σημαντικά. Τα βήματα αυτά άφησαν έκδηλα τα ίχνη των και εις την Β΄ σύνοδον του Βατικανού. Ο π. Ιουστίνος διαλόγος πρακτικούς δεν είχε την δυνατότητα να παρακολουθήση εκ του σύνεγγυς την σύνοδον και να ίδη τας συγκεκριμένας αναζητήσεις των συγκεκριμένων ανθρώπων, να ψηλαφίσει τα ίχνη. Αυτό δε είναι εκείνο, το οποίον δημιουργεί την εντύπωσι, και εις μερικάς περοπτώσεις την βεβαιότητα, ότι μερικαί άξιαι πάσης αναγνωρίσεως και επαίνου δυτικαί εκκλησιαστικαί προσπάθειαι και πραγματικότητες αγνοούνται εις την εσωτερικήν ποιότητά των και, κατά συνέπειαν, αδικούνται» (σ. 78).
Το αφιέρωμά μας λοιπόν, κρατώντας, κατά κάποιον τρόπο, το νήμα του Παναγιώτη Νέλλα επικεντρώνει σε αυτή την δουλειά που χρειαζόμαστε: Στην λεπτή και διεισδυτική ανάγνωση των κόπων του αγίου Ιουστίνου, με διάκριση, ευγνωμοσύνη και ψηλάφιση εκείνων των μειζόντων κριτηρίων της πίστης, στα οποία όλοι υποκείμεθα και όλα υπόκεινται [2].
Το τεύχος (το οποίο ευτυχεί να αποτυπώνει την μαρτυρία μαθητών του αγίου, και μαθητών των μαθητών του) ανοίγει με την παρουσίαση του βίου και του έργου του αγίου Ιουστίνου, από τον π. Ντούσαν Ντιάκοβιτς. Κατόπιν μια σειρά μελετημάτων φωτίζει πλευρές της θεολογίας του, ακριβώς πάνω σε στασιαζόμενα ζητήματα. Ο επίσκοπος Ιγνάτιος Μίντιτς μαζί με τον αρχιδιάκονο Ζλάτκο Μάτιτς, καθώς και ο μακαριστός επίσκοπος Αθανάσιος Γιέβτιτς εξηγούν την θέση του απέναντι στον Οικουμενισμό. Το κείμενο του επισκόπου Ειρηναίου Μπούλοβιτς επαναλαμβάνει συζητήσεις του με τον άγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη για την ορμητικότητα του Σέρβου αββά. Ο Διονύσιος Σκλήρης ερμηνεύει την σκέψη του αγίου Ιουστίνου όχι ως απόρριψη, αλλά ως γονιμοποίηση των αιτημάτων της Δυτικής νεωτερικότητας. Ο Βλάντιμιρ Τσβέτκοβιτς επιχειρεί αποκρυπτογράφηση της στάσης του απέναντι στην Ευρώπη και ο Σταύρος Γιαγκάζογλου συζητά με το βιβλίο του «Φιλοσοφικοί κρημνοί», το οποίο κρίνει τους ευρωπαϊκούς ουμανισμούς. Ο δε Ζντένκο Σίρκα μελετά την αντίληψή του για τον Προτεσταντισμό.
Στη συνέχεια δημοσιεύουμε αποσπάσματα από την πλούσια αλληλογραφία του αγίου Ιουστίνου, τα οποία μεταφράζονται για πρώτη φορά στα Ελληνικά. Σε αυτά αποτυπώνεται η σχέση του με άνδρες και γυναίκες που έχουν το μερδικό τους στην εκκλησιαστική και θεολογική πορεία, και καταδεικνύεται η εκ μέρους του γνώση κι εκτίμηση των τεκταινομένων στον ελληνόφωνο χώρο. Και εδώ χρειάζεται η λεπτή και διεισδυτική ανάγνωση, την οποία βοηθούν τα σχόλια της μεταφράστριας Ντράγκιτσας Τάντιτς. Ένα εισαγωγικό σημείωμα του Ντέγιαν Ρίστιτς κατατοπίζει για την έκδοση των επιστολών από την ι. Μονή Τσέλιε, όπου ο άγιος Ιουστίνος ήταν πνευματικός, και της οποίας Μονής είναι ευλογία για μας η άδεια για την μετάφρασή τους.
Πάντα οι μικροί μας κόποι παλεύουν με ζητήματα μεγαλύτερά τους. Είναι κόποι που πασχίζουν να κάνουν την σκέψη, τον αναλογισμό, την κρίση, όλα προσευχή. Και μας κρατά στην ελπίδα η φράση του π. Ιουστίνου, «δεν υπάρχουν μικρές προσευχές. Κάθε προσευχή είναι στύλος από την γη ως τον ουρανό!» [3].
Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
[1] Λόγος εις Πέτρον τον απόστολον και Ηλίαν τον προφήτην, PG 50, 729.
[2] Κείμενα του αγίου, τα οποία έχουν φιλοξενηθεί στην “Σύναξη”: «Η ανάγνωση της Αγίας Γραφής» (τ. 15/1985, σσ. 21-26), «Περί της μεταφράσεως της θείας Λειτουργίας» (τ. 66/1998, σσ. 5-6), εκτενές απόσπασμά του κατά του εθνικισμού (τ. 125/2013, σ. 3).
[3] επισκ. Αθανάσιος Γιέβτιτς, “Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Η ζωή και το έργο του,” εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2023, σ. 246.
Το νέο τεύχος της «Σύναξής» μας (αρ. 170).
Παραθέτω το ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ και στη συνέχεια τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.
[Το εξώφυλλο: έργο του Μάξιμου Βασίλιεβιτς, Σέρβου επισκόπου στις ΗΠΑ].
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο
Με την ορμή του προφήτη
Στις 2 Μαΐου 2010 ανακηρύχθηκε άγιος ο Σέρβος ιερομόναχος Ιουστίνος Πόποβιτς (1894–1979) και ημέρα μνήμης του ορίστηκε η 14η Ιουνίου. Ως θεολόγος ο π. Ιουστίνος είχε γίνει γνωστός στον εκκλησιαστικό και θεολογικό χώρο πολλών χωρών – οπωσδήποτε της Ελλάδας από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Με την θεολογία του και την στάση ζωής του συνέβαλε εξαιρετικά στη διαμόρφωση όχι μόνο θεολογικής οπτικής, αλλά και του εκκλησιαστικού τοπίου, πράγμα το οποίο είναι έκδηλο στην γήινη πατρίδα του, αλλά έχει αποτυπώματα και ευρύτερα στον Ορθόδοξο κόσμο.
Όσα χάρισε στους ανθρώπους μελετώνται, εμπνέουν, ερμηνεύονται ακόμη – 130 χρόνια φέτος από την γέννησή του και 45 από την κοίμησή του. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν η ορμητικότητα και συχνά η οξύτητα με την οποία διατύπωνε την αποφασιστικά φιλάνθρωπη θεολογία του, ορμητικότητα και οξύτητα όπως αυτή που συναντάμε σε προφήτες σαν τον Ηλία, για τον οποίον ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε γράψει ότι «εμέθυε τω ζήλω» [1]. Έτσι, στις δεκαετίες που έχουν σωρευτεί, φαίνεται ότι η βαθιά σκέψη του (που διατυπωνόταν με πλούσιους –συχνά αδιανόητους– νεολογισμούς και με κατηγορηματικές εκφράσεις) άλλους τους προσκαλεί σε εμβαθύνσεις, άλλους όμως τους κρατά σε μια επιδερμική ανάγνωση: σε αβαθή αντιδυτικισμό και σε απόρριψη του διαλόγου. Η σεβαστική σπουδή λοιπόν του πνευματικού πλούτου του αγίου Ιουστίνου του Νέου και η διεισδυτική κατανόησή του είναι κυριολεκτικά χρειαζούμενο εργόχειρο σήμερα.
Χαρακτηριστικό αυτού του ζητήματος είναι ο εκτενής σχολιασμός στον οποίο είχε προβεί ο Παναγιώτης Νέλλας το 1971 (δέκα χρόνια πριν εκδοθεί η Σύναξη) για το εμβληματικό βιβλίο του π. Ιουστίνου Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, το οποίο είχε κυκλοφορήσει στα Ελληνικά το 1969. Αισθανόμενοι το ειδικό βάρος αυτού του σχολιασμού, και έχοντας κατά νου και συζητήσεις μας με τον Παναγιώτη, τον αναδημοσιεύσαμε στην Σύναξη το 2011 (τ. 118, σσ. 68-78). Σημειωτέον ότι καθένας τους παρακολουθούσε με αγάπη το έργο του άλλου, σε κάποια μάλιστα επιστολή του ο π. Ιουστίνος αναφέρθηκε στον εν λόγω σχολιασμό του Νέλλα (βλ. στο παρόν αφιέρωμα την ενότητα με επιστολές του αγίου).
Η ματιά του Παναγιώτη Νέλλα ήταν ξεκάθαρα θετική για το βιβλίο, ουσιαστικά για την όλη συμβολή του π. Ιουστίνου. Ταυτόχρονα όμως έκανε με λεπτότητα κάποιες κριτικές επισημάνσεις, οι οποίες και έχουν αποδειχτεί διορατικές σε σχέση με τις τροχιές των θεολογικών μας πραγμάτων. Έγραφε, ανάμεσα σε άλλα, ο Νέλλας:
«Το βιβλίον εδημιούργησε πολλάς συζητήσεις, συχνά δε και παρεξηγήσεις. Η πυκνότης του ύφους και η απολυτότης των θέσεών του το καθιστούν εις πολλούς δυσνόητον και εις άλλους, όσον αφορά εις μερικά τουλάχιστον σημεία του, “αποκρουστικόν”» (σ. 68).
«Κατ’ αρχάς το βιβλίον κρίνει την σύγχρονον ζωήν. Η σκληρότης η οποία υπάρχει εις μερικάς σελίδας, ο σαφής και διάχυτος αντιευρωπαϊσμός του πρέπει να θεωρηθούν υπό το πρίσμα αυτό [...]. Η σκληρότης αύτη είναι πράγματι αδυσώπητος. Απέχει όμως πολύ από του να οφείλεται εις ένα απλούν συντηρητισμόν. Παρουσιάζεται τεκμηριωμένη και έλλογος, συγγενεύουσα περισσότερον προς την ευαγγελικήν και αγιοπατερικήν θεραπευτικήν παιδαγωγίαν παρά προς τον τυφλόν φανατισμόν. Καλείται συνεπώς ο αναγνώστης να μη προσκόψη εξωτερικώς επ’ αυτής, αλλά να προσπαθήση να φθάση εις την αιτίαν της, η οποία θα του αποκαλύψη ίσως μέχρι ενός σημείου και την αιτίαν της συγγραφής του βιβλίου» (σ. 71).
«Όπως ο Άρειος –ευλαβής κατά τα άλλα και με αγάπην δια τους ανθρώπους- , ούτω και ο σύγχρονος ουμανιστικός Χριστιανισμός έχει στοιχεία θετικά και μερικώς αξιέπαινα. Η περικλειόμενη όμως εις αυτόν αίρεσις είναι τόσο κεντρική, ώστε κινδυνεύει να αλλοιώση και να ανατρέψη εκ βάθρωβν ολόκληρον το οικοδόμημα της Εκκλησίας. Δια τούτο και ο π. Ιουστίνος, θέτων τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, προσπαθεί, αξιολογών τας λεπτομερείας ως λεπτομερείας, να επισημάνη την κεντρικήν πληγήν [...]. Αυτό είναι, εάν κατανοούμεν ορθώς, το παιδαγωγικόν και θεραπευτικόν νόημα του ευαγγελικού και προφητικού χαρακτήρος σκληρότητός του» (σ. 72).
«Είναι όμως ανάγκη να διατυπωθή δια μερικά σημεία του βιβλίου και μία επιφύλαξις. Πρόκειται δια την απορίαν, την οποία δημιουργεί η απολυτότης με την οποίαν καταδικάζεται, εις τα πρώτα κυρίως μελετήματα του βιβλίου, ο προ και εκτός Χριστού άνθρωπος. [...] Η άθεος ζωή είναι όντως χάος, η ζωή όμως καθ’ εαυτήν ημπορεί βεβαίως να μη είναι φως, δεν είναι όμως ούτε χάος και έρεβος. Γνωρίζομεν εξ άλλου ασφαλώς ότι η προ Χριστού παιδεία του Σωκράτους, όπως και η εκτός Χριστού παιδεία του Gandi δεν είναι “ζούγκλα”...» (σ. 75˙ χωρίς τον Χριστό όμως –συνεχίζει– είναι καταδικασμένα σε μαρασμό και θάνατο). [...] «Παρακαλείται συνεπώς ο σύγχρονος και μη εξοικειωμένος με την πατερικήν σκέψιν αναγνώστης να μη προσκόψη εις μερικάς σκληράς τυχόν εξωτερικάς λέξεις, αλλά να προσπαθήση να φθάση εις την ουσίαν του βιβλίου και εκεί να επιμείνει. Παρακαλείται δε και ο συντηρητικός και “παραδοσιακός” μαχητής να υποβληθή εις τον κόπον να κατανοήση την πραγματική σκέψιν του συγγραφέως και να μη μετατρέπη ευκόλως το βιβλίον εις οπλοστάσιον φανατικού συντηρητισμού... Η διπλή αυτή παράκλησις ισχύει κυρίως, όσον αφορά εις την κατανόησιν του κατ’ εξοχήν δυσκολονόητου άρθρου, του αφιερωμένου εις την Β΄ σύνοδος του Βατικανού, “Σκέψεις περί του ‘αλαθήτου’ του ευρωπαίου ανθρώπου”» (σ. 76).
«Αποτελεί δε αναμφισβητήτως έλλειψιν σεβασμού προς τον συγγραφέα της το να την μετατρέψη κανείς [την φράση του π. Ιουστίνου περί τριών πτώσεων στην ιστορία του ανθρώπου: του Αδάμ, του Ιούδα και του Πάπα] εις σύνθημα αντιδυτικόν» (σ. 77). «Ο λόγος είναι σκληρός. Είναι όμως σωστικός. Τουλάχιστον υπό την έννοιαν ότι αποκαθαίρει την ατμόσφαιραν και φωτίζει το πρόβλημα» (σ. 78).
«Βεβαίως είναι ανάγκη να λεχθή ότι και εις το σημείον αυτό επραγματοποιήθησαν κατά τας τελευταίας δεκαετίας εις την δύσιν βήματα σημαντικά. Τα βήματα αυτά άφησαν έκδηλα τα ίχνη των και εις την Β΄ σύνοδον του Βατικανού. Ο π. Ιουστίνος διαλόγος πρακτικούς δεν είχε την δυνατότητα να παρακολουθήση εκ του σύνεγγυς την σύνοδον και να ίδη τας συγκεκριμένας αναζητήσεις των συγκεκριμένων ανθρώπων, να ψηλαφίσει τα ίχνη. Αυτό δε είναι εκείνο, το οποίον δημιουργεί την εντύπωσι, και εις μερικάς περοπτώσεις την βεβαιότητα, ότι μερικαί άξιαι πάσης αναγνωρίσεως και επαίνου δυτικαί εκκλησιαστικαί προσπάθειαι και πραγματικότητες αγνοούνται εις την εσωτερικήν ποιότητά των και, κατά συνέπειαν, αδικούνται» (σ. 78).
Το αφιέρωμά μας λοιπόν, κρατώντας, κατά κάποιον τρόπο, το νήμα του Παναγιώτη Νέλλα επικεντρώνει σε αυτή την δουλειά που χρειαζόμαστε: Στην λεπτή και διεισδυτική ανάγνωση των κόπων του αγίου Ιουστίνου, με διάκριση, ευγνωμοσύνη και ψηλάφιση εκείνων των μειζόντων κριτηρίων της πίστης, στα οποία όλοι υποκείμεθα και όλα υπόκεινται [2].
Το τεύχος (το οποίο ευτυχεί να αποτυπώνει την μαρτυρία μαθητών του αγίου, και μαθητών των μαθητών του) ανοίγει με την παρουσίαση του βίου και του έργου του αγίου Ιουστίνου, από τον π. Ντούσαν Ντιάκοβιτς. Κατόπιν μια σειρά μελετημάτων φωτίζει πλευρές της θεολογίας του, ακριβώς πάνω σε στασιαζόμενα ζητήματα. Ο επίσκοπος Ιγνάτιος Μίντιτς μαζί με τον αρχιδιάκονο Ζλάτκο Μάτιτς, καθώς και ο μακαριστός επίσκοπος Αθανάσιος Γιέβτιτς εξηγούν την θέση του απέναντι στον Οικουμενισμό. Το κείμενο του επισκόπου Ειρηναίου Μπούλοβιτς επαναλαμβάνει συζητήσεις του με τον άγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη για την ορμητικότητα του Σέρβου αββά. Ο Διονύσιος Σκλήρης ερμηνεύει την σκέψη του αγίου Ιουστίνου όχι ως απόρριψη, αλλά ως γονιμοποίηση των αιτημάτων της Δυτικής νεωτερικότητας. Ο Βλάντιμιρ Τσβέτκοβιτς επιχειρεί αποκρυπτογράφηση της στάσης του απέναντι στην Ευρώπη και ο Σταύρος Γιαγκάζογλου συζητά με το βιβλίο του «Φιλοσοφικοί κρημνοί», το οποίο κρίνει τους ευρωπαϊκούς ουμανισμούς. Ο δε Ζντένκο Σίρκα μελετά την αντίληψή του για τον Προτεσταντισμό.
Στη συνέχεια δημοσιεύουμε αποσπάσματα από την πλούσια αλληλογραφία του αγίου Ιουστίνου, τα οποία μεταφράζονται για πρώτη φορά στα Ελληνικά. Σε αυτά αποτυπώνεται η σχέση του με άνδρες και γυναίκες που έχουν το μερδικό τους στην εκκλησιαστική και θεολογική πορεία, και καταδεικνύεται η εκ μέρους του γνώση κι εκτίμηση των τεκταινομένων στον ελληνόφωνο χώρο. Και εδώ χρειάζεται η λεπτή και διεισδυτική ανάγνωση, την οποία βοηθούν τα σχόλια της μεταφράστριας Ντράγκιτσας Τάντιτς. Ένα εισαγωγικό σημείωμα του Ντέγιαν Ρίστιτς κατατοπίζει για την έκδοση των επιστολών από την ι. Μονή Τσέλιε, όπου ο άγιος Ιουστίνος ήταν πνευματικός, και της οποίας Μονής είναι ευλογία για μας η άδεια για την μετάφρασή τους.
Πάντα οι μικροί μας κόποι παλεύουν με ζητήματα μεγαλύτερά τους. Είναι κόποι που πασχίζουν να κάνουν την σκέψη, τον αναλογισμό, την κρίση, όλα προσευχή. Και μας κρατά στην ελπίδα η φράση του π. Ιουστίνου, «δεν υπάρχουν μικρές προσευχές. Κάθε προσευχή είναι στύλος από την γη ως τον ουρανό!» [3].
Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
[1] Λόγος εις Πέτρον τον απόστολον και Ηλίαν τον προφήτην, PG 50, 729.
[2] Κείμενα του αγίου, τα οποία έχουν φιλοξενηθεί στην “Σύναξη”: «Η ανάγνωση της Αγίας Γραφής» (τ. 15/1985, σσ. 21-26), «Περί της μεταφράσεως της θείας Λειτουργίας» (τ. 66/1998, σσ. 5-6), εκτενές απόσπασμά του κατά του εθνικισμού (τ. 125/2013, σ. 3).
[3] επισκ. Αθανάσιος Γιέβτιτς, “Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Η ζωή και το έργο του,” εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2023, σ. 246.
ΤΡΑΓΙΚΉ ΕΙΡΩΝΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ ΝΑ ΔΟΞΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΑΝ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΩΤΙΚΟΥΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΕΝΩΤΙΚΟΥΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΥΣ. Ο ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΣ ΥΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΦΑΝΕΡΗ Η ΣΥΝΘΕΣΗ.
ΟΝΟΜΑΣΕ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΠΑΝΑΛΗΘΕΙΑ. ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΕΥΣΤΑΘΟΥΝ ΑΛΛΑ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΟΤΙ ΟΙ ΔΥΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΡΟΥΟΝΤΑΙ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ, ΟΠΩΣ ΟΛΕΣ ΕΞΑΛΛΟΥ. ΣΤΗΝ ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΑ. ΣΤΑ ΠΟΛΛΑ. ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΨΥΧΙΚΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΟΥΝ ΤΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΤΟ ΕΝ ΟΥ ΕΣΤΙΝ ΧΡΕΙΑ. ΣΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ.
Η ερώτηση στον χρόνο.
Gennaro Sasso.
Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε λέγοντας ότι ο χρόνος και ο χώρος είναι το “σύστημα της πολλαπλότητος” και σαν πολλαπλότητα να εννοήσουμε το βασίλειο των ορισμών όπου κάθε ένας αρνούμενος τον άλλον σύμφωνα με τον συλλογισμό τής πλατωνικής αρνήσεως, αριστοτελικής, Εγελιανής (λογική του Είναι) συνιστούν ένα σύστημα στο οποίο και με τον ίδιο τρόπο, καθένας είναι αυτός ο ίδιος και όχι ο άλλος, καθένας συμφωνεί και αρνείται: ένα σύστημα λοιπόν και όχι η ραψωδία ασυσχέτιστων αντιλήψεων, όπως διαβάζουμε στον Kant. Αλλά δεν θα μπορούσαμε παρ’όλα αυτά να πούμε ότι η πολλαπλότης “είναι”, “δίνεται”, διότι τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος και αυτά “είναι” και “δίνονται” και ούτε και το αντίθετο, δηλαδή ο χρόνος και ο χώρος είναι, δίνονται, διότι “είναι” και δίνεται η πολλαπλότης. Ούτε η πολλαπλότης δηλαδή είναι καθαυτή, το θεμέλιο του χρόνου (και του χώρου) ούτε αυτά είναι το θεμέλιο της πολλαπλότητος
Όλο αυτό που υπάρχει είναι πολλαπλό (από το περισσότερο στο λιγότερο πολλαπλό: αισθητός κόσμος, ψυχή, Νούς) και εξαρτάται, για την ύπαρξή του, από μία πρώτη αρχή απολύτως απλή, το Ένα. Μ'αυτόν τον τρόπο, από την εμβάθυνση τής οντολογίας ανεβαίνουμε στο Ένα, πέραν του Είναι και επομένως η πραγματεία του σ'αυτό το σημείο είναι νόμιμη![ΠΛΩΤΙΝΟΣ]
Gennaro Sasso.
Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε λέγοντας ότι ο χρόνος και ο χώρος είναι το “σύστημα της πολλαπλότητος” και σαν πολλαπλότητα να εννοήσουμε το βασίλειο των ορισμών όπου κάθε ένας αρνούμενος τον άλλον σύμφωνα με τον συλλογισμό τής πλατωνικής αρνήσεως, αριστοτελικής, Εγελιανής (λογική του Είναι) συνιστούν ένα σύστημα στο οποίο και με τον ίδιο τρόπο, καθένας είναι αυτός ο ίδιος και όχι ο άλλος, καθένας συμφωνεί και αρνείται: ένα σύστημα λοιπόν και όχι η ραψωδία ασυσχέτιστων αντιλήψεων, όπως διαβάζουμε στον Kant. Αλλά δεν θα μπορούσαμε παρ’όλα αυτά να πούμε ότι η πολλαπλότης “είναι”, “δίνεται”, διότι τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος και αυτά “είναι” και “δίνονται” και ούτε και το αντίθετο, δηλαδή ο χρόνος και ο χώρος είναι, δίνονται, διότι “είναι” και δίνεται η πολλαπλότης. Ούτε η πολλαπλότης δηλαδή είναι καθαυτή, το θεμέλιο του χρόνου (και του χώρου) ούτε αυτά είναι το θεμέλιο της πολλαπλότητος
Όλο αυτό που υπάρχει είναι πολλαπλό (από το περισσότερο στο λιγότερο πολλαπλό: αισθητός κόσμος, ψυχή, Νούς) και εξαρτάται, για την ύπαρξή του, από μία πρώτη αρχή απολύτως απλή, το Ένα. Μ'αυτόν τον τρόπο, από την εμβάθυνση τής οντολογίας ανεβαίνουμε στο Ένα, πέραν του Είναι και επομένως η πραγματεία του σ'αυτό το σημείο είναι νόμιμη![ΠΛΩΤΙΝΟΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου