Ἡ μεταφυσικὴ λοιπὸν ὡς κατάδυση στὴν αἰτία καὶ τὸν σκοπὸ τοῦ εἶναι, ὡς ἀναμέτρηση μὲ τὸ νόημα τῆς ὕπαρξης, γεννήθηκε ὡς συστηματικὴ πραγμάτευση στὸν δυτικὸ κόσμο. Στὸν πολιτισμὸ αὐτὸ ὅμως ἐγκαινιάστηκαν καὶ οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀναίρεσής της, ἕως καὶ τῆς πλήρους ἀπαξίωσής της, ποὺ φτάνουν νὰ τὴ θεωροῦν, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὡς συνώνυμο τοῦ ἀνορθολογισμοῦ.
Ἀναπνέοντας σήμερα τὸν ἀέρα τοῦ δυτικοῦ παραδείγματος καὶ θέλοντας νὰ ἀνατρέξουμε στὰ ριζικά του δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸν μεσαίωνα. Σύμφωνα ἄλλωστε μὲ τὸν περίφημο μεσαιωνιστὴ Ἐτιὲν Ζιλσὸν ἀγνοώντας τὸν μεσαίωνα, ἀγνοοῦμε σύνολη τὴ δυτικὴ σκέψη, ἐνῶ στὸν γεννήτορα τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα ἱερὸ Αὐγουστίνο βρίσκονται ὅλες οἱ εὐρωπαϊκὲς δυνατότητες.[3] Κάποια χαρακτηριστικὰ στιγμιότυπα λοιπὸν εἶναι καὶ τὰ ἑξῆς:
Ὁ Αὐγουστίνος ὡς ἀφετηρία τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς ἀπόπειρας καταθέτει ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα δὲν εἶναι παρὰ massa damnationis – φύραμα καταδίκης.[4] Εἶναι ἀδύνατο σὲ αὐτὴ τὴ διεφθαρμένη φύση νὰ πράξει τὸ ἀγαθό· ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἁμαρτάνει. Ἐδῶ εἶναι ποὺ θεμελιώνεται ὁ προκαθορισμὸς τοῦ ἀπόλυτου προορισμοῦ, κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἐπιλέγει ποιοί ἀπὸ τὴ μάζα τῆς ἀπωλείας θὰ σωθοῦν καὶ ποιοί ὄχι. Μὲ δεδομένο ὅμως ὅτι γιὰ τὸν Αὐγουστίνο ἡ βούληση εἶναι τὸ θεμελιῶδες συστατικὸ τῆς φύσης του ἀνθρώπου, ἡ προαποφασισμένη ἐκλογὴ τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ μία ἀντίφαση καίρια στὸν πυρήνα τῆς διδασκαλίας του. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ μετοχὴ στὸ ὄντως εἶναι ὑποβαθμίζεται «σὲ ἕνα παιχνίδι μὲ μαριονέτες».[5]
Ἀργότερα, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀξιολογότερους στοχαστὲς τοῦ μεσαίωνα, ὁ Ἰωάννης Σκῶτος Ἐριγένης, ἐνῶ ἀποτελεῖ, ὅπως καὶ Ὄκκαμ, κρίκο τῆς ἁλυσίδας ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Αὐγουστίνος, διαφοροποιεῖται ἀπὸ αὐτὸν ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὸν ἀπόλυτο προορισμό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἀναμφίβολο πανθεϊσμό του. Κατὰ τὸν Ἰωάννη τὰ καθ’ ἕκαστα ὄντα (ὁ αἰσθητὸς κόσμος) εἶναι μία παροδικὴ εἰκόνα τῆς ἀληθινῆς οὐσίας. Σὲ αὐτὸ τὸ σαφέστατα νεοπλατωνικὸ κοσμοείδωλο ἡ ὕψιστη ἀλήθεια ἐποπτεύει τὸν ἑαυτό της ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ προσωπικὴ αὐτοσυνειδησία τοῦ ὁποίου ἀφανίζεται [6] καθιστώντας τὸ κτιστό, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ καθαυτό, ἕνα περιστασιακὸ γεγονός.
Ἡ τρίτη μεγαλειώδης ψηφίδα στὸν δυτικὸ μεσαίωνα δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ αὐτὴ τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη. Ὁ Doctor Angelicus τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ συνεχίζει τὴν αὐγουστίνεια παράδοση περὶ τῆς πλήρους διάκρισης μεταξὺ φύσης καὶ χάρης, ἂν καὶ χωρὶς τὴν αὐστηρότητα τῆς διεφθαρμένης φύσης. Ἡ ὀντολογικὴ αὐτὴ διάσχιση συνιστᾶ τὸ πλέον εὔφορο ἔδαφος γιὰ τὴ βλάστηση τῆς αὐτοδυναμίας τοῦ λόγου νὰ πορευτεῖ πρὸς τὴ διερεύνηση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ μέχρι ἑνὸς σημείου, αὐτόνομος ἀπὸ τὴ χάρη. Ἡ δυτικὴ προϋπόθεση δὲ περὶ τῆς κτιστῆς χάρης ἐμπεδώνει τὸν ἀπολύτως ἐξωτερικὸ χαρακτήρα τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς δὲν δύναται νὰ ἔχει πραγματικὴ σχέση μὲ τὸν κόσμο, διότι κάτι τέτοιο θὰ συνιστοῦσε ἀπώλεια τῆς αὐτάρκειάς Του.[7] Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ διεισδύσει στὴν Ἀποκάλυψη καὶ νὰ βελτιωθεῖ ἠθικὰ χωρὶς καμία συνεργία μετὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀκινάτεια ἀπόφανση ὅτι ἡ χάρη τελειοποιεῖ τὴ φύση συνοψίζει ἄνωθεν τὸν προσθετικό-συμπληρωματικὸ ρόλο της. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα δὲν εἶναι καθόλου ἀνερμήνευτο τὸ γεγονὸς ὅτι «ὅλη ἡ νεωτερικὴ Δυτικὴ κουλτούρα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν Τέχνη καὶ τελειώνοντας μὲ τὴν ψυχανάλυση, μπορεῖ πιθανῶς νὰ ἰδωθεῖ σὰν μιὰ εὔλογη ἀντιπαράθεση πρὸς τὸ ὑπερφυσικὸ ἀγαθὸ τῆς θείας χάρης […]».[8]
Εἴτε πρόκειται λοιπὸν γιὰ τὴν αὐγουστίνεια διάγνωση τῆς ἀνήμπορης νὰ πράξει τὸ ἀγαθὸ φύσης εἴτε γιὰ τὴν ἐριγενικὴ χειραγώγησή της λόγῳ ἀπορροῆς εἴτε γιὰ τὴ θωμιστικὴ αὐτονόμησή της, ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀντίστοιχα ἐνοχοποιημένη, παροδικὴ καὶ ἀκοινώνητη, ἐνῶ ὁ Δημιουργός της διόλου δὲν ἐνεργεῖ ὡς ἐραστὴς ποὺ διψᾶ τὸν ἀπελευθερωτικὸ γιὰ την ἴδια διάλογο, παρὰ ὡς ἕνας ὑπερβατικὸς ὅρος ποὺ νομιμοποιεῖται δικαιικὰ νὰ τὴν προκαθορίζει, νὰ τὴν συνιστᾶ ὡς ἀπείκασμα τοῦ ἑαυτοῦ Του, νὰ σχετίζεται μαζί της μὴ πραγματικὰ μέσῳ κτιστῶν διαμεσολαβήσεων. Ἴσως δὲν ἀποτελεῖ ἐπιπόλαιο ἅλμα ἡ θεώρηση ὅτι ἡ συνισταμένη τῶν καταθέσεων αὐτῶν εἶναι ἡ φύση ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ ἀνοιχθεῖ ὄχι μόνο στὴν ἑτερότητα ἀλλὰ καὶ ἐντὸς τῆς ὁμοούσιάς της πραγματικότητας.
Μὲ τὴ βαθιὰ ριζωμένη στὸν δυτικὸ μεσαίωνα ἀπομάκρυνση τῆς θεολογίας ἀπὸ τὴ φιλοσοφία, μὲ ὅλες τὶς ὑπαρκτικὲς συνέπειες μιᾶς τέτοιας ἀναπόφευκτης τροπῆς, ἡ Ἀναγέννηση ποὺ ἀκολούθησε θὰ βρεῖ σχεδὸν νομοτελειακὰ στὸν ἀνθρωποκεντρισμὸ τὸ ἀντίβαρο αὐτῆς τῆς καταθλιπτικῆς «φυσιολογίας». Ἂν σὲ αὐτὴ προστεθεῖ ὁ δικανισμὸς τοῦ Ἄνσελμου καὶ ὁ ὁλοκληρωτισμὸς τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, τότε δὲν μένει ἀκατανόητη ἡ χειραφέτηση ποὺ ἐπιδιώκει ἡ Ἀναγέννηση. Ἡ ἀναγεννησιακὴ κατάφαση τῆς ποικιλοτρόπως βεβαρυμένης φύσεως ἐγκαινιάζει τὴν ἐποχὴ «κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δηλώνει εὐχαριστημένος μὲ τὴν κατάσταση τῆς πεπτωκυΐας φύσεως» [9] καὶ ἀποδύεται πλέον στὴ μετρήσιμη πειραματικὰ καθυπόταξή της. Βέβαια ἡ ἀναγεννησιακὴ πρόσκληση νὰ ἐξοβελιστεῖ ἡ δυστοκία τῶν μεταφυσικῶν ἀκροβασιῶν ἀπὸ τὴ λογικὴ προφάνεια τοῦ ἐμπειρισμοῦ, δὲν σημαίνει ὅτι ἡ νεοπλατωνικὴ κυρίως θεοσοφία μέχρι καὶ ἡ μαγεία ἔλειψαν ἀπὸ τὴν ἐποχή.
Ἡ πυροδότηση τοῦ ἀπεγκλωβισμοῦ ἀπὸ τὸ μεσαιωνικὸ θεοκεντρικὸ πλαίσιο ἵδρυσε στὸν Διαφωτισμὸ τὸ νέο ὑπερβατικό: τὴν ὀντολογικὰ ἀνατιμημένη φύση, τὸν λόγο ποὺ ἀξιώνει νὰ ἀντικαταστήσει τὶς θεῖες ἐπιταγὲς καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ἰδέα τοῦ ὁποίου πρέπει μέσῳ τῆς ἀγωγῆς νὰ γεφυρωθεῖ μὲ τὸν ἐμπειρικὸ ἄνθρωπο.[10] Ὁ Διαφωτισμὸς φυσικά, ὅπως καὶ κάθε ἐποχὴ καὶ ρεῦμα, δὲν εἶναι ἕνα συμπαγὲς σύνολο πνευματικῆς ὁμοείδειας. Γιὰ παράδειγμα ὁ ὑλισμός του κινήθηκε ἀπὸ τὴ μετριοπαθῆ καταξίωση τῆς ὕλης ἕως καὶ τὸν μηδενισμό. Ὁ Θεὸς ἐξορίζεται σὲ ἀνεξιχνίαστες νεφέλες καὶ οἱ κανονιστικὲς ἀρχὲς ποὺ πηγάζουν ἀπὸ Αὐτὸν θεωροῦνται ἀχρείαστες, μεταβλητὲς καὶ προβληματικὲς συμβάσεις. Ἡ καταξίωση τῆς φύσης φθάνει μέχρι τὴν τέρψη τοῦ ἐγκλήματος τοῦ De Sade. Ἡ ὁδὸς τοῦ ἀθεϊσμοῦ ἔχει ἤδη λειανθεῖ.
Ἡ παραπάνω σύντομη πραγμάτευση δεκατεσσάρων αἰώνων ἴσως δὲν ἀποφεύγει πλήρως τοὺς σκοπέλους τῆς σχηματοποίησης. Ὅμως αὐτὸ ποὺ προκύπτει ἀβίαστα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἄθλημα τῆς μεταφυσικῆς στὴ δυτικὴ παράδοση, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ μεσαίωνα μέχρι καὶ τὴν αὐγὴ τῆς νεωτερικότητας, κατέβαλε στὸ ἔπακρο τὸ ἀντίτιμο τοῦ ὑποκειμενισμοῦ. Οἱ ποικίλες του ἐκφάνσεις, ἀκόμη καὶ ἐντὸς τῆς μεταφυσικῆς, λίπαναν ἁρκούντως τὶς ἀρθρώσεις ἑνὸς ἀνθρωπολογικοῦ μοντέλου κατὰ τὸ ὁποῖο «τὸ γὰρ πολὺ τῆς φυσιοκρατίας» γεννᾶ τὴν ἀναίρεση τῆς φύσης τελικά.
Ἂν ἀληθεύει ὅτι ζοῦμε τὸ δειλινὸ τῆς νεωτερικότητας, τότε τὸ ξημέρωμα τοῦ μέλλοντος ἤδη ἀχνοφαίνεται μὲ τὰ αἰτήματα τοῦ μετανθρωπισμοῦ, τῆς βιολογικῆς καὶ ἠθικῆς ἀναβάθμισης, τοῦ cyborg καὶ τοῦ biohacking νὰ συνιστοῦν τὴ νέα πρωτοπορία. Συνισταμένη τους εἶναι ἡ ἐπιθυμία μιᾶς ἀνθρωπολογικῆς ἀναβίβασης ὡς ἔσχατης πιθανὸν κατάληξης τοῦ ἐγγενοῦς πόθου τῆς (αὐτο)θέωσης. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ παρενθετικὰ ὅτι θὰ ἦταν διαφωτιστικὸ νὰ ξαναδιαβαστεῖ ἕνα ἐκ τῶν πλέον παράδοξων παλαιοδιαθηκικῶν ἐπεισοδίων: αὐτοῦ ποὺ σχετίζεται μὲ τὴ μίξη ὑπεράνθρωπων ὄντων -τῶν «υἱῶν τοῦ Θεοῦ»- μετὰ τῶν «θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων» (Γέν. 6, 1-4), ὥστε νὰ διαπιστωθεῖ ὅτι ἡ βελτίωση τοῦ εἴδους ἀποτελεῖ ἕναν (στρεβλὸ) ὑπαρκτικὸ πόθο τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὸν συνοδεύει ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τῆς ἐμφάνισής του.
Ὁ πειρασμὸς τῆς φυσικῆς ἀναβάθμισης δὲν εἶναι παρὰ ἡ αὐτοαναφορικὴ παρέκκλιση τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν. Ὁ ἐκτροχιασμὸς αὐτὸς ἔχει τὴ δική του ἱστορία μὲ ἐμφανῆ τὰ ἴχνη του στὴν προσπάθεια τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου νὰ ψαύσει τὸ ὂν ὡς ὄν. Ἡ βαθμιαία ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴν ὑπαρκτικὴ ἀπορία, ποὺ βασίστηκε στὴν καταγγελία μιᾶς ἐνοχικῆς καὶ περίλειστης μεταφυσικῆς, εἰδωλοποίησε τὴ φύση. Τὸ νομοτελειακὸ ἀλλὰ καὶ ἄκρως ἀντιφατικὸ τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας θὰ εἶναι τελικὰ ὁ ἕως ἀναίρεσης ἐξανδραποδισμός της. Ἀφοῦ ἡ κοινωνικὴ πλάτυνση τῆς φύσης φαλκιδεύτηκε ἀπὸ τὴν ἰδιωτεύουσα ἐσωτερικότητα, ἀφοῦ αἰχμαλωτίστηκε στοὺς νάρθηκες τῶν λογικοκρατικῶν ἀπαιτήσεων, ἀφοῦ ἐξαντλήθηκε στὴν ἐμπειρικὴ παρατήρηση καὶ στὴ θετικιστικὴ ἀποτίμηση, θεμελιώθηκε αὐτονόητα τὸ δικαίωμα τῆς «ἀναδημιουργίας» της. Ἡ προπαιδεία δεκαέξι αἰώνων, ποὺ ἀνέθρεψε ἕναν ὀντολογικὸ αὐτισμό, θὰ δρέψει τὸν καρπὸ τοῦ ἀ-φύσικου μετανθρώπου· τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θὰ ἀσφυκτιᾶ ἐντὸς τῶν εἰσαγωγικῶν τῶν ἐπιβεβλημένων ἀπὸ τὴν «ποινικοποιημένη» μεταφυσική. Ἴσως τότε νὰ νομιμοποιούμαστε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ «κατα-φυσική»…
[1] Μετὰ τὰ φυσικά, Γ1, 1003a 21.
[2] Martin Heidegger, Τὶ εἶναι μεταφυσική;, προλεγόμενα-μετάφραση-σχόλια Π. Κ. Θανασᾶς, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 72015, σ. 67. Ἐξυπακούεται φυσικὰ ὅτι ὁ Χάιντεγκερ δὲν πρωτοτυπεῖ ἐμπλέκοντας τὸν ἄνθρωπο στὸ μεταφυσικὸ ἐρώτημα. Κι ἂν ἡ συγκεκριμένη διατύπωση ἐκφράζει τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς χαϊντεγκεριανῆς κατάθεσης, τὸ ζήτημα τοῦ ἀνθρώπου ἐμπλέκεται στὰ ἐνδιαφέροντα τῆς μεταφυσικῆς καθὼς ἡ ἀνθρωπολογία ἀνήκει ἐξ ὁρισμοῦ στὴν παραδοσιακὴ διαίρεση τῶν κλάδων ποὺ τὴ συγκροτοῦν.
[3] π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Ἡ κλειστὴ πνευματικότητα καὶ τὸ νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ὁ μυστικισμὸς τῆς ἰσχύος καὶ ἡ ἀλήθεια φύσεως καὶ προσώπου, ἐκδ. ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 21999, σ. 33.
[4] Mario Vegetti, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Γιάννης Ἀ. Δημητρακόπουλος, ἐκδ. Τραυλός, Ἀθήνα 102003, σ. 429.
[5] W. Windelband – H. Heimsoeth, Ἐγχειρίδιο ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, ἔκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., τ. Β’, Ἀθήνα 2003, σ. 36.
[6] Γεώργιος Στείρης, Σημειώσεις ΦΣ105 «Μεσαιωνικὴ Φιλοσοφία»
[7] Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος, Εἰσαγωγὴ στὴν ἱστορία τῆς δυτικῆς θεολογίας, πρόσωπα, διδασκαλία, κριτικὴ θεώρηση ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2012, σ. 198.
[8] π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Ἡ ἀνοιχτὴ ἱστορία καὶ οἱ ἐχθροί της, Ἡ ἄνοδος τοῦ Βελούδινου Ὁλοκληρωτισμοῦ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2020, σ. 30.
[9] Ἐτιὲν Ζιλσόν, Τὸ πνεῦμα τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας, μτφρ. Χρῆστος Μαρσέλλος, Πανεπιστημιακὲς ἐκδόσεις Κρήτης, Ἠράκλειο 2019
[10] Παναγιώτης Κονδύλης, Εὐρωπαϊκὸς Διαφωτισμός, τ. Α’, ἐκδ. Θεμέλιο, Ἀθήνα 1998, σ. 76.
*Ἐκπαιδευτικός – Δρ. Θεολογίας
[2] Martin Heidegger, Τὶ εἶναι μεταφυσική;, προλεγόμενα-μετάφραση-σχόλια Π. Κ. Θανασᾶς, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 72015, σ. 67. Ἐξυπακούεται φυσικὰ ὅτι ὁ Χάιντεγκερ δὲν πρωτοτυπεῖ ἐμπλέκοντας τὸν ἄνθρωπο στὸ μεταφυσικὸ ἐρώτημα. Κι ἂν ἡ συγκεκριμένη διατύπωση ἐκφράζει τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς χαϊντεγκεριανῆς κατάθεσης, τὸ ζήτημα τοῦ ἀνθρώπου ἐμπλέκεται στὰ ἐνδιαφέροντα τῆς μεταφυσικῆς καθὼς ἡ ἀνθρωπολογία ἀνήκει ἐξ ὁρισμοῦ στὴν παραδοσιακὴ διαίρεση τῶν κλάδων ποὺ τὴ συγκροτοῦν.
[3] π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Ἡ κλειστὴ πνευματικότητα καὶ τὸ νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ὁ μυστικισμὸς τῆς ἰσχύος καὶ ἡ ἀλήθεια φύσεως καὶ προσώπου, ἐκδ. ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 21999, σ. 33.
[4] Mario Vegetti, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Γιάννης Ἀ. Δημητρακόπουλος, ἐκδ. Τραυλός, Ἀθήνα 102003, σ. 429.
[5] W. Windelband – H. Heimsoeth, Ἐγχειρίδιο ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, ἔκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., τ. Β’, Ἀθήνα 2003, σ. 36.
[6] Γεώργιος Στείρης, Σημειώσεις ΦΣ105 «Μεσαιωνικὴ Φιλοσοφία»
[7] Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος, Εἰσαγωγὴ στὴν ἱστορία τῆς δυτικῆς θεολογίας, πρόσωπα, διδασκαλία, κριτικὴ θεώρηση ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2012, σ. 198.
[8] π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Ἡ ἀνοιχτὴ ἱστορία καὶ οἱ ἐχθροί της, Ἡ ἄνοδος τοῦ Βελούδινου Ὁλοκληρωτισμοῦ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2020, σ. 30.
[9] Ἐτιὲν Ζιλσόν, Τὸ πνεῦμα τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας, μτφρ. Χρῆστος Μαρσέλλος, Πανεπιστημιακὲς ἐκδόσεις Κρήτης, Ἠράκλειο 2019
[10] Παναγιώτης Κονδύλης, Εὐρωπαϊκὸς Διαφωτισμός, τ. Α’, ἐκδ. Θεμέλιο, Ἀθήνα 1998, σ. 76.
*Ἐκπαιδευτικός – Δρ. Θεολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου