Τρίτη 27 Απριλίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (83)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα, 19 Απριλίου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

                        

  Ι.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 27     

 Στη βάση τής λατρείας εδρεύει η γενική πρόθεση εξασφάλισης της εύνοιας των θεών, οι οποίοι ενέπνεαν μεταξύ άλλων και φόβο· η αρχαιότερη μορφή τους ήταν πολύ τρομακτική, μια αλήθεια που αποτυπώνεται και στους λόγους ενός Ρωμαίου: «Τους θεούς πρώτος δημιούργησε ο φόβος» (Πετρώνιος)· στην ίδια, ύστερη εποχή, όπου το κάλλος τών θείων μορφών και μύθων δεν συγκινούσε και δεν παρηγορούσε πλέον τούς ανθρώπους, ανήκει επίσης ένα σημαντικό κείμενο του Πλούταρχου, από το οποίο προκύπτει ότι ο φόβος εξακολουθούσε να παραμένει κυρίαρχος στη συνείδηση πολλών ανθρώπων. Η φιλοσοφία αντιμετώπιζε στο μεταξύ θετικά την εξύψωση του Θεού, και αρνητικά τον αθεϊσμό και την επικούρεια θεωρία περί αδράνειας των θεών, συναντώντας την πλήρη αδιαφορία τού λαού. Το κοινό χαρακτηριστικό τής ελληνικής εποχής είναι ότι από τούς θεούς αναμένει κανείς θετικές προσφορές, ακόμη και δωρεές· θεωρούνται δε μερικές φορές και ως προστάτες τού ηθικού βίου· η θρησκεία ήταν πάντοτε παρούσα, χωρίς όμως ιδιαίτερη ισχύ, παρ’ όλη την υλική της δύναμη. Έκπληξη θα προκαλεί πάντοτε η αντίθεση ανάμεσα στην τόσο περιορισμένη ηθική επήρεια των θεών, την τόσο αμφίβολη εμπιστοσύνη στη συμπαράστασή τους, την τόσο αμφιλεγόμενη αντιμετώπιση της εξουσίας τους – κυρίως σε ό,τι αφορά ζητήματα ζωής και θανάτου – , και την τόσο διαδεδομένη από την άλλη λατρεία τών θεών. Πρόκειται για ένα είδος εξιδανικευμένου φόβου απέναντι σε όντα, που η ύπαρξη και η παρουσία τους είναι αποδεκτές, και τα οποία ο άνθρωπος οφείλει κατά κάποιον τρόπο να κατευνάσει. Νέα στοιχεία προστέθηκαν κατά καιρούς σ’ αυτή τη λατρεία, τα οποία παγιώθηκαν και θεωρήθηκαν κτήμα της. Και όπου δεν επαρκούσε ο ζήλος τών ανδρών, επενέβαινε η βούληση των γυναικών, που ανελάμβαναν να προστατεύσουν κάποια ήθη και έθιμα. «Αυτές είναι που παροτρύνουν τους άνδρες σε νέες λατρείες, εορτές και επικλήσεις· ένα είδος φρονήματος που σπάνια συναντάται στον άνδρα, ο οποίος ζει συνήθως για τον εαυτό του» (Στράβων). Για να αποκαλυφθεί έτσι μια από τις σημαντικότερες επιδράσεις που άσκησαν οι κατά τα άλλα περιθωριοποιημένες Ελληνίδες· οι γυναίκες αυτές τελούσαν οι ίδιες μια σειρά από ιδιαίτερες λατρείες κάθε είδους, και συμμετείχαν σε μεγάλους, πολυήμερους εορτασμούς, που συνοδεύονταν από μυστήρια, όπως στα αθηναϊκά Θεσμοφόρια· μαζική ήταν επίσης η παρουσία τους σε ορισμένες πομπές: «Εάν κάποιος καλούσε τις γυναίκες να τιμήσουν τον Βάκχο, τον Πάνα, την Κολιάδα ή την Γενετυλλίδα Αφροδίτη, θα δημιουργείτο το αδιαχώρητο δια μέσου τής κλαγγής τών τυμπάνων», όπως αναφέρει ο Αριστοφάνης στην αρχή τής Λυσιστράτης.

     Οι συνήθεις θυσίες τών Ελλήνων μπορούν να διακριθούν για μεθοδολογικούς λόγους, όταν γνωρίζουμε τα καθέκαστα, σε ικετευτικές, ευχαριστήριες, εξιλαστήριες κ. ο. κ., αλλά η προέλευση και το πρωταρχικό τους νόημα ανάγονται σε εποχές δυσπρόσιτες. Η ελληνική λέξη ευχή περικλείει όλους τούς τομείς, καθώς και η προσευχή και η ικετευτική λατρεία, ανάλογα όμως με την περίπτωση  και το τάμα, η υπόσχεση δηλαδή μιας περαιτέρω θυσίας ή ενός αναθήματος· το οποίο αποτελεί μια διαρκή μορφή θυσίας κατά βάθος, που προορίζεται να επαναφέρει συνεχώς στη μνήμη τών θεών εκείνον που την προσφέρει. Τί ήταν όμως αυτές οι μικροσκοπικές μορφές ζώων από χαλκό ή πηλό, που απαντώνται μαζικά στους ιερούς τόπους θυσίας; Ήταν άραγες προσφορές φτωχών ανθρώπων, που αδυνατούσαν να διαθέσουν κάποιο ζώο προς σφαγή, και αρκούνταν σε ένα σύμβολο ; ‘Ηταν αναθήματα ευγνωμοσύνης, ή απλώς σύμβολα προσωρινών προσφορών εν αναμονή τελέσεως της καθαυτό θυσίας ; Συναντάμε παντού στο παρελθόν πράγματα που μένουν ανεξήγητα, για τον απλούστατο λόγο ότι στην εποχή τους ήταν απολύτως αυτονόητα, και δεν απαιτούσαν, όπως κάθε τι το καθημερινό, καμιάν ιδιαίτερη επεξήγηση.

     Οι περισσότερες θυσίες δεν έχουν κίνητρο στον Όμηρο· τελούνται στη βάση μιας αρχαίας, παραδοσιακής πρακτικής, η οποία υποκατέστησε την πρωταρχική αιτία και τη διατήρηση τής επίγνωσής της. Ο Ησίοδος επικαλείται την ανάγκη μιας καθημερινής ικετευτικής θυσίας. Συνιστά την τακτική τέλεση θυσίας στους θεούς στον αρχηγό τής οικογένειας, «ώστε να είναι ευμενείς απέναντι στην ψυχή και την καρδιά σου οι θεοί· θα αγοράσεις έτσι εσύ την περιουσία τών άλλων, αντί να τους πουλήσεις τη δική σου». Τελούνταν συνεχώς θυσίες, μόνο και μόνο επειδή οι περισσότερες αποφάσεις και πράξεις απαιτούσαν την ύπαρξη θετικών οιωνών, ενώ και μια συνηθισμένη ακόμα ενέργεια ξεκινούσε πάντοτε με μια σπονδή. Όταν προσφερόταν άκρατος οίνος στην αρχή κάθε συμποσίου, έλεγαν όλοι : «Στον αγαθό δαίμονα!», και  όταν άρχιζαν να πίνουν τον κεκραμένο οίνο μετά το γεύμα, εύχονταν: «Στον Σωτήρα Δία!».

     Επικρατεί λοιπόν, από τούς αρχαιοτάτους χρόνους και τις αρχέγονες θυσίες –  των πρώτων καρπών τής γης – μέχρι την ύστερη εποχή τών σαρκασμών τού Λουκιανού, συνεχώς η ιδέα ότι οι θεοί έχουν ανάγκη τις θυσίες, και ότι αντλούσαν μάλιστα ζωή απ’ αυτές, ή ένα είδος τουλάχιστον απόλαυσης. Η συνείδηση του Έλληνα δεν ανέχθηκε, παρ’όλ’ αυτά, τα ολοκαυτώματα. «Θυσιάζω» σημαίνει στην οικιακή λατρεία πως σφάζω ένα ζώο, και οι θεοί έπρεπε να περιοριστούν στα μέρη τού ζώου, που δεν μπορούσαν να καταναλωθούν από τούς ανθρώπους· υπάρχει μάλιστα και ο σχετικός, διάσημος  μύθος για εκείνη τη θυσία στη Μηκώνη (τη μελλοντική Σικυώνα), όπου ο Προμηθέας εξαπάτησε σκόπιμα τον Δία, προσφέροντάς του τα άχρηστα, αλλά καλυμμένα με πλούσιο λίπος κόκκαλα έτσι, ώστε ο Δίας να έχει μονίμως από ’κεί και πέρα κάποια αφορμή, για να κατηγορεί τούς θύοντες. Η θυσία  μπορoύσε να αποτελεί μάλιστα στο εξής, ακόμη και μιαν απλή πρόφαση, όπως στην περίπτωση των συντρόφων τού Οδυσσέα που ορέγονταν τα βόδια του Ήλιου, και ο Ευρύλοχος τους καθησύχαζε λέγοντας: «Ας θυσιάσουμε αυτά τα ζώα στους θεούς»! Οι μεγάλες, δημόσιες θυσίες (που στην Αθήνα έφταναν και τις τρείς εκατόμβες) επέτρεπαν, στους ιστορικούς χρόνους, τη συμμετοχή τού λαού στα συμπόσια, και είναι πολύ πιθανό, κάποιοι από τούς κατοίκους να είχαν τη μοναδική ευκαιρία να γευτούν κρέας στην ζωή τους. Όπως ήταν δε φυσικό, αυτές οι ευκαιρίες πολλαπλασιάστηκαν βαθμιαία, ταυτόχρονα με την εξασθένιση των λατρευτικών παραδόσεων. Ο Ισοκράτης εκφράζει ως εξής, τον 4ον αιώνα, την απογοήτευσή του: «Οι πρόγονοί μας δεν θυσίαζαν τον παλιό, καλό καιρό ανεξέλεγκτα (όπως σήμερα) μέχρι και τριακόσια βόδια τη φορά, περιφρονώντας τις πατροπαράδοτες θυσίες που είχε θεσπίσει η πόλη· ούτε εισήγαγαν νέες, πομπώδεις τελετές, συνοδευόμενες από συμπόσια, ούτε ανέθεταν τις ιερές τελετές σε ακατάλληλα πρόσωπα, αλλά φρόντιζαν να μην εγκαταλείψουν  καμιάν από τις συνήθειες των δικών τους προγόνων και να μην προσθέσουν τίποτε ξένο στην αρχαία παράδοση». Η Αθήνα είχε όμως ήδη από τον 5ον αιώνα διπλάσιο αριθμό εορτών από κάθε άλλη ελληνική πόλη. Αναφερόμενος στον Τάραντα, ο Θεόπομπος λέει χαρακτηριστικά τον 4ον αιώνα: «Η πόλη θυσιάζει βόδια σχεδόν κάθε μήνα και προσφέρει συμπόσια στον λαό, ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι ξοδεύουν, επιπλέον, σε συναθροίσεις και εορτασμούς τον χρόνο τους».

     Είναι προφανές, ότι ολόκληροι πληθυσμοί συμπεριφέρονταν όπως ακριβώς οι σύντροφοι του Οδυσσέα· οι περισσότερες θυσίες είχαν ωστόσο, ευτυχώς ακόμη, έναν χαρακτήρα εκπλήρωσης σοβαρού χρέους.

     Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ακολουθούσαν λεπτομερώς ένα τελετουργικό που ρύθμιζε τα πάντα, από τις εκφράσεις και το αντικείμενο της θυσίας, μέχρι τον τόπο και την ώρα τέλεσής της· ο ιερός ζήλος βασίλευε στην οικιακή κυρίως λατρεία, η οποία ήταν και παρέμεινε η βάση όλων τών υπολοίπων. Μαζί με τις ετήσιες τελετές, με τις δραματουργίες και τα μυστήρια, παρέμεινε ζωντανή και η παράδοση μιας τακτικής θείας λατρείας, ενός τελετουργικού σύμφωνα με τα έθιμα κάθε ιερού τόπου, το οποίο ιερείς και ιέρειες όφειλαν να σεβαστούν. Η λεκτική πλευρά τού τελετουργικού δεν έχει διασωθεί· αν όμως διασώζεται ένα αρχαίο υπόστρωμα στους επονομαζόμενους ορφικούς ύμνους, και σποραδικά κάποια άλλα αρχαία στοιχεία, και αν μπορούμε να επικαλεστούμε τον έβδομο Ομηρικό Ύμνο (στον Άρη), τότε συμπεραίνουμε ότι επρόκειτο για μια ακολουθία επικλήσεων, είτε με τη μορφή επιθετικών προσδιορισμών, είτε ως αναμνήσεις κάποιου σχετικού μύθου, που απευθύνονταν στη θεότητα· στις οποίες προστίθετο κάθε φορά και η ιδιαίτερη παράκληση. Η επισημότητα και η ακρίβεια ολόκληρης της θυσιαστικής πράξης εμπνεόταν, όπως είπαμε, λιγότερο από την ελπίδα να εισακουστούν οι παρακλήσεις και περισσότερο από τον φόβο τής οργής τών θεών εξαιτίας μιας παράλειψης ή και της εγκατάλειψης της λατρείας τους, θεούς τούς οποίους εξακολουθούσαν να θεωρούν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο,  ως παρόντες. Έτσι εξηγείται και το ευφημείν τών παρευρισκομένων, το οποίο περιελάμβανε τόσο την ευλαβική σιωπή, όσο και την εκφορά λόγων που υποδήλωναν καλά και μόνο πράγματα· αν κάποιος τολμούσε δε να ξεστομίσει κάποιαν υβριστική ή απρεπή λέξη, η θυσία συνήθως επαναλαμβανόταν! Η προσπάθεια αποφυγής παράτολμων λέξεων δεν αποτελούσε μόνο κανόνα καλής συμπεριφοράς ακόμα και στις καθημερινές συνομιλίες, αλλά ενέπνεε, πολύ περισσότερο, φόβο ως μια αρνητική πρόβλεψη, ή και ως μια δύναμη, που θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει.

     Αυτή η γεμάτη σεβασμό σιωπή θα πρέπει να υιοθετήθηκε με δυσκολία μάλλον απ’ τους Έλληνες, αν κρίνουμε απ’ το ότι ακολουθούσαν απρεπείς λόγοι και αντίλογοι μέσα στο πλήθος μετά τις μεγάλες εορτές (και όχι μόνο στα Διονύσια), μερικές μάλιστα φορές τα «εξ αμάξης» από όσους δεν αποχωρούσαν πεζή, καθώς επίσης και  η ανταλλαγή σαρκαστικών χαρακτηρισμών μεταξύ ανδρών και γυναικών, ή μεταξύ γυναικών υπό την καθοδήγηση των ανδρών, προσθέτοντας σε όλα αυτά και την αγριότητα ορισμένων νυχτερινών τελετών (Παννυχίδες). Μπορούμε εδώ να αναφέρουμε τους δικούς μας ιερείς τού Μεσαίωνα ως μια μακρινή αναλογία, οι οποίοι παραχωρούσαν στους εαυτούς τους το δικαίωμα τού από τού άμβωνα πασχαλινού γέλωτα μετά τη νηστεία και τη Μεγάλη Εβδομάδα. Υπήρχαν ωστόσο και στην Αρχαία Ελλάδα πληθυσμοί, που αναγνώριζαν την ανικανότητά τους να τηρήσουν τη σοβαρότητα της θυσίας, όπως π.χ. οι Τιρύνθιοι.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: