Ἡ ἀναζήτηση τῶν ἔσχατων λόγων τῆς πραγματικότητας ὁρίζεται στὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας ὡς μετα-φυσική. Στὴν παράδοση τῆς ὀρθόδοξης θεολογικῆς μαρτυρίας ἡ ἔρευνα αὐτὴ νοηματοδοτεῖ καὶ κυρίως ὑπαρκτικὰ ἐργάζεται τοὺς κεφαλαιώδεις ὅρους τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ λόγου μὲ τρόπο παντελῶς διάφορο τοῦ καθιερωμένου ἀπὸ αὐτὸν τοῦ ἐπιβλητικοῦ, καὶ μέχρι τώρα ἰσχύοντος, δυτικοῦ φιλοσοφικοῦ οἰκοδομήματος. Τὸ παρὸν σχόλιο φιλοδοξεῖ νὰ ἰχνογραφήσει τὸν τρόπο αὐτὸ μὲ πλοηγὸ σπαράγματα ἀπὸ τὴ θεοτόκο ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητῆ, μὲ σκοπὸ νὰ ἀναδειχθεῖ ὅτι ἡ ὑπαγωγὴ στὴ μεταφυσικὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ψηλάφησης τῆς αἰτιώδους ἀρχῆς τοῦ ὑπαρκτοῦ μᾶλλον λειτουργεῖ ἀποπροσανατολιστικά.
Ὁ μάρτυρας θεολόγος τοῦ ἕβδομου αἰώνα ἀναγνωρίζει τὸν λόγο ὡς τὸ οὐσιῶδες γνώρισμα τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου, μὲ σκοπὸ τὴν ἐρευνητικὴ ἐπισκόπηση τῶν ὄντων καὶ τὴν κριτικὴ ἀντίληψη τῆς ἀλήθειας.[1] Ὁ λόγος εἶναι τὸ ὄργανο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν δημιουργικὴ αἰτία τῶν ὄντων ἐκείνους ποὺ διατηροῦν ἀκέραιη τὴν ὁρμὴ τοῦ φυσικοῦ πόθου.[2] Ὁ πόθος αὐτὸς εἶναι ἡ ἐγκατεσπαρμένη στὴ φύση ἔφεση πρὸς ζήτηση τῆς ἀλήθειας, ὁ ὁποῖος εἶναι συμπεπλεγμένος μὲ τὴ δύναμη τοῦ λόγου.[3] Ὅταν λοιπὸν ὁ λόγος «μετὰ τὴν τῶν ἀντικειμένων ἀποβολήν, εὕρῃ τὸ κατὰ φύσιν ἐραστόν»[4], δὲν ἐργάζεται ἁπλῶς πρὸς ἀπόκτηση κάποιας γνώσης ἢ δεξιότητας, οὔτε δραστηριοποιεῖται εὐγενίζοντας τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἐκπληρώνει τὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξης, διότι «ὁ ἄνθρωπος ἐπὶ τοῦτο ἐπλάσθη, ὥστε πρὸς τὴν αἰτίαν ἀναβῆναι τῷ πόθῳ».[5]
Πουθενὰ στὸν ἅγιο Μάξιμο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ στοιχειοθετηθεῖ ἡ ταύτιση τῆς φύσης μὲ τὴν ἀναγκαιότητα ἢ πολὺ περισσότερο μὲ τὸ ἴδιο τὸ κακό. Ἀντιθέτως εἶναι ξεκάθαρη ἡ διατύπωση ὅτι «οὐ μόνον ἡ θεία καὶ ἄκτιστος φύσις οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει φυσικόν, ἀλλ’ οὐδὲ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή»,[6] διότι, ὅπως λίγο παρακάτω σημειώνεται, ἂν τὸ φυσικὸ εἶναι ὑποκείμενο στὴν ἀνάγκη καὶ ὁ Θεὸς εἶναι φύσει Θεός, τότε ὁ Θεὸς εἶναι κατ’ ἀνάγκη Θεός, πρᾶγμα ποὺ συνιστᾶ ἔσχατη βλασφημία.[7]
Δὲν εἶναι ὅμως μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φύση, ἄκτιστη ἢ κτιστή, δὲν μπορεῖ σὲ καμία περίπτωση νὰ ὁρίζεται συστατικὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγκη. Τίποτε στὴν κτιστὴ φύση δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ οὔτε κὰν ἀκάθαρτο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει αἴτιο τῆς ὑπάρξεώς της τὸν Θεὸ[8] καὶ «οὐδὲν ἀντίκειται Θεῷ φυσικόν»[9]. Μετὰ ἀπὸ δεκατρεῖς αἰῶνες στὴ Δύση ὁ ὑπαρξισμὸς θὰ διακηρύξει διὰ στόματος Ζ. Π. Σὰρτρ ὅτι ἡ ὕπαρξη προηγεῖται τῆς οὐσίας ἀκριβῶς γιατὶ ἡ δεύτερη εἶναι συνώνυμη ὁριστικῶν προδιαγραφῶν ποὺ φαλκιδεύουν καὶ ἀναιροῦν τὴν ἐλευθερία.[10] Ἂν ἀπὸ τὸν μεταφυσικὸ πλοῦτο τῆς Δύσης ἀνασύρεται ὁ Σὰρτρ εἶναι διότι στὸ ἔργο του συγκεφαλαιώνεται μοναδικὰ ἡ ὀντολογικὴ περιπέτεια τῆς δυτικῆς φιλοσοφίας, σὲ σημεῖο ποὺ δικαίως κατατίθεται ὅτι οἱ θεωρήσεις του ἀντιπροσωπεύουν τὴν ὑψηλότερή της θεολογικὴ στιγμή.[11]
Ἡ σαρτρικὴ κραυγὴ ἐνάντια στὴν πηγμένη φύση δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀποκομμένη καὶ ἄσχετη ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῆς φύσης στὸ πλαίσιο τῆς παράδοσης ποὺ κληρονόμησε ὁ Γάλλος ὑπαρξιστής. Ἡ αὐγουστίνεια ἐνοχικὴ προίκα της, ἡ μυστικιστικὴ νεοπλατωνικὴ χειραγώγησή της, ἡ ἀκινάτεια περίκλειστη αὐτονόμησή της, ὁ ἀναγεννησιακὸς πειραματικός της ἐκβιασμὸς καὶ ἡ φυσιοκρατικὴ ἀνατίμησή της κατὰ τὸν διαφωτισμὸ (λαμβανομένων ὑπ’ ὄψη τῶν ἀναγκαίων σχηματοποιήσεων μιᾶς μὴ ἐξαντλητικῆς πραγμάτευσης ὅπως ἡ παροῦσα) κατέστησαν τὴ φύση δεκτικὴ ποικίλων ὅσων ἀνελεύθερων διεξοδεύσεων. Ὁ ὑπαρξισμὸς λοιπὸν ὑπῆρξε ἡ ἀγωνιώδης ἀντίδραση ἐνάντια στὸ ἀσφυγκτικὸ γιὰ τὴν ὕπαρξη πλέγμα, ποὺ κληροδότησε τόσο ὁ ἰδεαλισμὸς καὶ ὁ ρεαλισμός, μαζὶ μὲ τὶς πανθεϊστικὲς καὶ ὑλιστικὲς ἀποκλίσεις τους, ὅσο καὶ ἡ ἀπόπειρα τῆς καντιανῆς κριτικῆς ὑπέρβασής τους.[12]
Κατὰ Μάξιμο ὅμως εἶναι στὴ φύση του ὅπου ὁ ἄνθρωπος θὰ βρεῖ τὴν ἐκζητικὴ καὶ ἐρευνητικὴ δυνατότητα νὰ ψαύσει τὸ ὄντως εἶναι, καθὼς αὐτὴ ἔχει καταβληθεῖ οὐσιωδῶς ἀπὸ τὸν Κτίστη.[13] Οὐκ ὀλίγες φορὲς δὲ ἀναφέρει ὡς ὄργανο-τρόπο αὐτοῦ τοῦ κοπιώδους ὑπαρκτικοῦ ἐγχειρήματος τὸν ὀρθὸ λόγο.[14] Αὐτὸς εἶναι ἡ πυξίδα, ὁ ἀνιχνευτὴς καὶ τὸ κριτήριο τῆς ὄντως φιλοσοφίας, ποὺ ἐπιστημόνως χαλιναγωγεῖ τὴν ὑπαρκτικὴ καὶ γνωστικὴ φορὰ πρὸς τὸ παρά-λογο. Νοῦς καὶ λόγος συγκροτοῦν τὴν ὄντως γνώση καὶ τὸ πέρας τῆς θειοτάτης φιλοσοφίας,[15] μὲ τὸν λόγο νὰ προΐσταται τῆς κατὰ φύσιν διακριτικῆς ἔρευνας,[16] ἢ τῆς, γνωστῆς στὴν ἀσκητικὴ γραμματεία, φυσικῆς θεωρίας – γνώσης τῶν ὄντων.
Ἡ γνωστικὴ καὶ ὑπαρκτικὴ αὐτὴ ἐπίβαση θεμελιώνεται στοὺς λόγους τῶν ὄντων, στὸ θεῖο δηλαδὴ θέλημα, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν αἰτία τῶν ὄντων.[17] Τὰ προϋπάρχοντα αὐτὰ αἰτιώδη παραδείγματα, ποὺ κάνουν τὰ ὄντα νὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ εἶναι, συνιστοῦν τὴν καταβεβλημένη στὴ φύση κλήση τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ συστατικὴ δομὴ τῶν ὄντων συγκροτεῖται δια-λογικά. Ὁ Δημιουργός-Λόγος μέσῳ τῶν ἄκτιστων λόγων καταθέτει τὴν πρόθεσή του, τὸ ἄκτιστο θέλημά Του γιὰ κοινωνία μὲ τὸν ἄνθρωπο. Στὴ δημιουργικὴ αὐτὴ προοπτικὴ τὰ ὄντα δὲν εἶναι συντελεσμένα γεγονότα ἀλλὰ ἐν ἐξελίξει προορισμοί. Ἐδῶ ἑδράζεται τὸ ἱερατικὸ χάρισμα τοῦ εἰκονίζοντα τὸν Λόγο ἀνθρώπου: Ἀπὸ ἔλλογος νὰ καταστεῖ ἔλΛογος ἀγκαλιάζοντας τὴν κτίση ὁλόκληρη μὲ τὰ ἀπηχήματα τοῦ διαλόγου του μὲ τὸν Λόγο. Ἡ πρόταση αὐτῆς τῆς μεθεκτικῆς ἐκτύλιξης τοῦ εἶναι πρὸς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν εἶναι ἕνα ἀπαρέγκλιτο χάρισμα-κλήση πρὸς συνεργία. Διότι ὁ κατὰ φύσιν λόγος, καὶ τὰ φυσικὰ ἐν γένει σπέρματα, δὲν ἀφυπνίζονται αὐτόνομα, ἀλλὰ ἀνακινοῦνται, γιὰ τὴν Λογικὴ κοινωνικὴ πραγμάτωσή τους, ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἀναχαιτίζει τὴν παρὰ τὸν θεσμὸ τῆς φύσεως ροπὴ τοῦ κτιστοῦ.[18] Αὐτὸς εἶναι ὁ χαρακτήρας καὶ τὸ ζωογόνο περιεχόμενο τῆς «ἐκστατικῆς καὶ μεμεθυσμένης τῶν ἀγαθῶν μετουσίας»:[19] Ὁ κοινωνικὸς πλατυσμὸς τῆς φύσης καὶ ὄχι ἡ χειραφέτηση ἀπὸ αὐτὴν καὶ τὴν ὑποτιθέμενη ἀναγκαιότητά της. Ἡ μόνη ἔκσταση ποὺ πραγματοποιεῖται εἶναι αὐτὴ ἀπὸ τὴ μονολογικὴ παραφωνία τῆς κτιστῆς ἰδιωτείας στὴ διαλογικὴ μέθεξη τοῦ Λόγου.[20] Στὸ πλαίσιο αὐτὸ εἶναι ἰδιαίτερη καὶ διάχυτη ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Ὁμολογητῆ θεολόγου γιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπεγκλωβιστεῖ ὁ νοῦς ἀπὸ τὴ ρηχότητα τῆς γνωστικῆς προσπέλασης τῶν αἰσθήσεων ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἐπανασυντονισμὸ τοῦ γνωμικοῦ θελήματος μὲ τὸ τῆς φύσεως.
Συνοψίζοντας λοιπὸν τὰ παραπάνω εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικὸς τρόπος ὕπαρξης οὔτε θεμελιώνεται, οὔτε ἐκδιπλώνεται μακρὰν τῆς φύσης. Δὲν ἀπαιτεῖται καμία ἔκσταση ἐκ τῆς φύσεως, καμία ἀπελευθέρωση ἀπὸ ὑποτιθέμενα δεσμὰ ποὺ αὐτὴ προϋποθέτει, καμία ἀπόδραση σὲ νεφελώδεις σφαῖρες ἱδρυτικὲς τρόπων καὶ τόπων ὅπου μὲ ἀσφάλεια θάλλει ὁ ὑποκειμενισμός. Διότι τὸ γνωστικὸ ἔρεισμα ἀλλὰ καὶ ἐφαλτήριο τῆς ἐν Πνεύματι ὑπαρκτικῆς μεταποίησης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ὁλόκληρος ἄνθρωπος, ἡ φύση του, καὶ ὄχι κάποιο αὐτονομημένο φυσικὸ γνώρισμα ὅπως ἡ νόηση ἢ οἱ αἰσθήσεις.[21]
Ὁ ὅλος ἄνθρωπος ἀκραγγίζει χαρισματικὰ τὸν ἔσχατο λόγο τῆς πραγματικότητας. Ὁ λόγος αὐτὸς δὲν βρίσκεται σὲ οὐράνιες μετα-φυσικὲς μεταρσιώσεις ἀλλὰ στὴν ἴδια τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐνσάρκωση, ποὺ τόσο συγκλονιστικὰ ἐγκαινίασε τὸν τόπο αὐτῆς τῆς συνεργιακῆς-διαλογικῆς ὑπαρκτικῆς προόδου, δὲν καινοτόμησε τὸν λόγο τῆς φύσεως, ἀλλὰ τὸν τρόπο της.[22] Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προσφέρεται στοὺς αἰῶνες εὐχαριστιακά, μὲ τὴν ἐπὶ τὸ θειότερον μετασκευὴ νὰ συντελεῖται διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ἀναλογίας.[23] Ἡ ἀσκητικὴ γεωργία ἐδῶ βρίσκει τὸ ζωογόνο νόημά της: Ὄχι στὸν δρασμὸ ἐκ τῆς φύσεως ἀλλὰ στὴν περιχωρητικὴ ἐκλέπτυνσή της πρὸς ὑποδοχὴ τοῦ Λόγου.[24] Ἡ ἵδρυση αὐτοῦ τοῦ καινοῦ Λογικοῦ τρόπου συντελέστηκε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση, κατὰ τὴν ὁποία ὁ κενωθεὶς Λόγος ἀπέδωσε στὴν ἀνθρώπινη φύση ἄχραντες τὶς δυνάμεις της.[25] Τὸ ἔργο αὐτῆς τῆς ἄφατης ἀγάπης πραγματοποιεῖ τὴν πρὸς ἀλλήλους συνάφεια «τὴν τὰ μεμερισμένα συνάγουσαν καὶ πρὸς ἕνα καὶ λόγον καὶ τρόπον πάλιν δημιουργοῦσαν τὸν ἄνθρωπον».[26] Ἡ ἀγαπητικὴ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κατεργάζεται ἡ ἐνανθρώπηση, δὲν εἶναι παρὰ ἡ κοινωνικὴ ἀναδόμηση τοῦ ὁμοουσίου, τοῦ κοινοῦ λόγου καὶ τρόπου τῆς φύσης, στὸν ὁποῖο ἡ ἑτερότητα δὲν ἀφανίζεται ἀλλὰ ὑπάρχει ἀσύμμικτα.[27]
Αὐτὸς ὁ δοξολογικὸς ρεαλισμὸς διακρίνεται ἐμφατικὰ ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση μετα-φυσικῶν πτήσεων πρὸς ζήτηση τοῦ ὄντως ὑπαρκτοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, πλήρως ἐναρμονισμένος μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία ποὺ κληρονόμησε καὶ γεύθηκε ὁ ἴδιος, ὑπομνηματίζει τὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ δεξιωθεῖ συνενεργώντας τὸ χάρισμα τῆς ἐπανεύρεσης τῆς φύσης του. Ἡ ἀπόδοση λοιπὸν μετα-φυσικῶν γνωρισμάτων στὴ δυναμικὴ προοπτικὴ τῆς εὐχαριστιακῆς αὐτῆς φυσιολογίας μᾶλλον ἀδικεῖ καὶ παραγνωρίζει πλήρως τὸ περιεχόμενό της, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὴν ἴδια τὴ λησμονημένη φύση. Στὴν ἀναμενόμενη δὲ μομφὴ ὅτι καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς τρόπος προϋποθέτει τὸν ἐξ ὁρισμοῦ μετά-τη-φύση ἄκτιστο Θεό, ἀπαντᾶ μὲ περισσῆ ἀκρίβεια ὁ Νίκος Καροῦζος:
Ἐγὼ ὁ σταλαγμίτης
ὁλοένα
πλησιάζω τὸ σταλαχτίτη ποὺ μὲ κράζει ἀπεγνωσμένα
γιὰ νὰ ἐγγίσουν κάποτε τὰ στάγματα
τὴ μεγάλη ἕνωση…
(Χριστούγεννα τοῦ σταλαγμίτη)
Ὁ μάρτυρας θεολόγος τοῦ ἕβδομου αἰώνα ἀναγνωρίζει τὸν λόγο ὡς τὸ οὐσιῶδες γνώρισμα τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου, μὲ σκοπὸ τὴν ἐρευνητικὴ ἐπισκόπηση τῶν ὄντων καὶ τὴν κριτικὴ ἀντίληψη τῆς ἀλήθειας.[1] Ὁ λόγος εἶναι τὸ ὄργανο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν δημιουργικὴ αἰτία τῶν ὄντων ἐκείνους ποὺ διατηροῦν ἀκέραιη τὴν ὁρμὴ τοῦ φυσικοῦ πόθου.[2] Ὁ πόθος αὐτὸς εἶναι ἡ ἐγκατεσπαρμένη στὴ φύση ἔφεση πρὸς ζήτηση τῆς ἀλήθειας, ὁ ὁποῖος εἶναι συμπεπλεγμένος μὲ τὴ δύναμη τοῦ λόγου.[3] Ὅταν λοιπὸν ὁ λόγος «μετὰ τὴν τῶν ἀντικειμένων ἀποβολήν, εὕρῃ τὸ κατὰ φύσιν ἐραστόν»[4], δὲν ἐργάζεται ἁπλῶς πρὸς ἀπόκτηση κάποιας γνώσης ἢ δεξιότητας, οὔτε δραστηριοποιεῖται εὐγενίζοντας τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἐκπληρώνει τὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξης, διότι «ὁ ἄνθρωπος ἐπὶ τοῦτο ἐπλάσθη, ὥστε πρὸς τὴν αἰτίαν ἀναβῆναι τῷ πόθῳ».[5]
Πουθενὰ στὸν ἅγιο Μάξιμο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ στοιχειοθετηθεῖ ἡ ταύτιση τῆς φύσης μὲ τὴν ἀναγκαιότητα ἢ πολὺ περισσότερο μὲ τὸ ἴδιο τὸ κακό. Ἀντιθέτως εἶναι ξεκάθαρη ἡ διατύπωση ὅτι «οὐ μόνον ἡ θεία καὶ ἄκτιστος φύσις οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει φυσικόν, ἀλλ’ οὐδὲ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή»,[6] διότι, ὅπως λίγο παρακάτω σημειώνεται, ἂν τὸ φυσικὸ εἶναι ὑποκείμενο στὴν ἀνάγκη καὶ ὁ Θεὸς εἶναι φύσει Θεός, τότε ὁ Θεὸς εἶναι κατ’ ἀνάγκη Θεός, πρᾶγμα ποὺ συνιστᾶ ἔσχατη βλασφημία.[7]
Δὲν εἶναι ὅμως μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φύση, ἄκτιστη ἢ κτιστή, δὲν μπορεῖ σὲ καμία περίπτωση νὰ ὁρίζεται συστατικὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγκη. Τίποτε στὴν κτιστὴ φύση δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ οὔτε κὰν ἀκάθαρτο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει αἴτιο τῆς ὑπάρξεώς της τὸν Θεὸ[8] καὶ «οὐδὲν ἀντίκειται Θεῷ φυσικόν»[9]. Μετὰ ἀπὸ δεκατρεῖς αἰῶνες στὴ Δύση ὁ ὑπαρξισμὸς θὰ διακηρύξει διὰ στόματος Ζ. Π. Σὰρτρ ὅτι ἡ ὕπαρξη προηγεῖται τῆς οὐσίας ἀκριβῶς γιατὶ ἡ δεύτερη εἶναι συνώνυμη ὁριστικῶν προδιαγραφῶν ποὺ φαλκιδεύουν καὶ ἀναιροῦν τὴν ἐλευθερία.[10] Ἂν ἀπὸ τὸν μεταφυσικὸ πλοῦτο τῆς Δύσης ἀνασύρεται ὁ Σὰρτρ εἶναι διότι στὸ ἔργο του συγκεφαλαιώνεται μοναδικὰ ἡ ὀντολογικὴ περιπέτεια τῆς δυτικῆς φιλοσοφίας, σὲ σημεῖο ποὺ δικαίως κατατίθεται ὅτι οἱ θεωρήσεις του ἀντιπροσωπεύουν τὴν ὑψηλότερή της θεολογικὴ στιγμή.[11]
Ἡ σαρτρικὴ κραυγὴ ἐνάντια στὴν πηγμένη φύση δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀποκομμένη καὶ ἄσχετη ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῆς φύσης στὸ πλαίσιο τῆς παράδοσης ποὺ κληρονόμησε ὁ Γάλλος ὑπαρξιστής. Ἡ αὐγουστίνεια ἐνοχικὴ προίκα της, ἡ μυστικιστικὴ νεοπλατωνικὴ χειραγώγησή της, ἡ ἀκινάτεια περίκλειστη αὐτονόμησή της, ὁ ἀναγεννησιακὸς πειραματικός της ἐκβιασμὸς καὶ ἡ φυσιοκρατικὴ ἀνατίμησή της κατὰ τὸν διαφωτισμὸ (λαμβανομένων ὑπ’ ὄψη τῶν ἀναγκαίων σχηματοποιήσεων μιᾶς μὴ ἐξαντλητικῆς πραγμάτευσης ὅπως ἡ παροῦσα) κατέστησαν τὴ φύση δεκτικὴ ποικίλων ὅσων ἀνελεύθερων διεξοδεύσεων. Ὁ ὑπαρξισμὸς λοιπὸν ὑπῆρξε ἡ ἀγωνιώδης ἀντίδραση ἐνάντια στὸ ἀσφυγκτικὸ γιὰ τὴν ὕπαρξη πλέγμα, ποὺ κληροδότησε τόσο ὁ ἰδεαλισμὸς καὶ ὁ ρεαλισμός, μαζὶ μὲ τὶς πανθεϊστικὲς καὶ ὑλιστικὲς ἀποκλίσεις τους, ὅσο καὶ ἡ ἀπόπειρα τῆς καντιανῆς κριτικῆς ὑπέρβασής τους.[12]
Κατὰ Μάξιμο ὅμως εἶναι στὴ φύση του ὅπου ὁ ἄνθρωπος θὰ βρεῖ τὴν ἐκζητικὴ καὶ ἐρευνητικὴ δυνατότητα νὰ ψαύσει τὸ ὄντως εἶναι, καθὼς αὐτὴ ἔχει καταβληθεῖ οὐσιωδῶς ἀπὸ τὸν Κτίστη.[13] Οὐκ ὀλίγες φορὲς δὲ ἀναφέρει ὡς ὄργανο-τρόπο αὐτοῦ τοῦ κοπιώδους ὑπαρκτικοῦ ἐγχειρήματος τὸν ὀρθὸ λόγο.[14] Αὐτὸς εἶναι ἡ πυξίδα, ὁ ἀνιχνευτὴς καὶ τὸ κριτήριο τῆς ὄντως φιλοσοφίας, ποὺ ἐπιστημόνως χαλιναγωγεῖ τὴν ὑπαρκτικὴ καὶ γνωστικὴ φορὰ πρὸς τὸ παρά-λογο. Νοῦς καὶ λόγος συγκροτοῦν τὴν ὄντως γνώση καὶ τὸ πέρας τῆς θειοτάτης φιλοσοφίας,[15] μὲ τὸν λόγο νὰ προΐσταται τῆς κατὰ φύσιν διακριτικῆς ἔρευνας,[16] ἢ τῆς, γνωστῆς στὴν ἀσκητικὴ γραμματεία, φυσικῆς θεωρίας – γνώσης τῶν ὄντων.
Ἡ γνωστικὴ καὶ ὑπαρκτικὴ αὐτὴ ἐπίβαση θεμελιώνεται στοὺς λόγους τῶν ὄντων, στὸ θεῖο δηλαδὴ θέλημα, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν αἰτία τῶν ὄντων.[17] Τὰ προϋπάρχοντα αὐτὰ αἰτιώδη παραδείγματα, ποὺ κάνουν τὰ ὄντα νὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ εἶναι, συνιστοῦν τὴν καταβεβλημένη στὴ φύση κλήση τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ συστατικὴ δομὴ τῶν ὄντων συγκροτεῖται δια-λογικά. Ὁ Δημιουργός-Λόγος μέσῳ τῶν ἄκτιστων λόγων καταθέτει τὴν πρόθεσή του, τὸ ἄκτιστο θέλημά Του γιὰ κοινωνία μὲ τὸν ἄνθρωπο. Στὴ δημιουργικὴ αὐτὴ προοπτικὴ τὰ ὄντα δὲν εἶναι συντελεσμένα γεγονότα ἀλλὰ ἐν ἐξελίξει προορισμοί. Ἐδῶ ἑδράζεται τὸ ἱερατικὸ χάρισμα τοῦ εἰκονίζοντα τὸν Λόγο ἀνθρώπου: Ἀπὸ ἔλλογος νὰ καταστεῖ ἔλΛογος ἀγκαλιάζοντας τὴν κτίση ὁλόκληρη μὲ τὰ ἀπηχήματα τοῦ διαλόγου του μὲ τὸν Λόγο. Ἡ πρόταση αὐτῆς τῆς μεθεκτικῆς ἐκτύλιξης τοῦ εἶναι πρὸς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν εἶναι ἕνα ἀπαρέγκλιτο χάρισμα-κλήση πρὸς συνεργία. Διότι ὁ κατὰ φύσιν λόγος, καὶ τὰ φυσικὰ ἐν γένει σπέρματα, δὲν ἀφυπνίζονται αὐτόνομα, ἀλλὰ ἀνακινοῦνται, γιὰ τὴν Λογικὴ κοινωνικὴ πραγμάτωσή τους, ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἀναχαιτίζει τὴν παρὰ τὸν θεσμὸ τῆς φύσεως ροπὴ τοῦ κτιστοῦ.[18] Αὐτὸς εἶναι ὁ χαρακτήρας καὶ τὸ ζωογόνο περιεχόμενο τῆς «ἐκστατικῆς καὶ μεμεθυσμένης τῶν ἀγαθῶν μετουσίας»:[19] Ὁ κοινωνικὸς πλατυσμὸς τῆς φύσης καὶ ὄχι ἡ χειραφέτηση ἀπὸ αὐτὴν καὶ τὴν ὑποτιθέμενη ἀναγκαιότητά της. Ἡ μόνη ἔκσταση ποὺ πραγματοποιεῖται εἶναι αὐτὴ ἀπὸ τὴ μονολογικὴ παραφωνία τῆς κτιστῆς ἰδιωτείας στὴ διαλογικὴ μέθεξη τοῦ Λόγου.[20] Στὸ πλαίσιο αὐτὸ εἶναι ἰδιαίτερη καὶ διάχυτη ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Ὁμολογητῆ θεολόγου γιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπεγκλωβιστεῖ ὁ νοῦς ἀπὸ τὴ ρηχότητα τῆς γνωστικῆς προσπέλασης τῶν αἰσθήσεων ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἐπανασυντονισμὸ τοῦ γνωμικοῦ θελήματος μὲ τὸ τῆς φύσεως.
Συνοψίζοντας λοιπὸν τὰ παραπάνω εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικὸς τρόπος ὕπαρξης οὔτε θεμελιώνεται, οὔτε ἐκδιπλώνεται μακρὰν τῆς φύσης. Δὲν ἀπαιτεῖται καμία ἔκσταση ἐκ τῆς φύσεως, καμία ἀπελευθέρωση ἀπὸ ὑποτιθέμενα δεσμὰ ποὺ αὐτὴ προϋποθέτει, καμία ἀπόδραση σὲ νεφελώδεις σφαῖρες ἱδρυτικὲς τρόπων καὶ τόπων ὅπου μὲ ἀσφάλεια θάλλει ὁ ὑποκειμενισμός. Διότι τὸ γνωστικὸ ἔρεισμα ἀλλὰ καὶ ἐφαλτήριο τῆς ἐν Πνεύματι ὑπαρκτικῆς μεταποίησης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ὁλόκληρος ἄνθρωπος, ἡ φύση του, καὶ ὄχι κάποιο αὐτονομημένο φυσικὸ γνώρισμα ὅπως ἡ νόηση ἢ οἱ αἰσθήσεις.[21]
Ὁ ὅλος ἄνθρωπος ἀκραγγίζει χαρισματικὰ τὸν ἔσχατο λόγο τῆς πραγματικότητας. Ὁ λόγος αὐτὸς δὲν βρίσκεται σὲ οὐράνιες μετα-φυσικὲς μεταρσιώσεις ἀλλὰ στὴν ἴδια τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐνσάρκωση, ποὺ τόσο συγκλονιστικὰ ἐγκαινίασε τὸν τόπο αὐτῆς τῆς συνεργιακῆς-διαλογικῆς ὑπαρκτικῆς προόδου, δὲν καινοτόμησε τὸν λόγο τῆς φύσεως, ἀλλὰ τὸν τρόπο της.[22] Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προσφέρεται στοὺς αἰῶνες εὐχαριστιακά, μὲ τὴν ἐπὶ τὸ θειότερον μετασκευὴ νὰ συντελεῖται διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ἀναλογίας.[23] Ἡ ἀσκητικὴ γεωργία ἐδῶ βρίσκει τὸ ζωογόνο νόημά της: Ὄχι στὸν δρασμὸ ἐκ τῆς φύσεως ἀλλὰ στὴν περιχωρητικὴ ἐκλέπτυνσή της πρὸς ὑποδοχὴ τοῦ Λόγου.[24] Ἡ ἵδρυση αὐτοῦ τοῦ καινοῦ Λογικοῦ τρόπου συντελέστηκε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση, κατὰ τὴν ὁποία ὁ κενωθεὶς Λόγος ἀπέδωσε στὴν ἀνθρώπινη φύση ἄχραντες τὶς δυνάμεις της.[25] Τὸ ἔργο αὐτῆς τῆς ἄφατης ἀγάπης πραγματοποιεῖ τὴν πρὸς ἀλλήλους συνάφεια «τὴν τὰ μεμερισμένα συνάγουσαν καὶ πρὸς ἕνα καὶ λόγον καὶ τρόπον πάλιν δημιουργοῦσαν τὸν ἄνθρωπον».[26] Ἡ ἀγαπητικὴ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κατεργάζεται ἡ ἐνανθρώπηση, δὲν εἶναι παρὰ ἡ κοινωνικὴ ἀναδόμηση τοῦ ὁμοουσίου, τοῦ κοινοῦ λόγου καὶ τρόπου τῆς φύσης, στὸν ὁποῖο ἡ ἑτερότητα δὲν ἀφανίζεται ἀλλὰ ὑπάρχει ἀσύμμικτα.[27]
Αὐτὸς ὁ δοξολογικὸς ρεαλισμὸς διακρίνεται ἐμφατικὰ ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση μετα-φυσικῶν πτήσεων πρὸς ζήτηση τοῦ ὄντως ὑπαρκτοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, πλήρως ἐναρμονισμένος μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία ποὺ κληρονόμησε καὶ γεύθηκε ὁ ἴδιος, ὑπομνηματίζει τὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ δεξιωθεῖ συνενεργώντας τὸ χάρισμα τῆς ἐπανεύρεσης τῆς φύσης του. Ἡ ἀπόδοση λοιπὸν μετα-φυσικῶν γνωρισμάτων στὴ δυναμικὴ προοπτικὴ τῆς εὐχαριστιακῆς αὐτῆς φυσιολογίας μᾶλλον ἀδικεῖ καὶ παραγνωρίζει πλήρως τὸ περιεχόμενό της, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὴν ἴδια τὴ λησμονημένη φύση. Στὴν ἀναμενόμενη δὲ μομφὴ ὅτι καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς τρόπος προϋποθέτει τὸν ἐξ ὁρισμοῦ μετά-τη-φύση ἄκτιστο Θεό, ἀπαντᾶ μὲ περισσῆ ἀκρίβεια ὁ Νίκος Καροῦζος:
Ἐγὼ ὁ σταλαγμίτης
ὁλοένα
πλησιάζω τὸ σταλαχτίτη ποὺ μὲ κράζει ἀπεγνωσμένα
γιὰ νὰ ἐγγίσουν κάποτε τὰ στάγματα
τὴ μεγάλη ἕνωση…
(Χριστούγεννα τοῦ σταλαγμίτη)
ΣΧΟΛΙΟ:ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΕΠΙΜΟΝΗ ΣΤΗΝ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ. ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΑΙΡΕΙ ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΟΣΑ ΔΑΝΕΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΟΛΗ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΙΑ.«οὐ μόνον ἡ θεία καὶ ἄκτιστος φύσις οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει φυσικόν, ἀλλ’ οὐδὲ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή» ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟ ΟΤΙ Η ΝΟΕΡΑ ΚΑΙ ΚΤΙΣΤΗ ΦΥΣΙΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΥΣ, Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΙΣ. ΑΥΤΗ Η ΣΥΓΧΥΣΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΕΙΣΗΓΑΓΕ Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ.
[1] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον, περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Πρόλογος τῶν παρακειμένων ἐν τοῖς μετωπίοις σχολίων, PG 90, 264Β. Εἶναι αὐτονόητο, ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο ἀλλὰ γιὰ σύνολη τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὅτι ἡ ἀντίληψη τῆς ἀλήθειας δὲν εἶναι μία διανοητικὴ διεργασία ἀλλὰ ἡ ὑπαρκτικὴ ἀνακαίνιση ὡς καρπὸς τῆς μεθεκτικῆς τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὅδευσης.
[2] στὸ ἴδιο, 264ΒC.
[3] ὅ.π., Κεφάλαια Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ Ε’, 1392C.
[4] ὅ.π., Κεφάλαια Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ Α’, 1204 Β.
[5]Ἐρωταποκρίσεις, Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καὶ ἀσκητικῶν, τ. 14Α’, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1992, σ. 102.
[6] Συζήτησις μετὰ Πύρρου, PG 91, 293Β.
[7] στὸ ἴδιο, 91, 293C.
[8] Πρὸς Θαλάσσιον, περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς,Ἐρώτησις ΚΖ’, PG 90, 357D – 360A.
[9] Κεφάλαια Θεολογικὰ καὶ Πολεμικά, PG 91, 80A.
[10] Ζάν – Πὼλ Σάρτρ, Τὸ Εἶναι καὶ τὸ Μηδέν, Δοκίμιο φαινομενολογικῆς ὀντολογίας, μτφρ. Κωστῆ Παπαγιώργη, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 2007. Ἐνδεικτικὰ μὲ διαφορετικὲς διατυπώσεις: σ. 79 · 684 · 686 · 728 · 873.
[11] Χρήστου Γιανναρᾶ, Σχεδίασμα εἰσαγωγῆς στὴ φιλοσοφία, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 21988, σ. 282.
[12] Νικ. Ἀ. Νησιώτη, Ὑπαρξισμὸς καὶ χριστιανικὴ πίστις, ἐκδ. Μήνυμα, Ἀθήνα 1986, σ. 17-38.
[13] Πρὸς Θαλάσσιον, περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἐρώτησις ΝΘ’, PG 90, 604B.
[14] ἐνδεικτικά: στὸ ἴδιο: Ἐρώτησις ΝΔ’, 521C, Περὶ θεολογίας καὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ, 1088C, Πρὸς Ἰωάννην Ἀρχιεπίσκοπον Κυζίκου, PG 91, 1108A.
[15] Μυσταγωγία, PG 91, 673B.
[16] Πρὸς Θαλάσσιον, περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἐρώτησις ΝΘ‘, PG 90, 616CD-617.
[17] Ἐνδεικτικά: Πρὸς Ἰωάννην Ἀρχιεπίσκοπον Κυζίκου, PG 91, 1080C · 1313AB · Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, PG 4, 329D-332A · 352A · Κεφάλαια Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ Δ‘, PG 90, 1317BC.
[18] Πρὸς Θαλάσσιον, περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἐρώτησις ΙΕ‘, PG 90, 297BD.
[19] Ἐρωταποκρίσεις, ὅ.π., σ. 248.
[20]Ἐνδεικτικά: Κεφάλαια Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ Β’, PG 90, 1233D: ἡ δὲ γνῶσις γεννᾶ τὴν καλὴν ἔκστασιν, τὴν τὸν νοῦν τῆς κατ’ αἴσθησιν σχέσεως ἐξιστῶσαν. Καὶ στὸ ἴδιο: 1376C: […] τὰ θεῖα νοητέον, οὐ καθ’ ἡμᾶς· ἀλλ’ ὅλους ἑαυτούς, ὅλων ἑαυτῶν ἐξισταμένους, καὶ ὅλους Θεοῦ γινομένους.
[21] Ἁγίου Σωφρονίου τοῦ Ἀθωνίτου, Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, Ἱ. Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 32020, σ. 19: […] τὸ πρόσωπο ποὺ γνωρίζει μετέχει μὲ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς φύσεώς του, καὶ ὄχι μόνο μὲ τὴ διάνοια. […] (ὑπον. ἔτσι) ἀποκαθίσταται ἡ ἀκεραιότητά του.
[22] Συζήτησις μετὰ Πύρρου, PG 91, 320C.
[23] Μυσταγωγία, ὅ.π., 704A. Τὸ ζήτημα τῆς ἀναλογίας στὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Μάξιμου δὲν ἐξαντλεῖται φυσικὰ σὲ μία παραπομπὴ καὶ στὴν παροῦσα ἀνάλυση τῆς ὁποίας ἡ σκόπευση εἶναι ἄλλη. Σχετικὲς ἀναφορὲς ἐνδεικτικές: Πρὸς Θαλάσσιον, περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἐρώτησις ΚΗ’, PG 90, 361Α · Σχόλια εἰς τὸ περὶ τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας, PG 91, 52D · Κεφάλαια Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ Β’, PG 90, 1220A ·
[24] Ἐρωταποκρίσεις, ὅ.π., σ. 32: δεῖ οὖν καὶ ἡμᾶς, ὥσπερ βοῦν τὸν ζυγὸν φέροντας τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἄροτρον τοῦ λόγου μεταχειριζομένους, […] πλατύνειν δὲ τὴν γῆν τῆς καρδίας πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ θείου λόγου.
[25] Πρὸς Ἰωάννην κουβικουλάριον, περὶ ἀγάπης, PG 91, 397C.
[26] στὸ ἴδιο, 400A. Ἡ ὑπογράμμιση εἶναι τοῦ γράφοντα.
[27] Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, PG 4, 256C: τῷ μὲν γὰρ κοινῷ τῆς οὐσίας λόγῳ πάντες ἡνώμεθα, τῇ δὲ καθ’ ἕκαστον ἰδιότητι, τὸ ἀσύμμικτον ἔχομεν.
*Ἐκπαιδευτικός – Δρ. Θεολογίας
[2] στὸ ἴδιο, 264ΒC.
[3] ὅ.π., Κεφάλαια Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ Ε’, 1392C.
[4] ὅ.π., Κεφάλαια Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ Α’, 1204 Β.
[5]Ἐρωταποκρίσεις, Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καὶ ἀσκητικῶν, τ. 14Α’, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1992, σ. 102.
[6] Συζήτησις μετὰ Πύρρου, PG 91, 293Β.
[7] στὸ ἴδιο, 91, 293C.
[8] Πρὸς Θαλάσσιον, περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς,Ἐρώτησις ΚΖ’, PG 90, 357D – 360A.
[9] Κεφάλαια Θεολογικὰ καὶ Πολεμικά, PG 91, 80A.
[10] Ζάν – Πὼλ Σάρτρ, Τὸ Εἶναι καὶ τὸ Μηδέν, Δοκίμιο φαινομενολογικῆς ὀντολογίας, μτφρ. Κωστῆ Παπαγιώργη, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 2007. Ἐνδεικτικὰ μὲ διαφορετικὲς διατυπώσεις: σ. 79 · 684 · 686 · 728 · 873.
[11] Χρήστου Γιανναρᾶ, Σχεδίασμα εἰσαγωγῆς στὴ φιλοσοφία, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 21988, σ. 282.
[12] Νικ. Ἀ. Νησιώτη, Ὑπαρξισμὸς καὶ χριστιανικὴ πίστις, ἐκδ. Μήνυμα, Ἀθήνα 1986, σ. 17-38.
[13] Πρὸς Θαλάσσιον, περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἐρώτησις ΝΘ’, PG 90, 604B.
[14] ἐνδεικτικά: στὸ ἴδιο: Ἐρώτησις ΝΔ’, 521C, Περὶ θεολογίας καὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ, 1088C, Πρὸς Ἰωάννην Ἀρχιεπίσκοπον Κυζίκου, PG 91, 1108A.
[15] Μυσταγωγία, PG 91, 673B.
[16] Πρὸς Θαλάσσιον, περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἐρώτησις ΝΘ‘, PG 90, 616CD-617.
[17] Ἐνδεικτικά: Πρὸς Ἰωάννην Ἀρχιεπίσκοπον Κυζίκου, PG 91, 1080C · 1313AB · Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, PG 4, 329D-332A · 352A · Κεφάλαια Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ Δ‘, PG 90, 1317BC.
[18] Πρὸς Θαλάσσιον, περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἐρώτησις ΙΕ‘, PG 90, 297BD.
[19] Ἐρωταποκρίσεις, ὅ.π., σ. 248.
[20]Ἐνδεικτικά: Κεφάλαια Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ Β’, PG 90, 1233D: ἡ δὲ γνῶσις γεννᾶ τὴν καλὴν ἔκστασιν, τὴν τὸν νοῦν τῆς κατ’ αἴσθησιν σχέσεως ἐξιστῶσαν. Καὶ στὸ ἴδιο: 1376C: […] τὰ θεῖα νοητέον, οὐ καθ’ ἡμᾶς· ἀλλ’ ὅλους ἑαυτούς, ὅλων ἑαυτῶν ἐξισταμένους, καὶ ὅλους Θεοῦ γινομένους.
[21] Ἁγίου Σωφρονίου τοῦ Ἀθωνίτου, Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, Ἱ. Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 32020, σ. 19: […] τὸ πρόσωπο ποὺ γνωρίζει μετέχει μὲ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς φύσεώς του, καὶ ὄχι μόνο μὲ τὴ διάνοια. […] (ὑπον. ἔτσι) ἀποκαθίσταται ἡ ἀκεραιότητά του.
[22] Συζήτησις μετὰ Πύρρου, PG 91, 320C.
[23] Μυσταγωγία, ὅ.π., 704A. Τὸ ζήτημα τῆς ἀναλογίας στὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Μάξιμου δὲν ἐξαντλεῖται φυσικὰ σὲ μία παραπομπὴ καὶ στὴν παροῦσα ἀνάλυση τῆς ὁποίας ἡ σκόπευση εἶναι ἄλλη. Σχετικὲς ἀναφορὲς ἐνδεικτικές: Πρὸς Θαλάσσιον, περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἐρώτησις ΚΗ’, PG 90, 361Α · Σχόλια εἰς τὸ περὶ τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας, PG 91, 52D · Κεφάλαια Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ Β’, PG 90, 1220A ·
[24] Ἐρωταποκρίσεις, ὅ.π., σ. 32: δεῖ οὖν καὶ ἡμᾶς, ὥσπερ βοῦν τὸν ζυγὸν φέροντας τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἄροτρον τοῦ λόγου μεταχειριζομένους, […] πλατύνειν δὲ τὴν γῆν τῆς καρδίας πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ θείου λόγου.
[25] Πρὸς Ἰωάννην κουβικουλάριον, περὶ ἀγάπης, PG 91, 397C.
[26] στὸ ἴδιο, 400A. Ἡ ὑπογράμμιση εἶναι τοῦ γράφοντα.
[27] Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, PG 4, 256C: τῷ μὲν γὰρ κοινῷ τῆς οὐσίας λόγῳ πάντες ἡνώμεθα, τῇ δὲ καθ’ ἕκαστον ἰδιότητι, τὸ ἀσύμμικτον ἔχομεν.
*Ἐκπαιδευτικός – Δρ. Θεολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου