Η ΑΝΤΙ-ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ
Ο Πλωτίνος καί η οντολογία.
Riccardo Chiaradonna.
Στην δυτική σκέψη, ο όρος τής "ουσίας" συνάντησε θερμούς υποστηρικτές και τρομερούς εχθρούς. Η έμπνευση η οποία κάθε φορά πολεμείται ή δέχεται υπεράσπιση είναι κατά βάθος πολύ απλή, παρότι μπορεί να αναπτυχθεί σε πολύ σύνθετα σύνολα. Στην εμπειρία μας συναντούμε "ενότητες" οι οποίες γεννώνται, αλλάζουν και φθείρονται: ένα λουλούδι, ένα ζώο, ένα δένδρο κ.τ.λ. Καθεμιά απο αυτές τις ενότητες έχει μία δική της ιστορία η οποία την οδηγεί απο την γέννηση στον θάνατο. Μεταλλάσσεται, οι ποιότητες που συγκεντρώνει είναι διαφορετικές κάθε φορά" ένα δένδρο μπορεί να είναι γυμνό ή ανθισμένο, τα χρώματά του ποικίλουν με την αλλαγή των εποχών. Έτσι λοιπόν φαίνεται αναπόφευκτο να υποθέσουμε ότι αυτές οι "ενότητες" έχουν μία συνεχή πραγματικότητα η οποία ενυπάρχει στα συνεχή συμβεβηκότα που επανέρχονται κάθε φορά: είναι το ίδιο δένδρο που χάνει τα φύλλα του το φθινόπωρο και τα ξανααποκτά την άνοιξη, είναι το ίδιο δένδρο που φυτρώνει, αυξάνει, πολλαπλασιάζεται και παύει να υπάρχει όταν ξηραίνεται ή κόβεται.
Αλλά ποιό είναι το θεμέλιο αυτής τής συνέχειας, τί πράγμα εξασφαλίζει την ίδια ενότητα να διασχίσει όλα τα γεονότα που αποτελούν την ατομική της ιστορία; Δέν θα μπορούσαμε να πούμε, αντιθέτως, ότι εκείνο το συγκεκριμένο δένδρο το οποίο είναι γυμνό το φθινόπωρο και ανθισμένο την άνοιξη, είναι στην πραγματικότητα δύο διαφορετικά δένδρα; Μία απο τις δυνατές απαντήσεις σ'αυτά τα προβλήματα καλεί την έννοια της "ουσίας"! Η ουσία διαθέτει μία ουσιώδη αρχή ταυτότητος. Αυτή συγκεντρώνει βεβαίως διαφορετικές ποιότητες, οι οποίες όμως υπεισέρχονται όλες τους στο ίδιο υποκείμενο το οποίο είναι ουσιαστικώς προσδιορισμένο: ένα δένδρο παραμένει αυτό που είναι, τόσο το φθινόπωρο, όσο και τον χειμώνα και την άνοιξη. Απο αυτή την διαπίστωση, ότι δηλαδή η φύση του, αυτό που του δίνει ταυτότητα σαν τέτοιο, δέν αλλάζει προκύπτει ένα δεύτερο πρόβλημα; ποιά αρχή δικαιώνει την ταυτότητα της ουσίας; Τί πράγμα επιτρέπει σ'εκείνο το δένδρο να είναι το ίδιο παρά τις αλλαγές των ποιοτήτων του; Η απάντηση μπορεί να ανακαλέσει μία σημαντική απάντηση: σε μία ουσία υπάρχουν ποιότητες, καταστάσεις και λειτουργίες οι οποίες διαφοροποιούνται χωρίς να παθαίνει κάτι η ουσία καθαυτή, και άλλα τα οποία την προσδιορίζουν ακριβώς σαν ουσία. Όσο όμως αυτά τα τελευταία δέν είναι παρόντα, η ουσία δέν υπάρχει ακόμη και την στιγμή που τα χάνει, παύει και γι'αυτόν τον λόγο να υπάρχει.
Μία τέτοια διαπίστωση είναι στην βάση τής διάκρισης ανάμεσα σ'αυτό που, σε μία ουσία ανήκει στο ουσιώδες μέρος της και αυτό που τής είναι εξωτερικό και επιφανειακό. Μπορούμε να πούμε ότι οι χαρακτήρες και οι αμετάβλητες λειτουργίες συστήνουν το ουσιώδες ενός πράγματος, την ιδιαίτερη φύση του. Αυτή καθορίζει μία ουσία καθαυτή. Καθόσον ουσιωδώς προσδιορισμένη, η ουσία είναι υποκείμενη σε επιθυμίες και πάθη που δέν είναι ουσιώδεις οι οποίες προσχωρούν σ'αυτή. Ο σύγρονος διάλογος γύρω απο την δυνατότητα να καθοριστούν ποιές λειτουργίες υπηρετούν με την παρουσία τους, το πέρασμα ενός κυττάρου γονιμοποιημένου στην κατάσταση του "ανθρωπίνου όντος" δείχνει ότι παρόμοιες ερωτήσεις οι οποίες ενεργοποίησαν την δυτική φιλοσοφία απο την καταγωγή της ακόμη, δέν έχασαν το ενδιαφέρον τους και απέχουν δέ πολύ ακόμη απο την λύση τους.
Απο το άλλο μέρος, η διαίσθηση η ίδια ότι ο κόσμος συνίσταται απο "ουσίες" μπορεί να φανεί και πράγματι φάνηκε, μία απλοποίηση, η οποία μεταφέρει στην πραγματικότητα διακρίσεις και τακτοποιήσεις που ανήκουν μόνον στην γλώσσα μας. Η διάκριση ανάμεσα σε μία ουσία που παραμένει σταθερά και τις ποιότητες που προστίθενται σ'αυτή, αντικατοπτρίζει την δική μας γλωσσική διάκριση υποκειμένου και κατηγορουμένου, ιδιότητος, αλλά τί πράγμα μας λέει ότι τα πράγματα είναι έτσι πράγματι! Γιατί άραγε ο κόσμος θα'πρεπε να έχει ένα είδος δομής κατηγορηματικής η οποία αντικατοπτρίζεται με φυσικό τρόπο στην γλώσσα μας ; Γιατί ο κόσμος θα'πρεπε να είναι φτιαγμένος απο "πράγματα" ανάλογα με εκείνα που φανερώνονται στα αισθητήριά μας ; Ο Μπέρτραντ Ράσσελ ξεκαθάρισε με αξεπέραστο τρόπο αυτό το πρόβλημα, φωτίζοντας το με τις ανακαλύψεις τής συγχρόνου φυσικής:
"Ο άνθρωπος τού δρόμου σκέφτεται ότι τα υλικά αντικείμενα πρέπει να υπάρχουν κατ'ανάγκην, επειδή είναι προφανή για τα αισθητήριά μας. Μπορούμε να αμφιβάλλουμε για τα πάντα, εκτός της πέτρας στην οποία σκοντάφτουμε. Αυτή είναι η μεταφυσική του ανθρώπου του δρόμου, του αγελαίου. Μέχρις εδώ όλα καλά, αλλά νά που οι φυσικοί εμφανίζονται και αποδεικνύουν ότι δέν σκοντάφτουμε ποτέ σε τίποτε, ακόμη και όταν χτυπάμε το κεφάλι μας εναντίον του τοίχου, διότι στην πραγματικότητα ούτε πού τον αγγίζουμε. Όταν σκέφτεστε ότι ακουμπάτε κάτι, υπάρχουν κάποια πρωτόνια και ηλεκτρόνια, τα οποία σχηματίζουν μέρος του σώματός σας, τα οποία έλκονται ή απωθούνται απο κάποια πρωτόνια ή ηλεκτρόνια που περιέχονται στο σώμα το οποίο σκέφτεστε ότι ακουμπάτε, αλλά δέν πραγματοποιείται μία αληθινή επαφή. Ηλεκτρόνια και πρωτόνια τού σώματός σας, διαταραγμένα απο την γειτνίαση άλλων ηλεκτρονίων και πρωτονίων, μεταφέρουν αυτή την ενόχληση στα νεύρα σας και στον εγκέφαλο! Το αποτέλεσμα στον εγκέφαλο μεταφράζεται σε μία αίσθηση επαφής και χάρη σε κατάλληλα πειράματα αυτή η αίσθηση μπορεί να γίνει μία ψευδαίσθηση. Τα ηλεκτρόνια και τα πρωτόνια καθαυτά όμως, είναι μία πρωτόγονη προσέγγιση, ένας τρόπος να συγκεντρώσουμε σε μία μόνο δέσμη ομάδες κυμάτων ή στατιστικές δυνατότητες γεγονότων διαφορετικών σκοπιμοτήτων. Το πράγμα λοιπόν καθίσταται μ 'αυτόν τον τρόπο φανταστικό για να μπορέσουμε να το χρησιμοποιήσουμε σαν ένα μπαστούνι με το οποίο θα μπορέσουμε να ραβδίσουμε την διάνοιά μας . Και η κίνησή τής ύλης, η οποία έμοιαζε μία φορά ένα αδιαμφισβήτητο δεδομένο, έγινε μία έννοια εντελώς ακατάληλη για τήν ανάγκη των φυσικών" (ύμνος στην σχόλη).
Όταν ο Πλωτίνος αντιπαραβάλλεται με την αριστοτελική έννοια τής ουσίας (και με την ανάπτυξη αυτής τής έννοιας σύμφωνα με τις προτάσεις των αρχαίων σχολιαστών και ιδιαιτέρως του Αλεξάνδρου του Αφροδισιαίως), οι παρατηρήσεις απο τις οποίες κινείται δέν διαφέρουν και πάρα πολύ απο αυτές που αναφέραμε πρίν λίγο. Χοντρά, χοντρά, ο Πλωτίνος κατηγορεί τους αριστοτελικούς ότι κατασκεύασαν μία οντολογία βασισμένη στον τρόπο με τον οποίο τα πράγματα μας φαίνονται, αφήνοντας κατά μέρος τις αυθεντικές αρχές. Για να επαναλάβουμε την ορολογία του Ράσσελ, η περιπατητική, είναι για τον Πλωτίνο, η "μεταφυσική του ανθρώπου του δρόμου" : και σε συμφωνία μ'αυτή, ο αισθητός κόσμος συνίσταται απο "πράγματα" και αυτά τα πράγματα είναι καθορισμένα απο την φύση τους με κάποιες ουσιώδεις ιδιότητες. Πιό συγκεκριμένα οι αριστοτελικοί ισχυρίζοντο ότι υπήρχαν ξεχωριστές ιδιότητες (οι "διαφορές"), τέτοιες ώστε να μπορούν να δείξουν την ουσιώδη μορφή τών φυσικών ουσιών (το κανονιστικό παράδειγμα είναι εκείνο της "λογικής" διαφοράς η οποία αντιστοιχεί στην ουσιώδη μορφή τού ανθρώπου). Προσδιορισμένες στην ουσία τους, οι ουσίες χρησιμεύουν σαν υποκείμενο για τις ποιότητες που προστίθενται.
Αλλά ποιό είναι το θεμέλιο αυτής τής συνέχειας, τί πράγμα εξασφαλίζει την ίδια ενότητα να διασχίσει όλα τα γεονότα που αποτελούν την ατομική της ιστορία; Δέν θα μπορούσαμε να πούμε, αντιθέτως, ότι εκείνο το συγκεκριμένο δένδρο το οποίο είναι γυμνό το φθινόπωρο και ανθισμένο την άνοιξη, είναι στην πραγματικότητα δύο διαφορετικά δένδρα; Μία απο τις δυνατές απαντήσεις σ'αυτά τα προβλήματα καλεί την έννοια της "ουσίας"! Η ουσία διαθέτει μία ουσιώδη αρχή ταυτότητος. Αυτή συγκεντρώνει βεβαίως διαφορετικές ποιότητες, οι οποίες όμως υπεισέρχονται όλες τους στο ίδιο υποκείμενο το οποίο είναι ουσιαστικώς προσδιορισμένο: ένα δένδρο παραμένει αυτό που είναι, τόσο το φθινόπωρο, όσο και τον χειμώνα και την άνοιξη. Απο αυτή την διαπίστωση, ότι δηλαδή η φύση του, αυτό που του δίνει ταυτότητα σαν τέτοιο, δέν αλλάζει προκύπτει ένα δεύτερο πρόβλημα; ποιά αρχή δικαιώνει την ταυτότητα της ουσίας; Τί πράγμα επιτρέπει σ'εκείνο το δένδρο να είναι το ίδιο παρά τις αλλαγές των ποιοτήτων του; Η απάντηση μπορεί να ανακαλέσει μία σημαντική απάντηση: σε μία ουσία υπάρχουν ποιότητες, καταστάσεις και λειτουργίες οι οποίες διαφοροποιούνται χωρίς να παθαίνει κάτι η ουσία καθαυτή, και άλλα τα οποία την προσδιορίζουν ακριβώς σαν ουσία. Όσο όμως αυτά τα τελευταία δέν είναι παρόντα, η ουσία δέν υπάρχει ακόμη και την στιγμή που τα χάνει, παύει και γι'αυτόν τον λόγο να υπάρχει.
Μία τέτοια διαπίστωση είναι στην βάση τής διάκρισης ανάμεσα σ'αυτό που, σε μία ουσία ανήκει στο ουσιώδες μέρος της και αυτό που τής είναι εξωτερικό και επιφανειακό. Μπορούμε να πούμε ότι οι χαρακτήρες και οι αμετάβλητες λειτουργίες συστήνουν το ουσιώδες ενός πράγματος, την ιδιαίτερη φύση του. Αυτή καθορίζει μία ουσία καθαυτή. Καθόσον ουσιωδώς προσδιορισμένη, η ουσία είναι υποκείμενη σε επιθυμίες και πάθη που δέν είναι ουσιώδεις οι οποίες προσχωρούν σ'αυτή. Ο σύγρονος διάλογος γύρω απο την δυνατότητα να καθοριστούν ποιές λειτουργίες υπηρετούν με την παρουσία τους, το πέρασμα ενός κυττάρου γονιμοποιημένου στην κατάσταση του "ανθρωπίνου όντος" δείχνει ότι παρόμοιες ερωτήσεις οι οποίες ενεργοποίησαν την δυτική φιλοσοφία απο την καταγωγή της ακόμη, δέν έχασαν το ενδιαφέρον τους και απέχουν δέ πολύ ακόμη απο την λύση τους.
Απο το άλλο μέρος, η διαίσθηση η ίδια ότι ο κόσμος συνίσταται απο "ουσίες" μπορεί να φανεί και πράγματι φάνηκε, μία απλοποίηση, η οποία μεταφέρει στην πραγματικότητα διακρίσεις και τακτοποιήσεις που ανήκουν μόνον στην γλώσσα μας. Η διάκριση ανάμεσα σε μία ουσία που παραμένει σταθερά και τις ποιότητες που προστίθενται σ'αυτή, αντικατοπτρίζει την δική μας γλωσσική διάκριση υποκειμένου και κατηγορουμένου, ιδιότητος, αλλά τί πράγμα μας λέει ότι τα πράγματα είναι έτσι πράγματι! Γιατί άραγε ο κόσμος θα'πρεπε να έχει ένα είδος δομής κατηγορηματικής η οποία αντικατοπτρίζεται με φυσικό τρόπο στην γλώσσα μας ; Γιατί ο κόσμος θα'πρεπε να είναι φτιαγμένος απο "πράγματα" ανάλογα με εκείνα που φανερώνονται στα αισθητήριά μας ; Ο Μπέρτραντ Ράσσελ ξεκαθάρισε με αξεπέραστο τρόπο αυτό το πρόβλημα, φωτίζοντας το με τις ανακαλύψεις τής συγχρόνου φυσικής:
"Ο άνθρωπος τού δρόμου σκέφτεται ότι τα υλικά αντικείμενα πρέπει να υπάρχουν κατ'ανάγκην, επειδή είναι προφανή για τα αισθητήριά μας. Μπορούμε να αμφιβάλλουμε για τα πάντα, εκτός της πέτρας στην οποία σκοντάφτουμε. Αυτή είναι η μεταφυσική του ανθρώπου του δρόμου, του αγελαίου. Μέχρις εδώ όλα καλά, αλλά νά που οι φυσικοί εμφανίζονται και αποδεικνύουν ότι δέν σκοντάφτουμε ποτέ σε τίποτε, ακόμη και όταν χτυπάμε το κεφάλι μας εναντίον του τοίχου, διότι στην πραγματικότητα ούτε πού τον αγγίζουμε. Όταν σκέφτεστε ότι ακουμπάτε κάτι, υπάρχουν κάποια πρωτόνια και ηλεκτρόνια, τα οποία σχηματίζουν μέρος του σώματός σας, τα οποία έλκονται ή απωθούνται απο κάποια πρωτόνια ή ηλεκτρόνια που περιέχονται στο σώμα το οποίο σκέφτεστε ότι ακουμπάτε, αλλά δέν πραγματοποιείται μία αληθινή επαφή. Ηλεκτρόνια και πρωτόνια τού σώματός σας, διαταραγμένα απο την γειτνίαση άλλων ηλεκτρονίων και πρωτονίων, μεταφέρουν αυτή την ενόχληση στα νεύρα σας και στον εγκέφαλο! Το αποτέλεσμα στον εγκέφαλο μεταφράζεται σε μία αίσθηση επαφής και χάρη σε κατάλληλα πειράματα αυτή η αίσθηση μπορεί να γίνει μία ψευδαίσθηση. Τα ηλεκτρόνια και τα πρωτόνια καθαυτά όμως, είναι μία πρωτόγονη προσέγγιση, ένας τρόπος να συγκεντρώσουμε σε μία μόνο δέσμη ομάδες κυμάτων ή στατιστικές δυνατότητες γεγονότων διαφορετικών σκοπιμοτήτων. Το πράγμα λοιπόν καθίσταται μ 'αυτόν τον τρόπο φανταστικό για να μπορέσουμε να το χρησιμοποιήσουμε σαν ένα μπαστούνι με το οποίο θα μπορέσουμε να ραβδίσουμε την διάνοιά μας . Και η κίνησή τής ύλης, η οποία έμοιαζε μία φορά ένα αδιαμφισβήτητο δεδομένο, έγινε μία έννοια εντελώς ακατάληλη για τήν ανάγκη των φυσικών" (ύμνος στην σχόλη).
Όταν ο Πλωτίνος αντιπαραβάλλεται με την αριστοτελική έννοια τής ουσίας (και με την ανάπτυξη αυτής τής έννοιας σύμφωνα με τις προτάσεις των αρχαίων σχολιαστών και ιδιαιτέρως του Αλεξάνδρου του Αφροδισιαίως), οι παρατηρήσεις απο τις οποίες κινείται δέν διαφέρουν και πάρα πολύ απο αυτές που αναφέραμε πρίν λίγο. Χοντρά, χοντρά, ο Πλωτίνος κατηγορεί τους αριστοτελικούς ότι κατασκεύασαν μία οντολογία βασισμένη στον τρόπο με τον οποίο τα πράγματα μας φαίνονται, αφήνοντας κατά μέρος τις αυθεντικές αρχές. Για να επαναλάβουμε την ορολογία του Ράσσελ, η περιπατητική, είναι για τον Πλωτίνο, η "μεταφυσική του ανθρώπου του δρόμου" : και σε συμφωνία μ'αυτή, ο αισθητός κόσμος συνίσταται απο "πράγματα" και αυτά τα πράγματα είναι καθορισμένα απο την φύση τους με κάποιες ουσιώδεις ιδιότητες. Πιό συγκεκριμένα οι αριστοτελικοί ισχυρίζοντο ότι υπήρχαν ξεχωριστές ιδιότητες (οι "διαφορές"), τέτοιες ώστε να μπορούν να δείξουν την ουσιώδη μορφή τών φυσικών ουσιών (το κανονιστικό παράδειγμα είναι εκείνο της "λογικής" διαφοράς η οποία αντιστοιχεί στην ουσιώδη μορφή τού ανθρώπου). Προσδιορισμένες στην ουσία τους, οι ουσίες χρησιμεύουν σαν υποκείμενο για τις ποιότητες που προστίθενται.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου