HANS URS VON BALTHASAR
ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣΚΟΣΜΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Ο Μπαλτάσαρ γεννήθηκε στήν Λουκέρνη τό 1905. Στό έτος 1929 έγινε μοναχός στήν «Συντροφιά τού Χριστού». Υπήρξε μαθητής τών μεγάλων θεολογικών προσωπικοτήτων τής εποχής του, τού Erich Przywara, τού Henri de Lubac, τού Karl Barth. Τιμήθηκε μέ τήν χειροτονία του σέ Καρδινάλιο γιά τήν προσφορά του στήν καθολική θεολογία, αλλά πέθανε πρίν λειτουργήσει, στίς 26 Ιουνίου 1988. Τό βιβλίο του στόν Άγιο Μάξιμο θεωρείται ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί περί τού Αγίου. Από αυτό τό κείμενο τρέφονται όλοι οι σημερινοί θεολογούντες οικουμενιστές καί γι αυτό θά προσπαθήσουμε νά τό μεταφέρουμε στήν νεοελληνική. Γιά νά γνωρίσουμε όλοι μας πώς οι πεποιθήσεις μας γύρω από τήν πίστη μας καί τήν παράδοσή μας, όπως τίς διδασκόμαστε στά παν/μια,δέν είναι ορθόδοξες.
ΘΕΟΣ
1. Η σκοτεινή ακτίνα.
α) Υπερβατική διαλεκτική.
Αυτή όμως η υπερβατικότης δέν φτάνει στήν κατάσταση μιάς ήσυχης κυριότητος παρά μόνον μέ μία συνθήκη : ότι, επηρεάζοντάς την καί στηρίζοντάς την δέν βεβαιώνεται απέναντι στήν υπερβατικότητα, εκείνη η άλλη συνθήκη τής πλήρους ενυπάρξεως. Η στοά καί πρίν από αυτή ο Ηράκλειτος καί ο Παρμενίδης, προετοιμάζουν αυτή τήν σκέψη τής ενυπάρξεως. Ενώ όμως γιά τούς τελευταίους δύο προσωκρατικούς η υπερβατικότης καί η ενύπαρξη καταλήγουν νά συμπίπτουν, δεδομένου ότι ή ο κόσμος καταβροχθίζει τόν θεό (Ηράκλειτος), ή ο θεός διαλύει στόν εαυτό του τόν κόσμο (Παρμενίδης), καί γιά τον στωικό ο ενυπάρχων λόγος στόν κόσμο δέν είναι πλέον ικανός νά συγκεντρωθεί σέ μιά απόλυτη υπερβατική θεότητα, νά πού στόν Φίλωνα, κι ακόμη περισσότερο στούς χριστιανούς απολογητές,αρχίζει νά εμφανίζεται η αληθινή διαλεκτική υπερβατικότητος καί ενυπάρξεως. Στήν θέση τής αρχαίας αντιφάσεως τής Ελληνικής φιλοσοφίας η οποία, ή μέ τόν Πλάτωνα, είχε φτάσει νά συλλάβει τόν κόσμο σάν μιά απλή σκιά, υποβαθμισμένη σέ σχέση μέ τήν αυθεντική υπερβατική ιδέα, ή , όπως στόν Αριστοτέλη ή στή στοά,δέν είδαν τίποτε άλλο στήν ιδέα παρά τήν οριακή έννοια ενός κόσμου στόν οποίο η θεότης ήταν ενυπάρχουσα στήν απόλυτη σημασία της, στήν θέση τέλος τών τραγικών γνωστικών συστημάτων, τά οποία κατενόησαν τόν θεό καί τόν κόσμο μόνο σέ μιά ριζική αντινομία, παρότι έκαναν τά πάντα γιά νά τήν μετριάσουν μέ άπειρα ενδιάμεσα επίπεδα, στήν θέση όλων αυτών στό ξεκίνημα τής χριστιανικής εποχής,αρχίζει νά επιβάλλεται η πεποίθηση πως υπερβατικότης καί ενύπαρξις δέν μπορούν παρά νά αλληλοσυμπληρώνονται.
Ο θεός ασυγκρίτως ανώτερος από τόν κόσμο, ο θεός ο οποίος διαθέτει τήν απόλυτα κυρίαρχη δύναμη καί πληρότητα τού είναι,ακριβώς επειδή παντοδύναμος, πρέπει νά είναι εσωτερικός, ουσιώδης, σέ όλο εκέινο τό οποίο φιλοδοξεί κατά κάποιο τρόπο νά διαθέτει τό όνομα τού «είναι». Μέσα στό πλαίσιο λοιπόν τής αποκαλύψεως ωριμάζει τελικώς η υπέρτατη γνώση σύμφωνα μέ τήν οποία δέν αποκλείονται μεταξύ τους η απολυτότης τού θεού καί η σχετικότης καί τό πεπερασμένο τού κόσμου. Αυτός ο τρόπος κατανοήσεως τής ενότητος ανάμεσα στόν θεό καί στόν κόσμο έχει τήν πηγή του στόν Φίλωνα, στήν σύνθεση πού αυτός,βασισμένος στήν βίβλο, επιτυγχάνει ανάμεσα στόν πλατωνισμό καί στήν στοά,παρότι αυτή η σύνθεση κινδύνευε συνεχώς νά γλιστρήση πρός τό ένα ή πρός τό άλλο μέρος τών συστατικών τής συνθέσεως. Από τήν στιγμή όμως πού συνελήφθη η ιδέα,οι ενδιάμεσες οντότητες τών γνωστικών, αποκτούν μιά νέα θετική λειτουργία.
Δέν είναι απαραίτητο τώρα πλέον να είναι απλές γέφυρες ανάμεσα σε δύο αντινομικούς πόλους, ίσως δέ και εχθρικούς, αλλά μπορούν να συμβολίσουν τους τρόπους με τους οποίους ο Θεός είναι πλησίον, ενυπάρχων
Τα παλιά σχήματα βεβαίως συνέχισαν να επιβιώνουν ακόμη για καιρό. Αυξήθηκαν μάλιστα με τον κακό δημιουργό των Γνωστικών και με το σχήμα του κόσμου που σχημάτισε ο Κλήμης, αποκτούν έναν χώρο, άδικο, στον ωριγένη, ο οποίος υποτάσσει με την σειρά τα Θεία πρόσωπα στο σχήμα των απορροών και ακόμη μια φορά, ερμηνεύει γνωστικά τον κόσμο του σώματος σαν μία πτώση του υπερβατικού. Αντηχούν στην άσκηση και στον σπιριτο-υλιστικό μυστικισμό του μοναχισμού και δέν είναι στο απυρόβλητο ούτε η μεγάλη μυστική επιστήμη των Καππαδοκών. Αλλ’όμως παρά αυτές τις θλιβερές παραφωνίες, είχε ήδη συντελεστεί η μεγάλη ειρήνη ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο,καί φαίνεται καθαρά απο το μεγαλειώδες όραμα του Είναι του Πλωτίνου, το οποίο είναι δυνατόν να γίνει πλήρως κατανοητό μόνον σε ένα Χριστιανικό πλαίσιο και το οποίο διαμαρτύρεται με ξεκάθαρες πολεμικές εκφράσεις εναντίον της γνωστικής συκοφάντησης του κόσμου.
Παρότι όμως στην θεωρία του Πλωτίνου το κακό παραμένει δεμένο με την ύλη, ο Αρεοπαγίτης κατόρθωσε να κάνει το επόμενο βήμα,επεκτείνοντας την Θεία ειρήνη (την καταλλαγή όπως την ονομάζει ο Φλωρόφσκι) και στον υλικό κόσμο. Σ’αυτόν η συμφιλίωση ανάμεσα στον πλατωνισμό και στην Στοά είναι πλήρης, ανάμεσα στην διαίσθηση του υπεργήϊνου και στην θεωρία ενός κόσμου που ολοκληρώνεται σε κόσμο αυθεντικό, ακριβώς μέσα στην ποικιλία, στην μή-ταυτότητα, στην αντιθετικότητα και στην σχετικότητα που τον χαρακτηρίζουν. Ο Θεός απείρως αποσυρμένος απο το πάν, είναι ακριβώς γι’αυτό, κοντινός και εσωτερικός σε καθένα απο τα δημιουργήματα του, για να τα προστατεύει, να τα σώζει και να τα πληρώνει έτσι όπως είναι, ξεχωριστά και όχι Θεία.
Δέν είναι λοιπόν μόνον η αποφατική θεολογία, την οποία εξάλλου αναπτύσσει και σφραγίζει με ακραία συνέπεια, δέν είναι μόνον αυτή η καθοριστική δημιουργία του μεγάλου αγνώστου, αλλά τού οφείλουμε και την αλάνθαστη αναγνώριση πώς αυτό τον αποφατισμό τον στήριξε σε μία κατάφαση, την οποία στοχάστηκε εξαντλητικά με έναν τρόπο εξίσου συνεπή: ο Θεός που δέν έχει όνομα, και γι’αυτό ακριβώς διαθέτει όλα τα ονόματα των έργων του. Μεγαλύτερος απο έναν θεό που καθορίζεται μόνον απο το ότι είναι απολύτως άλλος ή είναι απολύτως αλλιώς, απο τον κόσμο, είναι εκείνος που φανερώνει αυτή του την ετερότητα, δίνοντας και σ’αυτό που είναι άλλο απο αυτόν, ένα θετικό Είναι, μία βεβαιωμένη συμπάγεια και επομένως, πέρα απο την άβυσσο που παραμένει, μία αληθινή ομοιότητα με τον εαυτό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου