Συνέχεια από Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023
Ή πώς εισήγαγε ο Ζηζιούλας τον νοητό κόσμο στην Αγία Τριάδα και τα ταύτισε.ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟ.
Η φιλοσοφική σύλληψη του Αρεοπαγίτη είναι στην ουσία της επηρεασμένη από τον Πλωτίνο και τον Πρόκλο.
Το πνεύμα σαν υπάρχουσα πρόοδος είναι σύμφωνα με τον Πλωτίνο, η πρώτη κίνηση, η πρώτη ετερότης ή πολλαπλότης αναφορικά με το Ένα, διαφορετική όλων, πάντων έτερον. Το οποίο έχει επίσης την σύσταση, καθ’αυτό, μέσω της ετερότητος, η οποία υπάγεται ώς σκέψη ή λόγω της σκέψης, αχρόνως στην ταυτότητα.
Η διάκριση ή ετερότης, δημιουργική και κινούμενη, όπως την συλλαμβάνει ο Διονύσιος, βρίσκει τις αναλογίες της στην έννοια της ετερότητος του Πρόκλου. Είναι συνθήκη της δυνατότητος τού άλλου, το οποίο είναι τοποθετημένο έξω απο το Ένα. Έχει την ενεργό λειτουργία της διαφοροποιήσεως, προωθεί την διαδρομή της προόδου (διάκρισις, διαίρεσις) του όντος. Μία διαδρομή που ξεκινά απο το Ένα. Τέλος, είναι μέσω της συστάσεως τής πολλαπλότητος η αιτία τών αντιθέσεων στο όν, απο τις οποίες έχει αφαιρεθεί απολύτως η καταγωγή. Αυτό που βασικώς διακρίνει τον νεοπλατωνισμό αυτόν απο την θεωρία του Διονυσίου, συνίσταται στο γεγονός πώς αφορά αποκλειστικώς το Ένα. Για τον Πλωτίνο και τον Πρόκλο, το Ένα είναι (απο την άποψη του όλου) αδιαφοροποίητο και άσχετο καθεαυτό. Παρότι τα πάντα γεννώνται απο αυτό και σ’αυτό επιστρέφουν, δέν του αποδίδεται αυτή η κινητικότης διότι είναι ενυπάρχων (immanent).
Ταιριάζοντας περισσότερο στην πρώτη υπόθεση του Πλατωνικού Παρμενίδη, δέν είναι μάλλον ούτε Είναι, ούτε ετερότης, μονή η κίνηση, ομοιότης ή ανομοιότης, μεγάλο η μικρό. Αυτό το χαρακτηριστικό του Ενός δέν υπερβαίνεται ούτε απο τον υποθετικό στοχασμό του Πλωτίνου πάνω στην Βούληση του Ενός απέναντι στον εαυτό του αναφορικά με την αυτοσύστασή του. Ένας τέτοιος στοχασμός παραπέμπει μάλλον στο πώς θα’πρεπε να στοχαστούμε το Ένα, καθότι είναι καθ’εαυτό (εξηρημένον) υπεράνω των κατηγοριών, εάν δέν θα έπρεπε να περιοριστεί απο την καθαρή άρνηση!
Αντιθέτως ο Διονύσιος αρνείται με τον ίδιο τρόπο, όλα τα κατηγορήματα του Θεού του «σοφιστή» και του «Παρμενίδη», αλλά τού τα αναθέτει πάλι, σαν θεία ονόματα. Και σ’αυτό ακολουθεί την δεύτερη υπόθεση του Πλατωνικού Παρμενίδη, η οποία κατανοεί το Ένα σαν υπαρκτό και επομένως σαν διαφοροποιημένο καθ’εαυτό και σχετιζόμενο. Η ενότης και των δύο όψεων (η πρώτη μαζί με την δεύτερη υπόθεση του Παρμενίδη. Αποφατική και καταφατική θεολογία), μας αφήνει να εννοήσουμε τον Θεό, ενιαίως, τόσο σαν όλον, όσο και σαν διαφορετικό και το χειραφετεί απο το ένα μέρος απο το υπάρχον Ένα και απο το άλλο απο το απόλυτο Ένα, καθότι υπερέν.
Η ταυτότης και η Ετερότης, η μονή καί η κίνηση, προσδιορίζουν την ουσία του Θεού, στο μέτρο που ο Θεός είναι το υπαρκτό, αλλά όσο υπολογίζεται σαν υπερέχον του Είναι, δέν είναι και έτσι αντιστοιχεί ακριβώς στο Ένα του Πρόκλου.
Στην παράδοξη έννοια, του Θεού, σύμφωνα με την οποία αυτός πρέπει και δέν μπορεί παρά να είναι ΕΙΝΑΙ και ταυτόχρονα πάνω απο το Είναι και επομένως ταυτότης και διαφορά μαζί, ο Διονύσιος δέν επηρεάστηκε μάλλον απο την ερμηνευτική παράδοση του σχολιασμού στον Παρμενίδη, αφού θα μπορούσαμε να σκεφτούμε και τον Πορφύριο, ο οποίος σκέφτηκε πρώτος σαν διαπερατές και τις δύο απόψεις: και το Είναι και το υπερείναι, που είναι καθαρή σκέψη, αλλά μάλλον επηρεάστηκε απο την Χριστιανική σκοπιμότητα να εννοήσουμε τον Θεό σαν Τριαδική Ενάδα, σαν λόγο (σοφία) η οποία αυτοστοχάζεται και εκφράζεται, σαν αγάπη που καλεί και σαν ιδεατό σχέδιο του κόσμου.
Υπάρχει, είναι η αλήθεια, αιτία να υποθέσουμε πώς η υπεροχή της μεταφυσικής της ενότητος του Πρόκλου, προκάλεσε στον Διονύσιο, μία διαφοροποιημένη ανάπτυξη της Τριάδος, σύμφωνα με την οποία ενότης και Τριαδικότης δέν θα’πρεπε να λέγονται μόνον ομοούσιοι, αλλά και να νοούνται με την ίδια ένταση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου