ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Παρασκευή, 17 Νοεμβρίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IV. Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΕΞΑΜΕΤΡΟΥ
10. Η ΝΕΑ ΚΩΜΩΔΙΑ
Η μέση κωμωδία αντικαταστάθηκε από τη νέα κωμωδία (περί το 330 π. Χ.), η οποία μαζί με τη βουκολική ποίηση του Θεόκριτου συνιστά το έσχατο ποιητικό είδος που καλλιέργησαν οι Έλληνες, και συνδέεται με τα διάσημα ονόματα του Μένανδρου, του Φιλήμονα, του Δίφιλου, του Ποσείδιππου, και του Απολλοδώρου του Καρύστιου. Εμπνευστής της, ή τουλάχιστον ο συγγραφέας που απέσπασε τον εντονότερο θαυμασμό της μεταγενέστερης αρχαιότητα, δημιουργός μιας εκατοντάδας έργων, είναι ο Αθηναίος Μένανδρος, ανιψιός του Άλεξις, μαθητής του Θεόφραστου και φίλος του Επίκουρου, που έζησε την εποχή του Δημητρίου Φαληρέως. Παρότι πρώτευσε μόνο εννέα φορές στους δραματικούς αγώνες, επειδή ο Φιλήμων ήταν περισσότερο δημοφιλής, απέρριψε την πρόσκληση του Πτολεμαίου Σωτήρος να προσέλθει στην Αλεξάνδρεια, και τελεύτησε τον βίο του στην Αθήνα, σε ηλικία πενήντα δύο ετών, όπου έζησε, όπως λέγεται με λελογισμένη τρυφή, όπως συνιστούσε ο Επίκουρος, αλλά συντροφευμένος από δύο εταίρες, την θερμή Γλυκέρα και την πληθωρική Θαΐδα. Το θαυμαστό άγαλμα του Βατικανoύ που τον απεικονίζει καθιστό είναι ένα έργο τέχνης που μοιάζει να αναδεικνύει και τον χαρακτήρα του· είχε αστική παιδεία, αλλά ισχυρό πνεύμα, έναν εξωτερικά καλοπροαίρετο χαρακτήρα, ο οποίος όμως κάλυπτε την ατίθαση πλευρά του.
Τα πολυπληθή αποσπάσματα από το έργο του Μενάνδρου, αλλά και οι ρωμαϊκές απομιμήσεις τους, καθιστούν τη νέα κωμωδία περισσότερο οικεία από ότι τη μέση κωμωδία. Πράγματι, ο Πλαύτος και ο Τερέντιος δεν την γνώρισαν μόνο μέσα από τα γραπτά κείμενα, αλλά και δια της ζωντανής παραδόσεως. Διότι οι κωμωδίες του Μενάνδρου και του Φιλήμονος εξακολουθούσαν να ερμηνεύονται σε όλες τις πόλεις της Ασίας και της Ιταλίας την εποχή που ο Λίβιος Ανδρόνικος ξεκινά την σταδιοδρομία του, το 240 π. Χ., και η ελληνική θεατρική πρακτική ήταν εύκολο να ταξιδέψει από τις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, ως τη Ρώμη. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι οι μιμητές χειρίστηκαν τα πρωτότυπα κατά βούληση, και δεν είχαν κανένα ενδοιασμό να συνθέσουν από δύο έργα ένα νεότερο, δια της λεγόμενης μεθόδου της συγχωνεύσεως.
Όπως γνωρίζουμε από τις αντιγραφές των έργων αυτών, υπήρχε η δυνατότητα να αναπαρίστανται επί σκηνής οι δρόμοι μιας πόλεως με τις κατοικίες των βασικών προσώπων του έργου, και επιπλέον δημόσια κτίρια, ναοί, κ.ο.κ. Τα ενδύματα αντιστοιχούσαν στην κοινωνική προέλευση και τις απαιτήσεις της καθημερινότητας· αντιθέτως τα προσωπεία δεν καταργήθηκαν, όπως θα ανέμενε κανείς, προκειμένου να αναδειχθούν και αν εκφραστούν τα ίδια τα πρόσωπα, διότι κατά βάθος και η νέα κωμωδία δεν είχε ατομικιστικό χαρακτήρα· η μόνη παραχώρηση στην ατομικότητα ήταν η δημιουργία νέων πάγιων προσωπείων, με μεγαλύτερη ποικιλία από ότι στη μέση κωμωδία· τα περισσότερα είχαν μιαν εξαιρετικά αλλόκοτη μορφή, και μόνο οι γυναίκες δικαιούνταν μια πιο συμπαθή εμφάνιση. Από τον χορό δεν απέμεινε ούτε ίχνος. Το μόνο λυρικό στοιχείο αποτελούσαν οι έμμετρες απαγγελίες έντονων και εμπαθών συναισθημάτων, κάτι σαν τις μονωδίες του Ευριπίδη, με στίχους που αντιστοιχούσαν σε διαφορετικά μέτρα, με τη συνοδεία χειρονομιών· στα διαλλείματα όμως αυλητές και χορευτές ψυχαγωγούσαν το κοινό. Οι απαγγελίες ήταν εξίσου ηχηρές και συνταρακτικές με την αρχαία τραγωδία.
Στο επίκεντρο αυτών των θεατρικών έργων κυριαρχούν σκηνές από τον αθηναϊκό βίο την εποχή των Διαδόχων. Ακόμη και μετά την Χαιρώνεια, αλλά και μετά τον Λαμιακό πόλεμο, η πόλη διατηρούσε την ευμάρειά της καθώς και κάποιο ίχνος της πολιτικής της επιρροής· είχε όμως απωλέσει το αρχαίο πνεύμα που αντιπροσώπευε την ρώμη της, και το είδος του πνεύματος που κυριαρχούσε είχε στραφεί εν μέρει προς τους φιλοσόφους και τους ρήτορες, και εν μέρει προς τη ευζωία του ιδιωτικού βίου. Παρότι οι σκηνές που διαδραματίζονται ανήκουν ακόμη αποκλειστικά στον τρόπο ζωής των Αθηναίων και αντιπροσωπεύουν τις προτιμήσεις τους, η νέα κωμωδία περιγράφει μιαν ευρύτερη φιλοσοφία της καθημερινότητας, και τις ηδονές της. Το στοιχείο που επιβιώνει από τη μέση κωμωδία είναι η σάτιρα συγκεκριμένων συνθηκών και ενασχολήσεων, και ιδιαίτερα μορφών κατώτερης αξίας, αλλά περιζήτητων, όπως τα παράσιτα και οι αριστοτέχνες της μαγειρικής (οψοποιοί, ή δειπνοποιοί), πρόσωπα που αρχίζουν να αναδύονται στο προσκήνιο και να επικρατούν. Η διακωμώδηση των φιλοσόφων εξακολουθεί, καθώς και η παρωδία της τραγωδίας (η οποία σταδιακά εγκαταλείπεται)· ως κατάλοιπο της αρχαίας κωμωδίας παραμείνει σε κάποιο βαθμό η προσωπική προσβολή. Αλλά στο επίκεντρο της πλοκής του δράματος τοποθετούνται τώρα, όπως συμβαίνει σε όλους τους λαούς υπό παρόμοιες συνθήκες, οι ερωτικές σχέσεις, που σημαίνει ότι ψυχή του έργου είναι πλέον η ραδιουργία και η οξύτητα, ο τρόπος με τον οποίο διαπλέκεται και ξεδιπλώνεται το δίχτυ των σχέσεων, στο πλαίσιο μιας κάποιας αληθοφάνειας, και φορείς του είναι oι χαρακτήρες εκείνοι που θα προωθήσουν τη δράση, και οι οποίοι μέσα από μιαν αληθοφανή πραγματικότητα, θα αφυπνίσουν τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια του θεατή· αυτή η ευρηματική συνωμοσιολογία αφήνει ελάχιστο χώρο στην κοινωνική σάτιρα.
Κρίνοντας από τον Πλαύτο και τον Τερέντιο πρόκειται για ένα περιορισμένο κύκλο αναπαράστασης συνθηκών της ζωής, χαρακτήρων και δολοπλοκιών, και οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι απόλυτα ομοιογενείς και συνήθως ασήμαντοι, δεδομένου ότι το συναίσθημα στερείται του βάθους του. Πρόκειται κυρίως για την εταίρα, η οποία άλλοτε εμφανίζεται σχετικά γενναιόδωρη, άλλοτε πρόστυχη και πονηρή, χωρίς όμως αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό να την αδικεί, και παράλληλα υπάρχει η αληθινή πόρνη, η υποτελής σε έναν μεσάζοντα (μαστροπό). Μια παρόμοια γυναίκα, αν εξαγοραστεί από έναν εραστή μεταμορφώνεται σε εταίρα, μπορεί όμως επίσης να αποκατασταθεί ως νόμιμη σύζυγος· για την περίπτωση αυτή αρκεί να αποδείξει ότι δεν ήταν σκλάβα και ότι κάποιος την απήγαγε· η εξαγορά επομένως καλύπτει πλήρως την έλλειψη ηθικής συνέπειας· για την εταίρα είναι ευκολότερο να καταστεί σύζυγος, και μάλλον αυτός είναι συνήθως ο αντικειμενικός σκοπός της. Οι συχνά φιλάργυροι πατεράδες επιδιώκουν να αποτρέψουν τη σχέση των υιών τους με τις εταίρες τους, αλλά υποκύπτουν οι ίδιοι στον πειρασμό, με αποτέλεσμα τα θέματα ανταγωνισμού μεταξύ πατρός και υιού να κάνουν συχνά την εμφάνισή τους. Οι γονείς και οι ηλικιωμένοι τυγχάνουν εδώ ελάχιστου σεβασμού, εκ του γεγονότος ότι και οι ίδιοι ελάχιστα σέβονται τον εαυτό τους. Οι χαρακτήρες αυτοί, όπως και αποτυχόντες θαυμαστές στερούνται πρωτοτυπίας, και δεν θα μπορούσε κανείς να αναμένει μια βαθύτερη προσωπική εκδήλωση εκ μέρους τους, ανάλογη με αυτή που αναδύεται από τους Χαρακτήρες του Θεόφραστου.
Το κατ’ εξοχήν λοιδορούμενο πρόσωπο είναι ο δούλος που μετά την απελευθέρωσή του απέκτησε κοινωνική καταξίωση. Εμφανίζεται σε όλες τις δυνατές αποχρώσεις, άλλοτε καλοπροαίρετος, βοηθητικός και φιλάνθρωπος, άλλοτε εγωιστής, και αναγνωρίζεται από δύο βασικά χαρακτηριστικά του: τον πλούτο των τεχνασμάτων που επινοεί, και το θράσος, δηλαδή την επάρκεια με την οποία επιβάλλεται ως πρωταγωνιστής των εξελίξεων. Επιπλέον οι μορφές των δύο δούλων δύο διαφορετικών κυρίων (αφεντάδων) παραλαμβάνονται και από τη νέα κωμωδία, άλλοτε ως δολοπλόκοι, άλλοτε ως χυδαίοι μιμητές των λόγων και των χειρονομιών των κυρίων του, και άλλοτε ως πρόσωπα εμπιστοσύνης.
Να προσθέσουμε εδώ και τον αξιωματικό, ο οποίος δεν θεωρείται πολίτης αλλά μισθοφόρος χωρίς πατρίδα και επιπλέον ημιβάρβαρος. Είναι ένας ένδοξος στρατιώτης «τον οποίο το πρώτο παράσιτο μπορεί να αγνοεί εντελώς, ή να τον εκμεταλλεύεται ο υπηρέτης του», και η παρωδία του αυτή μας θυμίζει ότι παράλληλα με το παιχνίδι της διαπλοκής, η σάτιρα μιας κατηγορίας ατόμων διατήρησε το ύφος της μέσης κωμωδίας. Η προσπάθεια υπέρβασής της αφορά κυρίως στην ποικιλία των εκδοχών με τις οποίες εμφανίζεται στη νέα κωμωδία ο μάγειρας, δεδομένου ότι το σύνολο της ποιητικής τέχνης στη προετοιμασία του δείπνου και των γευμάτων ακολουθεί τον ίδιο δρόμο που είχε χαράξει η μέση κωμωδία. Εδώ θα γνωρίσουμε τον εμποτισμένο από την επιστήμη του μάγειρα, που θεωρεί τον εαυτό του μαθητή του Επίκουρου, και εκείνον που θεωρεί ότι όλοι οι υπόλοιποι είναι ανίδεοι, εκτός από τον ίδιο και δύο συναδέλφους του, οι οποίοι στηρίζουν ακόμη τη σχολή του Σίκωνος, του μεγάλου κλασσικού της μαγειρικής τέχνης. Αυτός είχε πράγματι μελετήσει όλες τις περί φύσεως πραγματείες, και δίδασκε κατ’ αρχάς στους μαθητές του αστρονομία, αρχιτεκτονική και στρατηγική. Ένας καλλιεργημένος δειπνοποιός καθιστά την μαγειρική επιστήμη μητέρα του πολιτισμού. Ένας άλλος εμφανίζεται ως ο μάγειρας της νέας σχολής, της οποίας οι ιδρυτές απέρριψαν όλα τα καυτερά καρυκεύματα, «τα οποία άλλοτε χρησιμοποιούσε ο Κρόνος», για να απαλλάξουν τους προσκεκλημένους από δάκρυα, φτερνίσματα και σιέλους. Ως μαθητής του Σόφονος, ένας από τους ιδρυτές της σχεδιάζει την διάδοση μιας θεωρίας της τέχνης του και καταφεύγει στη μελέτη γραπτών κειμένων. Γνωρίζει πώς να ικανοποιεί τους λαίμαργους νέους, τους εφοριακούς και τους ηλικιωμένους κ.τ.λ. Αναπτύσσεται μια ολόκληρη θεωρία για τον χαρακτήρα του «καλού πελάτη». Κάποιοι άλλοι ειδήμονες καταφεύγουν σε μυθολογικούς όρους, ή αναλίσκονται με κάθε ευκαιρία σε ποιητικές εκφράσεις· κάποιος άλλος παραπονείται για τον μάγειρα που προσέλαβε, επειδή αυτός έχει τη συνήθεια να εκφράζεται με ομηρικές περιστροφές. Είναι τόσο φυσικό οι λιγότερο εύποροι πελάτες να αντιμετωπίζονται αφ’ υψηλού από τους μαγείρους, όσο και ο αλαζών μέγας σεφ, που έχει προσληφθεί για ένα γεύμα μαζί με τους σερβιτόρους, να διασπείρει τον τρόμο με την απρέπειά του.
Ένα ακόμη κυρίαρχο στοιχείο αυτής της κωμωδίας είναι η σύμπτωση· σύνηθες κίνητρο αυτού του είδους έμπνευσης, η οποία χρησιμοποιείται πολύ συχνά είναι η τυχαία αναγνώριση αγνοούμενων τέκνων, που εκλάπησαν και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκαν, ή που πουλήθηκαν ως δούλοι, ή απειλούνται από ένα παρόμοιο ενδεχόμενο. Το γεγονός ότι δύο πρόσωπα μοιάζουν σε βαθμό που να συγχέονται είναι ένα θέμα που επαναλαμβάνεται πολύ συχνά, παρόλη την προφανή αναληθοφάνειά του· χυδαίες απάτες που συνοδεύουν χυδαίες αφηγήσεις προσφέρονται ως κωμικό θέαμα, όπως στην περίπτωση του Πέρση του Πλαύτου. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς σε ποιο βαθμό η λατινική ρήση «ο γέλωτας στηλιτεύει τα ήθη» είχε εφαρμογή σ’ αυτή την περίστασή· θα ήταν τουλάχιστον χρήσιμο να διδάσκεται κανείς πώς να αποφεύγει την ανοησία.
Στους προλόγους του Μένανδρος δεν παρουσιάζει στη σκηνή, όπως ο Ευριπίδης, τα πραγματικά πρόσωπα του έργου του, αλλά αλληγορικές μορφές που τα εισαγάγουν, όπως ο Έλεγχος (θεός της μαρτυρίας), ο θεός που πρόσκειται στην αλήθεια και είναι αξιόπιστος. Σε ότι αφορά εξ άλλου την ομοιότητά του με τον Ευριπίδη, κατά τη γνώμη μας δεν εντοπίζεται τόσο στην εξατομίκευση των χαρακτήρων, όσο στην ικανότητά του να περιπλέκει τη δράση, να εκλογικεύει και να διατυπώνει κρίσεις, χάρη στις οποίες διασώθηκαν ένα πλήθος από μενανδρικά αξιώματα, τα οποία συνοψίζουν την ευγενέστερη μορφή έκφρασης γενικών εκτιμήσεων περί του βίου. Η γλώσσα και η γραφή του Μενάνδρου έχουν τη συνέπεια που προσιδιάζει στο εξευγενισμένο ύφος, χωρίς φαιδρότητες, τις οποίες όταν τις συναντάμε στον Πλαύτο δεν αποτελούν παρά προσθήκες του Λατίνου συγγραφέα, ή δάνεια από τον Επίχαρμο· η χάρις αυτού του ύφους αναγνωρίστηκε από ολόκληρη την αρχαιότητα.
Αλλά παρόλη τη λεπτότητα του αττικού πνεύματος, και το νόημα των μορφών που αναδεικνύει αυτή η ποίηση, είμαστε υποχρεωμένοι να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η αρχαία κωμωδία και η αθηναϊκή τραγωδία δεν έχουν το όμοιό τους, και ότι όλες οι δημιουργίες του νεώτερου κόσμου δεν θα τις υποκαταστήσουν ποτέ και πουθενά σ’ αυτή τη γη· αντιθέτως, η νέα κωμωδία μπορεί να υποκατασταθεί από οποιαδήποτε λογοτεχνική δημιουργία, και σε αφθονία· συνιστά μόνο το αποτέλεσμα ενός πνεύματος και μιας μετριοπαθούς ανασκόπησης του βίου, κατά το οποίο το εθνικό αίσθημα, στην ανώτερη μορφής του, δεν είναι πλέον διακριτό· και γι αυτό η υπέρβασή της κατέστη δυνατή τόσο ως προς την εφευρετικότητα όσο και ως προς την σκιαγράφηση των χαρακτήρων.
(συνεχίζεται)
Τα πολυπληθή αποσπάσματα από το έργο του Μενάνδρου, αλλά και οι ρωμαϊκές απομιμήσεις τους, καθιστούν τη νέα κωμωδία περισσότερο οικεία από ότι τη μέση κωμωδία. Πράγματι, ο Πλαύτος και ο Τερέντιος δεν την γνώρισαν μόνο μέσα από τα γραπτά κείμενα, αλλά και δια της ζωντανής παραδόσεως. Διότι οι κωμωδίες του Μενάνδρου και του Φιλήμονος εξακολουθούσαν να ερμηνεύονται σε όλες τις πόλεις της Ασίας και της Ιταλίας την εποχή που ο Λίβιος Ανδρόνικος ξεκινά την σταδιοδρομία του, το 240 π. Χ., και η ελληνική θεατρική πρακτική ήταν εύκολο να ταξιδέψει από τις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, ως τη Ρώμη. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι οι μιμητές χειρίστηκαν τα πρωτότυπα κατά βούληση, και δεν είχαν κανένα ενδοιασμό να συνθέσουν από δύο έργα ένα νεότερο, δια της λεγόμενης μεθόδου της συγχωνεύσεως.
Όπως γνωρίζουμε από τις αντιγραφές των έργων αυτών, υπήρχε η δυνατότητα να αναπαρίστανται επί σκηνής οι δρόμοι μιας πόλεως με τις κατοικίες των βασικών προσώπων του έργου, και επιπλέον δημόσια κτίρια, ναοί, κ.ο.κ. Τα ενδύματα αντιστοιχούσαν στην κοινωνική προέλευση και τις απαιτήσεις της καθημερινότητας· αντιθέτως τα προσωπεία δεν καταργήθηκαν, όπως θα ανέμενε κανείς, προκειμένου να αναδειχθούν και αν εκφραστούν τα ίδια τα πρόσωπα, διότι κατά βάθος και η νέα κωμωδία δεν είχε ατομικιστικό χαρακτήρα· η μόνη παραχώρηση στην ατομικότητα ήταν η δημιουργία νέων πάγιων προσωπείων, με μεγαλύτερη ποικιλία από ότι στη μέση κωμωδία· τα περισσότερα είχαν μιαν εξαιρετικά αλλόκοτη μορφή, και μόνο οι γυναίκες δικαιούνταν μια πιο συμπαθή εμφάνιση. Από τον χορό δεν απέμεινε ούτε ίχνος. Το μόνο λυρικό στοιχείο αποτελούσαν οι έμμετρες απαγγελίες έντονων και εμπαθών συναισθημάτων, κάτι σαν τις μονωδίες του Ευριπίδη, με στίχους που αντιστοιχούσαν σε διαφορετικά μέτρα, με τη συνοδεία χειρονομιών· στα διαλλείματα όμως αυλητές και χορευτές ψυχαγωγούσαν το κοινό. Οι απαγγελίες ήταν εξίσου ηχηρές και συνταρακτικές με την αρχαία τραγωδία.
Στο επίκεντρο αυτών των θεατρικών έργων κυριαρχούν σκηνές από τον αθηναϊκό βίο την εποχή των Διαδόχων. Ακόμη και μετά την Χαιρώνεια, αλλά και μετά τον Λαμιακό πόλεμο, η πόλη διατηρούσε την ευμάρειά της καθώς και κάποιο ίχνος της πολιτικής της επιρροής· είχε όμως απωλέσει το αρχαίο πνεύμα που αντιπροσώπευε την ρώμη της, και το είδος του πνεύματος που κυριαρχούσε είχε στραφεί εν μέρει προς τους φιλοσόφους και τους ρήτορες, και εν μέρει προς τη ευζωία του ιδιωτικού βίου. Παρότι οι σκηνές που διαδραματίζονται ανήκουν ακόμη αποκλειστικά στον τρόπο ζωής των Αθηναίων και αντιπροσωπεύουν τις προτιμήσεις τους, η νέα κωμωδία περιγράφει μιαν ευρύτερη φιλοσοφία της καθημερινότητας, και τις ηδονές της. Το στοιχείο που επιβιώνει από τη μέση κωμωδία είναι η σάτιρα συγκεκριμένων συνθηκών και ενασχολήσεων, και ιδιαίτερα μορφών κατώτερης αξίας, αλλά περιζήτητων, όπως τα παράσιτα και οι αριστοτέχνες της μαγειρικής (οψοποιοί, ή δειπνοποιοί), πρόσωπα που αρχίζουν να αναδύονται στο προσκήνιο και να επικρατούν. Η διακωμώδηση των φιλοσόφων εξακολουθεί, καθώς και η παρωδία της τραγωδίας (η οποία σταδιακά εγκαταλείπεται)· ως κατάλοιπο της αρχαίας κωμωδίας παραμείνει σε κάποιο βαθμό η προσωπική προσβολή. Αλλά στο επίκεντρο της πλοκής του δράματος τοποθετούνται τώρα, όπως συμβαίνει σε όλους τους λαούς υπό παρόμοιες συνθήκες, οι ερωτικές σχέσεις, που σημαίνει ότι ψυχή του έργου είναι πλέον η ραδιουργία και η οξύτητα, ο τρόπος με τον οποίο διαπλέκεται και ξεδιπλώνεται το δίχτυ των σχέσεων, στο πλαίσιο μιας κάποιας αληθοφάνειας, και φορείς του είναι oι χαρακτήρες εκείνοι που θα προωθήσουν τη δράση, και οι οποίοι μέσα από μιαν αληθοφανή πραγματικότητα, θα αφυπνίσουν τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια του θεατή· αυτή η ευρηματική συνωμοσιολογία αφήνει ελάχιστο χώρο στην κοινωνική σάτιρα.
Κρίνοντας από τον Πλαύτο και τον Τερέντιο πρόκειται για ένα περιορισμένο κύκλο αναπαράστασης συνθηκών της ζωής, χαρακτήρων και δολοπλοκιών, και οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι απόλυτα ομοιογενείς και συνήθως ασήμαντοι, δεδομένου ότι το συναίσθημα στερείται του βάθους του. Πρόκειται κυρίως για την εταίρα, η οποία άλλοτε εμφανίζεται σχετικά γενναιόδωρη, άλλοτε πρόστυχη και πονηρή, χωρίς όμως αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό να την αδικεί, και παράλληλα υπάρχει η αληθινή πόρνη, η υποτελής σε έναν μεσάζοντα (μαστροπό). Μια παρόμοια γυναίκα, αν εξαγοραστεί από έναν εραστή μεταμορφώνεται σε εταίρα, μπορεί όμως επίσης να αποκατασταθεί ως νόμιμη σύζυγος· για την περίπτωση αυτή αρκεί να αποδείξει ότι δεν ήταν σκλάβα και ότι κάποιος την απήγαγε· η εξαγορά επομένως καλύπτει πλήρως την έλλειψη ηθικής συνέπειας· για την εταίρα είναι ευκολότερο να καταστεί σύζυγος, και μάλλον αυτός είναι συνήθως ο αντικειμενικός σκοπός της. Οι συχνά φιλάργυροι πατεράδες επιδιώκουν να αποτρέψουν τη σχέση των υιών τους με τις εταίρες τους, αλλά υποκύπτουν οι ίδιοι στον πειρασμό, με αποτέλεσμα τα θέματα ανταγωνισμού μεταξύ πατρός και υιού να κάνουν συχνά την εμφάνισή τους. Οι γονείς και οι ηλικιωμένοι τυγχάνουν εδώ ελάχιστου σεβασμού, εκ του γεγονότος ότι και οι ίδιοι ελάχιστα σέβονται τον εαυτό τους. Οι χαρακτήρες αυτοί, όπως και αποτυχόντες θαυμαστές στερούνται πρωτοτυπίας, και δεν θα μπορούσε κανείς να αναμένει μια βαθύτερη προσωπική εκδήλωση εκ μέρους τους, ανάλογη με αυτή που αναδύεται από τους Χαρακτήρες του Θεόφραστου.
Το κατ’ εξοχήν λοιδορούμενο πρόσωπο είναι ο δούλος που μετά την απελευθέρωσή του απέκτησε κοινωνική καταξίωση. Εμφανίζεται σε όλες τις δυνατές αποχρώσεις, άλλοτε καλοπροαίρετος, βοηθητικός και φιλάνθρωπος, άλλοτε εγωιστής, και αναγνωρίζεται από δύο βασικά χαρακτηριστικά του: τον πλούτο των τεχνασμάτων που επινοεί, και το θράσος, δηλαδή την επάρκεια με την οποία επιβάλλεται ως πρωταγωνιστής των εξελίξεων. Επιπλέον οι μορφές των δύο δούλων δύο διαφορετικών κυρίων (αφεντάδων) παραλαμβάνονται και από τη νέα κωμωδία, άλλοτε ως δολοπλόκοι, άλλοτε ως χυδαίοι μιμητές των λόγων και των χειρονομιών των κυρίων του, και άλλοτε ως πρόσωπα εμπιστοσύνης.
Να προσθέσουμε εδώ και τον αξιωματικό, ο οποίος δεν θεωρείται πολίτης αλλά μισθοφόρος χωρίς πατρίδα και επιπλέον ημιβάρβαρος. Είναι ένας ένδοξος στρατιώτης «τον οποίο το πρώτο παράσιτο μπορεί να αγνοεί εντελώς, ή να τον εκμεταλλεύεται ο υπηρέτης του», και η παρωδία του αυτή μας θυμίζει ότι παράλληλα με το παιχνίδι της διαπλοκής, η σάτιρα μιας κατηγορίας ατόμων διατήρησε το ύφος της μέσης κωμωδίας. Η προσπάθεια υπέρβασής της αφορά κυρίως στην ποικιλία των εκδοχών με τις οποίες εμφανίζεται στη νέα κωμωδία ο μάγειρας, δεδομένου ότι το σύνολο της ποιητικής τέχνης στη προετοιμασία του δείπνου και των γευμάτων ακολουθεί τον ίδιο δρόμο που είχε χαράξει η μέση κωμωδία. Εδώ θα γνωρίσουμε τον εμποτισμένο από την επιστήμη του μάγειρα, που θεωρεί τον εαυτό του μαθητή του Επίκουρου, και εκείνον που θεωρεί ότι όλοι οι υπόλοιποι είναι ανίδεοι, εκτός από τον ίδιο και δύο συναδέλφους του, οι οποίοι στηρίζουν ακόμη τη σχολή του Σίκωνος, του μεγάλου κλασσικού της μαγειρικής τέχνης. Αυτός είχε πράγματι μελετήσει όλες τις περί φύσεως πραγματείες, και δίδασκε κατ’ αρχάς στους μαθητές του αστρονομία, αρχιτεκτονική και στρατηγική. Ένας καλλιεργημένος δειπνοποιός καθιστά την μαγειρική επιστήμη μητέρα του πολιτισμού. Ένας άλλος εμφανίζεται ως ο μάγειρας της νέας σχολής, της οποίας οι ιδρυτές απέρριψαν όλα τα καυτερά καρυκεύματα, «τα οποία άλλοτε χρησιμοποιούσε ο Κρόνος», για να απαλλάξουν τους προσκεκλημένους από δάκρυα, φτερνίσματα και σιέλους. Ως μαθητής του Σόφονος, ένας από τους ιδρυτές της σχεδιάζει την διάδοση μιας θεωρίας της τέχνης του και καταφεύγει στη μελέτη γραπτών κειμένων. Γνωρίζει πώς να ικανοποιεί τους λαίμαργους νέους, τους εφοριακούς και τους ηλικιωμένους κ.τ.λ. Αναπτύσσεται μια ολόκληρη θεωρία για τον χαρακτήρα του «καλού πελάτη». Κάποιοι άλλοι ειδήμονες καταφεύγουν σε μυθολογικούς όρους, ή αναλίσκονται με κάθε ευκαιρία σε ποιητικές εκφράσεις· κάποιος άλλος παραπονείται για τον μάγειρα που προσέλαβε, επειδή αυτός έχει τη συνήθεια να εκφράζεται με ομηρικές περιστροφές. Είναι τόσο φυσικό οι λιγότερο εύποροι πελάτες να αντιμετωπίζονται αφ’ υψηλού από τους μαγείρους, όσο και ο αλαζών μέγας σεφ, που έχει προσληφθεί για ένα γεύμα μαζί με τους σερβιτόρους, να διασπείρει τον τρόμο με την απρέπειά του.
Ένα ακόμη κυρίαρχο στοιχείο αυτής της κωμωδίας είναι η σύμπτωση· σύνηθες κίνητρο αυτού του είδους έμπνευσης, η οποία χρησιμοποιείται πολύ συχνά είναι η τυχαία αναγνώριση αγνοούμενων τέκνων, που εκλάπησαν και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκαν, ή που πουλήθηκαν ως δούλοι, ή απειλούνται από ένα παρόμοιο ενδεχόμενο. Το γεγονός ότι δύο πρόσωπα μοιάζουν σε βαθμό που να συγχέονται είναι ένα θέμα που επαναλαμβάνεται πολύ συχνά, παρόλη την προφανή αναληθοφάνειά του· χυδαίες απάτες που συνοδεύουν χυδαίες αφηγήσεις προσφέρονται ως κωμικό θέαμα, όπως στην περίπτωση του Πέρση του Πλαύτου. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς σε ποιο βαθμό η λατινική ρήση «ο γέλωτας στηλιτεύει τα ήθη» είχε εφαρμογή σ’ αυτή την περίστασή· θα ήταν τουλάχιστον χρήσιμο να διδάσκεται κανείς πώς να αποφεύγει την ανοησία.
Στους προλόγους του Μένανδρος δεν παρουσιάζει στη σκηνή, όπως ο Ευριπίδης, τα πραγματικά πρόσωπα του έργου του, αλλά αλληγορικές μορφές που τα εισαγάγουν, όπως ο Έλεγχος (θεός της μαρτυρίας), ο θεός που πρόσκειται στην αλήθεια και είναι αξιόπιστος. Σε ότι αφορά εξ άλλου την ομοιότητά του με τον Ευριπίδη, κατά τη γνώμη μας δεν εντοπίζεται τόσο στην εξατομίκευση των χαρακτήρων, όσο στην ικανότητά του να περιπλέκει τη δράση, να εκλογικεύει και να διατυπώνει κρίσεις, χάρη στις οποίες διασώθηκαν ένα πλήθος από μενανδρικά αξιώματα, τα οποία συνοψίζουν την ευγενέστερη μορφή έκφρασης γενικών εκτιμήσεων περί του βίου. Η γλώσσα και η γραφή του Μενάνδρου έχουν τη συνέπεια που προσιδιάζει στο εξευγενισμένο ύφος, χωρίς φαιδρότητες, τις οποίες όταν τις συναντάμε στον Πλαύτο δεν αποτελούν παρά προσθήκες του Λατίνου συγγραφέα, ή δάνεια από τον Επίχαρμο· η χάρις αυτού του ύφους αναγνωρίστηκε από ολόκληρη την αρχαιότητα.
Αλλά παρόλη τη λεπτότητα του αττικού πνεύματος, και το νόημα των μορφών που αναδεικνύει αυτή η ποίηση, είμαστε υποχρεωμένοι να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η αρχαία κωμωδία και η αθηναϊκή τραγωδία δεν έχουν το όμοιό τους, και ότι όλες οι δημιουργίες του νεώτερου κόσμου δεν θα τις υποκαταστήσουν ποτέ και πουθενά σ’ αυτή τη γη· αντιθέτως, η νέα κωμωδία μπορεί να υποκατασταθεί από οποιαδήποτε λογοτεχνική δημιουργία, και σε αφθονία· συνιστά μόνο το αποτέλεσμα ενός πνεύματος και μιας μετριοπαθούς ανασκόπησης του βίου, κατά το οποίο το εθνικό αίσθημα, στην ανώτερη μορφής του, δεν είναι πλέον διακριτό· και γι αυτό η υπέρβασή της κατέστη δυνατή τόσο ως προς την εφευρετικότητα όσο και ως προς την σκιαγράφηση των χαρακτήρων.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου