ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Παρασκευή, 10 Νοεμβρίου 2023
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IV. Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΕΞΑΜΕΤΡΟΥ
8. Η ΜΕΣΗ ΚΩΜΩΔΙΑ
Με τη Μέση Κωμωδία, η οποία άνθισε στην Αθήνα από το 380 ως το 330 π. Χ. περίπου, και της οποίας σημαντικότεροι εκπρόσωποι είναι ο Εύβουλος, ο Αναξανδρίδης, ο Άλεξις και ο Αντιφάνης, αναβιώνει η αρχαία ροπή προς κάθε είδος ψυχαγωγία, όπως η κοινωνική σάτιρα, η οποία είχε παραμεριστεί στην πόλη των Αθηνών από το μεγαλοφυές παραπέτασμα, κυρίως πολιτικής φύσεως, που συνιστούσε η αποκαλούμενη αρχαία κωμωδία· το «μεγαρικό στοιχείο», η βάναυση σάτιρα που αφορούσε κυρίως στους θεούς και ασφαλώς οι ερωτικές ιστορίες που της χρησίμευαν ως υπόβαθρο, αναδύθηκαν εκ νέου στην επιφάνεια.
Αναφερθήκαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο στη μεγαρική φάρσα. Αυτό το ποιητικό είδος καλλιέργησε « την παρωδία ορισμένων κοινωνικών συνθηκών και ορισμένων προσωπικών υποθέσεων του ανθρώπινου βίου», διακοσμημένων με αθλιότητα, και σ’ αυτό ακριβώς το είδος προσκολλήθηκε ο Σικελός Επίχαρμος, ο οποίος προηγείτο του Αριστοφάνη κατά μια γεννεά περίπου, και έζησε κυρίως στις Συρακούσες υπό τον Ιέρωνα. Η κωμωδία σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορούσε να έχει πολιτικό περιεχόμενο, αλλά αντιπροσώπευε απλώς τον άνθρωπο εν γένει· ο ποιητής αναφέρεται επί μακρόν στις υπερβολές και τις γελοιότητες της καθημερινότητας, την οποία εκπροσωπούν ο χωρικός, ο μέθυσος, τα παράσιτα· επιπλέον αυτές οι κωμωδίες βρίθουν από φιλοσοφικές συζητήσεις που δεν αφορούσαν μόνο την ηθική, αλλά ακόμη και τη μεταφυσική, καθιστώντας δυσνόητη τη δυνατότητα ανάμειξης της φιλοσοφίας με την πεζή πραγματικότητα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ποιητικών έργων έχουν μυθική μορφή· αλλά το σύνολο των θεών και των ηρώων μεταπηδούν σε μια κατώτερη σφαίρα. Η ζωή των θεών ταυτίζεται με τις δημόσιες και ιδιωτικές υποθέσεις των ανθρώπων, αναδεικνύοντας τα χαμηλότερα ένστικτα. Εδώ ανακαλύπτουμε έναν βουλιμικό Ηρακλή, ένα γαμήλιο ξεφάντωμα μεταξύ των θεών, μια οινοποσία κατά την οποία ο Ήφαιστος διαπληκτίζεται με την Ήρα, και μεταφέρεται από τον Διόνυσο οινοβαρής στο Όλυμπο · εν ολίγοις, η απουσία σεβασμού προς τους θεούς είναι ανάλογη με αυτήν που συναντάμε στους Όρνιθες του Αριστοφάνη.
Αυτή η αρχαία σικελική κωμωδία με την κοινωνική της σάτιρα και τον εμπαιγμό των θεών κατέστησε ευκολότερο το πέρασμα στη μέση αττική κωμωδία από ότι η αρχαία· αλλά και αυτή η τελευταία δεν ήταν πλέον δυνατόν για λόγους εγγενείς να διατηρηθεί στην Αθήνα. Η καυστική σάτιρα του Αριστοφάνη κατά του Κράτους και των αντιπροσώπων του, με αφορμή της πολιτικές κρίσεις, κατέστη ανίσχυρη· τα πάντα απέβησαν ασθενικά και ασήμαντα μην αντέχοντας μια περεταίρω διακωμώδηση, η οποία είχει αξία μόνο όταν έβαλε κατά σημαντικών γεγονότων και προσώπων· πολλοί έντιμοι πολίτες αποστράφηκαν επίσης της πολιτικής σ’ αυτή την περίοδο. Επιπλέον με κρατική παρέμβαση απαγορεύτηκε η χρήση προσωπείων, κάτι σχεδόν ανώφελο για στις τότε συνθήκες· αλλά η επίμονη απαγόρευση γελοιοποίησης προσώπων δεν απέτρεψε την άσκηση προσωπικής εκδίκησης· αντιθέτως, αυτό το είδος μοχθηρίας που αφθονεί στον Πλούτο, παρέμενε προσιτή στον καθένα, παράλληλα με την σάτιρα των κοινωνικών συνθηκών και χαρακτήρων· τώρα όμως στο στόχαστρό της, μεταξύ των θυμάτων δημόσιου διασυρμού συγκαταλέγονται κυρίως οι φιλόσοφοι, οι ρήτορες, οι τραγικοί και επικοί ποιητές, ενδεχομένως και κάποιοι αρχηγοί ξένων κρατών· και από τη στιγμή που κάποιος κακομεταχειρίζεται ένα άτομο, πολλοί είναι αυτοί στους οποίους γεννάται η επιθυμία να το επαναλαμβάνουν.
Σ’ αυτό το είδος της κωμωδίας δεν υπάρχει πλέον ίχνος χορικού άσματος, και επομένως απαλείφεται πλήρως και η παράβαση· ήδη στα τελευταία έργα του Αριστοφάνη, όπου συναντάται ανάμεσα στις σκηνές ο όρος «χορός», δεν αντιπροσωπεύει πλέον παρά μόνο εμβόλιμα άσματα, ερμηνευμένα από έναν αυλητή, ή την παρεμβολή κάποιου σύντομου χορού· είναι πιθανό να εξέλειπαν και οι εύποροι χορηγοί που θα κάλυπταν τα έξοδα ενός αξιοπρεπούς χορωδιακού συγκροτήματος. Οι παραστάσεις παρέμειναν συνδεδεμένες με τα Διονύσια, αλλά δεδομένης την πληθώρας των έργων μπορούμε να υποθέσουμε ότι συνεχίστηκαν και κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα· το όλο θέαμα συνέστησε χωρίς αμφιβολία εμπορική εκμετάλλευση.
Ως εκ τούτου η ποιητική αυτή μορφή της τέχνης ήταν υποχρεωμένη να εφευρίσκει συνεχώς νέα θέματα, νέο περιεχόμενο, το οποίο της προσφέρθηκε από ιστορίες έρωτος και απαγωγών. Παρόμοιες ιστορίες συναντά κανείς στον Αναξανδρίδη, αλλά και ο Αριστοφάνης φαίνεται ότι κατέφυγε σε παρόμοια εφευρήματα, όπως η γοητεία και η κοινωνική αποκατάσταση, στο ύστερο έργο του με τον τίτλο Κόκκαλος, καθώς και σε άλλα θέματα από τον Μένανδρο. Ο έρωτας, εκτός από την περίπτωση που το έργο δεν αντιπροσώπευε παρά μόνο μια σάτιρα του θεϊκού πανθέου, αλλά ακόμη και εδώ, συνιστούσε το σύνηθες υπόβαθρο της δράσης, και τελικά η μέση κωμωδία δεν διαφοροποιήθηκε από την νέα κωμωδία παρά μόνο ως προς την συχνότερη παρωδία των κοινωνικών συνθηκών και του λογοτεχνικού ύφους, και ως προς την ενσωμάτωση του μυθολογικού στοιχείου.
Ως προς την γελοιοποίηση των θεών, αυτό το πολύ αμφιλεγόμενο στοιχείο που αποκλίνει του έργου του Αριστοφάνη, αντιπροσωπεύεται ευρέως, κρίνοντας από τον κατάλογο των τίτλων. Ένα σχετικό παράδειγμα μας προσφέρει το έργο Αμφιτρύων του Πλαύτου. Αν καί αυτή η κωμωδία συνιστά πραγματικά μίμηση ενός ανάλογου έργου εκείνης της εποχής, αποτυπώνει αναρίθμητα παραδείγματα από σκηνές ευτυχών και ευχάριστων συμβάντων: ο τρόπος με τον οποίο ο Ερμής, αξιοποιώντας την παντοδυναμία των θεών, εξαπατά τον Σωσία υποδυόμενος διαφορετικά πρόσωπα, είναι πραγματικά κωμικός. Τα υπόλοιπα, και ιδιαίτερα η ντροπή και η σύγχυση της Αλκμήνης, η οποία αρνείται ότι συνευρέθηκε με δύο διαφορετικούς άνδρες και θρηνεί, ενέχουν απλώς ένα είδος πρόκλησης· παρότι το επιθυμεί δεν δύναται να παραδεχθεί την πραγματικότητα, ενώ οι θεατές που την γνωρίζουν ξεσπούν δε ηχηρά γέλια. Επιπλέον αναπαρίστανται επί σκηνής οι γεννήσεις πολλών θεοτήτων, ενώ ο Ηρακλής, όπως και στο αρχαίο σατιρικό δράμα και στον Επίχαρμο, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στο ρόλο του αδηφάγου.
Το κωμικό στοιχείο κοινωνικών συμβάντων, στο οποίο οι νεώτεροι μπορεί να υπερίσχυσαν των αρχαίων, βεβαιώνει η πληθώρα προκλητικών τίτλων, που γνώρισαν την ρεαλιστική συγκατάβαση των Αθηναίων, παρότι στην πραγματικότητα αποδεικνύονται περισσότερο προκλητικοί από το ίδιο το περιεχόμενο των έργων . Στα διασωθέντα αποσπάσματα περιλαμβάνονται πετυχημένα παραδείγματα του είδους, όπως το απόσπασμα που παραθέτει ο Αθήναιος από τον Ολύνθιο του Άλεξις, στο οποίο η επαίτης εξηγεί ότι πρόκειται για πέντε εξαθλιωμένα άτομα, τον σύζυγό της και την ίδια, περιγράφοντας τον εαυτό της ως μια ανίσχυρη ηλικιωμένη γυναίκα, μια κόρη και έναν νεαρό γυιό, καθώς και το «καλό κορίτσι» που έχει στο σπίτι της (το οποίο πιθανώς προορίζει για τον γυιό της), και εξιστορεί το πώς τρέφονται, πώς υποφέρει ο καθένας από την στέρηση και τη φτώχεια, και πώς τους κατατρέχει η μιζέρια. Σε αυτά τα αποσπάσματα ενυπάρχει κατά τη γνώμη μας μια ιδιαίτερη αξία, διότι μας προσφέρουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την ιστορία του πολιτισμού. Ο ρεαλισμός δεν αποκλείει ασφαλώς την υπερβολή· διαβάζουμε για παράδειγμα στον Έφιππο περί ενός κολοσσιαίου και ιερού ιχθύος, μεγαλύτερου από τη νήσο Κρήτη, κ ο. κ. Βρίσκουμε επίσης αρκετές τολμηρές φανταστικές φλυαρίες, όπως όταν κάποιος περιγράφει τους κινδύνους που διατρέχουν οι συνδαιτυμόνες του λέγοντας: «Τα γεύματά μας αποτελούνται από ακονισμένα σπαθιά, γαρνιρισμένα με αναμμένους δαυλούς, και για επιδόρπιο οι δούλοι μας σερβίρουν κρητικά στιλέτα» κ.τ.λ. Είναι όμως προφανές ότι η υπερβολή δεν αντιπροσώπευε πλέον ό,τι και στην αρχαία κωμωδία. Οι ποιητές, τους οποίους θα αναφέρουμε εδώ, σύμφωνα με τα παραδείγματα που παραθέτει ο Αθήναιος, αρέσκονταν επίσης να παραχωρούν στους ήρωές τους τη δυνατότητα να προτείνουν και να επιλύουν αινίγματα, χωρίς να διαφαίνεται κάποιο όφελος για το σύνολο της συγκεκριμένης κωμωδίας· ασφαλώς επρόκειτο για μια καθαρά αθηναϊκή ιδιαιτερότητα· όταν κάποια φαιδρή φήμη περιέπιπτε στη γνώση ενός συγγραφέα αυτός θα φρόντιζε να την περιλάβει κατά κάποιο τρόπο στο επόμενο έργο του.
Αυτό το είδος της κωμωδίας θέτει ασφαλώς στο στόχαστρό της επίσης τους τραγικούς ποιητές, αλλά κυρίως περιπαίζει τους φιλοσόφους. Έτσι ο Επικράτης ο Αμβρακιώτης αναφέρει ένα περιστατικό στην Ακαδημία του Πλάτωνα, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι μαθητές καλούνται να αποφασίσουν αν η κολοκύνθη είναι λαχανικό, δέντρο, ή φυτό, ως τη στιγμή που ένα σικελός γιατρός επεμβαίνει και τους γελοιοποιεί. Επειδή αγανακτούν εμφανίζεται τελικά ένας νηφάλιος Πλάτων και τους ζητά να ερευνήσουν περεταίρω το ζήτημα. Γνωρίζουμε επίσης ένα απόσπασμα του Αντιφάνους που σατιρίζει τους «σοφιστές» του Λυκείου, δηλαδή τους φιλοσόφους της περιπατητικής σχολής, εξ αιτίας του διαχωρισμού τους μεταξύ του είναι και του γίγνεσθαι, κάτι που αντιστοιχεί για μας σε μια παρωδία της διαλεκτικής λογικής του Χέγκελ. Σε ορισμένα έργα του ίδιου συγγραφέα, αλλά και του Άλεξις, κατακρίνεται η αποκαλούμενη θλιβερή κοσμοθεωρία των Πυθαγορείων, οι οποίοι δεν έτρωγαν ζωντανή τροφή και δεν κατανάλωναν οίνο, αλλά ένα νεκρό σκυλί δεν θα αποτελούσε γι αυτούς ζώσα ύπαρξη. Ένας άλλος συγγραφέας τούς σατιρίζει υποστηρίζοντας ότι η ασκητική τους πηγάζει από το γεγονός και μόνο ότι στερούνται ευφυΐας: «αν κάποιος τους σερβίρει ψάρι ή κρέας, λέει, κόβω το κεφάλι μου ότι θα προτιμήσουν να κατασπαράξουν τα ίδια τους τα δάκτυλα». Αντιθέτως, φαίνεται ότι εκείνη την εποχή, οι κυνικοί εξαιρέθηκαν της πολεμικής, ίσως επειδή τους τρόμαζε η αιχμηρή γλώσσα τους. Η σάτιρα της φιλοσοφικής σκέψης αποδεικνύει τουλάχιστον την σημασία του ρόλου της εκείνους τους χρόνους, όταν η γελοιοποίηση του Κράτους είχε πλέον καταστεί ανώφελη· και επειδή οι φιλόσοφοι διέσυραν ο ένας τον άλλο δια των κειμένων τους, με όρους κατά πολύ δυσμενέστερους από ότι οι κωμικοί, δεν συμμεριζόμαστε καθόλου τα δεινά τους· εκείνο που μας χαροποιεί είναι ότι τόσο η μέση κωμωδία, όσο και η αρχαία και η νέα, δεν έβαλαν στο στόχαστρό τους τις πλαστικές τέχνες· ο Σκόπας και ο Πραξιτέλης αγνοήθηκαν παντελώς, ενδεχομένως επειδή δεν κατοικούσαν μονίμως στην Αθήνα.
Ερευνώντας αυτή την ποίηση από μια άλλη οπτική γωνία διαπιστώνουμε ότι μεγάλο μέρος της αφιερώθηκε στη μαγειρική, τη διατροφή και την ευημερία εν γένει. «Για να αξιολογήσεις ένα τέτοιο έργο θα πρέπει να έχεις συχνά γευματίσει στην εξοχή, και να έχεις κονταροχτυπηθεί για μιαν εταίρα», λέει ο Αντιφάνης στον Αλέξανδρο μετά την ανάγνωση μιας κωμωδίας του για την οποία εισέπραξε αμφιλεγόμενη κριτική. Αλλά οι συγγραφείς που επιλέγουν καθ’ υπερβολή θέματα σχετικά με «την βρώση και την πόση» απευθύνονται σε ένα κοινό που συμμερίζεται τις προτιμήσεις τους, και οι πλέον ευυπόληπτοι απ’ αυτούς, όπως ο Εύβουλος, ο Άλεξις, ο Αντιφάνης, ο Αναξανδρίδης, είναι ακριβώς εκείνοι που καταφεύγουν συχνότερα σε αναφορές αυτού του είδους. Ο τελευταίος μας πρόσφερε ένα δείγμα της πρωτόγονης και ημιβάρβαρης περιγραφής γεύματος, κατά τον γάμο του Ιφικράτη με την κόρη του βασιλέως των Θρακών, Κότυ. Σε κάποια άλλη περίπτωση ανακαλύπτουμε μιαν ολόκληρη ομάδα βουλιμικών ατόμων που συνωθούνται στην αγορά για να εξασφαλίσουν την απόκτηση όλων των διαθέσιμων ιχθύων· συναντάμε επίσης τον Μισγόλα, γνωστό από τους ρητορικούς λόγους του Αισχύνη, περιτριγυρισμένο από κιθαρωδούς και των δύο φύλων· στον Αίσωπο του Άλεξις, αναδεικνύεται μια αναπαράσταση των αρχαίων χρόνων, όπου ο Αίσωπος συνομιλεί με τον Σόλωνα, αλλά και εδώ πρόκειται για πωλητές οίνου, οι οποίοι νερώνουν το προϊόν τους, όχι από απληστία, αλλά για να μην «επιβαρύνει» την κεφαλή των αγοραστών τους. Στο ίδιο πνεύμα ο Επίχαρμος, πρόγονος αυτής της μέσης κωμωδίας, είχε εισάγει τον όρο του «παράσιτου», ή κόλακα, ο οποίος συνέστησε την επικρατούσα φυσιογνωμία. Στο Άλεξι, για παράδειγμα, το παράσιτο με το όνομα Χαιρεφών, που φροντίζει να τρέφεται δωρεάν, εμφανίζεται απρόσκλητος στους γάμους, και ταξιδεύει ως την Κόρινθο προκειμένου να επιτύχει μια πρόσκληση σε δείπνο, ενώ ο Αντιφάνης συνέγραψε ολόκληρη κωμωδία με τίτλο Το Παράσιτο. Αλλά το πρόσωπο του κυριαρχεί στη σκηνή είναι ο μάγειρας: στην Παννυχίδα του Άλεξις υπάρχει ένας ολόκληρος μονόλογος του μάγειρα που δυσανασχετεί επειδή είναι υποχρεωμένος να ετοιμάσει ολόκληρο γεύμα χωρίς να έχει τα απαραίτητα· μια σύντομη αναφορά του Μνησίμαχου περιγράφει την απελπισία ενός μάγειρα, οποίος αναθέτει στον δούλο του να εξέλθει στην αγορά και να προσκαλέσει σε δείπνο νεαρούς άνδρες που ασκούνται στην ιππασία, απαριθμώντας τους τα εδέσματα· το πρόβλημα όμως είναι ότι περιλαμβάνουν εξήντα διαφορετικές συνταγές, και η απαγγελία αυτού του αποσπάσματος απνευστί από τον υποκριτή απαιτούσε περισσότερη προσπάθεια από τους χειμαρρώδεις μονολόγους του Αριστοφάνη. Από λογοτεχνική άποψη θα πρέπει να αναγνωρίσουμε σ’ αυτά τα αποσπάσματα πολλά επιτυχημένα κωμικά στοιχεία, γεγονός που δεν απαλύνει τη θλίψη μας ως προς την προτίμηση των Αθηναίων γι αυτού του είδους την ψυχαγωγία.
(συνεχίζεται)
Αναφερθήκαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο στη μεγαρική φάρσα. Αυτό το ποιητικό είδος καλλιέργησε « την παρωδία ορισμένων κοινωνικών συνθηκών και ορισμένων προσωπικών υποθέσεων του ανθρώπινου βίου», διακοσμημένων με αθλιότητα, και σ’ αυτό ακριβώς το είδος προσκολλήθηκε ο Σικελός Επίχαρμος, ο οποίος προηγείτο του Αριστοφάνη κατά μια γεννεά περίπου, και έζησε κυρίως στις Συρακούσες υπό τον Ιέρωνα. Η κωμωδία σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορούσε να έχει πολιτικό περιεχόμενο, αλλά αντιπροσώπευε απλώς τον άνθρωπο εν γένει· ο ποιητής αναφέρεται επί μακρόν στις υπερβολές και τις γελοιότητες της καθημερινότητας, την οποία εκπροσωπούν ο χωρικός, ο μέθυσος, τα παράσιτα· επιπλέον αυτές οι κωμωδίες βρίθουν από φιλοσοφικές συζητήσεις που δεν αφορούσαν μόνο την ηθική, αλλά ακόμη και τη μεταφυσική, καθιστώντας δυσνόητη τη δυνατότητα ανάμειξης της φιλοσοφίας με την πεζή πραγματικότητα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ποιητικών έργων έχουν μυθική μορφή· αλλά το σύνολο των θεών και των ηρώων μεταπηδούν σε μια κατώτερη σφαίρα. Η ζωή των θεών ταυτίζεται με τις δημόσιες και ιδιωτικές υποθέσεις των ανθρώπων, αναδεικνύοντας τα χαμηλότερα ένστικτα. Εδώ ανακαλύπτουμε έναν βουλιμικό Ηρακλή, ένα γαμήλιο ξεφάντωμα μεταξύ των θεών, μια οινοποσία κατά την οποία ο Ήφαιστος διαπληκτίζεται με την Ήρα, και μεταφέρεται από τον Διόνυσο οινοβαρής στο Όλυμπο · εν ολίγοις, η απουσία σεβασμού προς τους θεούς είναι ανάλογη με αυτήν που συναντάμε στους Όρνιθες του Αριστοφάνη.
Αυτή η αρχαία σικελική κωμωδία με την κοινωνική της σάτιρα και τον εμπαιγμό των θεών κατέστησε ευκολότερο το πέρασμα στη μέση αττική κωμωδία από ότι η αρχαία· αλλά και αυτή η τελευταία δεν ήταν πλέον δυνατόν για λόγους εγγενείς να διατηρηθεί στην Αθήνα. Η καυστική σάτιρα του Αριστοφάνη κατά του Κράτους και των αντιπροσώπων του, με αφορμή της πολιτικές κρίσεις, κατέστη ανίσχυρη· τα πάντα απέβησαν ασθενικά και ασήμαντα μην αντέχοντας μια περεταίρω διακωμώδηση, η οποία είχει αξία μόνο όταν έβαλε κατά σημαντικών γεγονότων και προσώπων· πολλοί έντιμοι πολίτες αποστράφηκαν επίσης της πολιτικής σ’ αυτή την περίοδο. Επιπλέον με κρατική παρέμβαση απαγορεύτηκε η χρήση προσωπείων, κάτι σχεδόν ανώφελο για στις τότε συνθήκες· αλλά η επίμονη απαγόρευση γελοιοποίησης προσώπων δεν απέτρεψε την άσκηση προσωπικής εκδίκησης· αντιθέτως, αυτό το είδος μοχθηρίας που αφθονεί στον Πλούτο, παρέμενε προσιτή στον καθένα, παράλληλα με την σάτιρα των κοινωνικών συνθηκών και χαρακτήρων· τώρα όμως στο στόχαστρό της, μεταξύ των θυμάτων δημόσιου διασυρμού συγκαταλέγονται κυρίως οι φιλόσοφοι, οι ρήτορες, οι τραγικοί και επικοί ποιητές, ενδεχομένως και κάποιοι αρχηγοί ξένων κρατών· και από τη στιγμή που κάποιος κακομεταχειρίζεται ένα άτομο, πολλοί είναι αυτοί στους οποίους γεννάται η επιθυμία να το επαναλαμβάνουν.
Σ’ αυτό το είδος της κωμωδίας δεν υπάρχει πλέον ίχνος χορικού άσματος, και επομένως απαλείφεται πλήρως και η παράβαση· ήδη στα τελευταία έργα του Αριστοφάνη, όπου συναντάται ανάμεσα στις σκηνές ο όρος «χορός», δεν αντιπροσωπεύει πλέον παρά μόνο εμβόλιμα άσματα, ερμηνευμένα από έναν αυλητή, ή την παρεμβολή κάποιου σύντομου χορού· είναι πιθανό να εξέλειπαν και οι εύποροι χορηγοί που θα κάλυπταν τα έξοδα ενός αξιοπρεπούς χορωδιακού συγκροτήματος. Οι παραστάσεις παρέμειναν συνδεδεμένες με τα Διονύσια, αλλά δεδομένης την πληθώρας των έργων μπορούμε να υποθέσουμε ότι συνεχίστηκαν και κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα· το όλο θέαμα συνέστησε χωρίς αμφιβολία εμπορική εκμετάλλευση.
Ως εκ τούτου η ποιητική αυτή μορφή της τέχνης ήταν υποχρεωμένη να εφευρίσκει συνεχώς νέα θέματα, νέο περιεχόμενο, το οποίο της προσφέρθηκε από ιστορίες έρωτος και απαγωγών. Παρόμοιες ιστορίες συναντά κανείς στον Αναξανδρίδη, αλλά και ο Αριστοφάνης φαίνεται ότι κατέφυγε σε παρόμοια εφευρήματα, όπως η γοητεία και η κοινωνική αποκατάσταση, στο ύστερο έργο του με τον τίτλο Κόκκαλος, καθώς και σε άλλα θέματα από τον Μένανδρο. Ο έρωτας, εκτός από την περίπτωση που το έργο δεν αντιπροσώπευε παρά μόνο μια σάτιρα του θεϊκού πανθέου, αλλά ακόμη και εδώ, συνιστούσε το σύνηθες υπόβαθρο της δράσης, και τελικά η μέση κωμωδία δεν διαφοροποιήθηκε από την νέα κωμωδία παρά μόνο ως προς την συχνότερη παρωδία των κοινωνικών συνθηκών και του λογοτεχνικού ύφους, και ως προς την ενσωμάτωση του μυθολογικού στοιχείου.
Ως προς την γελοιοποίηση των θεών, αυτό το πολύ αμφιλεγόμενο στοιχείο που αποκλίνει του έργου του Αριστοφάνη, αντιπροσωπεύεται ευρέως, κρίνοντας από τον κατάλογο των τίτλων. Ένα σχετικό παράδειγμα μας προσφέρει το έργο Αμφιτρύων του Πλαύτου. Αν καί αυτή η κωμωδία συνιστά πραγματικά μίμηση ενός ανάλογου έργου εκείνης της εποχής, αποτυπώνει αναρίθμητα παραδείγματα από σκηνές ευτυχών και ευχάριστων συμβάντων: ο τρόπος με τον οποίο ο Ερμής, αξιοποιώντας την παντοδυναμία των θεών, εξαπατά τον Σωσία υποδυόμενος διαφορετικά πρόσωπα, είναι πραγματικά κωμικός. Τα υπόλοιπα, και ιδιαίτερα η ντροπή και η σύγχυση της Αλκμήνης, η οποία αρνείται ότι συνευρέθηκε με δύο διαφορετικούς άνδρες και θρηνεί, ενέχουν απλώς ένα είδος πρόκλησης· παρότι το επιθυμεί δεν δύναται να παραδεχθεί την πραγματικότητα, ενώ οι θεατές που την γνωρίζουν ξεσπούν δε ηχηρά γέλια. Επιπλέον αναπαρίστανται επί σκηνής οι γεννήσεις πολλών θεοτήτων, ενώ ο Ηρακλής, όπως και στο αρχαίο σατιρικό δράμα και στον Επίχαρμο, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στο ρόλο του αδηφάγου.
Το κωμικό στοιχείο κοινωνικών συμβάντων, στο οποίο οι νεώτεροι μπορεί να υπερίσχυσαν των αρχαίων, βεβαιώνει η πληθώρα προκλητικών τίτλων, που γνώρισαν την ρεαλιστική συγκατάβαση των Αθηναίων, παρότι στην πραγματικότητα αποδεικνύονται περισσότερο προκλητικοί από το ίδιο το περιεχόμενο των έργων . Στα διασωθέντα αποσπάσματα περιλαμβάνονται πετυχημένα παραδείγματα του είδους, όπως το απόσπασμα που παραθέτει ο Αθήναιος από τον Ολύνθιο του Άλεξις, στο οποίο η επαίτης εξηγεί ότι πρόκειται για πέντε εξαθλιωμένα άτομα, τον σύζυγό της και την ίδια, περιγράφοντας τον εαυτό της ως μια ανίσχυρη ηλικιωμένη γυναίκα, μια κόρη και έναν νεαρό γυιό, καθώς και το «καλό κορίτσι» που έχει στο σπίτι της (το οποίο πιθανώς προορίζει για τον γυιό της), και εξιστορεί το πώς τρέφονται, πώς υποφέρει ο καθένας από την στέρηση και τη φτώχεια, και πώς τους κατατρέχει η μιζέρια. Σε αυτά τα αποσπάσματα ενυπάρχει κατά τη γνώμη μας μια ιδιαίτερη αξία, διότι μας προσφέρουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την ιστορία του πολιτισμού. Ο ρεαλισμός δεν αποκλείει ασφαλώς την υπερβολή· διαβάζουμε για παράδειγμα στον Έφιππο περί ενός κολοσσιαίου και ιερού ιχθύος, μεγαλύτερου από τη νήσο Κρήτη, κ ο. κ. Βρίσκουμε επίσης αρκετές τολμηρές φανταστικές φλυαρίες, όπως όταν κάποιος περιγράφει τους κινδύνους που διατρέχουν οι συνδαιτυμόνες του λέγοντας: «Τα γεύματά μας αποτελούνται από ακονισμένα σπαθιά, γαρνιρισμένα με αναμμένους δαυλούς, και για επιδόρπιο οι δούλοι μας σερβίρουν κρητικά στιλέτα» κ.τ.λ. Είναι όμως προφανές ότι η υπερβολή δεν αντιπροσώπευε πλέον ό,τι και στην αρχαία κωμωδία. Οι ποιητές, τους οποίους θα αναφέρουμε εδώ, σύμφωνα με τα παραδείγματα που παραθέτει ο Αθήναιος, αρέσκονταν επίσης να παραχωρούν στους ήρωές τους τη δυνατότητα να προτείνουν και να επιλύουν αινίγματα, χωρίς να διαφαίνεται κάποιο όφελος για το σύνολο της συγκεκριμένης κωμωδίας· ασφαλώς επρόκειτο για μια καθαρά αθηναϊκή ιδιαιτερότητα· όταν κάποια φαιδρή φήμη περιέπιπτε στη γνώση ενός συγγραφέα αυτός θα φρόντιζε να την περιλάβει κατά κάποιο τρόπο στο επόμενο έργο του.
Αυτό το είδος της κωμωδίας θέτει ασφαλώς στο στόχαστρό της επίσης τους τραγικούς ποιητές, αλλά κυρίως περιπαίζει τους φιλοσόφους. Έτσι ο Επικράτης ο Αμβρακιώτης αναφέρει ένα περιστατικό στην Ακαδημία του Πλάτωνα, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι μαθητές καλούνται να αποφασίσουν αν η κολοκύνθη είναι λαχανικό, δέντρο, ή φυτό, ως τη στιγμή που ένα σικελός γιατρός επεμβαίνει και τους γελοιοποιεί. Επειδή αγανακτούν εμφανίζεται τελικά ένας νηφάλιος Πλάτων και τους ζητά να ερευνήσουν περεταίρω το ζήτημα. Γνωρίζουμε επίσης ένα απόσπασμα του Αντιφάνους που σατιρίζει τους «σοφιστές» του Λυκείου, δηλαδή τους φιλοσόφους της περιπατητικής σχολής, εξ αιτίας του διαχωρισμού τους μεταξύ του είναι και του γίγνεσθαι, κάτι που αντιστοιχεί για μας σε μια παρωδία της διαλεκτικής λογικής του Χέγκελ. Σε ορισμένα έργα του ίδιου συγγραφέα, αλλά και του Άλεξις, κατακρίνεται η αποκαλούμενη θλιβερή κοσμοθεωρία των Πυθαγορείων, οι οποίοι δεν έτρωγαν ζωντανή τροφή και δεν κατανάλωναν οίνο, αλλά ένα νεκρό σκυλί δεν θα αποτελούσε γι αυτούς ζώσα ύπαρξη. Ένας άλλος συγγραφέας τούς σατιρίζει υποστηρίζοντας ότι η ασκητική τους πηγάζει από το γεγονός και μόνο ότι στερούνται ευφυΐας: «αν κάποιος τους σερβίρει ψάρι ή κρέας, λέει, κόβω το κεφάλι μου ότι θα προτιμήσουν να κατασπαράξουν τα ίδια τους τα δάκτυλα». Αντιθέτως, φαίνεται ότι εκείνη την εποχή, οι κυνικοί εξαιρέθηκαν της πολεμικής, ίσως επειδή τους τρόμαζε η αιχμηρή γλώσσα τους. Η σάτιρα της φιλοσοφικής σκέψης αποδεικνύει τουλάχιστον την σημασία του ρόλου της εκείνους τους χρόνους, όταν η γελοιοποίηση του Κράτους είχε πλέον καταστεί ανώφελη· και επειδή οι φιλόσοφοι διέσυραν ο ένας τον άλλο δια των κειμένων τους, με όρους κατά πολύ δυσμενέστερους από ότι οι κωμικοί, δεν συμμεριζόμαστε καθόλου τα δεινά τους· εκείνο που μας χαροποιεί είναι ότι τόσο η μέση κωμωδία, όσο και η αρχαία και η νέα, δεν έβαλαν στο στόχαστρό τους τις πλαστικές τέχνες· ο Σκόπας και ο Πραξιτέλης αγνοήθηκαν παντελώς, ενδεχομένως επειδή δεν κατοικούσαν μονίμως στην Αθήνα.
Ερευνώντας αυτή την ποίηση από μια άλλη οπτική γωνία διαπιστώνουμε ότι μεγάλο μέρος της αφιερώθηκε στη μαγειρική, τη διατροφή και την ευημερία εν γένει. «Για να αξιολογήσεις ένα τέτοιο έργο θα πρέπει να έχεις συχνά γευματίσει στην εξοχή, και να έχεις κονταροχτυπηθεί για μιαν εταίρα», λέει ο Αντιφάνης στον Αλέξανδρο μετά την ανάγνωση μιας κωμωδίας του για την οποία εισέπραξε αμφιλεγόμενη κριτική. Αλλά οι συγγραφείς που επιλέγουν καθ’ υπερβολή θέματα σχετικά με «την βρώση και την πόση» απευθύνονται σε ένα κοινό που συμμερίζεται τις προτιμήσεις τους, και οι πλέον ευυπόληπτοι απ’ αυτούς, όπως ο Εύβουλος, ο Άλεξις, ο Αντιφάνης, ο Αναξανδρίδης, είναι ακριβώς εκείνοι που καταφεύγουν συχνότερα σε αναφορές αυτού του είδους. Ο τελευταίος μας πρόσφερε ένα δείγμα της πρωτόγονης και ημιβάρβαρης περιγραφής γεύματος, κατά τον γάμο του Ιφικράτη με την κόρη του βασιλέως των Θρακών, Κότυ. Σε κάποια άλλη περίπτωση ανακαλύπτουμε μιαν ολόκληρη ομάδα βουλιμικών ατόμων που συνωθούνται στην αγορά για να εξασφαλίσουν την απόκτηση όλων των διαθέσιμων ιχθύων· συναντάμε επίσης τον Μισγόλα, γνωστό από τους ρητορικούς λόγους του Αισχύνη, περιτριγυρισμένο από κιθαρωδούς και των δύο φύλων· στον Αίσωπο του Άλεξις, αναδεικνύεται μια αναπαράσταση των αρχαίων χρόνων, όπου ο Αίσωπος συνομιλεί με τον Σόλωνα, αλλά και εδώ πρόκειται για πωλητές οίνου, οι οποίοι νερώνουν το προϊόν τους, όχι από απληστία, αλλά για να μην «επιβαρύνει» την κεφαλή των αγοραστών τους. Στο ίδιο πνεύμα ο Επίχαρμος, πρόγονος αυτής της μέσης κωμωδίας, είχε εισάγει τον όρο του «παράσιτου», ή κόλακα, ο οποίος συνέστησε την επικρατούσα φυσιογνωμία. Στο Άλεξι, για παράδειγμα, το παράσιτο με το όνομα Χαιρεφών, που φροντίζει να τρέφεται δωρεάν, εμφανίζεται απρόσκλητος στους γάμους, και ταξιδεύει ως την Κόρινθο προκειμένου να επιτύχει μια πρόσκληση σε δείπνο, ενώ ο Αντιφάνης συνέγραψε ολόκληρη κωμωδία με τίτλο Το Παράσιτο. Αλλά το πρόσωπο του κυριαρχεί στη σκηνή είναι ο μάγειρας: στην Παννυχίδα του Άλεξις υπάρχει ένας ολόκληρος μονόλογος του μάγειρα που δυσανασχετεί επειδή είναι υποχρεωμένος να ετοιμάσει ολόκληρο γεύμα χωρίς να έχει τα απαραίτητα· μια σύντομη αναφορά του Μνησίμαχου περιγράφει την απελπισία ενός μάγειρα, οποίος αναθέτει στον δούλο του να εξέλθει στην αγορά και να προσκαλέσει σε δείπνο νεαρούς άνδρες που ασκούνται στην ιππασία, απαριθμώντας τους τα εδέσματα· το πρόβλημα όμως είναι ότι περιλαμβάνουν εξήντα διαφορετικές συνταγές, και η απαγγελία αυτού του αποσπάσματος απνευστί από τον υποκριτή απαιτούσε περισσότερη προσπάθεια από τους χειμαρρώδεις μονολόγους του Αριστοφάνη. Από λογοτεχνική άποψη θα πρέπει να αναγνωρίσουμε σ’ αυτά τα αποσπάσματα πολλά επιτυχημένα κωμικά στοιχεία, γεγονός που δεν απαλύνει τη θλίψη μας ως προς την προτίμηση των Αθηναίων γι αυτού του είδους την ψυχαγωγία.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου