ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Παρασκευή, 3 Νοεμβρίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IV. Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΕΞΑΜΕΤΡΟΥ
8. Η ΑΡΧΑΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ - 4
Ο Αριστοφάνης όπως γνωρίζουμε, υπερασπίστηκε σε καιρό πολέμου την πολιτική της ειρήνης. Μας επιτρέπεται όμως να αναρωτηθούμε αν η άνοιξη του 425 π. Χ. ήταν η κατάλληλη στιγμή για να εκφράσει την επιθυμία του για ειρήνη με την σαφήνεια που το επιχειρεί στους Αχαρνείς. Η συνέχιση του πολέμου δεν ήταν έργο μόνο του Κλέωνα, και στο πρόσωπο του Λαμάχου χλευάζεται ένας από τους ικανότερους και πλέον αφοσιωμένους πολεμιστές των Αθηνών· αλλά και ο Δικαιόπολης εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των ευτελέστερων και βάρβαρων επιθυμιών, της εξασφάλισης δηλαδή όχι υψηλών αρετών, αλλά των ανέσεων και των απολαύσεων της ειρήνης. Στην Ειρήνη (421) παρακολουθούμε την εξέλιξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, και ταυτόχρονα, δια στόματος του Ερμή, τις εκτιμήσεις του λαού σχετικά με τις μέχρι στιγμής αιτίες και εξελίξεις στο μέτωπο του πολέμου· αλλά στη Λυσιστράτη (411) ο ποιητής επιστρέφει στο προηγούμενο σφάλμα του, διότι αυτό το έργο, που θεωρείται η δυναμικότερη εκδοχή υπέρ της ειρήνης, τοποθετείται σε μιαν εντελώς ακατάλληλη από πολιτική άποψη χρονική στιγμή, κατά την οποία οι Σπαρτιάτες κατέχουν τη Δεκέλεια, έχουν συμμαχήσει με τους Πέρσες, δεν έχουν κανένα λόγο να επιθυμούν την ειρήνη στο βαθμό που εμφανίζονται να την επιθυμούν οι εκπρόσωποι τους στο έργο (1076), και που η σύναψη ειρήνης θα ήταν δυνατή μόνο κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς όρους. Δεν είναι επίσης αυτονόητο ότι υποστηρίζοντας την ειρήνη ο ποιητής εκφράζεται με μεγάλη ελευθερία πνεύματος, διότι είναι αναμφισβήτητο ότι είχε με το μέρος του την μεγάλη πλειοψηφία των θεατών· θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπ’ όψη ότι όταν ο Αριστοφάνης αναφέρεται στα αίτια του πολέμου, τα οποία επικαλείται στους Αχαρνείς (496 κ.ε.), εκφράζει με μεγάλη σαφήνεια την άποψη ότι η ευθύνη του πολέμου θα πρέπει να αναζητηθεί και στην πλευρά των Αθηνών, κάτι που στις μέρες μας δεν θα μπορούσε κατά κανένα τρόπο να υποστηρίζεται στη σκηνή του θεάτρου ενός Κράτους σε εμπόλεμη κατάσταση, ενώ αντίθετα φροντίζει να προστατευθεί από τους μοχθηρούς Αθηναίους που φιλονικούσαν με τους Μεγαρείς, επαναλαμβάνοντας με έμφαση ότι εξαιρεί την πόλη των Αθηνών.
Αν η επιθυμία του ποιητή για ειρήνη έχει αμφιλεγόμενη αξία, αντιθέτως, οι Ιππείς, που ανεβαίνουν στη σκηνή το 424 π. Χ., είναι απρόσμενα αληθείς και προφητικοί: στο έργο, ο Παφλαγόνας υπηρέτης, δηλαδή ο Κλέων, που έχει θέσει υπό την πλήρη επιρροή του τον αφέντη του, τον Δήμο, διασύρεται και εξυβρίζεται στην πραγματικότητα από ένα ακόμη μεγαλύτερο απατεώνα, τον έμπορο αλλαντικών, πιστή εικόνα μιας δημοκρατίας στην οποία οι προδότες αντικαθίστανται από άλλους προδότες. Κατά γενική ομολογία, στο βαθμό που της επιτράπηκε, η κωμωδία καταπολέμησε τη δημαγωγία (άποψη που συμμερίστηκε πιθανότατα η πλειοψηφία των θεατών), και όχι μόνο δια του Αριστοφάνη αλλά και με τον Εύπολη, και άλλους· αλλά η αναμέτρηση του ποιητή με τον Κλέωνα χρειάστηκε ιδιαίτερο θάρρος, και δεν έμεινε χωρίς συνέπειες, διότι ο Κλέων είχε ήδη προσφύγει στις δικαστικές αρχές σχετικά με ένα από τα πρώιμα έργα του Αριστοφάνη, τους Βαβυλώνιους, με το πρόσχημα ότι δυσφημίστηκε η πόλη των Αθηνών κατά τα Μεγάλα Διονύσια, και μάλιστα παρουσία ξένων διπλωματών, εξ αιτίας της κριτικής που ασκήθηκε σε βάρος του· και επειδή τα διαβήματα του πολιτικού άνδρα δεν απέδωσαν, ανέθεσε στην αστυνομία του θεάτρου να επιτεθεί στον ποιητή στη διάρκεια της παράστασης των Ιππέων, του πλέον αντιπροσωπευτικού έργου του Αριστοφάνη, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στον ποιητή να του ανταποδώσει τα ίσα με την προσθήκη της σχετικής παράβασης στους Σφήκες.
Οι Όρνιθες αποτελούν ένα έργο απαράμιλλου κάλλους. Διδάχθηκαν το 415 π. Χ. παρακάμπτοντας με εύστοχη διακριτικότητα την αγωνιώδη πραγματικότητα που προκάλεσε η παταγώδης αποτυχία της Σικελικής εκστρατείας, και ο ακρωτηριασμός των «Ερμών», δια της σκιαγράφησης από τον Πεισίστρατο της εν γένει εικόνας του Αθηναίου πολίτη, και ιδιαίτερα της δράσης των Αθηναίων στις αποικίες και τις πόλεις της αυτοκρατορίας τους. Σε ότι αφορά τις μετέπειτα κωμωδίες του, η σύσταση του Αλκιβιάδη, η οποία στους Βατράχους (405 π. Χ.) αναπαράγεται διά στόματος του Αισχύλου, έχει ιδιαίτερη πολιτική ισχύ. Η Συνέλευση Γυναικών (329 π. Χ.) αποτελεί μια διασκεδαστική έκφραση της απόγνωσης που γέννησε η αθηναϊκή δημοκρατία, με την ασυνέπεια και τις μικροπρέπειές της, και ταυτόχρονα ένα λάκτισμα προς τις πολιτικές ουτοπίες των φιλοσόφων.
Έχουμε ήδη αναφερθεί σ’ αυτή τη μελέτη σχετικά με το έργο προσωπικής σπίλωσης στο οποίο επιδόθηκε ο Αριστοφάνης μέσα από συγκεκριμένες καταγγελίες. Δεν θα αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό ο ρόλος αυτός της κωμωδίας υπηρέτησε τις ανάγκες του Κράτους, σε ποιο βαθμό αυτή η καταιγιστική εξύβριση προσώπων οδήγησε τους στοχαστές στην αποστροφή από το Κράτος και τον δημόσιο βίο, φαινόμενο που χαρακτηρίζει τον αιώνα που ακολούθησε· εναπόκειται στους Αθηναίους να απαντήσουν στο δίλλημα, οι οποίοι όμως επιδοκίμασαν την υπάρχουσα κωμωδία, και σε τελική ανάλυση την αξιοποίησαν με θαυμαστή ευφυΐα· η κατάργηση των προσωπείων αποφασίστηκε από το λαό μόνο κατά τον 4ο αιώνα. Πώς θα πρέπει τώρα να αξιολογήσουμε τον Αριστοφάνη, ως τον άνθρωπο που «βύθισε τα χέρια του τόσο βαθειά στη λάσπη» ; Το ορθότερο θα ήταν να μην τον χαρακτηρίσουμε ως ήρωα της ηθικής, ούτε ως ένα ιδιαίτερα ανήθικο πρόσωπο, αλλά να του αποδώσουμε μια λελογισμένη ηθική υπόσταση. Και σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να τον θεωρήσουμε άγιο.
Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί επίσης η μελέτη της κριτικής και λογοτεχνικής πολεμικής που δέχτηκε. Το γεγονός ότι η κωμωδία απέβη μια παρωδία και μια οξεία κριτική της τραγωδίας, στο βαθμό που πραγματικά το κατόρθωσε, οφείλεται κυρίως στην ανάγνωση, την αφήγηση και την δια του άσματος απόδοση αποσπασμάτων της τραγωδίας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει· θα ήταν αδιανόητο τόσα αποσπάσματα της τραγωδίας, όπως για παράδειγμα αυτά του Ευριπίδη, να αποτυπωθούν με τόση ακρίβεια στη μνήμη των θεατών, μόνο χάρη στις ελάχιστες παραστάσεις, χωρίς την καταλυτική παρέμβαση της παρωδίας· και εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για ολόκληρες τραγωδίες, καθώς και για απομονωμένους στίχους, τους οποίους γνώριζαν οι πάντες, πρόκειται δηλαδή για ποιητικές δεξιότητες οι οποίες έγιναν σε όλους προσιτές· σε καμιά άλλη εποχή, – ακόμη και μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας – κάτι τέτοιο δεν έγινε ούτε στο ελάχιστο δυνατό. Η αλήθεια είναι ότι πολλές από αυτές τις καταστάσεις και τις σχέσεις ήσαν κατανοητές μόνο από τους Αθηναίος, και μόνο από όσους ήταν παρόντες στη Αθήνα και σε όλες τις θεατρικές παραστάσεις· αλλά το γεγονός ότι ένας ποιητής αυτού του διαμετρήματος κατώρθωσε να συνδιαλέγεται σ’ αυτή τη διάλεκτο με τους θεατές του, αποδεικνύει τον καθαρά λαοπρόβλητο χαρακτήρα αυτής της ποίησης, τον οποίο καθιέρωσε η παράβαση.
Αυτή η αδυσώπητη σάτιρα αφορούσε ασφαλώς κατ’ εξοχήν το ίδιο το θέατρο, και κατ’ επέκταση τους κωμικούς και τραγικούς ποιητές, αλλά και άλλους ποιητές όπως τους δημιουργούς του διθυράμβου, και τούτο συνεχίστηκε μέχρι την καταδίκη των θαυμαστών τους στα σκοτεινότερα έγκατα του Άδη, συμπεριλαμβανομένων των συντελεστών και του κοινού τους. Τα γνωστότερα αποσπάσματα του δράματος εμφανίζονται συνήθως μέσα από την παρωδία τους· αλλά σε αρκετές περιπτώσεις η ειρωνεία θα αποδεικνυόταν πολύ ασθενική χωρίς τους σχολιαστές της, των οποίων δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε το υπόβαθρο. Ένα εκλεκτό παράδειγμα αποτελούν στους Όρνιθες η δια της παρωδίας σάτιρα του μέτριου ποιητή, του πομπώδους, κατά το παράδειγμα του Πινδάρου, ο ποίος καταλήγει ως επαίτης του είδους. Αλλά η κριτική αυτή προσέγγιση στο σύνολο της, όσο διδακτική και ανεκτίμητη κι αν είναι συνολικά, επειδή μας γνωστοποιεί το επίπεδο της συμμετοχής στην ποίηση, στην ουσία της υπήρξε ένα από τα αδύνατα σημεία της αρχαίας κωμωδίας. Ένα αλάνθαστο δείγμα μιας επικείμενης παρακμής, από την στιγμή που η ποίηση αρχίζει να κατακλύζεται από λογοτεχνία και ζωή, κάτι που δεν θα μπορούσε να διαρκέσει επ’ άπειρον. Ασφαλώς για τον Αριστοφάνη ήταν μεγάλο προνόμιο η «κατεδάφιση» ενός τόσο διάσημου θύματος όπως ο Ευριπίδης, χωρίς ασφαλώς να το κατορθώσει, όπως ακριβώς συνέβη και με τον Κλέωνα, κάτι που αναδεικνύει το επίπεδο της ευφυΐας των Αθηναίων, διότι όπως γνωρίζουμε η Αθήνα, παρόλη αυτή την τόσο εύστοχη ειρωνεία, παρέμεινε πιστή στον Ευριπίδη.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη στους Βατράχους διατηρείται σε ένα ευπρεπές επίπεδο, όσο οι κατηγορίες είναι γενικής φύσεως, αλλά καταρρέει περιέργως μετά τον στίχο 1119, όπου ο Ευριπίδης αρχίζει να κατακρίνει τους προλόγους των τραγωδιών του Αισχύλου, και εκείνος του ανταποδίδει την κριτική. Εδώ το ενδιαφέρον και η γνώση κάθε λεπτομέρειας, εγγενή γνωρίσματα των Αθηναίων, ήταν απαραίτητα, προκειμένου αυτά τα αποσπάσματα να συνεχίσουν να διαθέτουν ένα υποφερτά δραματικό περιεχόμενο· η ευτράπελη κατάληξη του στίχου την οποία ο Αισχύλος εκτοξεύει κάθε φορά στους προλόγους του Ευριπίδη είναι κατά βάθος ένα απλοϊκό εφεύρημα. Στη συνέχεια, αφού έχει παρωδηθεί κατ’ αντιστοιχία το ύφος του χορού και οι μονωδίες τους, ανακουφίζεται κανείς με την κατάληξη (1365) του ισχνού εφευρήματος της ζυγαριάς, στους δίσκους της οποίας καθένας από τους δύο τραγικούς ποιητές οφείλει να εναποθέσει τους στίχους του για να ζυγιστεί το βάρος τους. Και επειδή ο Διόνυσος δεν θέλει να διακινδυνεύσει ακόμη την έκδοση μιας ετυμηγορίας, έρχεται ο Πλούτων να ασκήσει τη δική του πίεση· έτσι, και μόνο αφού οι δύο ποιητές καλούνται να εκφράσουν τη γνώμη τους για τον Αλκιβιάδη, παίρνοντας θέση απέναντι σε ένα πολιτικό ζήτημα, ο Διόνυσος επιλέγει τον Αισχύλο, εγκαταλείποντας αποσβολωμένο τον Ευριπίδη, γεγονός που σημαίνει ότι τελικά το ζήτημα κρίθηκε πάνω σ ένα ερώτημα πολιτικής φύσεως, που δεν αφορούσε την ποίηση· ο Αισχύλος ψήφισε υπέρ και ο Ευριπίδης κατά του Αλκιβιάδη.
Το έργο αυτό (76 κ.ε.) δικαιολογεί με λεπτό τρόπο το γεγονός ότι ο Διόνυσος επιθυμεί να αφήσει τον Σοφοκλή στον Άδη, ενώ επιλέγει να καλέσει τον Ευριπίδη, επιδιώκοντας αρχικά να ελέγξει σε τί θα ήταν ικανός ο Ιοφών χωρίς τον πατέρα του. Εξ άλλου ο Σοφοκλής που τιμά τον Ευριπίδη (788), τυγχάνει εδώ ευνοϊκής μεταχείρισης, ενώ στην Ειρήνη (699), λέγεται γι αυτόν ότι από φιλαργυρία και αγάπη προς το κέρδος θα μπορούσε «να αρμενίζει πάνω σε μια ψάθα». Ο Ευριπίδης όμως βάλλεται σε κάθε περίπτωση χωρίς ενδοιασμό, και εκτός από την κριτική της λογοτεχνικής του αξίας, υπάρχει εδώ και προσωπικό δηλητήριο στην αποκάλυψη των οικογενειακών σχέσεων του τραγωδού, που μας οδηγεί στο να αποδώσουμε στον Αριστοφάνη ένα συναίσθημα μικροπρέπειας, ακόμη και φθόνου. Διότι δεν δικαιολογείται η συμπεριφορά του απέναντι στον Ευριπίδη, όπως και στον Αγάθωνα, στις Θεσμοφοριάζουσες, όπου η παρωδία συνοδεύεται από μια καταγγελία· αλλά και ο «ηθικός αποτροπιασμός» του Αριστοφάνη απέναντι στον Ευριπίδη είναι αυτός που κυρίως αγγίζει τα όρια της γελοιότητας. Θα προτιμούσαμε να αναρωτηθούμε αν η φαντασία του Αριστοφάνη, μαζί με όλες τις υπόλοιπες αρετές του, δεν εξέλειπε ενίοτε, υποχρεώνοντάς τον να περιοριστεί σε μια πεζή λογοτεχνική κριτική.
Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε την άποψή μας σχετικά με τις συνέπειες μιας τέτοιας συνεχούς εξουθένωσης επί του δημιουργικού οίστρου των ποιητών. Αν και οι γλύπτες είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με μια παρόμοια σάτιρα και ένα συνεχώς τροφοδοτούμενο με φανατισμό πλήθος, ίσως να μην είχε υπάρξει ούτε Σκόπας, ούτε Πραξιτέλης, ούτε Λύσιππος. Ευτυχώς δεν βρέθηκαν ποτέ στο στόχαστρο ούτε των φιλοσόφων, ούτε των κωμικών ποιητών. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι ο τραγικός ποιητής Θέογνις, ο οποίος κατά τους Αχαρνείς υπήρξε τόσο παγερός ώστε κατά τις παραστάσεις των έργων του να πέφτει πυκνό χιόνι μέχρι τη Θράκη, έγινε αργότερα ένας από τους Τριάκοντα· το συμβάν παραπέμπει στην τύχη που επιφυλάχτηκε στον Collot d’ Herbois (γάλλο ηθοποιό που εξελέγη πρόεδρος της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης κατά τη Γαλλική Επανάσταση), παρά την έντονη αποδοκιμασία που γνώρισε στη θεατρική σκηνή.
Σχετικά με την διακωμώδηση του Σωκράτη στις Νεφέλες, παρά την οικειότητα που διαφαίνεται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα ανάμεσα στον Αριστοφάνη και τον φιλόσοφο, στην απολογία του τοποθετεί την κωμωδία, και ιδιαίτερα τον Αριστοφάνη με τις Νεφέλες του, μεταξύ των υπαιτίων της δίωξής του, και τους κατηγόρους του, οι οποίοι του καταλόγιζαν ευθύνες για μάταιη αναζήτηση υψηλών νοημάτων, και ενασχόληση με υποθέσεις ανάξιες λόγου, στην χορεία μιας ξεπερασμένης γεννεάς. Στους δικαστές του δηλώνει: «Οι άνθρωποι που θα ακούσουν τους λόγους σας θα σας θεωρήσουν επίσης άθεους… Οι κατήγοροι αυτοί σας εκπροσωπούν παιδιόθεν».
Το τελευταίο έργο του Αριστοφάνη είναι ο Πλούτος, μία εξίσου χαριτωμένη κωμωδία. Με την εξαίρεση ενός εναλλασσόμενου άσματος, τα χωρικά άσματα έχουν εντελώς εξαλειφθεί (ενώ η παράβαση είναι ήδη απούσα στην Συνέλευση Γυναικών), ενώ και η ίδια η μορφή του έργου δεν τον κατατάσσει πλέον στην αρχαία κωμωδία. Η σύγκρουση του Πλούτου και της Πενίας με τον παγιωμένο εγωισμό των αγροτών αποδίδεται με υπέρτατη μαεστρία. Αλλά εδώ δεν πρόκειται πλέον για την Αθήνα, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο, ούτε για κάποια δεδομένη περίσταση του αθηναϊκού βίου, αλλά για ένα πάγιο ηθικό ζήτημα.
(συνεχίζεται)
Αν η επιθυμία του ποιητή για ειρήνη έχει αμφιλεγόμενη αξία, αντιθέτως, οι Ιππείς, που ανεβαίνουν στη σκηνή το 424 π. Χ., είναι απρόσμενα αληθείς και προφητικοί: στο έργο, ο Παφλαγόνας υπηρέτης, δηλαδή ο Κλέων, που έχει θέσει υπό την πλήρη επιρροή του τον αφέντη του, τον Δήμο, διασύρεται και εξυβρίζεται στην πραγματικότητα από ένα ακόμη μεγαλύτερο απατεώνα, τον έμπορο αλλαντικών, πιστή εικόνα μιας δημοκρατίας στην οποία οι προδότες αντικαθίστανται από άλλους προδότες. Κατά γενική ομολογία, στο βαθμό που της επιτράπηκε, η κωμωδία καταπολέμησε τη δημαγωγία (άποψη που συμμερίστηκε πιθανότατα η πλειοψηφία των θεατών), και όχι μόνο δια του Αριστοφάνη αλλά και με τον Εύπολη, και άλλους· αλλά η αναμέτρηση του ποιητή με τον Κλέωνα χρειάστηκε ιδιαίτερο θάρρος, και δεν έμεινε χωρίς συνέπειες, διότι ο Κλέων είχε ήδη προσφύγει στις δικαστικές αρχές σχετικά με ένα από τα πρώιμα έργα του Αριστοφάνη, τους Βαβυλώνιους, με το πρόσχημα ότι δυσφημίστηκε η πόλη των Αθηνών κατά τα Μεγάλα Διονύσια, και μάλιστα παρουσία ξένων διπλωματών, εξ αιτίας της κριτικής που ασκήθηκε σε βάρος του· και επειδή τα διαβήματα του πολιτικού άνδρα δεν απέδωσαν, ανέθεσε στην αστυνομία του θεάτρου να επιτεθεί στον ποιητή στη διάρκεια της παράστασης των Ιππέων, του πλέον αντιπροσωπευτικού έργου του Αριστοφάνη, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στον ποιητή να του ανταποδώσει τα ίσα με την προσθήκη της σχετικής παράβασης στους Σφήκες.
Οι Όρνιθες αποτελούν ένα έργο απαράμιλλου κάλλους. Διδάχθηκαν το 415 π. Χ. παρακάμπτοντας με εύστοχη διακριτικότητα την αγωνιώδη πραγματικότητα που προκάλεσε η παταγώδης αποτυχία της Σικελικής εκστρατείας, και ο ακρωτηριασμός των «Ερμών», δια της σκιαγράφησης από τον Πεισίστρατο της εν γένει εικόνας του Αθηναίου πολίτη, και ιδιαίτερα της δράσης των Αθηναίων στις αποικίες και τις πόλεις της αυτοκρατορίας τους. Σε ότι αφορά τις μετέπειτα κωμωδίες του, η σύσταση του Αλκιβιάδη, η οποία στους Βατράχους (405 π. Χ.) αναπαράγεται διά στόματος του Αισχύλου, έχει ιδιαίτερη πολιτική ισχύ. Η Συνέλευση Γυναικών (329 π. Χ.) αποτελεί μια διασκεδαστική έκφραση της απόγνωσης που γέννησε η αθηναϊκή δημοκρατία, με την ασυνέπεια και τις μικροπρέπειές της, και ταυτόχρονα ένα λάκτισμα προς τις πολιτικές ουτοπίες των φιλοσόφων.
Έχουμε ήδη αναφερθεί σ’ αυτή τη μελέτη σχετικά με το έργο προσωπικής σπίλωσης στο οποίο επιδόθηκε ο Αριστοφάνης μέσα από συγκεκριμένες καταγγελίες. Δεν θα αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό ο ρόλος αυτός της κωμωδίας υπηρέτησε τις ανάγκες του Κράτους, σε ποιο βαθμό αυτή η καταιγιστική εξύβριση προσώπων οδήγησε τους στοχαστές στην αποστροφή από το Κράτος και τον δημόσιο βίο, φαινόμενο που χαρακτηρίζει τον αιώνα που ακολούθησε· εναπόκειται στους Αθηναίους να απαντήσουν στο δίλλημα, οι οποίοι όμως επιδοκίμασαν την υπάρχουσα κωμωδία, και σε τελική ανάλυση την αξιοποίησαν με θαυμαστή ευφυΐα· η κατάργηση των προσωπείων αποφασίστηκε από το λαό μόνο κατά τον 4ο αιώνα. Πώς θα πρέπει τώρα να αξιολογήσουμε τον Αριστοφάνη, ως τον άνθρωπο που «βύθισε τα χέρια του τόσο βαθειά στη λάσπη» ; Το ορθότερο θα ήταν να μην τον χαρακτηρίσουμε ως ήρωα της ηθικής, ούτε ως ένα ιδιαίτερα ανήθικο πρόσωπο, αλλά να του αποδώσουμε μια λελογισμένη ηθική υπόσταση. Και σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να τον θεωρήσουμε άγιο.
Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί επίσης η μελέτη της κριτικής και λογοτεχνικής πολεμικής που δέχτηκε. Το γεγονός ότι η κωμωδία απέβη μια παρωδία και μια οξεία κριτική της τραγωδίας, στο βαθμό που πραγματικά το κατόρθωσε, οφείλεται κυρίως στην ανάγνωση, την αφήγηση και την δια του άσματος απόδοση αποσπασμάτων της τραγωδίας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει· θα ήταν αδιανόητο τόσα αποσπάσματα της τραγωδίας, όπως για παράδειγμα αυτά του Ευριπίδη, να αποτυπωθούν με τόση ακρίβεια στη μνήμη των θεατών, μόνο χάρη στις ελάχιστες παραστάσεις, χωρίς την καταλυτική παρέμβαση της παρωδίας· και εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για ολόκληρες τραγωδίες, καθώς και για απομονωμένους στίχους, τους οποίους γνώριζαν οι πάντες, πρόκειται δηλαδή για ποιητικές δεξιότητες οι οποίες έγιναν σε όλους προσιτές· σε καμιά άλλη εποχή, – ακόμη και μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας – κάτι τέτοιο δεν έγινε ούτε στο ελάχιστο δυνατό. Η αλήθεια είναι ότι πολλές από αυτές τις καταστάσεις και τις σχέσεις ήσαν κατανοητές μόνο από τους Αθηναίος, και μόνο από όσους ήταν παρόντες στη Αθήνα και σε όλες τις θεατρικές παραστάσεις· αλλά το γεγονός ότι ένας ποιητής αυτού του διαμετρήματος κατώρθωσε να συνδιαλέγεται σ’ αυτή τη διάλεκτο με τους θεατές του, αποδεικνύει τον καθαρά λαοπρόβλητο χαρακτήρα αυτής της ποίησης, τον οποίο καθιέρωσε η παράβαση.
Αυτή η αδυσώπητη σάτιρα αφορούσε ασφαλώς κατ’ εξοχήν το ίδιο το θέατρο, και κατ’ επέκταση τους κωμικούς και τραγικούς ποιητές, αλλά και άλλους ποιητές όπως τους δημιουργούς του διθυράμβου, και τούτο συνεχίστηκε μέχρι την καταδίκη των θαυμαστών τους στα σκοτεινότερα έγκατα του Άδη, συμπεριλαμβανομένων των συντελεστών και του κοινού τους. Τα γνωστότερα αποσπάσματα του δράματος εμφανίζονται συνήθως μέσα από την παρωδία τους· αλλά σε αρκετές περιπτώσεις η ειρωνεία θα αποδεικνυόταν πολύ ασθενική χωρίς τους σχολιαστές της, των οποίων δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε το υπόβαθρο. Ένα εκλεκτό παράδειγμα αποτελούν στους Όρνιθες η δια της παρωδίας σάτιρα του μέτριου ποιητή, του πομπώδους, κατά το παράδειγμα του Πινδάρου, ο ποίος καταλήγει ως επαίτης του είδους. Αλλά η κριτική αυτή προσέγγιση στο σύνολο της, όσο διδακτική και ανεκτίμητη κι αν είναι συνολικά, επειδή μας γνωστοποιεί το επίπεδο της συμμετοχής στην ποίηση, στην ουσία της υπήρξε ένα από τα αδύνατα σημεία της αρχαίας κωμωδίας. Ένα αλάνθαστο δείγμα μιας επικείμενης παρακμής, από την στιγμή που η ποίηση αρχίζει να κατακλύζεται από λογοτεχνία και ζωή, κάτι που δεν θα μπορούσε να διαρκέσει επ’ άπειρον. Ασφαλώς για τον Αριστοφάνη ήταν μεγάλο προνόμιο η «κατεδάφιση» ενός τόσο διάσημου θύματος όπως ο Ευριπίδης, χωρίς ασφαλώς να το κατορθώσει, όπως ακριβώς συνέβη και με τον Κλέωνα, κάτι που αναδεικνύει το επίπεδο της ευφυΐας των Αθηναίων, διότι όπως γνωρίζουμε η Αθήνα, παρόλη αυτή την τόσο εύστοχη ειρωνεία, παρέμεινε πιστή στον Ευριπίδη.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη στους Βατράχους διατηρείται σε ένα ευπρεπές επίπεδο, όσο οι κατηγορίες είναι γενικής φύσεως, αλλά καταρρέει περιέργως μετά τον στίχο 1119, όπου ο Ευριπίδης αρχίζει να κατακρίνει τους προλόγους των τραγωδιών του Αισχύλου, και εκείνος του ανταποδίδει την κριτική. Εδώ το ενδιαφέρον και η γνώση κάθε λεπτομέρειας, εγγενή γνωρίσματα των Αθηναίων, ήταν απαραίτητα, προκειμένου αυτά τα αποσπάσματα να συνεχίσουν να διαθέτουν ένα υποφερτά δραματικό περιεχόμενο· η ευτράπελη κατάληξη του στίχου την οποία ο Αισχύλος εκτοξεύει κάθε φορά στους προλόγους του Ευριπίδη είναι κατά βάθος ένα απλοϊκό εφεύρημα. Στη συνέχεια, αφού έχει παρωδηθεί κατ’ αντιστοιχία το ύφος του χορού και οι μονωδίες τους, ανακουφίζεται κανείς με την κατάληξη (1365) του ισχνού εφευρήματος της ζυγαριάς, στους δίσκους της οποίας καθένας από τους δύο τραγικούς ποιητές οφείλει να εναποθέσει τους στίχους του για να ζυγιστεί το βάρος τους. Και επειδή ο Διόνυσος δεν θέλει να διακινδυνεύσει ακόμη την έκδοση μιας ετυμηγορίας, έρχεται ο Πλούτων να ασκήσει τη δική του πίεση· έτσι, και μόνο αφού οι δύο ποιητές καλούνται να εκφράσουν τη γνώμη τους για τον Αλκιβιάδη, παίρνοντας θέση απέναντι σε ένα πολιτικό ζήτημα, ο Διόνυσος επιλέγει τον Αισχύλο, εγκαταλείποντας αποσβολωμένο τον Ευριπίδη, γεγονός που σημαίνει ότι τελικά το ζήτημα κρίθηκε πάνω σ ένα ερώτημα πολιτικής φύσεως, που δεν αφορούσε την ποίηση· ο Αισχύλος ψήφισε υπέρ και ο Ευριπίδης κατά του Αλκιβιάδη.
Το έργο αυτό (76 κ.ε.) δικαιολογεί με λεπτό τρόπο το γεγονός ότι ο Διόνυσος επιθυμεί να αφήσει τον Σοφοκλή στον Άδη, ενώ επιλέγει να καλέσει τον Ευριπίδη, επιδιώκοντας αρχικά να ελέγξει σε τί θα ήταν ικανός ο Ιοφών χωρίς τον πατέρα του. Εξ άλλου ο Σοφοκλής που τιμά τον Ευριπίδη (788), τυγχάνει εδώ ευνοϊκής μεταχείρισης, ενώ στην Ειρήνη (699), λέγεται γι αυτόν ότι από φιλαργυρία και αγάπη προς το κέρδος θα μπορούσε «να αρμενίζει πάνω σε μια ψάθα». Ο Ευριπίδης όμως βάλλεται σε κάθε περίπτωση χωρίς ενδοιασμό, και εκτός από την κριτική της λογοτεχνικής του αξίας, υπάρχει εδώ και προσωπικό δηλητήριο στην αποκάλυψη των οικογενειακών σχέσεων του τραγωδού, που μας οδηγεί στο να αποδώσουμε στον Αριστοφάνη ένα συναίσθημα μικροπρέπειας, ακόμη και φθόνου. Διότι δεν δικαιολογείται η συμπεριφορά του απέναντι στον Ευριπίδη, όπως και στον Αγάθωνα, στις Θεσμοφοριάζουσες, όπου η παρωδία συνοδεύεται από μια καταγγελία· αλλά και ο «ηθικός αποτροπιασμός» του Αριστοφάνη απέναντι στον Ευριπίδη είναι αυτός που κυρίως αγγίζει τα όρια της γελοιότητας. Θα προτιμούσαμε να αναρωτηθούμε αν η φαντασία του Αριστοφάνη, μαζί με όλες τις υπόλοιπες αρετές του, δεν εξέλειπε ενίοτε, υποχρεώνοντάς τον να περιοριστεί σε μια πεζή λογοτεχνική κριτική.
Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε την άποψή μας σχετικά με τις συνέπειες μιας τέτοιας συνεχούς εξουθένωσης επί του δημιουργικού οίστρου των ποιητών. Αν και οι γλύπτες είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με μια παρόμοια σάτιρα και ένα συνεχώς τροφοδοτούμενο με φανατισμό πλήθος, ίσως να μην είχε υπάρξει ούτε Σκόπας, ούτε Πραξιτέλης, ούτε Λύσιππος. Ευτυχώς δεν βρέθηκαν ποτέ στο στόχαστρο ούτε των φιλοσόφων, ούτε των κωμικών ποιητών. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι ο τραγικός ποιητής Θέογνις, ο οποίος κατά τους Αχαρνείς υπήρξε τόσο παγερός ώστε κατά τις παραστάσεις των έργων του να πέφτει πυκνό χιόνι μέχρι τη Θράκη, έγινε αργότερα ένας από τους Τριάκοντα· το συμβάν παραπέμπει στην τύχη που επιφυλάχτηκε στον Collot d’ Herbois (γάλλο ηθοποιό που εξελέγη πρόεδρος της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης κατά τη Γαλλική Επανάσταση), παρά την έντονη αποδοκιμασία που γνώρισε στη θεατρική σκηνή.
Σχετικά με την διακωμώδηση του Σωκράτη στις Νεφέλες, παρά την οικειότητα που διαφαίνεται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα ανάμεσα στον Αριστοφάνη και τον φιλόσοφο, στην απολογία του τοποθετεί την κωμωδία, και ιδιαίτερα τον Αριστοφάνη με τις Νεφέλες του, μεταξύ των υπαιτίων της δίωξής του, και τους κατηγόρους του, οι οποίοι του καταλόγιζαν ευθύνες για μάταιη αναζήτηση υψηλών νοημάτων, και ενασχόληση με υποθέσεις ανάξιες λόγου, στην χορεία μιας ξεπερασμένης γεννεάς. Στους δικαστές του δηλώνει: «Οι άνθρωποι που θα ακούσουν τους λόγους σας θα σας θεωρήσουν επίσης άθεους… Οι κατήγοροι αυτοί σας εκπροσωπούν παιδιόθεν».
Το τελευταίο έργο του Αριστοφάνη είναι ο Πλούτος, μία εξίσου χαριτωμένη κωμωδία. Με την εξαίρεση ενός εναλλασσόμενου άσματος, τα χωρικά άσματα έχουν εντελώς εξαλειφθεί (ενώ η παράβαση είναι ήδη απούσα στην Συνέλευση Γυναικών), ενώ και η ίδια η μορφή του έργου δεν τον κατατάσσει πλέον στην αρχαία κωμωδία. Η σύγκρουση του Πλούτου και της Πενίας με τον παγιωμένο εγωισμό των αγροτών αποδίδεται με υπέρτατη μαεστρία. Αλλά εδώ δεν πρόκειται πλέον για την Αθήνα, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο, ούτε για κάποια δεδομένη περίσταση του αθηναϊκού βίου, αλλά για ένα πάγιο ηθικό ζήτημα.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου