Συνέχεια από Τρίτη 9 Αυγούστου 2011
ΤΟ ΟΛΟΝ
ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Οψεις της θεολογίας της ιστορίας
1) Tο όραμα του ΑυγουστίνουΤο βιβλίο ΧΙΙ είναι το βιβλίο των άχρονων αρχών του κόσμου!
Ο τολμηρός στοχασμός του Αυγουστίνου, τον οποίο επεξεργάστηκε σχετικά με τον χρόνο τον οδηγεί προς ριψοκίνδυνες περιοχές. Πάνω απ’ όλα τον κατευθύνει προς εκείνη την θεωρία, η οποία θα αναπτυχθεί από τον Μάξιμο τον Ομολογητή, η οποία τείνει να ταυτίσει, από την οπτική γωνία του χρόνου (όχι την υλική) Δημιουργία και πτώση. «Την ίδια ακριβώς στιγμή της αναδύσεώς του στην ύπαρξη ο άνθρωπος, με το προπατορικό αμάρτημα, απομακρύνεται από την αληθινή του καταγωγή»(Απορίες προς Θαλάσσιο, 59, PG.90, 613C), «στο ίδιο το δικό του το γίγνεσθαι, ο άνθρωπος στρέφει το πνεύμα του προς την αμαρτία» (προς Θαλάσσιο, 61, 628Α). Ο Αυγουστίνος όμως αποφεύγει, παρότι με την οντολογία του τού κτιστού Είναι πλησιάζει πολύ επικίνδυνα, να διασχίσει το σύνορο της λανθασμένης συλλήψεως. Και πράγματι στο βιβλίο ΧΙΙ, ο Αυγουστίνος αντιμετωπίζει το θέμα των οντολογικών-θεολογικών προϋποθέσεων μιας υπάρξεως μέσα στην ημιαπώλεια της μνήμης και στην έκταση του χρόνου. Το αποκεκαλυμμένο θεμέλιο του στοχασμού του προσφέρεται από τους πρώτους στίχους της Γραφής: «Στην αρχή, δηλαδή στον Λόγο, ο Θεός δημιούργησε τον Ουρανό και την Γη» δηλαδή τις δύο αρχές του κτιστού Είναι. Η Γη (η οποία στη συνέχεια θα περιγραφεί σαν έρημος, κενή, σκοτεινή, χαώδης και σκεπασμένη από την θάλασσα) είναι η καθαρή ύλη, αυτό που τείνει να πέσει στο τίποτα, και που μέσω της «ανακλήσεως του Λόγου του Θεού» οδηγήθηκε στο Είναι (με την νεοπλατωνική σημασία) «το στραμμένο προς τον Θεό» και το «εξαρτώμενο από Αυτόν» για να λάβει από Αυτόν φως και μορφή (Γεν. Ι, 9). Με την στενή έννοια λοιπόν, μόνον η ύλη εδημιουργήθη από το Μηδέν, ενώ για την μορφή πληροφορούμαστε γι’ αυτή μέσω της ακτινοβολίας της αγάπης του Θεού (Γεν. Ι, 10). Αυτή όμως η ύλη είναι διπλή: αυτή από την οποία πρέπει να έλθουν τα πνευματικά όντα και εκείνη από την οποία προέρχονται τα σωματικά. Αλλά ήδη η πρώτη μορφή υπάρξεως –μαζί με όλες εκείνες οι οποίες ακολούθησαν– οφείλεται στην κλήση του Δημιουργικού Λόγου του Θεού. Διότι ο,τιδήποτε δεν έχει μορφή, την αποκτά εξαρτώμενο από τον Δημιουργικό Λόγο του Θεού. Όσον αφορά δε ιδιαιτέρως, όσον αφορά το πνευματικό ον, «η αρχή του είναι το Αιώνιο Είναι, το οποίο, παραμένοντας καθ’ εαυτό αμετάβλητο, μέσω της μυστηριώδους επιρροής της κλήσης του (occulta inspiratione vocationis) δεν παύει ποτέ να στρέφεται προς κάθε ον του οποίου είναι η αρχή, ώσπου να επιστρέψει πίσω στην καταγωγή του Είναι του». «Διότι απολυμένο από την αμετάβλητη ουσία, πορεύεται προς την τρέλλα και την μιζέρια»(Γεν. Ι, 10). Η μορφή του Είναι του όντος είναι ήδη λοιπόν «διάλογος»: κλήση του Λόγου του Θεού και –μέσω της επιστροφής προς τα πίσω– απάντηση της κουλτούρας, του πολιτισμού. Αυτός ο «διάλογος» όμως, στο ξεκίνημά του είναι «Ουρανός», ο οποίος επίσης εδημιουργήθη στην αρχή με την ύλη «Γη», και η οποία Γη, δεν έχει καμμία προτεραιότητα χρόνου, σε σχέση με τον Ουρανό, διότι δεν δίνεται καθαρή ύλη, παρά μόνο «εξαγιασμένη» ύλη (ΧΙΙ, 48, ΧΙΙ, 40, Γεν. Ι, 29). Ο «Ουρανός» όμως δεν ερμηνεύεται σαν καθαρή «ιδέα» (όπως στον Μάξιμο τον Ομολογητή) αλλά σαν πραγματικότης, για την οποία ο Αυγουστίνος θα μας πει ότι υπερβαίνει τον τρόπο υπάρξεως του χρόνου, ενώ η καθαρή ύλη είναι υποκείμενη σ’ αυτόν (ΧΙΙ, 14). «Αυτά τα δύο, αυτό δηλαδή που είναι από καταγωγής δοσμένο με μορφή, και αυτό που είναι ολότελα χωρίς» (ΧΙΙ, 16) ξεφεύγουν από την ένταση του χρόνου.
Και τι είναι λοιπόν, ή μάλλον: ποιος είναι αυτός ο Ουρανός; Ας ακούσουμε πάνω απ’ όλα τον Αυγουστίνο που βρίσκεται σε πολεμική με τους αντιπάλους του: «Αρνείστε μήπως την ύπαρξη μιας υπέρτατης δημιουργίας, η οποία με αγνή αγάπη ενώνεται με τον αληθινό και αιώνιο θεό τόσο στενά, που να μην μπορεί να αποχωριστεί πλέον από αυτόν, παρότι δεν είναι συναιώνια μαζί του, για να ξεχυθεί στα διάφορα γεγονότα του χρόνου, και γι’ αυτό αναπαύεται στον αληθινότερο στοχασμό αυτού και μόνον; Εσύ θεέ, στο ον που σε αγαπά όπως το απαιτείς, φανερώνεσαι και αυτό αρκεί, έτσι ώστε να μην απομακρύνεται από σένα ούτε για να στραφεί προς τον εαυτό του»(ΧΙΙ, 9). Αυτό το ον λαμβάνει ταυτότητα σαν «δημιουργημένη σοφία», η οποία έχει δημιουργηθεί πριν από κάθε πράγμα!, και η οποία προέρχεται από την άκτιστη σοφία, που είναι ο ίδιος ο αιώνιος Υιός του Θεού, η αρχή στην οποία ο Ουρανός και η Γη εδημιουργήθησαν. Πρόκειται για κείνη την «κτιστή σοφία, δηλαδή την νοητή φύση για την οποία ο διαλογισμός του φωτός είναι Φως και η οποία παρότι κτιστή ονομάζεται και αυτή σοφία. Στην πραγματικότητα όση είναι η απόσταση ανάμεσα στο Φως που φωτίζει και στην αντανάκλασή του, τόση είναι και ανάμεσα στην Δημιουργική Σοφία και στην δημιουργημένη, όπως ανάμεσα στην δικαιοσύνη που αποδίδει το δίκαιο και το δίκαιο στο οποίο αποδόθηκε δικαιοσύνη» (ΧΙΙ, 20).
Ήδη όμως από πριν ο Αυγουστίνος είχε κατονομάσει αυτό το δημιούργημα, το οποίο εδημιουργήθη από την αρχή «νοητό» (intellectualis). «Δεν είναι συναιώνιο με σένα, Τριάδα, αλλά παρόλα αυτά μετέχει της αιωνιότητός σου. Η γλυκύτητα του χαροποιού σου διαλογισμού κυριαρχεί την μεταβλητότητά του, και η προσκόλλησή του σε σένα χωρίς καμμία υποχώρηση από την ημέρα της δημιουργίας του το ανυψώνει πάνω από κάθε περαστικό γεγονός του Χρόνου»(ΧΙΙ, 9).
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου