Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Hans Urs Von Balthasar - ΤΟ ΟΛΟΝ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ (7)


ΤΟ ΟΛΟΝ
ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Οψεις της θεολογίας της ιστορίας
1) Tο όραμα του Αυγουστίνου

Η Εκκλησία εδώ είναι δύο πράγματα: «ύλη» η οποία πάει ψηλά οδηγημένη από την μεταστροφή της (δηλαδή ο άνθρωπος ο οποίος απεμακρύνθη από τον θεό, εστράφη με αμαρτωλό τρόπο στην υλικότητα και τώρα επιστρέφει στο Φως) και «Φως» το οποίο κατέρχεται από την Ουράνια Ιερουσαλήμ της αγάπης.

Η Εκκλησία είναι, συγκεκριμένα, συντεταγμένη από την διείσδυση, όλο και πιο οριστική αυτών των δύο στοιχείων, τα οποία στην «αρχή» δημιουργήθηκαν σαν «Ουρανός και γη»(ΧΙΙ, 13). Αυτά είναι το σωματικό και το πνευματικό στοιχείο της Εκκλησίας(ΧΙΙΙ, 13) τα οποία μαζί, επειδή διατρέχουν τον ίδιο κίνδυνο, «ξεχνώντας τα πράγματα που υπάρχουν πίσω από τις πλάτες» κατευθύνονται προς εκείνα που υπάρχουν μπροστά, στρέφονται με πάθος προς τον Νυμφίο(ΧΙΙΙ, 14). Και τα δύο βρίσκονται κάτω «από το στερέωμα της αυθεντίας της Γραφής» σαν προκαθορισμός ο οποίος υπερβαίνει τα όρια του χρόνου καθώς χαρίζει στην οδοιπορούσα Εκκλησία την αποκάλυψη της αγάπης του θεού(ΧΙΙΙ, 17). Ώστε στον λόγο του θεού λοιπόν συγκεντρώνεται και απλώνεται η παλίρροια (των ξέφρενων παθών μας) για να αφήσουν να φανεί η ξεραμένη γη: η ψυχή διψασμένη για τον Λόγο της αγάπης του θεού (ΧΙΙΙ, 19-20). Σ’ αυτό το σημείο αρχίζει το έργο της ενεργοποίησης της εσωτερικής ζωής του Φωτός σ’ αυτή την Ψυχή, μέσω των επιρροών του αιωνίου Λόγου ο οποίος ενσαρκώνεται στην Γραφή και στην Εκκλησία. Ένα έργο πνευματικού διαχωρισμού της νύχτας από την ημέρα, της σάρκας από το πνεύμα, έτσι ώστε η «γη να μπορέσει να παράγει φρούτο» και «να λάμψει το δικό μας πρωινό φως… και εμείς σαν φως στον κόσμο, κολλημένοι στο στερέωμα της Γραφής Σου»(ΧΙΙΙ, 22). Αυτά τα εκλεκτά φώτα είναι εκείνοι οι Χριστιανοί οι οποίοι, ακολουθώντας τις συμβουλές του Χριστού, διαλέγουν το αληθινό Φως και εγκαταλείποντας τα πάντα τοποθετούν τον θησαυρό τους και την καρδιά τους στον ουρανό (ΧΙΙΙ, 24). Από την μεριά του ο Λόγος του θεού διασπάται στην συμβολική των Μυστηρίων και των εικόνων, όπως επίσης και στην πλούσια ποικιλία της κατηχήσεως, ριγμένης με την δύναμη της πρόνοιας και σκορπισμένης στην καρδιά της ύλης, όπως το δίχτυ που στο τέλος μαζεύει ο ψαράς και το μεταφέρει σπίτι του(ΧΙΙΙ, 26-30). Τοιουτοτρόπως η ύλη εξημερώνεται και γίνεται ένα «υπάκουο ζώο» που υπηρετεί το πνεύμα. Το πνεύμα όμως εδημιουργήθη «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του θεού», και γι’ αυτό έρχεται κατευθείαν από τον θεό, υπερισχύει όλων των ζώων της γης, δηλαδή «κατευθύνει το παν» εάν είναι αληθινό πνεύμα. Υπάρχει πράγματι στην γήινη πολιτεία του θεού η διάκριση ανάμεσα στον κλήρο και στον λαό, η οποία αντιστοιχεί κατά κάποιο τρόπο σε εκείνη ανάμεσα στα φύλα στο φυσικό επίπεδο (ο άνδρας που καθοδηγεί την γυναίκα η οποία καθοδηγείται). Αλλά ανάμεσα στους «πνευματικούς» ανθρώπους αυτή η διάκριση ξεπερνιέται, όπως ακριβώς εκείνη ανάμεσα σε Εβραίο και Εθνικό, σκλάβο και ελεύθερο (Κολ. 3, 11), (ΧΙΙΙ, 32-33). Ο Αυγουστίνος επιστρέφει πάλι για να μιλήσει περί της αισθητής πολλαπλότητος και για το πνευματικό στοιχείο της Εκκλησίας, στην υπηρεσία των αναγκών του σωματικού όντος και της γονιμότητος του πνευματικού. Η ευλογία του θεού στην ανάπτυξη και την αύξηση της ζωής επιτρέπει έναν πλούτο σκέψης ο οποίος εκφράζεται με πολλούς τρόπους και σε διαφορετικές γλώσσες και επιτρέπει αμοιβαίως την κατανόηση με διάφορους τρόπους μιας λέξης ή μιας εικόνας (ΧΙΙΙ, 37).

Ξανασυνθέτοντας γι’ άλλη μια φορά την σκέψη του, ο Αυγουστίνος, διαβεβαιώνει πως ετούτος ο «λίαν καλός» κόσμος εδημιουργήθη «στον Λόγο Σου, τον Μονογενή Σου Υιό, σαν τον Ουρανό και την Γη, την κεφαλή και το σώμα της Εκκλησίας, προορισμένος ακόμη πριν από την ύπαρξη κάθε χρόνου, στην απουσία ημέρας και νύχτας. Κατόπιν άρχισες να εκτελείς μέσα στον χρόνο τα προορισμένα έργα. Ήθελες να φανερώσεις τα Μυστικά σου σχέδια και να οργανώσεις τον κόσμο μας, ανοργάνωτο στο έπακρο διότι οι αμαρτίες μας βάραιναν πάνω μας και είχαμε απομακρυνθεί από σένα μέσα σε μια σκοτεινή δίνη. Το αγαθό σου πνεύμα άρχισε να πνέει πάνω μας για να μας σώσει στον κατάλληλο χρόνο. Τότε έκρινες τους αμαρτωλούς… και τους ένωσες σε μια κοινωνία», δηλαδή στον κόσμο της Εκκλησίας (ΧΙΙΙ, 49).

Εδώ λοιπόν εμφανίζεται το μυστήριο της υπερχρονικής καταγωγής σαν «ολικός Χριστός», κεφαλή και σώμα, νυμφίος και νύφη, και ο κόσμος ο ίδιος μαζί με την πτώση του εδημιουργήθη υπ’ όψιν αυτής της καταγωγής και αυτού του τέλους. Ο υπερχρονικός διαλογισμός της «άνω Ιερουσαλήμ» είναι λοιπόν η αιώνια συμμαχία η οποία υπερβαίνει και ταυτόχρονα δικαιώνει τον χρόνο τον ίδιο. Είναι η γαμήλια αγάπη η οποία πραγματοποιείται στο θεανθρώπινο Είναι του Ιησού, καθώς είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων.

Ολόκληρη η σύλληψη η οποία εκτίθεται στα τελευταία βιβλία των Εξομολογήσεων, παρότι κατορθώνει να παρακάμψει τον κίνδυνο τον οποίο αναγνωρίσαμε στον Μάξιμο τον Ομολογητή, θα μπορούσε να διακινδυνεύσει όμως μιαν άλλη επικίνδυνη υπερβολή: του Ωριγένη. Και εκεί βρίσκουμε «στην αρχή» μια «ουράνια Ιερουσαλήμ» σαν συγκέντρωση όλων των πνευμάτων δημιουργημένων στο Φως της Αγάπης. Όπως επίσης και μία πτώση πνευμάτων λόγω σταδιακής μειώσεως της αγάπης, ακόμη και τον παραλληλισμό ανάμεσα στα γεγονότα της δημιουργίας και στα γεγονότα της Σωτηρίας σύμφωνα με μια «οικονομία» καθόδου και ανόδου. Οι διαφορές όμως ξεπερνούν τις ομοιότητες. Για τον Ωριγένη (τουλάχιστον όσον αφορά τα πρώτα συστηματικά του έργα) στο κέντρο της ανθρωπολογίας υπάρχει η ουδέτερη και αδιαφοροποίητη ελευθερία. Από εδώ προέρχεται και η οριακή σύλληψη πως ακόμη και μετά την επιστροφή όλων των όντων στην πρωτογενή ενότητα της ουρανίου Ιερουσαλήμ θα μπορούσαν να συμβούν ξανά περαιτέρω πτώσεις στο επίπεδο του χρόνου. Αντιθέτως για τον Αυγουστίνο το κέντρο (η βάση) της ανθρωπολογίας συνίσταται σε μια αγάπη η οποία προηγείται κάθε ουδέτερης αδιαφορίας, και η εξάρτηση της οποίας από τον θεό είναι απολύτως απαραβίαστη. Ο Αυγουστίνος βρήκε έτοιμο έδαφος γι’ αυτή την ιδέα στην βιβλική έννοια της «νύφης χωρίς ρυτίδα και χωρίς καμμιά κηλίδα». Θα μπορούσε να την είχε διευκρινίσει πολύ περισσότερο, εάν είχε ζήσει κάποιον αιώνα αργότερα, αναφερόμενος στην Μητέρα Παρθένο και στην Νύφη Μαρία, στην άμωμο σύλληψη, η οποία είναι μια ουσιαστική σύνθεση αυτού που είναι η Εκκλησία.

Υπάρχει πάντως και στον Ωριγένη, παρόλη την στενή σύγχυση της φιγούρας του κόσμου και της πτώσεως, η ιδέα πως η συστατική ένταση η οποία χαρακτηρίζει τον χρόνο βρίσκει την τελειωτική της λύση στην κάθετη διάσταση, μέσω της επαναρρόφησης της εντάσεως που προήλθε από τον οριζόντιο διασκορπισμό της αγάπης. Οπωσδήποτε η ιδέα μιας κάθετης επαναπροσλήψεως (επαναστάσεως) ολοκλήρου του επιπέδου του Χρόνου και της Ιστορίας μέσω μιας επιστροφής στην καταγωγή δεν είναι καινούργια. Αντιστοιχεί μ’ έναν τρόπο καθαρά φορμαλιστικό (τυπικό), στην Ινδική σύλληψη διαφυγής από την ρόδα του χρόνου (sansara) στην απουσία χρόνου του Μηδενός (nirvana), όπως επίσης και στην γνωστική δραπέτευση από την κενότητα του χρόνου στην πληρότητα του θεού (πλήρωμα). Αλλά αυτό που ξεχωρίζει ουσιαστικώς τον Αυγουστίνο είναι η ιδέα της αγάπης που διαλέγει. Ο θεός ο ίδιος είναι αυτή η αγάπη, καθότι ευσπλαχνία η οποία προορίζει και επιλέγει με άγνωστο τρόπο, και στην οποία ο άνθρωπος πρέπει να απαντήσει μέσω μιας απαραβίαστης ενέργειας επιλογής. Στον φιλόσοφο δεν έχει δοθεί τίποτε άλλο από μια θνητή ύπαρξη, η οποία αναζητά μια αθάνατη αγάπη και ο οποίος στην μορφή του «Έρωτος» και της «Φιλο-σοφίας», ποθεί το ασύλληπτο. Στην καλύτερη περίπτωση κάτι που κατείχε κάποτε μπορεί να ελπίσει να το ξανααποκτήσει.

Ο χριστιανός, με τον Αυγουστίνο, μπορεί να αναγνωρίσει αυτό που τον περιμένει στην πραγματικότητα της αγάπης, η οποία καθ’ εαυτή είναι η θεο-λογία, συμμετοχή στην αιώνια Αγάπη, η οποία απέκτησε, κατά Χάριν, μια πλήρη απάντηση, η οποία υπερβαίνει τον χρόνο. Είναι σαν το πεντάλ μιας παρτιτούρας οργάνου, το αμετάβλητο βάθος της συγχυσμένης μουσικής του χρόνου μέσα στον κόσμο.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: