Συνέχεια από Δευτέρα, 15 Αυγούστου 2011
ΤΟ ΟΛΟΝ
Οψεις της θεολογίας της ιστορίας
Το πρώτο σημείο αυτού του διαχωρισμού θα είναι η ερμηνεία, της μυστηριώδους υπερχρονικής πραγματικότητος του Είναι, για την οποία έγινε λόγος στις Εξομολογήσεις, ξεκινώντας ήδη από τα σχόλια στην Γένεση, σαν αγγελικός κόσμος καθαρών πνευμάτων (με μια πνευματική ύλη), χωρισμένη μέσω του «στερεώματος», από όλον τον υλικό κόσμο (με την σωματική ύλη), ουρανός και γη. Το δεύτερο σημείο θα είναι το γεγονός ότι η δομή του χρόνου (σαν διά-σ-ταση), πιο καθαρά από ότι στην αρχή, αποδίδεται στην καλή πρόθεση του Αγαθού Δημιουργού. Στις Εξομολογήσεις ήδη είχε δηλώσει: «(μπορούμε να πούμε πως) Εσύ εδημιούργησες όλα τα πράγματα, πως Εσύ δεν αφήρεσες από Σένα μια κάποια Εικόνα σου, εν είδη φόρμας όλων των πραγμάτων, σε Σένα όμοιας, αλλά από το Μηδέν τράβηξες μια ανόμοια αμορφία, τέτοια που να μπορεί να δεχθεί μία φόρμα για την ομοιότητά σου, όταν θα επιστρέψει σε Σένα, τον Ένα, στο μέτρο που έχει προνοηθεί και επιτραπεί σε κάθε πράγμα σύμφωνα με το είδος του, και έτσι λοιπόν, όπως όλα τα πράγματα είναι “καλά λίαν”, είτε παραμένουν κοντά Σου, είτε απομακρυνόμενα βαθμιαίως στον χρόνο και στον χώρο, ενεργούν ή παθαίνουν θαυμαστά γεγονότα» (ΧΙΙ, 38). Αντιστοίχως λοιπόν ο Αυγουστίνος εκθειάζει με πάθος το ανώτερο κάλλος του όλου στην αρμονία της πολλαπλής του ποικιλίας (ΧΙΙΙ, 43).
Τα σχόλια που ακολούθησαν αυτή την αλλαγή πλεύσης [την απομάκρυνση του ίδιου του Αυγουστίνου από την συνείδηση της αμαρτίας και την ανάγκη μετανοίας και επιβεβαιώσεως μέσω της αγάπης] στέκονται πολύ συχνά σ’ αυτή την αλλαγή: «Μερικά όντα τα οποία έχουν υπερβεί κάθε μεταβλητότητα, ενυπάρχουσα στην γήινη συνθήκη, παραμένουν στην πληρότητα της Αγιότητος δίπλα στον θεό, ενώ άλλα μένουν στην χρονική διάσταση, διότι μέσα από την αρμονία του Γίγνεσθαι των πραγμάτων μέσω της διαδοχής των Γενεών ξεπηδά το κάλλος του γήινου χρόνου»(στην Γεν. Ι, 14). Η υλικότης τώρα των σωματικών πραγμάτων μ’ αυτή την προοπτική, ξαναποκτά την ολοκληρωτική κοσμολογική της διάσταση. Το γεγονός πως η διάκριση ανάμεσα στην ημέρα και στην νύχτα αποδίδεται στον θεό τον ίδιο, «σημαίνει πως ο θεός δεν αφήνει τίποτε χωρίς τάξη, και ακόμη περισσότερο δεν αφήνει χωρίς τάξη την έλλειψη μορφής, δηλαδή το γεγονός που επιτρέπει στα πράγματα να διέλθουν μέσω της μεταβολής από μία κάποια φιγούρα σε μια άλλη, και πως και αυτή ακόμη η έλλειψη περιέχεται στο νομοθετικό έργο του θεού. Ο θάνατος και η επιβίωση των δημιουργημάτων, λόγω των οποίων τα γήινα πράγματα διαδέχονται το ένα το άλλο, προσφέρουν και αυτά στο κάλλος του Σύμπαντος. Η νύχτα εξάλλου είναι μια τακτοποιημένη σκοτεινία»(Γεν. Ι, 34).
Σ’ αυτή την αρμονική κοσμολογική σύλληψη του χρόνου, σβύνει φυσιολογικώς η παληά ιδέα των Εξομολογήσεων: η δομή του χρόνου η οποία καθ’ εαυτή εμπλέκει μιαν υπαρξιακή αποξένωση, υπερβαίνεται με τον υπέρ-χρόνο (της Μητέρας-πολιτείας) σαν φόρμας μιας διάρκειας που αποκλείει μια τέτοια αποξένωση καθότι είναι μια διαρκής διαμονή στην αγάπη η οποία έχει επιλεχθεί μια φορά και για πάντα!
Το γεγονός μιας επιλογής είναι εντελώς απαραίτητο σ’ αυτό το σημείο. Είναι αναγκαία μια «ασταμάτητη και αδιάκοπη ένωση»(ΧΙΙ, 13) σε μία θέληση η οποία δεν μπορεί να αλλάξει με τον χρόνο(ΧΙΙ, 11), η οποία έχει για περιεχόμενο μια επιλογή του θεού και σ’ αυτή μια παραίτηση από τον εαυτό μας (Χ, 2), όπως συμβαίνει με τους αγγέλους: «Αυτοί βλέπουν συνεχώς το πρόσωπό σου, και διαβάζουν χωρίς συλλαβές που έχουν προσφερθεί στον χρόνο, το θέλημα της αιωνίου θελήσεώς Σου» (legunt, eligunt, diligent, XIII, 18): το παιχνίδι των λέξεων είναι αμετάφραστο, αυτοί διαβάζουν, γνωρίζουν και αγαπούν, εντελώς περιεχόμενοι από αυτό που γνωρίζουν. «Διαβάζουν χωρίς σταματημό, και παρόλα αυτά τίποτε δεν χάνεται από αυτό που διαβάζουν. Διότι για μια επιλογή αγάπης διαβάζουν το αμετάβλητο το ίδιο της θελήσεώς Σου». Η αγάπη αυτού που αγαπά μια φορά για πάντα υπερβαίνει τον χρόνο, διότι δεν μπορεί παρά να φθάσει αυτό που είναι και αυτό που ήταν: δηλαδή το αντικείμενο της αγάπης, το οποίο αφήνει χώρο για ένα καινούργιο πάντοτε θαύμα, αλλά επίσης κάνει αδύνατο το τέλος ή το χάσιμο της αγάπης. Αυτή η απελευθέρωση από τα όρια του χρόνου που χαρίζεται από τον αγαπημένο σ’ αυτόν που τον επέλεξε είναι ταυτοχρόνως και εκείνη η ελευθερία που εορτάζει ο Αυγουστίνος σε κάθε περίσταση σαν δωρεά της Χάριτος.
Σ’ αυτό το αποκορύφωμα του κοσμικού επιπέδου, όπου το δημιούργημα αποφασίζει για μια αλάνθαστη επιλογή αγάπης προς τον θεό, που πραγματοποιείται αληθινά το «fiat lux», εγένετο φως, του Δημιοργού. Η ημέρα χωρίς χρόνο, η οποία ανατέλλει σ’ αυτό το σημείο, δεν είναι τόσο η πρώτη μιας σειράς ημερών της δημιουργίας, αλλά μάλλον, η «μοναδική ημέρα» η οποία συνοψίζει όλες τις άλλες. Στην αρχετυπική μεταστροφή προς το αιώνιο Φως, το επίπεδο της χρονικότητος έρχεται στο φως με συνέπεια (κατά συνέπειαν) σε όλα τα βαθειά στρώματα της ύλης, και κατά πρώτον ξεπηδά το Φυσικό Φως. Όταν ο θεός λέει «ας γεννηθεί το Φως», «αυτές οι λέξεις, όχι μόνον προφέροντας χωρίς ήχο, αλλά και το χρονικό Γίγνεσθαι που είναι χαρακτηριστικό της πνευματικής δημιουργίας. Σαν να πούμε: από έναν αιώνιο λόγο… ενετύπωσε οριστικά στο λογικό πνεύμα, έτσι ώστε ακόμη και η σκοτεινή ατέλεια της σωματικής φύσεως μετα-μορφώνεται και γίνεται Φως. Είναι δε στα σίγουρα πολύ δύσκολο να καταλάβουμε πως η πνευματική Φύση… μεταδίδει αυτές τις πνευματικές λέξεις, εντυπωμένες σ’ αυτή από την σοφία του θεού στα κατώτερα όντα, ώστε και αυτά να γίνονται χρονικές πραγματικότητες, σε εκείνα τα όντα τα οποία στον χρόνο πρέπει να προσλάβουν φόρμα και οργάνωση»(Γεν. Ι, 17). Μια παρόμοια κοσμολογία μας εξηγεί τουλάχιστον γιατί ο Αυγουστίνος, στο τελευταίο βιβλίο των Εξομολογήσεων εννοεί πάντοτε το Φως το οποίο βυθίζεται στον κόσμο των ανθρώπων, αμέσως και με μία έννοια πνευματικο-εκκλησιαστική.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
ΤΟ ΟΛΟΝ
ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Οψεις της θεολογίας της ιστορίας
1) Tο όραμα του Αυγουστίνου
To βιβλίο ΧΙΙΙ είναι το βιβλίο της οδοιπορούσης Εκκλησίας, ενός τόπου στον οποίο ο λόγος της αποκαλύψεως κατέρχεται και ξεδιπλώνει στην ποικιλομορφία της «σάρκας», μέσα από την οποία τώρα πλέον πραγματοποιείται η επιστροφή του. Ξαναβρίσκουμε σ’ αυτό το βιβλίο την διφορούμενη στάση του η οποία οφείλεται στο γεγονός πως η Ιερή Ιστορία θεωρείται μέσα στην ίδια την Ιστορία της δημιουργίας, ερμηνεύοντας τοιουτοτρόπως με Εκκλησιολογική σημασία την πρώτη αφήγηση της δημιουργίας: η ερμηνεία αυτή όμως δεν μπορεί να ονομασθεί «αλ-ληγορία», διότι δεν ομιλούμε για άλλο, αλλά για το ίδιο πράγμα ακριβώς. Αργότερα ο Αυγουστίνος θα αποσυνθέσει το γενικό του όραμα και θα χωρίσει πιο αποφασιστικά το συγκεντρωτικό πλαίσιο στα δύο: κοσμολογία ή δόγμα της δημιουργίας και θεολογία της Ιστορίας ή δόγμα της σωτηρίας. Η κοσμολογία (μαζί με την ανθρωπολογία) αναπτύσσεται στα σχόλια στην Γένεση, το δόγμα της σωτηρίας, στην προοπτική της θεολογίας της Ιστορίας, στα βιβλία που διαπραγματεύονται την πολιτεία του θεού.
Το πρώτο σημείο αυτού του διαχωρισμού θα είναι η ερμηνεία, της μυστηριώδους υπερχρονικής πραγματικότητος του Είναι, για την οποία έγινε λόγος στις Εξομολογήσεις, ξεκινώντας ήδη από τα σχόλια στην Γένεση, σαν αγγελικός κόσμος καθαρών πνευμάτων (με μια πνευματική ύλη), χωρισμένη μέσω του «στερεώματος», από όλον τον υλικό κόσμο (με την σωματική ύλη), ουρανός και γη. Το δεύτερο σημείο θα είναι το γεγονός ότι η δομή του χρόνου (σαν διά-σ-ταση), πιο καθαρά από ότι στην αρχή, αποδίδεται στην καλή πρόθεση του Αγαθού Δημιουργού. Στις Εξομολογήσεις ήδη είχε δηλώσει: «(μπορούμε να πούμε πως) Εσύ εδημιούργησες όλα τα πράγματα, πως Εσύ δεν αφήρεσες από Σένα μια κάποια Εικόνα σου, εν είδη φόρμας όλων των πραγμάτων, σε Σένα όμοιας, αλλά από το Μηδέν τράβηξες μια ανόμοια αμορφία, τέτοια που να μπορεί να δεχθεί μία φόρμα για την ομοιότητά σου, όταν θα επιστρέψει σε Σένα, τον Ένα, στο μέτρο που έχει προνοηθεί και επιτραπεί σε κάθε πράγμα σύμφωνα με το είδος του, και έτσι λοιπόν, όπως όλα τα πράγματα είναι “καλά λίαν”, είτε παραμένουν κοντά Σου, είτε απομακρυνόμενα βαθμιαίως στον χρόνο και στον χώρο, ενεργούν ή παθαίνουν θαυμαστά γεγονότα» (ΧΙΙ, 38). Αντιστοίχως λοιπόν ο Αυγουστίνος εκθειάζει με πάθος το ανώτερο κάλλος του όλου στην αρμονία της πολλαπλής του ποικιλίας (ΧΙΙΙ, 43).
Τα σχόλια που ακολούθησαν αυτή την αλλαγή πλεύσης [την απομάκρυνση του ίδιου του Αυγουστίνου από την συνείδηση της αμαρτίας και την ανάγκη μετανοίας και επιβεβαιώσεως μέσω της αγάπης] στέκονται πολύ συχνά σ’ αυτή την αλλαγή: «Μερικά όντα τα οποία έχουν υπερβεί κάθε μεταβλητότητα, ενυπάρχουσα στην γήινη συνθήκη, παραμένουν στην πληρότητα της Αγιότητος δίπλα στον θεό, ενώ άλλα μένουν στην χρονική διάσταση, διότι μέσα από την αρμονία του Γίγνεσθαι των πραγμάτων μέσω της διαδοχής των Γενεών ξεπηδά το κάλλος του γήινου χρόνου»(στην Γεν. Ι, 14). Η υλικότης τώρα των σωματικών πραγμάτων μ’ αυτή την προοπτική, ξαναποκτά την ολοκληρωτική κοσμολογική της διάσταση. Το γεγονός πως η διάκριση ανάμεσα στην ημέρα και στην νύχτα αποδίδεται στον θεό τον ίδιο, «σημαίνει πως ο θεός δεν αφήνει τίποτε χωρίς τάξη, και ακόμη περισσότερο δεν αφήνει χωρίς τάξη την έλλειψη μορφής, δηλαδή το γεγονός που επιτρέπει στα πράγματα να διέλθουν μέσω της μεταβολής από μία κάποια φιγούρα σε μια άλλη, και πως και αυτή ακόμη η έλλειψη περιέχεται στο νομοθετικό έργο του θεού. Ο θάνατος και η επιβίωση των δημιουργημάτων, λόγω των οποίων τα γήινα πράγματα διαδέχονται το ένα το άλλο, προσφέρουν και αυτά στο κάλλος του Σύμπαντος. Η νύχτα εξάλλου είναι μια τακτοποιημένη σκοτεινία»(Γεν. Ι, 34).
Σ’ αυτή την αρμονική κοσμολογική σύλληψη του χρόνου, σβύνει φυσιολογικώς η παληά ιδέα των Εξομολογήσεων: η δομή του χρόνου η οποία καθ’ εαυτή εμπλέκει μιαν υπαρξιακή αποξένωση, υπερβαίνεται με τον υπέρ-χρόνο (της Μητέρας-πολιτείας) σαν φόρμας μιας διάρκειας που αποκλείει μια τέτοια αποξένωση καθότι είναι μια διαρκής διαμονή στην αγάπη η οποία έχει επιλεχθεί μια φορά και για πάντα!
Το γεγονός μιας επιλογής είναι εντελώς απαραίτητο σ’ αυτό το σημείο. Είναι αναγκαία μια «ασταμάτητη και αδιάκοπη ένωση»(ΧΙΙ, 13) σε μία θέληση η οποία δεν μπορεί να αλλάξει με τον χρόνο(ΧΙΙ, 11), η οποία έχει για περιεχόμενο μια επιλογή του θεού και σ’ αυτή μια παραίτηση από τον εαυτό μας (Χ, 2), όπως συμβαίνει με τους αγγέλους: «Αυτοί βλέπουν συνεχώς το πρόσωπό σου, και διαβάζουν χωρίς συλλαβές που έχουν προσφερθεί στον χρόνο, το θέλημα της αιωνίου θελήσεώς Σου» (legunt, eligunt, diligent, XIII, 18): το παιχνίδι των λέξεων είναι αμετάφραστο, αυτοί διαβάζουν, γνωρίζουν και αγαπούν, εντελώς περιεχόμενοι από αυτό που γνωρίζουν. «Διαβάζουν χωρίς σταματημό, και παρόλα αυτά τίποτε δεν χάνεται από αυτό που διαβάζουν. Διότι για μια επιλογή αγάπης διαβάζουν το αμετάβλητο το ίδιο της θελήσεώς Σου». Η αγάπη αυτού που αγαπά μια φορά για πάντα υπερβαίνει τον χρόνο, διότι δεν μπορεί παρά να φθάσει αυτό που είναι και αυτό που ήταν: δηλαδή το αντικείμενο της αγάπης, το οποίο αφήνει χώρο για ένα καινούργιο πάντοτε θαύμα, αλλά επίσης κάνει αδύνατο το τέλος ή το χάσιμο της αγάπης. Αυτή η απελευθέρωση από τα όρια του χρόνου που χαρίζεται από τον αγαπημένο σ’ αυτόν που τον επέλεξε είναι ταυτοχρόνως και εκείνη η ελευθερία που εορτάζει ο Αυγουστίνος σε κάθε περίσταση σαν δωρεά της Χάριτος.
Σ’ αυτό το αποκορύφωμα του κοσμικού επιπέδου, όπου το δημιούργημα αποφασίζει για μια αλάνθαστη επιλογή αγάπης προς τον θεό, που πραγματοποιείται αληθινά το «fiat lux», εγένετο φως, του Δημιοργού. Η ημέρα χωρίς χρόνο, η οποία ανατέλλει σ’ αυτό το σημείο, δεν είναι τόσο η πρώτη μιας σειράς ημερών της δημιουργίας, αλλά μάλλον, η «μοναδική ημέρα» η οποία συνοψίζει όλες τις άλλες. Στην αρχετυπική μεταστροφή προς το αιώνιο Φως, το επίπεδο της χρονικότητος έρχεται στο φως με συνέπεια (κατά συνέπειαν) σε όλα τα βαθειά στρώματα της ύλης, και κατά πρώτον ξεπηδά το Φυσικό Φως. Όταν ο θεός λέει «ας γεννηθεί το Φως», «αυτές οι λέξεις, όχι μόνον προφέροντας χωρίς ήχο, αλλά και το χρονικό Γίγνεσθαι που είναι χαρακτηριστικό της πνευματικής δημιουργίας. Σαν να πούμε: από έναν αιώνιο λόγο… ενετύπωσε οριστικά στο λογικό πνεύμα, έτσι ώστε ακόμη και η σκοτεινή ατέλεια της σωματικής φύσεως μετα-μορφώνεται και γίνεται Φως. Είναι δε στα σίγουρα πολύ δύσκολο να καταλάβουμε πως η πνευματική Φύση… μεταδίδει αυτές τις πνευματικές λέξεις, εντυπωμένες σ’ αυτή από την σοφία του θεού στα κατώτερα όντα, ώστε και αυτά να γίνονται χρονικές πραγματικότητες, σε εκείνα τα όντα τα οποία στον χρόνο πρέπει να προσλάβουν φόρμα και οργάνωση»(Γεν. Ι, 17). Μια παρόμοια κοσμολογία μας εξηγεί τουλάχιστον γιατί ο Αυγουστίνος, στο τελευταίο βιβλίο των Εξομολογήσεων εννοεί πάντοτε το Φως το οποίο βυθίζεται στον κόσμο των ανθρώπων, αμέσως και με μία έννοια πνευματικο-εκκλησιαστική.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου