Συνέχεια από: Κυριακή 26 Ιουνίου 2011
H ΦΥΣΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
ΤΟΥ MASSIMO PAURI
2. Ιστορικά προηγούμενα: η αρχή της επανεμφάνισης (επανεξετάσεως)
Η προβληματική φύσις της διακρίσεως αντικειμενικότητος-πραγματικότητος έχει μεγάλη Ιστορία. Η ανάγκη της διακρίσεως δεν γεννιέται τυχαίως στην Αναγέννηση, όταν με τη λεγομένη μαθηματικοποίηση των δευτερευόντων ποιοτήτων δομήθηκε στην ιδιαίτερή της μορφή, ποσοτική και μαθηματική η θεωρητικο-πειραματική επιστήμη της φύσεως. Ήδη η πρώτη ιστορική διατύπωση ενός μοντέλου, έστω και αν ήταν ποιοτικό, περιγραφής φυσικής και λογικής του κόσμου, ο ατομισμός του Δημόκριτου, περιέχει εν δυνάμει αυτή την ανάγκη. Με τον κλασσικό ατομισμό, πράγματι, η πραγματικότης του κόσμου αποδίδεται ολοκληρωτικώς σε μία πρωτογενή δομή (τα “άτομα” ακριβώς) τα οποία είναι καθ’ εαυτά αιτία και θεμέλιο του παντός, συμπεριλαμβανομένων και των νοητικών αντιλήψεων και αναπαραστάσεων. Η οντολογική θέση της υποκειμενικής εμπειρίας μειώνεται επομένως σε εκείνο ενός απλού παραγώγου ενός φαινομένου, το οποίο “αναπαριστά” ή “αντανακλά” την πραγματικότητα της πρωτογενούς δομής. Επειδή όμως η φαινομενική φανέρωση είναι η μοναδική οδός προσβάσεως στην κρυμμένη πραγματικότητα, σ’ αυτό ακριβώς πρέπει να βρεθούν τουλάχιστον μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ίδιας της πραγματικότητος, χαρακτηριστικά τα οποία αναγκαίως διαγράφονται σαν διυποκειμενικά, δηλαδή με διαφορετικό οντολογικό στίγμα, σαν αντικειμενικά.
[Οφείλονται στην ύπαρξη του Νοός, ο οποίος είναι άγνωστος σήμερα και καταζητούμενος. Η ανθρωπότης της Αναγεννήσεως επαναδιατύπωσε ολόκληρη την Αρχαία Γνώση στην νόηση, στο φως του νοός ας πούμε, για πολλούς λόγους, όπως η μοντέρνα εποχή επαναδιατυπώνει τα πάντα στην διάνοια. Είναι μία μείωση η οποία ερμηνεύεται σαν εξέλιξη].
Πρέπει να παρατηρήσουμε αμέσως πως εάν η φανέρωση, η εμφάνιση, ακριβώς μέσα στην ιδιαιτερότητα των φαινομενικών φανερώσεων, δεν εξηγηθεί και δικαιωθεί, με τους όρους της πρωτογενούς πραγματικότητος, γεννιέται αμέσως μια απορία που θα την ονομάσουμε οντολογική-φαινομενολογική (ή της σημασίας, του νοήματος). Για την ακρίβεια: επιθυμώντας να διατηρήσουμε την υποταγή της πραγματικότητος-φαινομενικότητος με την πλήρη της έννοια, προσδίδοντας δηλαδή την αιτία της φανερώσεως μόνον στην πρωτογενή πραγματικότητα (η οποία σαν πρωτογενής είναι καθολική), είναι απαραίτητο η οντολογία να περιέχει εις εαυτή την επαρκή αιτία της φανερώσεως, και είναι απαραίτητο επίσης να είναι ικανή να ουδετεροποιήσει όλες τις παράδοξες γνωσιολογικές συνέπειες που προκύπτουν από το άδειασμα της πραγματικότητος από καθετί που δεν ταιριάζει στην πρωτογενή δομή. Συνέπειες οι οποίες ήταν ήδη ξεκάθαρες στον Επίκουρο όταν δήλωνε: «Αυτός που βεβαιώνει πως όλα τα πράγματα γίνονται από ανάγκη δεν είναι σε θέση να κριτικάρει αυτόν ο οποίος αρνείται πως όλα τα πράγματα γίνονται από ανάγκη: διότι θα πρέπει τότε να δεχθεί πως ακόμη και μια τέτοια άρνηση είναι αναγκαία». Αυτή η συνειδητοποίηση είναι η αιτία που εισάγει στην σκέψη του την «τύχη» (αυτό που σήμερα ονομάζουμε “απροσδιόριστο”) ακόμη και στην πρωτογενή πραγματικότητα, παρότι, όπως θα δούμε, η «τύχη» δεν επιτρέπει επ’ ουδενί να ξεπεράσουμε την απορία.
Έτσι λοιπόν, η πρωτογενής φαινομενολογική δομή της επιστημονικής στάσεως προς την πραγματικότητα, που λαμβάνει μορφή κατά την διάρκεια της Αναγεννήσεως, έχει σαν αποτέλεσμα ακριβώς να δυναμώσει την οντολογικο-φαινομενολογική απορία σε μία μορφή η οποία θα συνοδεύσει έκτοτε όλον τον φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην επιστήμη. Η διάλυση της πλατωνικο-αριστοτελικής οντολογίας της ουσίας προετοιμάστηκε και συνοδεύτηκε από μία θεμελιώδη ανατροπή της σχέσεως ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην Γνώση. Ξεκινώντας από αυτήν την μετατροπή, το άμεσο περιεχόμενο της αντιλήψεως δεν αντιστοιχεί πλέον στις εσωτερικές συνθήκες ιδιαιτέρων ουσιών, αλλά αρχίζει να λογαριάζεται σύμφωνα με λειτουργικές συνδέσεις οι οποίες μπορούν να αναπαρασταθούν μαθηματικά. Όλως ιδιαιτέρως δε, η θεμελιώδης ιδέα της σταθερότητος, η οποία στηριζόταν κλασσικά στην διάρκεια της ουσίας, τώρα επανέρχεται σε μια ιδιαίτερη μορφή λειτουργικότητος. Αυτή η ιδιαίτερη μορφή λειτουργικότητος δίνει τάξη στην πολλαπλότητα των διαφόρων στοιχείων της πραγματικότητος και επιτρέπει ακριβώς την μαθηματικοποίηση των ποιοτήτων των δευτερευόντων η οποία γεννά την έννοια του επιστημονικού αντικειμένου.
Όπως θα δούμε στην παράγραφο 8, το φυσικό αντικείμενο πού προκύπτει από αυτή την πρόοδο, στην ουσία είναι μια τάξη, κάθε στοιχείο της οποίας είναι ένα μοντέλο της αντιστοίχου φαινομενικής οντότητος. Φεύγοντας από τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες της αμέσου εμπειρίας, εισάγεται κάτι άμετρο, ένα αληθινό χάσμα, ανάμεσα στην θεωρία και στην φαινομενική αντίληψη. Παρόλα αυτά, αντί να καθορίσει μια παραλυτική αντίθεση, αυτό το άμετρο συστήνει –υιοθετώντας μια ορολογία πού επεξεργάστηκε ο René Thom αναφερόμενος στην μαθηματική σκέψη– ένα είδος «θεμελιώδους παραδόξου» του επιστημονικού προγράμματος. Αναγνωρίζοντας το γεγονός πώς η μαθηματική ανάλυση των ποιοτήτων δεν μπορεί επ’ουδενί να ολοκληρωθεί, αυτό το πρόγραμμα στηρίζεται πρωταρχικώς στο άπειρο σχέδιο της μειώσεως αυτού του χάσματος. Το πρόγραμμα της επιστημονικής αντικειμενοποιήσεως της πραγματικότητος όμως εμπλέκει, μαζί με την απώθηση της φαινομενικής αντιλήψεως, μια σύντομη διακοπή κάθε εμπειρικού υποκειμένου και μαζί, κάθε μεταβατικό τρόπο της εμπειρίας του χρόνου. Η ανάπτυξη αυτής της προόδου της κουλτούρας οδηγεί σε μια χαρακτηριστική διχοτόμηση της φύσεως, υπάρχουσα ήδη στην θεωρία του ατομισμού του Δημόκριτου, η οποία όμως τώρα αναπτύσσεται πλήρως. Πρόκειται για μια ιστορική μεταμόρφωση αυτής της ίδιας της έννοιας της υποκειμενικότητος.
Με συντομία αυτή η μεταμόρφωση γεννά μερικά από τα τυπικά χαρακτηριστικά της μοντέρνας σκέψης. Αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα και μάλιστα ακραίο θα λέγαμε αυτής της αναπτύξεως δηλ. την κυριαρχία της αναπαραστάσεως (με την έννοια της επανεμφανίσεως), νοητικής ή γλωσσικής, εις βάρος του πρωτογενούς βιώματος. Βασισμένη δε σε αυτή την αρχή της επανεμφανίσεως, ξεχνιέται εύκολα μια πολύ σημαντική διάκριση αυτής ανάμεσα στην απερίσκεπτη καί ηθελημένη συνείδηση (η οποία ουσιαστικώς δεν εξαντικειμενοποιείται και δεν αναπαριστάται, καθότι είναι η πράξη) και την επακολουθούσα και αντικειμενική αυτο-συνειδησία, η οποία αντιστοιχεί σε μια ξανα-παρουσίαση της πρωτογενούς εμπειρίας. Και επειδή η πρωτογενής εμπειρία είναι η πηγή της συγκεκριμένης εξατομικεύσεως της εμπειρίας μας η απώλεια μιας τέτοιας διακρίσεως καθιστά δυνατή την ταυτοποίηση (στην πραγματικότητα μια ψεύτικη ταυτοποίηση) όλων των «αντικειμένων» τα οποία έχουν συσταθεί εσωτερικευόμενα διότι είναι ξανα-παρουσιασμένα με τα «αντικείμενα» γνώσεως άλλων συνειδητών υποκειμένων. Και στις ακραίες περιπτώσεις, με τα αντικείμενα τα οποία έχουν συσταθεί επιστημονικά σαν μοντέλα των εξωτερικών αντιληπτών οντοτήτων. Παραδείγματα τέτοιων εσωτερικευμένων αντικειμενοποιήσεων είναι όλα τα «νοητικά γεγονότα» και αυτός ο ίδιος ο «νούς». Τα οποία είναι ολοκληρωτικώς ξανατοποθετημένα από ένα σημείο και έπειτα στην αναπαράσταση ή στην ξανα-παρουσίαση που προσφέρεται από την κοινή γλώσσα.
Η ταυτοποίηση φυσικά λαμβάνει διάφορες οντολογικές τροπικότητες οι οποίες μπορούν να συγκεντρωθούν χάριν ευκολίας στις τέσσερις κατηγορίες που ορίστηκαν από τον Donald Davidson, σε σχέση με τις οντολογικές σχέσεις ανάμεσα στα επανεμφανισμένα και αναπαριστόμενα όντα και την φύση των αμοιβαίων τους ονοματολογικών συνδυασμών. Έτσι λοιπόν μπορούμε να διακρίνουμε έναν μονισμό νομολογικό (ταυτότητα «νοήσεως» και «ύλης» και ταυτότητα των νόμων που τα κυβερνούν, δηλαδή «φυσιοκρατία» και παρότι όχι απολύτως, υλισμό, όπως επίσης και κάποια μορφή επείγουσας ανάγκης), έναν νομολογικό δυαλισμό, σύμφωνα με τον οποίο υπάρχουν δύο τάξεις όντων, φυσικά και νοητικά, με διαφορετικούς νόμους (που περιλαμβάνει διάφορες μορφές «ψυχο-φυσικού παραλληλισμού», «αλληλεπιδράσεως», «επιφαινομένων» και άλλες μορφές επείγουσας ανάγκης), έναν ανώμαλο δυαλισμό, ο οποίος συνδυάζει τον οντολογικό δυαλισμό με την ολοκληρωτική απουσία νόμων αλληλοσχετίσεως ανάμεσα στο φυσικό και στο νοητικό (όπως είναι ο Καρτεσιανισμός) και τέλος έναν ανώμαλο μονισμό, τον οποίο υπερασπίσθη ο ίδιος ο Davidson, ο οποίος δέχεται την οντολογική ταυτότητα του φυσικού και του νοητικού, αλλά απορρίπτει την δυνατότητα διατυπώσεως μιας νομολογικής αλληλοσχετίσεως ανάμεσα στο φυσικό και στο νοητικό. Επιπλέον, η αρχή της ξανα-παρουσιάσεως βρίσκεται στην βάση της γλωσσικής μειώσεως της αναλυτικής φιλοσοφίας. Εξάλλου, και το άλλο μεγάλο ρεύμα της συγχρόνου φιλοσοφίας, το φαινομενολογικό, το οποίο ξεκινά από το πρωταρχικό βίωμα, και το οποίο εκλαμβάνει καθ’ εαυτό σαν ένα δεδομένο το οποίο θεμελιώνει ολόκληρη την πραγματικότητα, δεν φαίνεται ικανό να εξέλθει εύκολα προς την ανασύσταση της υλικής αντικειμενικότητος που φανέρωσε η φυσική.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου