Συνεχίζεται απο Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022
Του Hans – Georg GadamerΠως συναντάται όλο αυτό στον Αριστότελη; Μπορούμε να απαντήσουμε με το κεφάλαιο 19 του δευτέρου βιβλίου των Αναλυτικών ύστερων. Εδώ η Επαγωγή, η συμπερασματική πορεία προς την πρόθεση η προς το τι της προθέσεως, περιγράφεται μέχρις ότου κάτι διαρκές, σταθερό, εγκαθίσταται στην γνώση. Αυτό που τελικά γνωρίζουμε δεν είναι το αποτέλεσμα μιας αποδείξεως, αλλά τίθεται σ’αυτό το σημείο το ερώτημα, πως αποκτάται; Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί ένα διάσημο παράδειγμα, του στρατού δηλαδή που υποχωρεί και διαλύεται: Όλοι τρέχουν αλλά εάν ένας στρατιώτης σταματήσει (ίσως μόνον και μόνον επειδή στρίβοντας το κεφάλι του είδε πως ο εχθρός είναι μακρυά), τότε σταματά και ένας δεύτερος, μετά ένας άλλος και ούτω καθεξής, μέχρις ότου να ξανασυσταθεί η αρχή της παραθέσεως (ΙΙ,19,100912). Και ακριβώς εδώ ο Αριστοτέλης – ο οποίος διέθετε αρκετό χιούμορ – παίζει με την λέξη αρχή, η οποία σαν γνώση σημαίνει αυτό που είναι πρώτο στην διπλή σημασία της αρχής και της κυρίαρχης αυθεντίας.
Έτσι λοιπόν, όπως ακριβώς δεν μπορούμε να εξάγουμε (δια της απαγωγής) την αρχή του στρατού από το σταμάτημα των ξεχωριστών στρατιωτών, αλλά μπορούμε να περιγράψαμε μόνον πως συμβαίνει, με τον ίδιο τρόπο και οι αρχές τις οποίες αναζητούν οι φιλόσοφοι –λέει ο Αριστοτέλης– δεν μπορούν να αποδειχθούν με μια λογική απαγωγή, αλλά μπορούν να συλληφθούν, να θερισθούν ας πούμε, μόνον στην πορεία των εμπειριών της ζωής, ακριβώς όπως, αυτή η διαδικασία, περιγράφεται σ’ αυτό το κεφάλαιο των Αναλυτικών ύστερων, σαν ένας σωκρατικός διάλογος δηλαδή. Όλες οι λέξεις, όλες οι έννοιες στις οποίες εκφράζουμε τις ζωτικές μας κατευθύνσεις και με τις οποίες επικοινωνούμε μεταξύ μας, όλο αυτό το πράγμα κατάγεται από την συγκέντρωση και από την σταθεροποίηση των εμπειριών μας.
Γίνεται φανερό λοιπόν πως η αρχή είναι κάτι διαφορετικό από το αναγκαίο συμπέρασμα μιας λογικής αποδείξεως, είναι κάτι πέραν του λόγου. Κανείς δεν είναι Ικανός –είπε ο Φίχτε– να πιέσει τον αναγνώστη να κατανοήσει το κείμενο. Η κατανόηση υπερβαίνει το απλό λογικό συμπέρασμα.
Οι Έλληνες είχαν ένα όνομα για να δείξουν αυτή την κατανόηση: ΝΟΥΣ. Αυτός είναι αυτό που περιέχεται, που παρουσιάζεται, που κατανοείται, με μια λέξη δηλ. αυτό που υπάρχει σαν πρόθεση στην συζήτηση. Χωρίς τον νού η συζήτηση είναι άδεια και επομένως δεν συστήνεται η γνώση. Αυτό αντιστοιχεί ακριβώς στην πολύ γνωστή περιγραφή της διαδικασίας της γνώσεως που βρίσκουμε στην VIIη Επιστολή του Πλάτωνος (342b...): το όνομα, ο ορισμός, η εικόνα, αυτή η ίδια η επιστημονική γνώση, είναι μόνον σταθμοί πρός την αληθινή γνώση, η οποία υπάρχει μόνον όταν «ανάβει» ο νούς. Όταν πάρει φωτιά ο νούς.
Ο Αριστοτέλης προχωρά με τον ίδιο τρόπο: ξεκινά από την γλώσσα που μιλάμε, από εκείνα που ονομάζει – όπως και ο πλάτων – ένδοξα, τις κοινές γνώμες, εκείνες που γενικώς είναι αποδεκτές. Όλοι οι άνθρωπο είναι, σε κάποιο μέτρο, με την κατεύθυνση τους ήδη έτοιμη στην εμπειρία τής πραγματικότητος, καθότι συμμετέχουν στην γλώσσα που δίνει νόημα στα πράγματα. Παρ’ όλα αυτά το αυτονόητο των ένδοξων είναι αμφίβολο, πολύ αμφίβολο, και γι’ αυτό ο Αριστοτέλης στα τοπικά χρησιμοποιεί μερικές φορές τον υπερθετικό βαθμό, ενδοξότατα, δηλ. τα πιο εντυπωσιακά (μια πρακτική της σοφιστικής αυτή, η οποία χρησιμοποιεί την δύναμη εντυπωσιασμού των λέξεων και της γνώμης, της δόξας, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της συζητήσεως). Αυτό σημαίνει όμως πως δεν υπάρχει ομοιότης, γειτνίαση, ανάμεσα στον λόγο που είναι φιλοσοφία,πού είναι αλήθεια,καί σ'έναν λόγο πού είναι μόνον εντυπωσιακός, θεαματικός, και επομένως υπάρχει και η δυνατότης ενός κενού λόγου.
Αυτό είναι ένα από τα θέματα του Σοφιστή του Πλάτωνος, αλλά είναι φανερό πως είναι επίσης και το πρόβλημα της φιλοσοφίας για τον Αριστοτέλη. Εδώ βρίσκεται ένα βασικό σημείο της ερμηνείας μου. Είμαι πεισμένος πως όπως ακριβώς ο Πλάτων είχε συνειδητοποιήσει τα όρια της διαλεκτικής, έτσι καί ο Αριστοτέλης ήταν συνειδητοποιημένος για τα όρια του λόγου και πως και οι δύο συμφωνούσαν πάνω στο γεγονός πως αυτό που μετρά στην σκέψη είναι τελικά, το περιεχόμενό της, αυτό το κάτι που είναι παρόν, η τάξη, η συγχώνευση του προθεματικού με την πρόθεση, του σκοπού με το σκοπούμενο, ο ΝΟΥΣ.
Ίσως αυτή αυτή η επισήμανση είναι επίσης και μια απάντηση στην ερώτηση που μου έχει τεθεί, γιατί δηλ. ο Χούσσερλ είχε δεχθεί την ερμηνεία του Χάϊντεγκερ που παρουσίασε τον Αριστοτέλη σαν φαινομενόλογο; Και πράγματι, η σύντηξη της προθέσεως με το προτιθέμενο ανήκει ακριβώς στήν φαινομενολική θεωρία, είναι η erfabrung intention.
Θα διακόψω εδώ προαναγγέλοντας πως στην συνέχεια θα αναπτύξη την ανάλυση της Φύσεως (Φύσις), στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη. Θα εξετάσω συγκεκριμένα, την αριστοτελική έννοια της ενέργειας, το ενεργεία, όπου ακόμη και αυτό που απουσιάζει, το δυνάμει όν, είναι κατά κάποιο τρόπο εν ενεργεία.
Αλλά και πάλι, πριν ολοκληρώσουμε αυτή την θεματική, θα προσθέσουμε κάτι σ’ αυτά τα θέματα που έχουμε ήδη διαπραγματευθεί, προκειμένου να απαντήσουμε και σε κάποιες ερωτήσεις που μου απευθύνθηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου