Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (45)

   Συνέχεια από: Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟ ΣΤΟ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟ

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ NEOΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ είναι αφιερωμένη μια επιγραφή για την τελευταία και μεγαλειωδέστερη έφοδο ενάντια στην καρτεσιανή, απαστράπτουσα ακρόπολη του Λόγου. Κακογραμμένη, με μεγάλα γράμματα, κατά μήκος του ερειπωμένου τοίχου γράφει: «Ο Διόνυσος ενάντια στον Εσταυρωμένο». Αυτή η επιγραφή διακηρύσσει in nuce (με συνοπτικό τρόπο) την πτώση αυτής της μεγαλοπρεπούς οχύρωσης της μοντέρνας ορθολογικότητας και την έλευση ενός μισοσκότεινου κόσμου, όπου το σκοτεινό νοούμενο εκείθεν επανασυνδέθηκε με το καθαρό φως του φαινομενικού Λόγου.

«Ο Διόνυσος ενάντια στον Εσταυρωμένο» ήταν η ακροτελεύτια πρόταση στο τελευταίο σύγγραμμα του Friedrich Nietzsche. Είναι μια σύνοψη της ισόβιας σύγκρουσής του με την ηθική και φιλοσοφική παράδοση που σφράγισε τον ευρωπαϊκό κόσμο από την εποχή του Πλάτωνα και μετά, παράδοση την οποία ο Nietzsche αποκαλεί γενικά «χριστιανισμό». Αυτή η σύγκρουσή του αρχίζει με την αντιπαράθεση Διονύσου και Σωκράτη στη “Γένεση της τραγωδίας” και τελειώνει με την αντιπαράταξη του Διονύσου και του Εσταυρωμένου στο “Ίδε ο άνθρωπος”. Η έννοια του μηδενισμού στον Nietzsche γεννήθηκε από αυτή την αντιπαράθεση. Ο μηδενισμός για τον Nietzsche είναι το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι ανώτερες αξίες απαξιώνονται, ότι ο Θεός και ο Λόγος, αλλά και το σύνολο των υποτιθέμενων αιώνιων αληθειών, γίνονται αναξιόπιστα. Όλα αυτά συνοψίζονται στον πασίγνωστο ισχυρισμό του Ζαρατούστρα ότι «ο Θεός είναι νεκρός». Το νόημα του μηδενισμού για τον Nietzsche μπορεί να συλληφθεί μόνο στο πλαίσιο της διχοτομίας Διονύσου και Εσταυρωμένου, που συγκροτεί και το πλαίσιο, εντός του οποίου εκδιπλώνεται η σκέψη του.
Μολονότι υπάρχει γενική συμφωνία μεταξύ των μελετητών γύρω από τη σπουδαιότητα και το νόημα του χριστιανισμού για τον Nietzsche, υπάρχει έντονη διαμάχη γύρω από τη σημασία του διονυσιακού. Οι πρώτοι ερμηνευτές τη Nietzsche αποδέχονταν τους ισχυρισμούς του στην ονομαστική τους αξία και τον παρουσίαζαν ως αντιμεταφυσικό στοχαστή, που ενδιαφερόταν να ιδρύσει μια νέα μυθολογία με τον Διόνυσο στο επίκεντρό της. Αυτή η θεώρηση ενός «μυθολογούντος» Nietzsche, που έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της φασιστικής και ναζιστικής ιδεολογίας, αμφισβητήθηκε από τον Martin Heidegger, ο οποίος υποστήριξε σε σειρά διαλέξεων και άρθρων τη δεκαετία του 1930 ότι ο Nietzsche δεν ήταν το μέγα ενάλλαγμα στη φιλοσοφική παράδοση αλλά το αποκορύφωμά της. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Heidegger, το βασικό νιτσεϊκό δόγμα της βούλησης για δύναμη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τελική μορφή που έλαβε η υποκειμενιστική μεταφυσική της νεοτερικότητας. Ο Nietzsche, λοιπόν, δεν υπερβαίνει τον μηδενισμό αλλά παραμένει εμπλεγμένος στην ουσία του, σε ό,τι ο Heidegger αποκαλεί οντοθεολογική ουσία της μεταφυσικής.

Μολονότι η ανάγνωση του Nietzsche από τον Heidegger άσκησε σημαντική επιρροή, δεν ήταν χωρίς προβλήματα. Συγκεκριμένα ο Heidegger απέρριψε το μεγαλύτερο μέρος από τα δημοσιευμένα έργα του Nietzsche επειδή πίστευε ότι ήσαν απλώς ένας προθάλαμος στο μεγάλο μεταφυσικό σύστημα το οποίο αμυδρά διακρίνεται στη “Βούληση για δύναμη”. Η φαινομενικά μεταφυσική δομή αυτού του υποτιθέμενου συγγράμματος ήταν όμως η δημιουργία των εκδοτών του Nietzsche. Επιπλέον ο Nietzsche είχε ήδη αποφασίσει να μη δημοσιεύσει τα περισσότερα από τα αποσπάσματα τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο έργο και ουσιαστικά προσπάθησε να απαγκιστρωθεί από ένα μεγάλο μέρος από αυτά. Ακόμη κι αν παραγνωρίζουμε αυτά τα γεγονότα, η ερμηνευτική στρατηγική του Heidegger είναι αμφισβητήσιμη, διότι δεν εξετάζει καν το σύνολο της “Βούλησης για δύναμη”, απορρίπτοντας ιδίως πολλά αντιμεταφυσικά αποσπάσματα. Η ερμηνεία του επομένως είναι μονοδιάστατη. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι μνημονεύει τον Διόνυσο μόνο μία φορά στις διαλέξεις του για τον Nietzsche (που ισοδυναμεί με λιγότερο από μία σελίδα στο δίτομο έργο του Nietzsche) και στη συνέχεια παρερμηνεύει την έννοια, υποστηρίζοντας ότι μπορεί να κατανοηθεί μόνο μεταφυσικά ως ο σύνδεσμος της βούλησης για δύναμη και της αιώνιας επανάληψης. Αυτό το συμπέρασμα είναι εντελώς αντίθετο με τον ισχυρισμό του Nietzsche ότι ο Διόνυσος είναι το ενάλλαγμα στον χριστιανισμό και στη μεταφυσική.

Η ερμηνεία του Heidegger καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ανάγνωση του Nietzsche μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησε στη γενική απόρριψη της κρίσιμης ιδέας του διονυσιακού. Ο Nietzsche δεν θεωρήθηκε ο πρόδρομος κάποιας φιλοσοφίας του μέλλοντος,[ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΝΟΥ, ΤΟ ΘΕΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΜΕΣΑ ΜΑΣ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ ΠΕΡΑΣΕ ΜΠΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΦΥΓΕ, ΤΟΝ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕ, ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΕΝΑ ΖΩΟ ΘΕΟΥΜΕΝΟ] αλλά αντιμετωπίστηκε ως ένας φιλόσοφος της υποκειμενικότητας και της βούλησης ο οποίος αντιπροσώπευε το αποκορύφωμα μιας αποτυχημένης φιλοσοφικής παράδοσης.
Αυτή η ανάγνωση του Nietzsche συνέβαλε επίσης να διαμορφωθεί η αμερικανική λόγια προσέγγισή του, που επιδίωκε να ανακαλύψει κάποια σταθερή φιλοσοφική τοποθέτηση στη σκέψη του. Το έργο των F.A. Lea, Arthur Danto, Richard Schacht και J.P. Stern είναι χαρακτηριστικό. Σε αντιδιαστολή με τον Heidegger, πολλοί από αυτούς τους Αμερικανούς λογίους εκπαιδεύτηκαν στην αναλυτική φιλοσοφία και επικεντρώθηκαν στον νομιναλισμό και στον θετικισμό του Nietzsche, αλλά, όπως και ο Heidegger, απέρριψαν τη «μυθολογικότερη» ανάγνωση της νιτσεϊκής σκέψης. Μολονότι ο Walter Kaufmann αναγνώρισε τα όρια που θέτει αυτή η ανάγνωση του Nietzsche, δεν αμφισβήτησε τον γενικό ισχυρισμό ότι ο Nietzsche ήταν μέρος της φιλοσοφικής παράδοσης. Έτσι, ενώ κατανόησε ότι το διονυσιακό ήταν σημαντικό στοιχείο της νιτσεϊκής σκέψης, θέλησε να δείξει ότι συμφωνούσε με την προγενέστερη φιλοσοφία. Αυτή η προσπάθεια, ωστόσο, απλώς διαστρέβλωσε και υποβίβασε τη σπουδαιότητα της έννοιας. Υποστήριξε, για παράδειγμα, ότι ο Goethe και ο Σωκράτης ήσαν τα αρχέτυπα του Nietzsche για τον διονυσιακό άνθρωπο, παρ' ότι ο ίδιος ο Nietzsche ισχυριζόταν στο “Λυκόφως των ειδώλων” ότι ο Goethe δεν κατανόησε το διονυσιακό. 

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 μεταμοντέρνοι στοχαστές στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωξαν να ανατρέψουν τη μεταφυσική ανάγνωση του Nietzsche από τον Heidegger. Στο επίκεντρο αυτής της επίθεσης είναι μια θεώρηση του Nietzsche με έμφαση στο διονυσιακό∙ ο Nietzsche δεν αντιμετωπίζεται ως το αποκορύφωμα της μεταφυσικής αλλά ως καταστροφέας της, ο οποίος συντρίβει κάθε λογική και υποκειμενικότητα και ανοίγει τον άνθρωπο στην πρόδηλη ετερότητα της ύπαρξης. Στοχαστές όπως οι Jacques Derrida, Gilles Deleuze, Michel Foucault, Pierre Klossowski, Bernard Pautrat, Jean-Michel Rey και Sarah Kofman αντιμετώπισαν το πρόβλημα του διονυσιακού στον Nietzsche περισσότερο σοβαρά απ' ό,τι ο Heidegger. Δεν το έκαναν, ωστόσο, προκειμένου να εκφράσουν κάποιο θετικό διονυσιακό ενάλλαγμα, αλλά για να επιτεθούν σε όσους περιορισμούς της μεταφυσικής σκέψης πίστευαν ότι εκφυλίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο χριστιανισμός, σύμφωνα με την άποψή τους, συνδέεται με τη φιλοσοφία και την πολιτική της ταυτότητας. Ο θρίαμβος του Διονύσου επί του Εσταυρωμένου είναι, λοιπόν, θρίαμβος της ετερότητας ή της διαφοράς επί της ταυτότητας.

Η ανάγνωση του Nietzsche από τον Deleuze είναι χαρακτηριστική. Αντιμετωπίζει τον Nietzsche ως τον μεγάλο απελευθερωτή από τη φιλοσοφική παράδοση που είχε ως τελευταίο καταφύγιό της τη διαλεκτική: «Η αντίθεση του Διονύσου ή του Ζαρατούστρα στον Χριστό δεν είναι διαλεκτική αντίθεση, αλλά αντίθεση στη διαλεκτική καθ' εαυτήν [...]. Η φιλοσοφία του Nietzsche διαθέτει μεγάλη πολεμική δύναμη∙ διαμορφώνει μια απόλυτη αντιδιαλεκτική και επιδιώκει να ξεσκεπάσει τις απορίες που βρήκαν ως έσχατο καταφύγιο τη διαλεκτική». Ο Michael Haar υποστήριξε με ανάλογη διάθεση ότι ο Nietzsche επιδιώκει να καταστρέψει κάθε λογική και διαλεκτική σοβαρότητα, που έχει ως στόχο να καθιδρύσει ταυτότητες και να αποκαλύψει τη μία απόλυτη ταυτότητα.
Αυτή η ερμηνεία του διονυσιακού καταλήγει να αντιμετωπίζει τον Nietzsche ως έναν αποδομιστή στοχαστή ο οποίος πρεσβεύει κάποιο δόγμα ριζικής απελευθέρωσης. Εικάζει ότι ο Nietzsche δεν διαμόρφωσε κάποιο θετικό δόγμα, ούτε μπορούσε να το κάνει αυτό, αφού ένα τέτοιου είδους δόγμα θα ήταν ασυμβίβαστο με το πρόταγμά του για ριζική απελευθέρωση. Για τον Deleuze η σκέψη του Nietzsche είναι επομένως η αυγή της αντι-κουλτούρας επειδή αντιστέκεται σε όλες τις απόπειρες να καθιδρυθεί κάποιο σταθερό σύστημα ή κάποιος σταθερός κώδικας. Πρόκειται για μια νομαδική πολεμική μηχανή που κατ' επανάληψη αντιστάθηκε στον δεσποτικό διοικητικό μηχανισμό των παραδοσιακών φιλοσοφικών συστημάτων από τον Πλάτωνα και τον Hegel μέχρι τον Marx και τον Freud. Ο Nietzsche, σε αντίθεση με τον Marx, προσφέρει επομένως ένα επαναστατικό δόγμα το οποίο δεν εκφυλίζεται σε γραφειοκρατικό δεσποτισμό. Ο Deleuze παραδέχεται ότι υπάρχει κάποιο μεταφυσικό στοιχείο στη σκέψη του Nietzsche, ειδικά στην ιδέα της βούλησης για δύναμη, όμως υποστηρίζει ότι η ουσιαστικότερη διδασκαλία του Nietzsche δεν είναι η βούληση για δύναμη αλλά η αιώνια επανάληψη, και ότι η αιώνια επανάληψη είναι πάντοτε πολλαπλότητα και ποτέ ενότητα. Στην καρδιά της σκέψης του Nietzsche ανακαλύπτει, λοιπόν, πάντοτε διαφορά. Η επάρκεια της ερμηνείας του Deleuze είναι αμφισβητήσιμη για λόγους που θα εξετάσουμε στη συνέχεια, αλλά μπορούμε να έχουμε μια ιδέα γύρω από τα προβλήματά της εάν συγκρίνουμε τον ισχυρισμό του ότι η σκέψη του Nietzsche είναι νομαδική και αντιιμπεριαλιστική με τον ισχυρισμό του ίδιου του Nietzsche ότι το imperium Romanum ήταν η ευγενέστερη δομή η οποία οικοδομήθηκε ποτέ επί της γης.
Ακόμη κι αν διαφωνεί κανείς με τον τρόπο με τον οποίο ο μεταμοντερνισμός χρησιμοποιεί συνήθως τον Nietzsche, ο πυρήνας αυτής της μεταμοντέρνας ανάγνωσης δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί. Και άλλοι ερμηνευτές επισήμαναν τον αντιμεταφυσικό χαρακτήρα της σκέψης του. Ο Karl Jaspers, για παράδειγμα, υποστήριξε εδώ και πενήντα χρόνια ότι η σκέψη του Nietzsche στηριζόταν σε αντιφάσεις που δεν ήταν δυνατόν να συμφιλιωθούν ή να επιλυθούν. Πιο πρόσφατα, ο Wolfung Müller-Lauter ισχυρίστηκε ότι στην καρδιά της σκέψης του Nietzsche υπάρχει μόνο μια αντιφατική πολλαπλότητα που καθιστά αδύνατη την οποιαδήποτε περιεκτική ερμηνεία της σκέψης του ως μεταφυσικό σύστημα. Ο Jean Granier, ο οποίος διαφωνεί με την ανάγνωση του Nietzsche από τον Deleuze, καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι η ιδέα του προοπτικισμού στον Nietzsche αποτελεί προάσπιση της οντολογικής πολυαρχίας, αποδεικνύοντας ότι η ουσία του Είναι είναι να φανερωθεί σύμφωνα με έναν άπειρο αριθμό προοπτικών. Αλλά και ο Eugen Fink, ο οποίος σε γενικές γραμμές συμφωνούσε με τον Heidegger, αποφαίνεται ότι η αντιμεταφυσική ιδέα του διονυσιακού είναι η κυριότερη συνεισφορά του Nietzsche. Ο Henning Ottman συνοψίζει αυτή την τοποθέτηση με την παρατήρησή του ότι παραβλέψαμε πως το διονυσιακό για τον Nietzsche είναι το αντίπαλον δέος στον τεχνολογικό Λόγο της υποκειμενικότητας, το οποίο ο Heidegger αναζητούσε στον Nietzsche.

Το διονυσιακό στοιχείο στη σκέψη του Nietzsche δεν μπορεί επομένως να παραγνωριστεί, αλλά επίσης δεν αρκεί να υποθέσουμε ότι η σκέψη του είναι απλώς αντιμεταφυσική, όπως υπαινίσσεται η μεταμοντέρνα ανάγνωση του διονυσιακού. Μολονότι αυτή η θεώρηση έχει προσφέρει πολλά, παραγνωρίζει με ελαφρά τη καρδία τη συγκαλυμμένη σχέση του Nietzsche και του διονυσιακού με τη μεταφυσική παράδοση, την οποία ξεσκεπάζει ο Heidegger. Το ζήτημα της σχέσης του Nietzsche με τη μεταφυσική παράδοση είναι κρίσιμο εάν θέλουμε να αξιολογήσουμε την ερμηνεία του για τον μηδενισμό. Ο Heidegger υποστήριζε ότι ο Nietzsche παρέμενε προσδεμένος στη μεταφυσική και στον μηδενισμό, αλλά, επειδή δεν έλαβε υπ' όψιν το διονυσιακό, δεν αντιμετώπισε τη σημαντικότερη αντιμεταφυσική στιγμή στη σκέψη του Nietzsche. Ο Nietzsche του Heidegger ήταν επομένως ένας αχυράνθρωπος, και οι μεταμοντέρνοι στοχαστές δικαίως τον παρουσίασαν ως τέτοιον. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η βασική σύλληψη του Heidegger όσον αφορά τον Nietzsche ήταν εσφαλμένη. Εάν θέλουμε, ωστόσο, να κατανοήσουμε τη νιτσεϊκή ερμηνεία του μηδενισμού, θα πρέπει να απομακρυνθούμε από τον Heidegger και να συμβιβαστούμε με τον «διονυσιακό» Nietzsche.

Δεν υπάρχουν σχόλια: