Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας(1)


Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας

Michael Allen Gillespie

The University of Chicago Press, 1984


Περιεχόμενα

Πρόλογος

1. Το περί ιστορίας ερώτημα
2. Το ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορίας
Α. Το ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορίας στον Rousseau και στον Kant ως αντινομία της ελευθερίας και της φυσικής αναγκαιότητας
Β. Η έννοια της αντινομίας στον Hegel: Η επανάσταση της ελευθερίας και η τυραννία της φυσικής επιθυμίας
Γ. Η κατάρρευση της πνευματικής ενότητας στη Γερμανία
Δ. Από την αντινομία στη διαλεκτική
3. Το θεμέλιο της ιστορίας ως φαινομενολογία
Α. Η αναζήτηση του συμβιβασμού στον πρώιμο στοχασμό του Hegel
Β. «Η επιστήμη της Φαινομενολογίας του Πνεύματος» του Hegel
Γ. Η «Εισαγωγή»
4. Η φιλοσοφία της ιστορίας και το ερώτημα περί του θεμελίου της
Α. Η «Φαινομενολογία» και η «Φιλοσοφία της Ιστορίας»
Β. Απόλυτη γνώση, επιστήμη και το θεμέλιο
Γ. Κριτική και συμπεράσματα

5. Η ιστορία ως Είναι


Α. Η κριτική του Heidegger στην Νεωτερικότητα
Β. Η κριτική του Heidegger στη Μεταφυσική (εκλαμβανόμενη) ως ιστορία του Είναι
Γ. Η αποκάλυψη του Είναι ως μηδενισμός και ιστορία
Δ. Κριτική και συμπεράσματα


Πρόλογος

Τι είναι η ιστορία; Η σημασία και ο σκοπός της ερώτησης αυτής κατανοείται στην εποχή μας με τρόπο αόριστο και για τον λόγο αυτό ατελώς. Παρά την έλλειψη αυτή κατανόησης, και είτε μας αρέσει είτε όχι, σπάνια βρισκόμαστε στο κέντρο της ερώτησης αυτής βιώνοντας την ως ερώτηση, βρισκόμαστε όμως διαρκώς αντιμέτωποι με αυτήν και με τις διάφορες απαντήσεις που δίνονται σε αυτήν. Η ερώτηση διατρέχει ολόκληρο τον στοχασμό μας περί του εαυτού μας και του πολιτισμού μας, θα ήταν όμως εσφαλμένο να υποθέσουμε πως η σημασία της είναι απλώς θεωρητική-ή να πιστέψουμε πως η θεωρητική και πνευματική, με οποιοδήποτε πάντως τρόπο διακεκριμένη από την πρακτική και υλική σημασία, μπορεί στην περίπτωση αυτή να διαχωριστεί πλήρως ή κατά μεγάλο μέρος από τα πρακτικά και υλικά. Ή να πιστέψουμε πως η πολιτική και οικονομική ευημερία του ανθρώπου και του πολιτισμού του, δεν είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την στοχαστική θεώρηση του εαυτού του, των πολιτικών του συνθηκών και της κατάστασης του πολιτισμού του.

Υπάρχουν δυο μεγάλες διανοητικές δυνάμεις στον μοντέρνο κόσμο, η επιστήμη και η ιστορία, και ενώ συχνά φαίνεται πως ανταγωνίζονται η μια την άλλη, είναι στην πραγματικότητα θεμελιωδώς συμπληρωματικές. Η μοντέρνα επιστήμη προσδιορίζει τους αιτιώδεις νόμους που κυβερνούν τις κινήσεις της ύλης, αλλά σε αντίθεση προς την αρχαία επιστήμη αποφεύγει την τελεολογία και με τον τρόπο αυτό οποιοδήποτε προσδιορισμό των ανθρώπινων σκοπών. Και ενώ παρουσιάζει ίσως με τον τρόπο αυτό την ανθρωπότητα με ύψιστη γνώση των μηχανισμών της φύσεως, και ανοίγει έτσι τη δυνατότητα για την τεχνολογική κατάκτηση του φυσικού κόσμου και αυτής της ανθρώπινης φύσεως. Αυτό όμως που δεν μας λέει, και στην ουσία δεν μπορεί να μας πει, είναι το τι πρέπει να κάνουμε ή πως πρέπει να το κάνουμε. Σε αυτό το ερώτημα απαντά η ιστορία.

Η ιστορία φυσικά δεν είναι η μόνη απάντηση της νεωτερικότητας στο ερώτημα αυτό. Ο εμπειρισμός για παράδειγμα απάντησε με τη διδασκαλία περί φυσικού δικαίου. Ο ορθολογισμός ανακάλυψε μια λύση στην ορθολογική θεολογία. Ο ουμανισμός και ο κλασικισμός την έψαξε στις αρχαίες έννοιες της αρετής και της ατομικότητας. Και ο υπερβατικός ιδεαλισμός στράφηκε στην τελεολογική κρίση και την τέχνη. Επιπλέον, πολλές από αυτές τις έννοιες εξασκούν ακόμα σημαντική δύναμη στη σύγχρονη σκέψη και στους πολιτικούς θεσμούς, που η σκέψη αυτή πληροφορεί. Η συνεχιζόμενη σημασία του φυσικού δικαίου στην Αμερική είναι μόνο ένα παράδειγμα. Παρά τη σημασία αυτή, αυτές οι άλλες μορφές σκέψης ήταν ανίκανες να αντισταθούν στις επιθέσεις των διαφόρων μορφών ιστορικής κατανόησης. Σταδιακά και συχνά απαρατήρητα, διαποτίστηκαν και πλημμύρισαν από την ιστορία. Ακόμα και εμείς οι Αμερικανοί, που είμαστε με πολλούς τρόπους ελάχιστα δεκτικοί για την ιστορική σκέψη, βρισκόμαστε ξαφνικά εξαρτημένοι από αυτήν. Παρά την προδιάθεση μας για επιστημονικές εξηγήσεις, σπάνια ρωτάμε τι είναι απλώς αληθινό, ή καλό, ή δίκαιο, ή ωραίο, και ρωτάμε μάλλον για την ιστορική αλήθεια, ή την κρίση (τοποθέτηση) της ιστορίας, ή τις ιστορικές αιτίες, ή τις ρίζες της ιστορίας. Ασχολούμαστε με την ιστορική κατάσταση, με την κοινωνική πρόοδο, με την ανθρώπινη και την τεχνολογική ανάπτυξη, με τη διαδικασία εκβιομηχάνισης και εκμοντερνισμού, χαρακτηρίζοντας μάλιστα εκείνους τους ανθρώπους και τους πολιτισμούς που δεν εμπλέκονται πλήρως στη διαδικασία αυτή ως υπανάπτυκτους, ή φιλάνθρωπα, αναπτυσσόμενους. Ενώ αυτό είναι ακόμα εντελώς άσχετο προς τον βαθύ ιστορικισμό της ευρωπαϊκής παράδοσης, είναι ίσως μοιραίο σημάδι της γενικής τάσης της σκέψης μας.

Η θεώρηση της ανθρωπότητας και των θεσμών της στον αρχαίο κόσμο βρισκόταν στο πεδίο ισχύος της ποίησης ή της μυθολογίας και της φιλοσοφίας. Και οι δυο ισχυρίζονταν πως κατανοούν όχι μόνο τον άνθρωπο, αλλά τον άνθρωπο και τον κόσμο, και πως με τον τρόπο αυτό εγκαθιδρύουν την θέση και την ευθύνη του ανθρώπου εντός της κοσμολογικής ιεραρχίας. Στον δικό μας κόσμο, τον στοχασμό περί των σκοπών και ευθυνών του ανθρώπου τον έχει αναλάβει η ιστορία. Για την αρχαιότητα, η ρητορική ήταν η κυρίαρχη μορφή πρακτικής και ιδιαίτερα πολιτικής απελευθέρωσης: η σοφία της φιλοσοφίας, που στοχαζόταν το γενικό και το αναγκαίο, στράφηκε προς τον στοχασμό του συγκεκριμένου και του εφικτού, μέσα και διά της ρητορικής. Αυτή η κλασική λειτουργία της ρητορικής έχει ξεπεραστεί ή αντικατασταθεί στην εποχή μας από την προπαγάνδα, η οποία εφαρμόζει τους ιδεολογικά καθορισμένους νόμους της ιστορίας, και από τη δημόσια διοίκηση, η οποία εφαρμόζει την γνώση που συνέλεξε η φυσική επιστήμη, με σκοπό να προσδιορίσει το πιο αποτελεσματικό μέσο για την μεταμόρφωση του ανθρώπου και της φύσεως, σε συμφωνία με τους ιστορικά καθορισμένους κοινωνικούς και τεχνολογικούς στόχους.

Η σημασία όμως και το βάθος της ερώτησης για τη φύση και το θεμέλιο της ιστορίας δεν είναι πουθενά πιο προφανής, παρά στην συζήτηση περί της απάντησης σε αυτή. Η συζήτηση αυτή δυστυχώς δεν είναι απλώς δουλειά μορφωμένων ανθρώπων και συλλόγων, ούτε περιορίζεται μόνο στα λόγια: η συζήτηση για τη φύση και το θεμέλιο της ιστορίας έχει καταστεί ιδεολογική και επαναστατική. Έχει γίνει πιο πολεμοχαρής και κατακλυσμική. Το μέγιστο γεγονός της εποχής μας, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στην ασύλληπτη σκιά του οποίου βρεθήκαμε, ήταν στην ουσία ένας καταστρεπτικός αγώνας περί της φύσης της ιστορίας. Η παρούσα κατάσταση της διεθνούς έντασης, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της πεποίθησης και του πάθους κάποιων, και της σύγχυσης και παράλυσης κάποιων άλλων ως προς την απάντηση σε αυτό το ερώτημα.

Όσο καταθλιπτικές και να είναι οι σκέψεις αυτές, γίνονται πιο υποφερτές υπό την προοπτική μιας ξεκάθαρης απάντησης στο περί της ιστορίας ερώτημα ή της διάλυσης της ιστορίας ως τρόπου κατανόησης. Ποιος όμως μπορεί σήμερα να ελπίζει στα σοβαρά πως θα έρθει μια τέτοια απάντηση ή η διάλυση; Η σκέψη μας, η γλώσσα μας και η δραστηριότητα μας είναι σε τέτοιο βαθμό διαποτισμένα και εξαρτώμενα από την ιστορία και τις ιστορικές κατηγορίες, ώστε κάθε σκέψη μιας τέτοιας μεταμόρφωσης πρέπει να απορριφθεί από οποιονδήποτε παίρνει στα σοβαρά το θέμα. Μια σοβαρή θεώρηση της ιστορία θα πρέπει στην πραγματικότητα να πείσει πως η επίδραση της ιστορίας πάνω στη σκέψη μας και τις ζωές μας δεν μειώνεται, ούτε γρήγορα ούτε με κάποια σταθερότητα, αλλά μάλλον αυξάνεται διαρκώς. Η ιστορία είναι και παραμένει αποφασιστικής σημασίας για την ανθρώπινη ζωή και σκέψη, και το περί ιστορίας ερώτημα καθίσταται όλο και πιο σημαντικό. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και δεν τολμούμε να απαλείψουμε αυτό το ερώτημα: η αλήθεια, η αξία, η συνέπεια, και η λειτουργία όλων των ιστορικών εννοιών, και επομένως το δίκαιο και η καταλληλότητα των πρακτικών της εφαρμογών, εξαρτώνται από μια αληθινή και επαρκή απάντηση. Χωρίς μια τέτοια απάντηση ή τη διάλυση της ερώτησης, είμαστε αναμφίβολα καταδικασμένοι σε μια διαμάχη μεταξύ πεπεισμένων και συγχυσμένων, με τον διαρκώς αυξανόμενο κίνδυνο μιας νέας, αλλά πάντως, «τελικής λύσης». Με αυτήν ακριβώς την έννοια, ο τεχνολογικός πολιτισμός του κόσμου, στον οποίο εναποθέτουμε όλες τις ελπίδες μας και βρίσκουμε όλους τους φόβους μας, είναι ουσιαστικά δεμένος με αυτή την ερώτηση.

Τι γίνεται όμως αν η ίδια η ερώτηση δεν είναι κατάλληλη, αν η ερώτηση μας παραπλάνησε; Και εάν, όσο χρήσιμα και να είναι τα μέσα, οι σκοποί του μοντέρνου πολιτισμού, τους οποίους αποκαλύπτει η ιστορία, είναι απλά εσφαλμένοι; Και ακόμα χειρότερα, αν αυτός ο πολιτισμός δεν έχει κανένα στόχο, κανένα σκοπό και κανένα νόημα; Ενώπιον αυτών των ενδεχομένων, είναι απαραίτητο να τεθούν συγκεκριμένα ερωτήματα για τη φύση και το θεμέλιο της ιστορίας, ως προλεγόμενο σε κάθε σοβαρή προσπάθεια να καθορίσουμε την τελική σημασία της ιστορίας ως προς την ανθρωπότητα και για την ανθρωπότητα, και επομένως για την πολιτική.

Σκοπός αυτού του έργου είναι νά θέσει αυτό το ερώτημα δια της εξέτασης της σκέψης του Hegel και του Heidegger. Το φιλοσοφικό σύστημα του Hegel αν δεν ήταν το πρώτο, ήταν αναμφίβολα η πιο περιληπτική προσπάθεια να κατανοηθεί ιστορικά ο άνθρωπος και η ύπαρξη. Ήταν επιπλέον η κορύφωση ολόκληρης της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης και η πηγή σχεδόν κάθε σκέψης περί ιστορίας που ακολούθησε. Ενώ δεν είναι η τελευταία, η εξέταση της ιστορίας από τον Heidegger ήταν οπωσδήποτε η πιο σημαντική πρόσφατη μελέτη. Ο στοχασμός του είναι, τουλάχιστον αυτή την απαίτηση εκφράζει, μια εναλλακτική, αν όχι η μόνη εναλλακτική στη σκέψη του Hegel και ολόκληρη τη δυτική παράδοση. Δια της εξέτασης της σκέψης των δυο αυτών στοχαστών ίσως μπορέσουμε να αποκτήσουμε μια αποφασιστική κατανόηση για το περί της ιστορίας ερώτημα.

Το πρώτο κεφάλαιο επιδιώκει να καταδείξει την αναγκαιότητα να τεθούν ερωτήματα για το θεμέλιο της ιστορίας δια της θεώρησης της εννοιολογικής ανάπτυξης της ιστορίας. Η ιστορία είναι αμφίσημη για μας: από τη μια είναι το σύνολο των ανθρώπινων γεγονότων, και από την άλλη είναι η εκτίμηση των γεγονότων αυτών. Για τους αρχαίους και τους πρώιμους μοντέρνους, η ιστορία σήμαινε την εκτίμηση των γεγονότων τα οποία θεωρούνταν εγγενώς περίεργα. Από το Διαφωτισμό όμως και μετά, η ιστορία ταυτίζεται με τα γεγονότα. Αυτό είναι αποτέλεσμα της θεμελιώδους μεταμόρφωσης της κατανόησης μας για τον άνθρωπο και τη σχέση της φύσης και της σύμβασης. Η ιστορία για τους Έλληνες, όπως η ποίηση και η φιλοσοφία είχε σκοπό την αποκάλυψη του αιώνιου μέσα στο τρέχον, δηλαδή την υποκείμενη φυσική αλήθεια που εμφανιζόταν μέσα στις, και δια των ηθικών πράξεων των ανθρώπων. Αυτό υποστηρίζονταν από, και ήταν συνδεδεμένο με την πόλη. Η παρακμή και η διάλυση της πόλεως στον ρωμαϊκό και τον χριστιανικό κόσμο οδήγησε στον εκφυλισμό της ιστορίας και την τελική υποταγή της στη Γραφή. Ενώ η μοντέρνα έννοια της ιστορίας αναπτύσσεται πάνω σε αυτό το αρχαίο μοντέλο, εξαρτάται όλο και πιο πολύ από την μοντέρνα σύλληψη περί του ανθρώπου ως αυτοσυνείδητου όντος. Με αυτή την έννοια, η ιστορία κατανοείται ως η βαθμιαία έκπτυξη της λογικής (rational) ελευθερίας και σκοπού, σε αντίθεση προς την εκφυλισμένη και απλώς μηχανική φύση. Η έννοια αυτή βασίζεται στην αντιστροφή της αρχαίας έννοιας περί σχέσης φύσης και ήθους, που οφείλεται οπωσδήποτε εν μέρει στον Χριστιανισμό. Η ιστορία της νεωτερικότητας καθίσταται έτσι βαθμιαία απελευθέρωση του ανθρώπου από την τυραννία της φύσεως. Η πορεία της εξέλιξης της έννοιας της ιστορίας από το Διαφωτισμό ως την Γαλλική Επανάσταση, ο Ιδεαλισμός, η Ιστορική Σχολή, ο Μαρξισμός, ο μηδενισμός, ο ιστορικισμός, και ο υπαρξισμός, είναι απλώς η ριζοσπαστικοποίηση αυτής της αρχικής προϋπόθεσης, που δεν καταλήγει φυσικά στην πλήρη απελευθέρωση και τελείωση του ανθρώπου, αλλά στον σχετικισμό, φανατισμό, και παγκόσμιο πόλεμο. Υπό το φως αυτής της εξέλιξης είναι απαραίτητο να θέσουμε την ιστορία υπό αμφισβήτηση. Το ερώτημα περί της ιστορίας με την έννοια αυτή οδηγεί στο ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορίας, στο ερώτημα εάν η ιστορία είναι ή εάν μπορεί να είναι έστω κάτι.

Το Κεφάλαιο 2 καταπιάνεται με  καταπιάνεται με το ερώτημα για το θεμέλιο της ιστορίας και επιδιώκει να δείξει πως αναδύθηκε το ερώτημα αυτό στον Hegel. Αν και το ερώτημα για το θεμέλιο ήταν ήδη κεντρικό για την αρχαία φιλοσοφία, η ενασχόληση με το θεμέλιο της ιστορίας ξεκινά από τον Roussaeu και αναδύεται στη Δεύτερη Διαπραγμάτευση του, ως απάντηση στην ερώτηση για τη σχέση μεταξύ πολιτικού και φυσικού. Η ανθρωπότητα χαρακτηρίζεται από την ικανότητα να ελευθερώσει τον εαυτό της από τη φύση και να αντιταχθεί προς αυτήν, εντός και διά του πολιτικού (στοιχείου). Η ιστορία της νεωτερικότητας όπως εμφανίζεται στον Rousseau, είναι ένας απολογισμός της προόδου του ανθρώπου προς την αυτοσυνειδησία και την ελευθερία. Η σχέση όμως της αυτοσυνειδησίας και της ελευθερίας προς τη φύση και τους νόμους της, δεν είναι θέμα για τον Rousseau, και είναι επομένως δύσκολο να διακρίνουμε το θεμέλιο της αλληλεπίδρασης τους. Αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα που θέτει ο Kant στην Τρίτη Αντινομία του Καθαρού λόγου.

Σύμφωνα με τον Kant, τόσο η γενική φυσική αναγκαιότητα όσο και η ελευθερία είναι αναγκαίες, αλλά και αντινομικές, καθώς κάθε γεγονός πρέπει να έχει μια προηγούμενη αιτία, και όμως, εκτός και αν υπάρχει μια πρώτη και επομένως ελεύθερη αιτία, η ακολουθία θα είναι πάντα ελλιπής και επομένως, δε θα είναι ποτέ επαρκώς θεμελιωμένη. Ο Kant λύνει την αντινομία δείχνοντας πως η αντίφαση δεν βρίσκεται στον κόσμο αλλά στη συνείδηση, προτείνοντας δυο διακριτές και ανεξάρτητες πραγματικότητες, την φαινομενική πραγματικότητα της φύσεως και τη νοητική (noumenal) πραγματικότητα της ελευθερίας.

Η σύλληψη του Hegel περί ιστορίας είναι μια άμεση ανταπόκριση στην «Τρίτη Αντινομία» και την προβληματική λύση που έδωσε ο Kant. Το πρόβλημα αυτό για τον Hegel δεν είναι μόνο θεωρητικό, αλλά και πρακτικό. Στην πραγματικότητα, η αντινομία ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας, όπως εμφανίζεται στην Γαλλική Επανάσταση και την αγγλική αστική κοινωνία ήταν η άμεση ώθηση για τη σκέψη του. Σύμφωνα με τον Hegel, ο Kant έλυσε την αντινομία καθιστώντας τη συνείδηση αντινομική και με τον τρόπο αυτό μη διανοητική. Ο Hegel βέβαια αποδέχεται την αντινομία αυτή και την καθιστά βάση του συστήματος του. Η αντινομία καθίσταται διαλεκτική.

Το Κεφάλαιο 3 διαπραγματεύεται το φαινομενολογικό θεμέλιο, το οποίο ο Hegel παρουσιάζει ως απάντηση στο ερώτημα για το θεμέλιο της ιστορίας. Είναι πρωταρχικά μια εξέταση της «Εισαγωγής» στη Φαινομενολογία, όπου ο Hegel εκθέτει το πρόγραμμα του και συζητά τη μεθοδολογία του. Η ιστορία είναι σύμφωνα με την άποψη του, από τη μια η εξέλιξη της γνώσης του αντικειμενικού ή φυσικού κόσμου. Αυτή είναι η φαινομενολογία ως η εμφάνιση της γνώσης του φαινομενικού. Ως τέτοια είναι μια παρουσίαση της εξέλιξης της συνείδησης προς την απόλυτη γνώση. Από την άλλη, η ιστορία είναι η εμπειρία της συνείδησης καθ’ εαυτή, δηλαδή του υποκείμενου καθώς φτάνει σε μια όλο και πιο βαθιά και πληρέστερη γνώση, όχι περί του φυσικού κόσμου αλλά του εαυτού του. Η εμπειρία της συνείδησης είναι επομένως η διαδικασία δια της οποίας ο άνθρωπος φτάνει στην πλήρη αυτοσυνειδησία και ενότητα με τον εαυτό του. Εφόσον η εξέλιξη αυτή είναι εξέλιξη της συνείδησης, είναι διαλεκτική, και στο βαθμό που είναι εξέλιξη της αυτοσυνειδησίας είναι θεωρητικής (speculative) φύσεως. Το διαλεκτικό και το θεωρητικό μαζί συνιστούν την πληρότητα του απολύτου και την ουσία της επιστήμης. Αυτή είναι η νέα αντίληψη του Hegel περί συνείδησης ως πνεύματος και απολύτου, που είναι βάση για τον συμβιβασμό του υποκειμενικού και αντικειμενικού, και επομένως ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας. Η συμφιλίωση αυτή είναι από τη μεριά της το θεμέλιο πάνω στο οποίο ο Hegel εγκαθιδρύει την ιστορία.

Το Κεφάλαιο 4 εξετάζει τη διαπραγμάτευση του Hegel πάνω στον χαρακτήρα αυτού του φαινομενολογικού θεμελίου εντός της συγκεκριμένης ιστορίας της πολιτικής και πνευματικής εξέλιξης του ανθρώπου και τη θεμελίωση της στην επιστήμη της λογικής. Στις διαλέξεις του πάνω στη Φιλοσοφία της Ιστορίας ο Hegel επιδιώκει να δείξει πως η διαδικασία της εξέλιξης της συνείδησης και της αυτοσυνειδησίας, που περιέγραψε στην Φαινομενολογία, είναι ταυτόσημη με τη συγκεκριμένη ιστορία της ανθρωπότητας ως αλληλεπίδρασης και συμφιλίωσης της ελευθερίας και της φύσεως εντός της πολιτικής πραγματικότητας. Ο Hegel εξετάζει στην Φαινομενολογία κάθε πτυχή ξεχωριστά, ως εξέλιξη της συνείδησης, του πνεύματος και του απολύτου. Από την προοπτική της ολοκληρωμένης επιστήμης, όπως εμφανίζεται στην Φιλοσοφία της Ιστορίας όμως, η εξέλιξη αυτή μπορεί να κατανοηθεί στην ενότητα και αλήθεια της, ως η συγκεκριμένη ιστορία της ανθρωπότητας.

Αλλά ακόμα και αν ο Hegel καταδεικνύει με επιτυχία την έκπτυξη του φαινομενολογικού θεμελίου εντός της συγκεκριμένης ιστορίας και ως η ίδια η ιστορία, πρέπει παρ’ όλα αυτά να παραδεχτεί πως ολόκληρο το σύστημα βασίζεται στην αντίφαση. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως πως πρέπει να είναι μη λογικό. Ο Hegel επιδιώκει να αντιμετωπίσει την ένσταση αυτή και να εγκαθιδρύσει το αληθινό θεμέλιο για την ιστορία και τη συνείδηση στην «Επιστήμη της Λογικής». Αυτό που είναι, είναι σύμφωνα με τον Hegel αντιφατικό και μοναδιαίο, το όλο είναι ταυτότητα της ταυτότητας και μη ταυτότητας. Το είναι και το τίποτα κατανοημένα στατικά είναι αντίθετα. Εάν κατανοηθούν όμως εντός της διαδικασίας του γίγνεσθαι και ως η διαδικασία του γίγνεσθαι, τότε είναι ταυτόσημα. Η διαλεκτική διαδικασία έχει επομένως θεωρητική (speculative) ενότητα. Αναδύεται όμως το ερώτημα κατά πόσον η διαλεκτική αυτή λογική είναι κατανοητή ή εάν είναι απλώς λογική ψευδαίσθηση που δικαιολογεί τις υποκείμενες ηθικές και πολιτικές προδιαθέσεις. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι ο Hegel μπορεί να τα λέει σωστά, το θεμέλιο της ιστορίας όπως εμφανίζεται στο έργο του παραμένει θεμελιωδώς μυστηριώδες. Το κεφάλαιο τελειώνει επομένως με μια κριτική της απάντησης που δίνει ο Hegel στο ερώτημα για το θεμέλιο της ιστορίας και κριτική της σκέψης του ως μια ολότητα.

Το Κεφάλαιο 5 είναι μια ανασκόπηση της επανεκτίμησης από την πλευρά του Heidegger της ιστορίας ως Είναι, και των συνεπειών της επανεκτίμησης αυτής για την ηθική και την πολιτική. Η αποτυχία της πρωταρχικής προσπάθειας του Heidegger να δείξει πως το Είναι είναι χρόνος ή ιστορία, τον οδηγεί στην κριτική της υποκειμενικότητας και της νεωτερικότητας. Η νεωτερικότητα ως το βασίλειο της υποκειμενικότητας, είναι σύμφωνα με τον Heidegger και το βασίλειο της αποξένωσης. Η αποξένωση αυτή με τη σειρά της εμπλέκει μια επιθυμία για συμφιλίωση. Η προσπάθεια του μοντέρνου ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τον κόσμο αντικειμενικοποιώντας τον δια της επιστήμης και της ιστοριογραφίας, με σκοπό να τον υποτάξει στις κατηγορίες της υποκειμενικότητας, οδηγεί απλώς στον μηδενισμό, όπως φαίνεται στην άκρατη τεχνολογία του κόσμου, την ιδεολογική πολιτική και τον παγκόσμιο πόλεμο.

Ο μηδενισμός είναι σύμφωνα με τον Heidegger όχι απλώς μια συνέπεια της νεωτερικότητας, αλλά ριζώνει στην μεταφυσική ουσία της Δύσεως. Είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα της ιστορίας ή της μοίρας του Είναι, που ξεκινά με τους προσωκρατικούς και τελειώνει με τον Μαρξ, τον Nietzsche και την μοντέρνα τεχνολογία. Η ιστορία αυτή είναι για τον Heidegger συνέπεια της αυξανόμενης αποσιώπησης και λήθης της μυστηριώδους απαρχής της Δύσεως σε μια αυθεντική εμπειρία του Είναι. Η απόσυρση του Είναι χάριν μιας ύπαρξης που είναι η ουσία αυτής της ιστορίας καταλήγει στον μηδενισμό, που αρνείται το Είναι (Being) χάριν της ύπαρξης (being).

Ενώ ο μηδενισμός φαίνεται με τον τρόπο αυτό να σημαίνει τον πλήρη εκφυλισμό του ανθρώπου, ο Heidegger θέλει να τον θεωρεί ως την ύψιστη αποκάλυψη του Είναι, και επομένως ως το θεμέλιο για μια αυθεντική ηθική, πολιτική και πνευματική ζωή. Μια τέτοια νέα αντίληψη εξαρτάται από την παραδοχή πως το Είναι είναι εξολοκλήρου διαφορετικό από όλα τα όντα, πως εμφανίζεται επομένως ως τίποτα, και πως αυτό το τίποτα είναι η απορία ή η ερώτηση που είναι η απαρχή κάθε σκέψης και επομένως ολόκληρης της οντολογίας. Κατανοώντας το Είναι με τον τρόπο αυτό, το Είναι εμφανίζεται στην αλήθεια του όχι ως κάτι, αλλά ως ένα πως, όχι ως αιωνιότητα, αλλά ως ιστορία ή μοίρα. Η άνθιση της Δύσεως είναι συνεπώς θεμελιωδώς καθορισμένη από την αποκάλυψη και την απόκρυψη του Είναι.

Η λύση λοιπόν την οποία βλέπει ο Heidegger στο πρόβλημα του μηδενισμού, δεν βρίσκεται στον άνθρωπο αλλά στο Είναι. Το τίποτα του μηδενισμού μπορεί να προϊδεάζει μια νέα αποκάλυψη του Είναι ως μοίρας, αυτήν όμως δεν μπορεί να την επιφέρει ο άνθρωπος. Στο τέλος της νεωτερικότητας, που σημαίνει στο τέλος του δυτικού πολιτισμού, για τον άνθρωπο παραμένει μόνο ένα προπαρασκευαστικό περίμενε, που κάνει ένα βήμα πίσω, βγαίνοντας από την τεχνολογία και την ιδεολογία, από την επιστήμη και την μεταφυσική, μπαίνοντας στην ερώτηση ή την άβυσσο του Είναι, με την ελπίδα μιας νέας αποκάλυψης. Το κεφάλαιο αυτό, και ολόκληρο το έργο, καταλήγει με μια κριτική των προβλημάτων και των κινδύνων του προγράμματος του Heidegger, και με την εκτίμηση των συνεπειών του για την ηθική και την πολιτική.

Η μελέτη αυτή κατέστη δυνατή σε μεγάλο μέρος από διάφορες γενναιόδωρες υποτροφίες του Deutscher Akademischer Austauschdienst (DAAD), που στήριξε την εργασία μου στο αρχείο του Hegel και τον Ruhr Universität στην Δυτική Γερμανία (το έργο γράφτηκε το 1984, πριν την ενοποίηση της Γερμανίας). Θα ήθελα να ευχαριστήσω το DAAD και τον διευθυντή του αρχείου του Hegel, Otto Pöggeler….Η μελέτη αυτή, ως αποτέλεσμα της ανεπάρκειας της, πρέπει να ιδωθεί απλώς ως μια φτωχή ανταπόδοση στην ευγένεια τόσων πολλών. Ελπίζω όμως πως θα λειτουργήσει ως επαρκής περίσταση για τις ευχαριστίες μου.


Τέλος Προλόγου

Δεν υπάρχουν σχόλια: