Πανεπιστήμιο Τυβίγγης
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΡΡΟΩΝ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΡΡΟΩΝ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Ιταλική μετάφραση της Elisabetta Cattanei, Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.
Ι. Η ΡΗΞΗ ΜΕΤΑΞΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ ΠΛΑΤΩΝΑ
Όποιος προσεγγίζει τη μεταφυσική του Αριστοτέλη προερχόμενος από τους διαλόγους του Πλάτωνα, έχει την εντύπωση ότι έχει μεταφερθεί σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Η ύπαρξη μιας βαθιάς ρήξης μεταξύ της μεταφυσικής σκέψης του «δασκάλου» και εκείνης του «μαθητή» του υπήρξε αντικείμενο ομόφωνης εμπειρίας για τους αναγνώστες κάθε εποχής. Δεν πρόκειται μόνο για αντίθεση στο εκφραστικό ύφος των δύο φιλοσόφων: ένας διάλογος δεν είναι καθόλου μια πραγματεία· και, όπως φαίνεται, οι απόψεις που εκφέρονται από ορισμένους συνομιλητές σε ορισμένα συμφραζόμενα, σε ορισμένες καταστάσεις, έχουν ήδη από τη διατύπωσή τους έναν χαρακτήρα διαφορετικό από τις θεμελιώδεις και ανεξάρτητες από τα συμφραζόμενα (ανεξάρτητες από την κατάσταση) προτάσεις που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης ως καθολικά ισχύουσες λόγω λογικής αυταπόδειξης.
Επιπλέον, είναι φανερό ότι σε κάθε μία από αυτές τις τόσο διαφορετικές μορφές έκφρασης αντιστοιχεί και διαφορετική ερμηνευτική, η οποία με τη σειρά της ανάγεται σε διαφορετικούς τρόπους θέσης των προβλημάτων ή σε διαφορετικά είδη φιλοσοφικής προσέγγισης. Εξίσου εντυπωσιακή είναι η διαφορά στη χρήση των φιλοσοφικών εννοιών: ο Πλάτωνας αντλεί τις βασικές του έννοιες από κριτικό στοχασμό πάνω στην καθημερινή εμπειρία, προσεγγίζοντας με προσοχή και ευελιξία τον κοινό λόγο· αντίθετα, ο Αριστοτέλης δεν διστάζει μπροστά στην κατασκευή ενός τεχνικού λεξιλογίου (δεν φοβάται ούτε υποχωρεί μπροστά σε μια ορολογική κατασκευή), που συχνά φαντάζει γλωσσικά βίαιο.
Αλλά πάνω απ’ όλα, η ρήξη αυτή είναι δογματική: δεν μπορούμε να μην αντιληφθούμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με δύο διαφορετικές θεωρίες, αλλά με δύο διαφορετικούς φιλοσοφικούς κόσμους, στους οποίους αντιστοιχούν θεμελιωδώς διαφορετικές έννοιες φιλοσοφίας.
Σε αυτό προστίθεται και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Αριστοτέλης δεν σταματά να υπογραμμίζει τη δογματική απόσταση του από τον Πλάτωνα. Η κριτική των Ιδεών διατρέχει τη Μεταφυσική του: κατά τον Αριστοτέλη, είναι λάθος να αποδίδεται ουσιαστικός χαρακτήρας σε ό,τι έχει εννοιακή και καθολική φύση. Ολόκληρο το βιβλίο Ιώτα (Ι) είναι αφιερωμένο στο ζήτημα του «Έν» (του Ενός), και αυτό κυρίως επειδή ο Αριστοτέλης επιθυμεί να εξαλείψει τις παρανοήσεις που, κατά τη γνώμη του, προκλήθηκαν από τη χρήση του Ενός από τον Πλάτωνα. Ο Πλάτωνας φέρεται να απέδωσε ψευδή οντολογία, με ανάλογο τρόπο, και στην έννοια του αριθμού: η διόρθωση της ακαδημαϊκής-πλατωνικής φιλοσοφίας των αριθμών καταλαμβάνει ολόκληρα τα βιβλία Μ και Ν, όπου ο Αριστοτέλης συζητά και τις θεωρίες των αρχών των συγχρόνων του, και κυρίως του Πλάτωνα, που αποτελεί το σταθερό σημείο αναφοράς του, ιδίως στο βιβλίο Λάμδα (Λ).
Δεδομένης αυτής της προσέγγισης της Μεταφυσικής, δεν μας εκπλήσσει, λοιπόν, που η ρήξη ανάμεσα στις φιλοσοφίες των δύο στοχαστών έγινε πολύ νωρίς κεντρικό θέμα στην ιστορία της φιλοσοφίας. Από την αρχαιότητα, με τον Αντίοχο τον Ασκαλωνίτη, επιχειρήθηκε να αναδειχθεί η ενότητα των μεγάλων φιλοσοφικών συστημάτων, με στόχο να προβληθεί η συγγένεια του Αριστοτέλη με την Παλαιά Ακαδημία και όχι η ετεροδοξία του¹. Ωστόσο, αυτή η τάση προς την εναρμόνιση του μεσοπλατωνισμού δεν επικράτησε παρά μερικώς: η αντίθετη τάση, που επέμενε στη βασική διαφορά στον μεταφυσικό προσανατολισμό των δύο, εκφράστηκε κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. από σπουδαίους Πλατωνικούς, ο πιο ριζοσπαστικός των οποίων, ο Αττικός, συνοψίζει τη θέση του με το ερώτημα: «Τί κοινόν έχει ο Αριστοτέλης με τον Πλάτωνα;» (τίνα πρὸς Πλάτωνα ἔχει κοινωνίαν;)²
Απόρριψη της δογματικής εναρμόνισης συναντάται καθαρά και στον Πλωτίνο, ενώ ο ύστερος Νεοπλατωνισμός πέτυχε να ενοποιήσει τις δύο θέσεις μόνο με το τίμημα της συνεπούς υποταγής των αριστοτελικών θεωρημάτων στα αντίστοιχα πλατωνικά.Το πρότυπο αυτής της υποταγής προσφερόταν από την παραδοσιακή λύση του ζητήματος των κατηγοριών: ξεκαθάριζε ότι η αριστοτελική θεωρία των κατηγοριών — και επομένως η έννοια της οὐσίας — ισχύει μόνο για τα κατώτερα επίπεδα της πραγματικότητας, δηλαδή για τον αισθητό κόσμο⁴.
Ακόμα και μετά τη λήξη της αρχαιότητας, η αντίθεση ανάμεσα στον πλατωνικό και αριστοτελικό προσανατολισμό παρέμεινε ισχυρή, και μάλιστα στο τέλος του Μεσαίωνα, με την αναβίωση του πλατωνισμού από τον Μαρσίλιο Φιτσίνο στην Ακαδημία της Φλωρεντίας, έγινε ακόμη πιο έντονη. Μόνο με τη φιλοσοφική στροφή των 16ου και 17ου αιώνα υποχώρησε αυτή η αντίθεση, αν και για τον Λάιμπνιτς είχε ακόμη κάποια σημασία. Από τον Χέγκελ και εξής, με την επικράτηση της ιστορικής έρευνας που ακολούθησε τη νέα αντίληψη της ιστορίας του πνεύματος, ενισχύθηκε η τάση υποβάθμισης των διαφορών μεταξύ δύο φιλοσοφιών τόσο χρονικά κοντινών.
Στον 20ό αιώνα, ο Werner Jaeger με την επαναστατική εφαρμογή της ιστορικο-εξελικτικής μεθόδου στον Αριστοτέλη⁵, προσπάθησε να ερμηνεύσει την πορεία του ως εκείνη ενός ακαδημαϊκού φιλοσόφου, αν και αντιφρονούντος. Ο Jaeger είδε σωστά ότι όταν ο Αριστοτέλης ασκεί κριτική στον Πλάτωνα, δεν έχει στο στόχαστρο τόσο τους διαλόγους, όσο την προφορική φιλοσοφία του δασκάλου του. Πολλές μεταγενέστερες έρευνες σχετικά με τη «άγραφη διδασκαλία» του Πλάτωνα για τις αρχές⁶ επιβεβαίωσαν, σε σημαντικό βαθμό, την ορθότητα αυτής της υπόθεσης.
Βέβαια, όλα αυτά δεν κατήργησαν την αρχική εντύπωση της βαθιάς ρήξης μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη — ούτε ήταν κάτι που θα έπρεπε να αναμένεται. Ανάμεσά τους κυριαρχεί μια παλίντονος ἁρμονία, δηλαδή μια αντίρροπη αλλά και βαθιά ενότητα, τέτοιας φύσεως ώστε οι μεταγενέστεροι μελετητές φαίνεται να έχουν μόνο δύο επιλογές: είτε να υπογραμμίσουν τη συμφωνία είτε να αναδείξουν την αντίθεση.
Στη συνέχεια, σκοπός είναι να υπενθυμίσουμε κάποιους τρόπους θέσης προβλημάτων, κάποιες ιδέες ή λύσεις συγκρίσιμες ή συγγενικές, επιχειρώντας να αναζητήσουμε συμφωνίες στο επίπεδο των μεθόδων και των βασικών κινημάτων της σκέψης, όχι τόσο των «δογμάτων». Αν και ο Αριστοτέλης έχει αντλήσει πολλά από τον δάσκαλό του, σχεδόν τίποτε δεν διατηρείται χωρίς τροποποίηση, ώστε τελικά, μετά από κάθε ομοιότητα - για να μην πούμε εσωτερική εγγύτητα - μεταξύ των ιδεών που εξετάζουμε, η διαφορά να είναι εκείνη που έχει τον τελευταίο λόγο.
Ι. Η ΡΗΞΗ ΜΕΤΑΞΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ ΠΛΑΤΩΝΑ
Όποιος προσεγγίζει τη μεταφυσική του Αριστοτέλη προερχόμενος από τους διαλόγους του Πλάτωνα, έχει την εντύπωση ότι έχει μεταφερθεί σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Η ύπαρξη μιας βαθιάς ρήξης μεταξύ της μεταφυσικής σκέψης του «δασκάλου» και εκείνης του «μαθητή» του υπήρξε αντικείμενο ομόφωνης εμπειρίας για τους αναγνώστες κάθε εποχής. Δεν πρόκειται μόνο για αντίθεση στο εκφραστικό ύφος των δύο φιλοσόφων: ένας διάλογος δεν είναι καθόλου μια πραγματεία· και, όπως φαίνεται, οι απόψεις που εκφέρονται από ορισμένους συνομιλητές σε ορισμένα συμφραζόμενα, σε ορισμένες καταστάσεις, έχουν ήδη από τη διατύπωσή τους έναν χαρακτήρα διαφορετικό από τις θεμελιώδεις και ανεξάρτητες από τα συμφραζόμενα (ανεξάρτητες από την κατάσταση) προτάσεις που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης ως καθολικά ισχύουσες λόγω λογικής αυταπόδειξης.
Επιπλέον, είναι φανερό ότι σε κάθε μία από αυτές τις τόσο διαφορετικές μορφές έκφρασης αντιστοιχεί και διαφορετική ερμηνευτική, η οποία με τη σειρά της ανάγεται σε διαφορετικούς τρόπους θέσης των προβλημάτων ή σε διαφορετικά είδη φιλοσοφικής προσέγγισης. Εξίσου εντυπωσιακή είναι η διαφορά στη χρήση των φιλοσοφικών εννοιών: ο Πλάτωνας αντλεί τις βασικές του έννοιες από κριτικό στοχασμό πάνω στην καθημερινή εμπειρία, προσεγγίζοντας με προσοχή και ευελιξία τον κοινό λόγο· αντίθετα, ο Αριστοτέλης δεν διστάζει μπροστά στην κατασκευή ενός τεχνικού λεξιλογίου (δεν φοβάται ούτε υποχωρεί μπροστά σε μια ορολογική κατασκευή), που συχνά φαντάζει γλωσσικά βίαιο.
Αλλά πάνω απ’ όλα, η ρήξη αυτή είναι δογματική: δεν μπορούμε να μην αντιληφθούμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με δύο διαφορετικές θεωρίες, αλλά με δύο διαφορετικούς φιλοσοφικούς κόσμους, στους οποίους αντιστοιχούν θεμελιωδώς διαφορετικές έννοιες φιλοσοφίας.
Σε αυτό προστίθεται και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Αριστοτέλης δεν σταματά να υπογραμμίζει τη δογματική απόσταση του από τον Πλάτωνα. Η κριτική των Ιδεών διατρέχει τη Μεταφυσική του: κατά τον Αριστοτέλη, είναι λάθος να αποδίδεται ουσιαστικός χαρακτήρας σε ό,τι έχει εννοιακή και καθολική φύση. Ολόκληρο το βιβλίο Ιώτα (Ι) είναι αφιερωμένο στο ζήτημα του «Έν» (του Ενός), και αυτό κυρίως επειδή ο Αριστοτέλης επιθυμεί να εξαλείψει τις παρανοήσεις που, κατά τη γνώμη του, προκλήθηκαν από τη χρήση του Ενός από τον Πλάτωνα. Ο Πλάτωνας φέρεται να απέδωσε ψευδή οντολογία, με ανάλογο τρόπο, και στην έννοια του αριθμού: η διόρθωση της ακαδημαϊκής-πλατωνικής φιλοσοφίας των αριθμών καταλαμβάνει ολόκληρα τα βιβλία Μ και Ν, όπου ο Αριστοτέλης συζητά και τις θεωρίες των αρχών των συγχρόνων του, και κυρίως του Πλάτωνα, που αποτελεί το σταθερό σημείο αναφοράς του, ιδίως στο βιβλίο Λάμδα (Λ).
Δεδομένης αυτής της προσέγγισης της Μεταφυσικής, δεν μας εκπλήσσει, λοιπόν, που η ρήξη ανάμεσα στις φιλοσοφίες των δύο στοχαστών έγινε πολύ νωρίς κεντρικό θέμα στην ιστορία της φιλοσοφίας. Από την αρχαιότητα, με τον Αντίοχο τον Ασκαλωνίτη, επιχειρήθηκε να αναδειχθεί η ενότητα των μεγάλων φιλοσοφικών συστημάτων, με στόχο να προβληθεί η συγγένεια του Αριστοτέλη με την Παλαιά Ακαδημία και όχι η ετεροδοξία του¹. Ωστόσο, αυτή η τάση προς την εναρμόνιση του μεσοπλατωνισμού δεν επικράτησε παρά μερικώς: η αντίθετη τάση, που επέμενε στη βασική διαφορά στον μεταφυσικό προσανατολισμό των δύο, εκφράστηκε κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. από σπουδαίους Πλατωνικούς, ο πιο ριζοσπαστικός των οποίων, ο Αττικός, συνοψίζει τη θέση του με το ερώτημα: «Τί κοινόν έχει ο Αριστοτέλης με τον Πλάτωνα;» (τίνα πρὸς Πλάτωνα ἔχει κοινωνίαν;)²
Απόρριψη της δογματικής εναρμόνισης συναντάται καθαρά και στον Πλωτίνο, ενώ ο ύστερος Νεοπλατωνισμός πέτυχε να ενοποιήσει τις δύο θέσεις μόνο με το τίμημα της συνεπούς υποταγής των αριστοτελικών θεωρημάτων στα αντίστοιχα πλατωνικά.Το πρότυπο αυτής της υποταγής προσφερόταν από την παραδοσιακή λύση του ζητήματος των κατηγοριών: ξεκαθάριζε ότι η αριστοτελική θεωρία των κατηγοριών — και επομένως η έννοια της οὐσίας — ισχύει μόνο για τα κατώτερα επίπεδα της πραγματικότητας, δηλαδή για τον αισθητό κόσμο⁴.
Ακόμα και μετά τη λήξη της αρχαιότητας, η αντίθεση ανάμεσα στον πλατωνικό και αριστοτελικό προσανατολισμό παρέμεινε ισχυρή, και μάλιστα στο τέλος του Μεσαίωνα, με την αναβίωση του πλατωνισμού από τον Μαρσίλιο Φιτσίνο στην Ακαδημία της Φλωρεντίας, έγινε ακόμη πιο έντονη. Μόνο με τη φιλοσοφική στροφή των 16ου και 17ου αιώνα υποχώρησε αυτή η αντίθεση, αν και για τον Λάιμπνιτς είχε ακόμη κάποια σημασία. Από τον Χέγκελ και εξής, με την επικράτηση της ιστορικής έρευνας που ακολούθησε τη νέα αντίληψη της ιστορίας του πνεύματος, ενισχύθηκε η τάση υποβάθμισης των διαφορών μεταξύ δύο φιλοσοφιών τόσο χρονικά κοντινών.
Στον 20ό αιώνα, ο Werner Jaeger με την επαναστατική εφαρμογή της ιστορικο-εξελικτικής μεθόδου στον Αριστοτέλη⁵, προσπάθησε να ερμηνεύσει την πορεία του ως εκείνη ενός ακαδημαϊκού φιλοσόφου, αν και αντιφρονούντος. Ο Jaeger είδε σωστά ότι όταν ο Αριστοτέλης ασκεί κριτική στον Πλάτωνα, δεν έχει στο στόχαστρο τόσο τους διαλόγους, όσο την προφορική φιλοσοφία του δασκάλου του. Πολλές μεταγενέστερες έρευνες σχετικά με τη «άγραφη διδασκαλία» του Πλάτωνα για τις αρχές⁶ επιβεβαίωσαν, σε σημαντικό βαθμό, την ορθότητα αυτής της υπόθεσης.
Βέβαια, όλα αυτά δεν κατήργησαν την αρχική εντύπωση της βαθιάς ρήξης μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη — ούτε ήταν κάτι που θα έπρεπε να αναμένεται. Ανάμεσά τους κυριαρχεί μια παλίντονος ἁρμονία, δηλαδή μια αντίρροπη αλλά και βαθιά ενότητα, τέτοιας φύσεως ώστε οι μεταγενέστεροι μελετητές φαίνεται να έχουν μόνο δύο επιλογές: είτε να υπογραμμίσουν τη συμφωνία είτε να αναδείξουν την αντίθεση.
Στη συνέχεια, σκοπός είναι να υπενθυμίσουμε κάποιους τρόπους θέσης προβλημάτων, κάποιες ιδέες ή λύσεις συγκρίσιμες ή συγγενικές, επιχειρώντας να αναζητήσουμε συμφωνίες στο επίπεδο των μεθόδων και των βασικών κινημάτων της σκέψης, όχι τόσο των «δογμάτων». Αν και ο Αριστοτέλης έχει αντλήσει πολλά από τον δάσκαλό του, σχεδόν τίποτε δεν διατηρείται χωρίς τροποποίηση, ώστε τελικά, μετά από κάθε ομοιότητα - για να μην πούμε εσωτερική εγγύτητα - μεταξύ των ιδεών που εξετάζουμε, η διαφορά να είναι εκείνη που έχει τον τελευταίο λόγο.
Σημειώσεις
1. Κικέρων, Acad. 1, 17 επ.· De finibus, 5, 7.
2. Αττικός, στον Ευσέβιο, Ευαγγ. Προπαρασκευή 15, 6, 3 (απόσπ. 3, 29 κ.ε. des Places).3. Βλ. Θ.Α. Szlezák, Platon und Aristoteles in der Nuslehre Plotins, Basel-Stuttgart 1979, σ. 42 κ.ε.
4. Όπως είναι γνωστό, αυτό το σχήμα βρίσκεται ήδη στη βάση της πλωτινικής πραγματείας περί κατηγοριών (Εννεάδες VI.1-3) και εντοπίζεται πολύ πριν τον Πλωτίνο, ως τον Μεσοπλατωνισμό.
5. W. Jaeger, Aristoteles. Grundlegung einer Geschichte seiner Entwicklung, Βερολίνο, 1923.
6. Μετά τις πρώτες κατευθυντήριες εργασίες του Leon Robin (La théorie platonicienne des idées et des nombres d'après Aristote, Παρίσι 1908), αξιοσημείωτη ώθηση έδωσαν οι:
- H.-J. Krämer, Arete bei Platon und Aristoteles, Χαϊδελβέργη 1959
- Konrad. Gaiser, Platons ungeschriebene Lehre, Στουτγάρδη 1963.
Ωστόσο, ακόμη και στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των μεγάλων έργων των Robin και Krämer, το ενδο-ακαδημαϊκό υπόβαθρο της αριστοτελικής σκέψης δεν παραμελήθηκε εντελώς. Αρκεί να σκεφτούμε τα έργα των: P. Wilpert, Zwei aristotelische Frühschriften über die Ideenlehre, Ρέγκενσμπουργκ 1949· Ph. Merlan, From Platonism to Neoplatonism, Χάγη 1952, 1968· H. Happ, Hyle. Studien zum aristotelischen Materiebegriff, Βερολίνο 1971. Αξιοσημείωτη είναι η απόδειξη του H. Happ της συνέχειας μεταξύ της αριστοτελικής έννοιας της ύλης και των αρχών της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας. Μια πλήρης βιβλιογραφία σχετικά με αυτό το πεδίο των πλατωνικών σπουδών, ενημερωμένη έως το 1981, βρίσκεται στο: H. Krämer, Platone e i fondamenti della metafisica, Μιλάνο 1982, σ. 418-432· συνεχίζεται ως το 1990 στο Platon and Foundations of Metaphysics, Albany 1990, σ. 287-300.
1. Κικέρων, Acad. 1, 17 επ.· De finibus, 5, 7.
2. Αττικός, στον Ευσέβιο, Ευαγγ. Προπαρασκευή 15, 6, 3 (απόσπ. 3, 29 κ.ε. des Places).3. Βλ. Θ.Α. Szlezák, Platon und Aristoteles in der Nuslehre Plotins, Basel-Stuttgart 1979, σ. 42 κ.ε.
4. Όπως είναι γνωστό, αυτό το σχήμα βρίσκεται ήδη στη βάση της πλωτινικής πραγματείας περί κατηγοριών (Εννεάδες VI.1-3) και εντοπίζεται πολύ πριν τον Πλωτίνο, ως τον Μεσοπλατωνισμό.
5. W. Jaeger, Aristoteles. Grundlegung einer Geschichte seiner Entwicklung, Βερολίνο, 1923.
6. Μετά τις πρώτες κατευθυντήριες εργασίες του Leon Robin (La théorie platonicienne des idées et des nombres d'après Aristote, Παρίσι 1908), αξιοσημείωτη ώθηση έδωσαν οι:
- H.-J. Krämer, Arete bei Platon und Aristoteles, Χαϊδελβέργη 1959
- Konrad. Gaiser, Platons ungeschriebene Lehre, Στουτγάρδη 1963.
Ωστόσο, ακόμη και στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των μεγάλων έργων των Robin και Krämer, το ενδο-ακαδημαϊκό υπόβαθρο της αριστοτελικής σκέψης δεν παραμελήθηκε εντελώς. Αρκεί να σκεφτούμε τα έργα των: P. Wilpert, Zwei aristotelische Frühschriften über die Ideenlehre, Ρέγκενσμπουργκ 1949· Ph. Merlan, From Platonism to Neoplatonism, Χάγη 1952, 1968· H. Happ, Hyle. Studien zum aristotelischen Materiebegriff, Βερολίνο 1971. Αξιοσημείωτη είναι η απόδειξη του H. Happ της συνέχειας μεταξύ της αριστοτελικής έννοιας της ύλης και των αρχών της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας. Μια πλήρης βιβλιογραφία σχετικά με αυτό το πεδίο των πλατωνικών σπουδών, ενημερωμένη έως το 1981, βρίσκεται στο: H. Krämer, Platone e i fondamenti della metafisica, Μιλάνο 1982, σ. 418-432· συνεχίζεται ως το 1990 στο Platon and Foundations of Metaphysics, Albany 1990, σ. 287-300.
ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ.
Σχόλιο στον Παρμενίδη του Πλάτωνος - 142b, XI.
Παρότι ο Πλάτων πέρασε ήδη στο επίπεδο του όντος, και μάλιστα του όντος που δεν μετέχει της ουσίας, άλλον ποιείται τον λόγον ως επί μετέχοντος ουσίας. Δεν πρόκειται όμως τώρα για το Έν το ακραιφνές, στην καθαρότητά του, αλλά για το Έν που μετέχει της ουσίας (συνηλλοίωται δὲ αὐτῷ ἡ τοῦ εἶναι ἰδιότης, και έτσι λέει ότι μετέχει της ουσίας). Σαν να έλεγε δηλαδή κάποιος, στον ορισμό του ανθρώπου, λαβὼν τὸ ζῷον μετέχειν αὐτὸ ἔφασκε λογικοῦ και έτσι το ζῷον είναι συνηλλοιωμένο (μετέχει) με το λογικό και το λογικό με το ζώο. Με αυτόν τον τρόπο το Ένα γίνεται Ουσία και η Ουσία Ένα και δεν πρόκειται για μια παράθεση του Ενός και του Όντος, γιατί με αυτόν τον τρόπο το Ένα θα ήτο σαν υποκείμενο, το δε άλλο σαν συμβεβηκός. Πρόκειται αντιθέτως για μια ιδιότητα υποστάσεως, η οποία εικονίζει μεν την απλότητα του Ενός, χωρίς όμως να στέκεται στην ακραιφνότητα, την καθαρότητα του Ενός, αλλά να το συμπεριάγει, να το μεταστρέφει στο Είναι.Επειδή το δεύτερο Ένα δεν είναι το πρώτο και δεν υφίσταται δι' άλλο αλλά διά το πρώτον, το δεύτερο Ένα δεν ταυτίζεται με το πρώτο, δεν είναι όμως ούτε δεύτερο απ' εκείνο, διότι διαφορετικά δεν θα ήταν ούτε εκβεβηκόν απ' εκείνο (δεν θα προερχόταν), ούτε και από άλλη αιτία έχει την πάροδον (την πρόοδο).
Αλλά επειδή προέρχεται από εκείνο, είναι και αυτό το ίδιο Ένα. Και επειδή δεν είναι εκείνο , συνιστά το Έν όλον, το Έν πάντα και εκείνο παραμένει Έν ανούσιον ενώ ετούτο είναι το Έν ενούσιον, διότι ουσιώνεται μετέχοντας της Ουσίας. Ο Πλάτων λοιπόν δεν μίλησε για κάποιο ον και για κάποιο άλλο που ουσιώνεται, αλλά για Έν και για ουσιωμένο Έν.
Και δεν έγινε πρώτα ον και μετά μετέσχε του Ενός, αλλά από του Ενός γεννηθέν, δεν ειπώθηκε γι' αυτό ότι μετέσχε του Ενός, αλλά ειπώθηκε ότι είναι Έν μετάσχον του όντος. Δεν ελέχθη ότι το πρώτον ήτο ον, αλλά ότι από του Ενός η ετερότης περιήγαγε αυτό (το μετέστρεψε προς τα έξω, το περιέστρεψε σε σχέση με το πρώτο Έν, η ετερότης), καθιστώντας το, αυτό το Έν, το Είναι του όλου. Δια μιας υφέσεως του πρώτου Ενός, μιας χαλαρώσεως, μιας μειώσεως, που ονομάζεται ετερότης εν προκειμένω, το Έν ουσιώνεται.
Δεν πρέπει όμως να υπαινιχθούμε πως ο Πλάτων εννόησε ότι το Εν επέκεινα της Ουσίας και το όντως ον, δεν είναι ούτε ουσία ούτε ενέργεια. Ενεργεί δε μάλλον και αυτό, και αυτό το πρώτο Έν είναι το καθαρόν ενεργείν και επομένως αυτό το Έν είναι και αυτό το Είναι προ του όντος. Έτσι μετέχοντας αυτού του Είναι, το δεύτερο Ένα έχει εκκλινόμενο το Είναι. Περιάγει δια μεταστροφής το Είναι, που σημαίνει μετέχειν όντος. Ώστε διττό και το Είναι. Και το μεν προϋπάρχει του όντος το δε άλλο το οποίο επάγεται εκ του όντος του επέκεινα είναι και αυτό το ίδιο το απόλυτο Είναι, κατά κάποιο τρόπο είναι η Ιδέα του όντος. Έτσι λοιπόν μετέχοντας σε κάτι άλλο εγεννήθη (γέγονεν) δεύτερον Είναι, επιφέροντας σε συζυγία το πρώτο Είναι.
Ο ΠΛΑΤΩΝ ΛΟΙΠΟΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΝΑ, Η ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ. Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΕΠΛΑΣΕ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΝΑ, ΤΟΝ ΝΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΟΠΩΣ ΜΥΣΤΙΚΩΣ ΤΗΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕ ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΩΔΕΣ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου