Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

Ο Θεός ως ο Ων, σάν Είναι, στην ελληνική φιλοσοφία - Μάθημα 2

Συνέχεια από: Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

 

Ο Θεός ως ο Ων,σάν Είναι, στην ελληνική φιλοσοφία - Μάθημα 2

"Dio come essere nella filosofia greca" Lez. 2 - Prof. E. Berti
του Εnrico Berti

https://www.youtube.com/watch?v=qOfil6GYKvs


Είδαμε τη συζήτηση που αναπτύχθηκε στο λεγόμενο αναλυτικό θωμισμό σχετικά με την έννοια του Θεού ως esse ipsum και συγκεκριμένα εξετάσαμε, ή μάλλον παραθέσαμε, τις κριτικές που διατύπωσαν αρχικά ο Peter Geach και κατόπιν ο Kenny απέναντι στη θέση του Θωμά Ακινάτη. Είναι ωστόσο περίεργο το γεγονός ότι ούτε ο Geach, ούτε ο Kenny, ούτε και άλλοι φιλόσοφοι που συμμετείχαν σε αυτήν τη συζήτηση — είτε πρόκειται για αναλυτικούς φιλοσόφους είτε για θωμιστές ειδικούς στον Θωμά — αντιλήφθηκαν με επαρκή σαφήνεια πως αυτή η συζήτηση υπήρχε ήδη σε μεγάλο βαθμό ακόμη και στον Αριστοτέλη, στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη.

Είναι αλήθεια ότι ο Geach παραπέμπει σε μία παρατήρηση του Αριστοτέλη, εκείνη που περιλαμβάνεται στα Αναλυτικά Ύστερα, σύμφωνα με την οποία το Είναι δεν μπορεί να αποτελεί την ουσία, τό είναι κανενός,ουδενός, τίποτα.

Είναι επίσης αλήθεια ότι τόσο ο Geach όσο και ο Kenny κάνουν χρήση του αριστοτελικού αξιώματος κατά το οποίο για τα έμβια όντα, το είναι σημαίνει το ζην. Ωστόσο, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος φαίνεται να συνειδητοποίησαν το εύρος με το οποίο ο Αριστοτέλης είχε ήδη εξετάσει αυτό το πρόβλημα. Αυτό το κατάλαβα εγώ μέσα από τις μελέτες μου για τη μεταφυσική του Αριστοτέλη, και μάλιστα επειδή είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω, ήδη από το μακρινό 1972, σε ένα διεθνές Symposium Aristotelicum αφιερωμένο στη μεταφυσική του Αριστοτέλη, για το οποίο προετοιμάστηκα και μέσα από μακρές συζητήσεις που είχα στο Πανεπιστήμιο της Περούτζια, όπου δίδασκα μέχρι το 1971, με τον πατέρα Cornelio Fabroέναν από τους θωμιστές που τόνιζαν περισσότερο την πρωτοτυπία του Θωμά σε σχέση με τον Αριστοτέλη, κυρίως όσον αφορά τη σύλληψη του είναι ως πράξης και του Θεού ως esse ipsum — ασκώντας κριτική στον Αριστοτέλη (ο ίδιος ο Fabro τον επέκρινε), διότι δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει αυτές τις έννοιες.

Μελετώντας όμως τη μεταφυσική του Αριστοτέλη, διαπίστωσα ότι ο Αριστοτέλης γνώριζε πρωτίστως την έννοια ενός όντος του οποίου η ουσία συνίσταται στο ίδιο το Είναι· απέδιδε ρητά αυτή την άποψη στον Πλάτωνα και της ασκούσε αυστηρή κριτική με πολύ ισχυρά επιχειρήματα — επιχειρήματα που η μεταγενέστερη ιστορία της φιλοσοφίας θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι τελικά έγινε. Σε ποια κείμενα του Αριστοτέλη αναφέρομαι; Κυρίως στο Βιβλίο Βήτα της Μεταφυσικής, το βιβλίο που είναι αφιερωμένο στη συζήτηση των αποριών, δηλαδή των προβλημάτων που αποτελούν το αντικείμενο αυτής της επιστήμης. Συγκεκριμένα, στην ενδέκατη απορία ο Αριστοτέλης διατυπώνει ρητά το εξής πρόβλημα.

Το Είναι είναι μία οὐσία που έχει ως οὐσία της το ίδιο το Είναι ή, αντιθέτως, είναι ένα κατηγόρημα, ένα χαρακτηριστικό κάποιου άλλου, ενός υποκειμένου διαφορετικού από αυτό; Παρουσιάζοντας αυτή την εναλλακτική, ο Αριστοτέλης αποδίδει την πρώτη από τις δύο θέσεις στον Πλάτωνα και στους Πυθαγορείους — με τον όρο Πυθαγόρειοι εννοεί τους Ακαδημαϊκούς, δηλαδή τους συντρόφους και μαθητές του ίδιου του Πλάτωνα — και τη δεύτερη στους φυσικούς, δηλαδή στους προσωκρατικούς.

Αναπτύσσοντας αυτή την απορία στο βιβλίο Βήτα της Μεταφυσικής, ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι, αν το Είναι νοηθεί ως μία οὐσία της οποίας η οὐσία είναι το ίδιο το Είναι, διατρέχεται ο κίνδυνος να μειωθούν όλα τα όντα σε ένα και μόνο, δηλαδή ακριβώς σε αυτή την οὐσία· διότι, εάν το Είναι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οὐσία αυτής της οὐσίας, τότε κάθε άλλο ον που θα ήθελε να είναι διαφορετικό από αυτή την οὐσία, θα ήταν διαφορετικό από το Είναι· δηλαδή θα ήταν ένα ον διαφορετικό από το Είναι, άρα ένα ον που δεν Είναι — κάτι που θα σήμαινε ότι δεν υπάρχει. Με άλλα λόγια, όλα τα όντα θα μειώνονταν σε ένα. Εν ολίγοις, για τον Αριστοτέλη, η αντίληψη που αποδίδει στον Πλάτωνα, ενός όντος του οποίου η οὐσία είναι το ίδιο το Είναι, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στον μονισμό του Παρμενίδη.

Αυτή η αριστοτελική επιχειρηματολογία δεν έχει ληφθεί επαρκώς υπόψη, πιθανότατα επειδή αναπτύσσεται σε ένα βιβλίο όπως το παρόν, δηλαδή το βιβλίο Βήτα της Μεταφυσικής, αφιερωμένο στη συζήτηση των αποριών, σε ένα βιβλίο που θεωρείται απορητικό, θεωρείται διαλεκτικό, δηλαδή ως μη εκφράζον την αυθεντική άποψη του Αριστοτέλη επ' αυτού του ζητήματος. Αλλά αυτό είναι λάθος, διότι ο Αριστοτέλης στα επόμενα βιβλία της Μεταφυσικής επανέρχεται στο θέμα, και συγκεκριμένα στο βιβλίο Ιώτα, δηλαδή στο δέκατο βιβλίο, όπου αναφέρεται ρητά στην απορία που είχε διατυπωθεί στο βιβλίο Βήτα και διερωτάται εκ νέου: υπάρχει κάποιο Είναι του οποίου η οὐσία να είναι το ίδιο το Είναι, ή — αφού για τον Αριστοτέλη το Είναι και το Εν είναι ταυτόσημα — υπάρχει κάποιο Εν του οποίου η οὐσία να είναι το ίδιο το Εν;

Εδώ η απάντηση που δίνει ο Αριστοτέλης είναι αναμφίβολα αρνητική, και δεν αποτελεί πλέον απάντηση εντός διαλεκτικού πλαισίου όπου εξετάζονται τα υπέρ και τα κατά μιας θέσης. Εδώ ο λόγος παρουσιάζεται ως η σκέψη του ίδιου του Αριστοτέλη, δηλαδή ως η οριστική λύση της απορίας που είχε διατυπωθεί στο βιβλίο Βήτα. Και η θέση του Αριστοτέλη είναι ακριβώς ότι δεν μπορεί να υπάρχει ένα Είναι του οποίου η οὐσία να είναι το ίδιο το Είναι, ούτε και ένα Εν του οποίου η οὐσία να είναι το ίδιο το Εν, διότι το Είναι και το Εν λέγονται με πολλούς τρόπους, επομένως δεν μπορούν να αποτελούν μία και μόνη οὐσία· δεν μπορούν να είναι η οὐσία κανενός όντος.

Σε κάθε κατηγορία του Είναι, το «Είναι» λαμβάνει διαφορετικό νόημα, επομένως δεν έχει νόημα να μιλάμε για ένα ον του οποίου η ουσία να είναι το ίδιο το Είναι, όπως ακριβώς δεν θα είχε νόημα να μιλάμε για μία και μόνη πράξη του Είναι χωρίς να προσδιορίζουμε σε ποιο ον αναφερόμαστε, σε ποια κατηγορία, με ποιούς προσδιορισμούς, με ποιες τελειότητες. Είναι αξιοπερίεργη η στάση που υιοθετεί ο Θωμάς απέναντι σε αυτά τα κείμενα του Αριστοτέλη. Ο Θωμάς, όπως γνωρίζουμε, είναι εξαιρετικά επιμελής όταν σχολιάζει τον Αριστοτέλη· προσπαθεί να εξηγήσει τη σκέψη του φιλοσόφου και φαίνεται να συμφωνεί μαζί του όσο το δυνατόν περισσότερο.

Όταν ο Θωμάς σχολιάζει τα αποσπάσματα του βιβλίου Βήτα της Μεταφυσικής, παρατηρεί μεν ότι εκεί ο Αριστοτέλης απορρίπτει την ύπαρξη ενός όντος του οποίου η ουσία είναι το ίδιο το Είναι· ωστόσο, στη συνέχεια, προσθέτει ότι αργότερα — δηλαδή στο δωδέκατο βιβλίο, το βιβλίο Λάμδα, όπου περιλαμβάνεται η περίφημη αριστοτελική διδασκαλία για το ακίνητο κινούνο Αριστοτέλης θα αποδεχθεί ένα ον του οποίου η ουσία είναι το ίδιο το Είναι ή το ίδιο το Εν. Μόνο που δεν θα νοήσει αυτό το Είναι ως κατηγόρημα όλων των όντων, αλλά ως αιτία όλων των όντων.

Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι στο δωδέκατο βιβλίο ο Αριστοτέλης στην πραγματικότητα δεν επανέρχεται σε αυτή τη συζήτηση· δεν προτείνει την ύπαρξη ενός όντος του οποίου η ουσία είναι το ίδιο το Είναι ή το ίδιο το Εν· και ο Θωμάς, σ’ αυτό το βιβλίο, ειλικρινώς δεν αποδίδει αυτή τη διδασκαλία στον Αριστοτέλη. Το ίδιο ενδιαφέρον είναι να δούμε πώς ο Θωμάς σχολιάζει το βιβλίο Ιώτα, το δέκατο βιβλίο, όπου περιέχεται η λύση που δίνει ο Αριστοτέλης σε αυτή την απορία.

Σε αυτό το σημείο, ο Θωμάς ευθυγραμμίζεται με τις θέσεις του Αριστοτέλη· δηλαδή, αναγνωρίζει ότι το Είναι έχει πολλαπλές σημασίες και επομένως δεν μπορεί να αποτελεί την ουσία ενός όντος — εκτός εάν, προσθέτει ο Θωμάς, με το «Είναι» δεν εννοούμε εκείνο το Είναι που κατηγορείται για όλα τα όντα, δηλαδή αυτό που αλλού ο ίδιος ο Θωμάς ονομάζει esse commune, αλλά εννοούμε εκείνο το Είναι που είναι η αιτία όλων των όντων. Δηλαδή, εκείνο το καθολικό που δεν είναι καθολικό επειδή κατηγορείται για όλα (όπως θα έλεγαν οι σχολαστικοί: universale in predicando), αλλά που είναι καθολικό επειδή είναι η αιτία των πάντων — universale in causando.

Και έτσι, εδώ ο Θωμάς φαίνεται να έχει πάρει έναν δρόμο που θα τον οδηγήσει στο να αποδώσει στον τύπο ipsum esse όχι πλέον το νόημα του Είναι ως απλής ύπαρξης — αυτής δηλαδή που κατηγορείται για όλα τα όντα αλλά εκείνο ενός Είναι που, αντιθέτως, επειδή είναι το Είναι του Θεού, του Δημιουργού, αποτελεί το άθροισμα, τη σύνθεση, τη συμπύκνωση, θα λέγαμε, όλων των τελειοτήτων.

Παρά ταύτα, ο Θωμάς φαίνεται να επανέρχεται συνεχώς στη σύλληψη που είχε επικρίνει ο Αριστοτέλης, κάθε φορά που μιλά για βαθμίδες του Είναι — και γνωρίζουμε ότι κάνει εκτενέστατη χρήση αυτής της έννοιας.

Μία από τις περίφημες πέντε οδούς του για την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, και συγκεκριμένα η τέταρτη, βασίζεται ακριβώς στην πεποίθηση ότι μπορούν να υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί του Είναι. Τώρα, το να αποδεχθεί κανείς διαφορετικούς βαθμούς του Είναι σημαίνει να αποδέχεται ότι η διαφορά ανάμεσα στον Θεό και τα δημιουργήματα είναι ουσιαστικά μια διαφορά βαθμού. Όμως η διαφορά βαθμού μπορεί να έχει νόημα μόνο όσον αφορά κάτι που είναι μονοσήμαντο (univoco), ενώ αν το Είναι λέγεται με πολλούς τρόπους, δηλαδή δεν είναι μονοσήμαντο αλλά πολυσήμαντο (multivoco), τότε εντός του Είναι δεν μπορεί να υπάρξει διαφορά βαθμού.

Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες είναι διαφορά γένους, όχι διαφορά βαθμού· και ακόμη περισσότερο, η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον Θεό, ως Δημιουργό στον Θωμά, και στα δημιουργήματα, δεν μπορεί να είναι απλώς διαφορά βαθμού. Σχετικά με αυτό είναι ενδιαφέρουσα και η χρήση που κάνει ο Θωμάς ενός άλλου αποσπάσματος από τη Μεταφυσική του Αριστοτέλη, εκείνου που περιέχεται στο δεύτερο βιβλίο, το βιβλίο μικρό Άλφα (Alpha minor), όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι, όταν μια ιδιότητα που την ονομάζει «συνώνυμη», δηλαδή μονοσήμαντη, είναι η αιτία της παρουσίας αυτής της ίδιας ιδιότητας σε άλλα πράγματα, τότε αυτό που είναι η αιτία αυτής της ιδιότητας στα άλλα πράγματα, κατέχει την ιδιότητα αυτή στο μέγιστο βαθμό. Το παράδειγμα που φέρνει ο Αριστοτέλης είναι αυτό της φωτιάς: επειδή η φωτιά είναι η αιτία της θερμότητας σε όλα τα πράγματα, η ίδια κατέχει τη θερμότητα στον μέγιστο βαθμό, δηλαδή είναι πύρινα θερμή.

Τούτο έχει νόημα, στον Αριστοτέλη, όσον αφορά ιδιότητες που είναι συνώνυμες, δηλαδή μονοσήμαντες, όπως για παράδειγμα η θερμότητα· συνεπώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο Είναι, το οποίο δεν είναι συνώνυμο, δηλαδή μονοσήμαντο κατηγόρημα. Ο Θωμάς, ωστόσο, εφαρμόζει το σχήμα αυτό στο Είναι — και αυτό τον οδηγεί να αποδεχθεί την ύπαρξη διαφορετικών βαθμών του Είναι, κάτι που, από την άποψη του Αριστοτέλη, είναι εντελώς αβάσιμο.

Το σφάλμα αυτό — διότι πρόκειται περί σφάλματος στο συγκεκριμένο ζήτημα — που διέπραξε ο Θωμάς κάνοντας χρήση αυτής της παρατήρησης, αυτής της επιχειρηματολογίας που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης στο δεύτερο βιβλίο της Μεταφυσικής, επισημάνθηκε, και μάλιστα όχι από οποιονδήποτε, αλλά από έναν πρώην γενικό ηγούμενο του Δομινικανικού Τάγματος, τον πατέρα Victor de Couesnongle, σε δύο άρθρα που δημοσιεύθηκαν στη Revue des Sciences Philosophiques et Théologiques, δηλαδή στο περιοδικό των Γάλλων Δομινικανών, όπου ούτε ο συγγραφέας ούτε το ίδιο το περιοδικό μπορούν να κατηγορηθούν για εχθρότητα ή προκατάληψη απέναντι στον Άγιο Θωμά.

Λοιπόν, ο πατέρας de Couesnongle έδειξε πως ο Θωμάς, κάνοντας συχνή χρήση του επιχειρήματος του Αριστοτέλη, σε ορισμένες περιπτώσεις το κατανόησε σωστά — δηλαδή με την έννοια ότι η αιτία μιας ιδιότητας κατέχει αυτή την ιδιότητα στον ύψιστο βαθμό — αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις αντέστρεψε το νόημα του επιχειρήματος, υποστηρίζοντας ότι εκείνο που κατέχει μια ορισμένη ιδιότητα στον μέγιστο βαθμό είναι η αιτία αυτής της ιδιότητας στα άλλα όντα. Αυτό όμως είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που λέει ο Αριστοτέλης.

Το άρθρο του πατέρα de Couesnongle, που δημοσιεύτηκε το 1954, δεν έχει ληφθεί ποτέ υπόψη από θωμιστές όπως ο Gilson, ο Fabro και τόσοι άλλοι που εξυμνούν την πρωτοτυπία της θωμιστικής σύλληψης του Θεού ως esse ipsum· όπως επίσης δεν έχουν λάβει υπόψη τις κριτικές που ο Αριστοτέλης διατυπώνει στη Μεταφυσική του εναντίον αυτής της αντίληψης. Εγώ ο ίδιος έγραψα πάνω σε αυτό ένα άρθρο, που ήταν η δική μου συμβολή στο Symposium Aristotelicum του 1972.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στα πρακτικά εκείνου του συμποσίου, τα οποία επιμελήθηκε ο Pierre Aubenque για τις εκδόσεις Vrain στο Παρίσι το 1979 — έναν εκδοτικό οίκο με ευρεία διεθνή διάδοση, γνωστό σε όλους τους μελετητές — επομένως ήταν ένας τόμος που θα μπορούσε κάλλιστα να διαβαστεί και από αναλυτικούς θωμιστές ή από εκείνους τους αναλυτικούς φιλοσόφους που ασκούν κριτική στη σύλληψη του Θωμά, όπως ο Kenny. Ο Kenny είναι επίσης μελετητής του Αριστοτέλη· συμμετείχε μάλιστα και σε ένα Symposium Aristotelicum το 1981 στο Βερολίνο, όπου είχα τη χαρά και την τιμή να τον γνωρίσω. Κι όμως, δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί — όχι μόνο το δικό μου άρθρο, κάτι που φυσικά είναι απολύτως συγχωρητέο — αλλά ούτε και τις εξελίξεις που στον Αριστοτέλη είναι αφιερωμένες σε αυτό το θέμα.

Το γεγονός είναι ενδιαφέρον και για έναν ακόμη λόγο: στην ιστορία της φιλοσοφίας στο σύνολό της, οι κριτικές αυτές του Αριστοτέλη έχουν περάσει σχεδόν απαρατήρητες.

Η σύλληψη του Θεού ως esse ipsum, την οποία ο Αριστοτέλης αποδίδει στον Πλάτωνα και την οποία κριτικάρει στη Μεταφυσική, υιοθετείται εκ νέου χωρίς ενδοιασμό, για παράδειγμα από τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα, ο οποίος ερμηνεύει τη Βίβλο — ο Φίλων ήταν, όπως είναι γνωστό, Εβραίος αλλά και πλατωνικός φιλόσοφος — και συγκεκριμένα το γνωστό χωρίο της Εξόδου, όπου ο Κύριος απευθυνόμενος στον Μωυσή μέσα από τη φλεγόμενη βάτο, του λέει: «Εγώ είμαι ο Ων». Ο Φίλων ερμηνεύει αυτό το χωρίο ως να λέει ο Θεός στον Μωυσή: «Εγώ είμαι το ίδιο το Είναι», εκείνο το είναι για το οποίο μιλούσε ο Πλάτων, η σύλληψη του οποίου αποδίδεται από τον Αριστοτέλη στον Πλάτωνα, και την οποία ο Φίλων υιοθετεί χωρίς να λάβει υπόψη τις κριτικές του Αριστοτέλη — πιθανόν διότι ο Φίλων δεν είχε ακόμη στη διάθεσή του τη Μεταφυσική, η οποία την εποχή του δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η σύλληψη του Θεού ως esse ipsum επανεμφανίζεται, για παράδειγμα, στο Νεοπλατωνισμό. Υπάρχει ένα γνωστό ανώνυμο σχόλιο στον Παρμενίδη του Πλάτωνα, το οποίο ο Pierre Hadot αποδίδει στον Πορφύριο — δηλαδή τον μαθητή, βιογράφο και εκδότη του Πλωτίνου — στο οποίο αναφέρεται ότι υπάρχει ένα «Είναι» ανώτερο του όντος (l’ente), το οποίο ταυτίζεται με την πράξη, με το energein, με την ενέργεια· και αυτή η ενέργεια είναι πράξη του Είναι. Αυτή, όπως σωστά σημειώνει ο Hadot, είναι η ίδια σύλληψη που βρίσκουμε αργότερα στον Θωμά και σε άλλους σχολαστικούς όταν μιλούν για τον Θεό ως esse ipsum.[ΕΔΩ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ Ή ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ. Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡ. ΠΑΛΑΜΑ ΟΤΙ ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ, ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΟΥΣΙΑ. ΠΡΟΣΘΕΤΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ, ΑΛΛΑ Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΥΣΙΟΣ ,ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ]

Υπάρχουν επίσης αποσπάσματα στον Πλωτίνο, στις Εννεάδες του, όπου ο ίδιος ο Πλωτίνος μιλά για το Ένα, για εκείνο το Ένα που προηγείται του όντος, λέγοντας ότι σε αυτό το Ένα, το Είναι και η πράξη συμπίπτουν· επομένως και ο Πλωτίνος φαίνεται να αντιλαμβάνεται αυτό το Ένα ως το ίδιο το Είναι.

Έτσι, τόσο ο Πορφύριος — αν αυτός είναι ο συγγραφέας του εν λόγω σχολίου — όσο και ο Πλωτίνος, αγνοούν τις κριτικές του Αριστοτέλη. Σημειώνεται ότι δεν αγνοούν τη Μεταφυσική του Αριστοτέλη, από την οποία λαμβάνουν π.χ. την έννοια της πράξης, της καθαρής πράξης· αλλά αγνοούν τις κριτικές του Αριστοτέλη στη συγκεκριμένη διδασκαλία του Πλάτωνα και την αναπαράγουν σαν να μην έχει ποτέ κριθεί. Και στην ίδια γραμμή θα βρούμε αργότερα χριστιανούς φιλοσόφους όπως τον Άγιο Αυγουστίνο, μουσουλμάνους φιλοσόφους όπως τον Αβικέννα, για να φτάσουμε τελικά στη μεγάλη σύλληψη του Θωμά Ακινάτη.

Μόνο πρόσφατα, πρέπει να το αναγνωρίσουμε, ορισμένοι θωμιστές έλαβαν υπόψη τους την κριτική του Αριστοτέλη. Ο πατέρας Brock, τον οποίο ανέφερα στην προηγούμενη διάλεξη, έχει επίσης επισημάνει επιτέλους τις μελέτες μου πάνω στο θέμα αυτό σε ένα περιοδικό διεθνούς εμβέλειας, όπως είναι η Review of Metaphysics, που εκδίδεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με τον τρόπο αυτό, ο σύγχρονος αναλυτικός θωμισμός άρχισε επιτέλους να λογοδοτεί στον Αριστοτέλη και διαπίστωσε — τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται, έχοντας διαβάσει τα έργα του Stephen Brock αλλά και άλλων θωμιστών, για τους οποίους θα μιλήσει ο συνάδελφος Ventimiglia στο δικό του μέρος του μαθήματος — ότι είναι δυνατόν να αποδοθεί, και ο ίδιος ο Θωμάς πράγματι αποδίδει, ένα άλλο νόημα σε εκείνο το «Είναι» που συγκροτεί την ουσία του Θεού.

Πρόκειται συγκεκριμένα, όπως έλεγα στο τέλος της προηγούμενης διάλεξης, για το «Είναι του Θεού» — για εκείνο το ιδιαίτερο και απολύτως προσδιορισμένο είδος Είναι, το οποίο αποτελεί το άθροισμα όλων των τελειοτήτων, και όχι απλώς την απλή ύπαρξη, όπως πίστευε ο — παρ’ όλα αυτά μεγάλος — Étienne Gilson.

"ΚΡΙΜΑ ΠΟΥ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΕΝΕΙ ΕΚΤΟΣ ΕΜΒΕΛΕΙΑΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: