Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Η ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ (5)

Συνέχεια από : Τετάρτη, 13 Ιουλίου 2011

4) Επιπλέον διευκρινίσεις
Ο μή-αντιφατικός χαρακτήρας της συμπτώσεως των αντιθέτων του Cusano φανερώνεται επίσης και απο τον προσδιορισμό της σημασίας με την οποία μπορούμε να πούμε πως το μέγιστο, δηλ, ο Θεός, είναι Ένα. Στο ένατο κεφάλαιο λοιπόν ο  Cusano βεβαιώνει πως το μέγιστο με την απόλυτη έννοια, όπως είναι νοητό με έναν ακατανόητο τρόπο, είναι επίσης και ονομαστέο με έναν ακατανόμαστο τρόπο, δηλ. τα ονόματα ή οι προσδιορισμοί που του αποδίδονται, λαμβάνονται με μία έννοια εντελώς διαφορετική απο εκείνη που έχουν συνήθως στον λογικό διάλογο, τόσο δέ που δέν αντιτίθενται ούτε μεταξύ τους πλέον.

Τα ονόματα, παρατηρεί ο Cusano, αποδίδονται απο την νόηση με μία σημασία που δέχεται πάντοτε ένα παραπάνω και ένα παρακάτω, δηλ. μία αναλογία, έναν αριθμό. Αλλ’ εάν ανεβαίνοντας την σειρά των αριθμών βρισκόταν όμως ένας άπειρος αριθμός, ο μοναδικός στον οποίο θα μπορούσε να αντιστοιχήσει το μέγιστο, θα εξέπιπταν όλες οι ιδιότητες που ανήκουν στον αριθμό, όπως να έχει ένα περισσότερο και ένα λιγότερο, δέν θα ήταν δηλ. πλέον ούτε αριθμός. Αναλογικά, εάν κατεβαίναμε στην σειρά των αριθμών, θα φτάναμε μέχρι την ενότητα, η οποία θα αντιστοιχούσε στο ελάχιστο, αλλα και πάλι σε αυτή την περίπτωση, δέν θα είχαμε πιά "έναν αριθμό", διότι η ενότης, βεβαιώνει ο Cusano, δέν είναι ένας αριθμός, διότι δέν δέχεται το περισσότερο και το λιγότερο, και είναι αντιθέτως, επειδή είναι ελάχιστο, η αρχή όλων των αριθμών. Ο Θεός επομένως μπορεί να ονομασθεί ΕΝΑ, με την έννοια του μέγιστου και του ελάχιστου, αλλά αυτό το όνομα δέν δείχνει καμμία αναλογία, κανέναν αριθμό.

Όπως έχουμε ήδη διευκρινίσει προηγουμένως, ο Cusano χρησιμοποιεί δύο διαφορετικές έννοιες του Ενός, το Ένα σαν ολότητα του πραγματικού, περιέχον όλα τα πράγματα, και το Ένα σαν αδιάσπαστο στοιχείο, που περιέχεται σε όλα τα πράγματα. Η ταυτότητά του δέν είναι καινούργια, διότι ξεκινά όπως μας μαρτυρά και ο Αριστοτέλης, απο τα άγραφα δόγματα του Πλάτωνος : σ’αυτά τα τελευταία δηλωνόταν ξεκάθαρα πως το Ένα δέν είναι αριθμός, αλλά η αρχή όλων των αριθμών, και ταυτοχρόνως πως είναι και το πιό καθολικό κατηγορούμενο, δηλ. η υπέρτατη ιδέα η οποία περιέχει όλες τις άλλες. Στον Cusano αυτή η ταυτοποίηση έγινε δυνατή απο το γεγονός πως ο λόγος του αφήνει κατα μέρος το γένος της ποσότητος, στο οποίο τοποθετούνται οι αριθμοί και επομένως και το γένος των συγκεκριμένων ονομάτων, τα οποία εκφράζουν επίσης αριθμούς για τον Cusano. Έτσι λοιπόν η κατηγορία εναντίον των Πλατωνιστών εκ μέρους του Αριστοτέλη, «είναι αδύνατον αυτοί οι χαρακτήρες να ανήκουν στον ίδιο χρόνο (sinuul) στο ίδιο πράγμα», η οποία απηχεί την αρχή της μή-αντιφάσεως, στην περίπτωση του Cusano δέν ισχύει.

Σ’ένα ανάλογο αποτέλεσμα, φτάνουμε εάν αποδώσουμε στο μέγιστο, δηλ, στον Θεό, το όνομα του Είναι, όπως αποδεικνύει ο Cusano στο έκτο κεφάλαιο. Επειδή δηλ, ο Θεός είναι το μέγιστο, δηλ, η ολότης τού Είναι, σ’αυτό δέν αντιτίθεται τίποτε, ούτε κάν το μή-είναι, και γι’αυτό μπορούμε να πούμε εντελώς αδιάφορα, πως αυτός είναι η πως αυτός δέν είναι. Σ’αυτές τις τελευταίες εκφράσεις , όπως φαίνεται, διακρίνεται η πρόθεση να πάει ενάντια στήν αρχή της μή-αντιφάσεως, και επίσης και στην συμπληρωματική της αρχή που είναι η αρχή του τρίτου εξαιρουμένου. Παρ’όλα αυτά πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε πώς το είναι και το μή-είναι κατανοημένα μ’αυτόν τον τρόπο είναι στ’αλήθεια δύο αντίθετα κατηγορήματα, ή ότι είναι αντίθετα κάτω απο την ίδια εκτίμηση.

Αυτό που συμπεραίνεται από την εξέταση των πρώτων κεφαλαίων της Docta Ignorantia (Η Θεία αγνωσία) λοιπόν, από το ένα μέρος είναι πως ο Cusano έχει όντως πρόθεση να αγνοήσει την αρχή της μή-αντιφάσεως, ή να την ξεπεράσει, και απο το άλλο, το γεγονός πως στην πραγματικότητα δέν την αφανίζει, διότι αφήνει κατα μέρος τις συνθήκες ισχύος όπως ορίσθηκαν στην έκφραση αυτής της τελευταίας αρχής, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μία αληθινή αντίφαση, δηλ. όχι μόνον την συγχρονότητα των αντιθέτων κατηγορημάτων, αλλά επίσης και την ταυτότητα των εκτιμήσεών τους.

Φυσικά αυτό ισχύει σε σχέση με τον Θεό κατανοημένο σαν άπειρο εν ενεργεία, δηλ. σαν ολότητα τής πραγματικότητος, υπερβαίνουσα όλες τις κατηγορίες. Μένει ανοιχτό μόνον το πρόβλημα της συμπτώσεως των αντιθέτων στην ουσία (quidditas) των πεπερασμένων πραγματικοτήτων, την οποία διαβεβαίωσε επίσης ο Cusanο, όπως είδαμε.

Πώς εξηγείται όμως, η στάση που κράτησε, απέναντι στην αρχή της μή-αντιφάσεως; Πολύ πιθανόν με την αρνητική ιδέα που είχε ο Cusano της έν λόγω αρχής, σαν μία αρχή ανεφάρμοστη στην μεταφυσική, δηλ. στην καθαυτή φιλοσοφική γνώση. Θα ήταν ενδιαφέρον να ερευνηθεί στο ιστορικό επίπεδο τί πράγμα καθόρισε την ωρίμανση μίας τέτοιας ιδέας μέσα του. Πολύ πιθανόν να χρειαζόταν να πάμε πίσω στην κριτική στην μεταφυσική, η οποία αναπτύχθηκε βασισμένη στην αρχή της μή-αντιφάσεως, απο τον Nicola di Autrecourt, όπου, αυτή η αρχή προσδιορίζεται σαν απλή και καθαρή αρχή της ταυτότητος, δηλ.-για να το πούμε με τον Hegel—σάν άδεια ταυτολογία, ή οποία συνίσταται μόνον στην βεβαίωση πως το Α είναι ταυτόσημο με το Α, ανεχόμενη επομένως την αντίφαση οποιουδήποτε άλλου κατηγορήματος. Αλλα αυτό θα απαιτούσε μία περαιτέρω έρευνα.

                                            Τέλος


ΣΧΟΛΙΟ :  Όπως βλέπουμε ξεκάθαρα λοιπόν η σύμπτωση των αντιθέτων μπορεί καί αγνοεί τις αντιφάσεις, διότι αποφασίστηκε, στα χνάρια του Πλωτίνου, πως ο Θεός είναι το Άπειρο. Κάτι αδιανόητο και ανόητο για την Ορθοδοξία. Κάτι που συναντήσαμε ακόμη και στο κείμενο του Ratzinger . Κάτι που επιτρέπει στο Ζηζιούλα να μιλήσει για διαλεκτική κτιστού και ακτίστου (δηλ, απείρου και πεπερασμένου), τα οποία εν τέλει ταυτίζονται και γεννούν το έκτρωμα της ευχαριστιακής εσχατολογίας. Αυτη η ταύτιση των αντιθέτων ξεκινά απο τον Αυγουστίνο, ο οποίος έθεσε τις βάσεις της μετάλλαξης της φιλοσοφίας σε ψυχολογία. Την οποία τελειοποίησε ο Ακινάτης, προσδιορίζοντας τον Θεό σαν Actus Purus, ή υπέρτατο Είναι, όπως είδαμε στον Ratzinger. Με την αναλογία δέ και την ιεραρχία προσέφεραν αυτές τις ιδιότητες του απείρου και στο πεπερασμένο σαν ένα είδος θεώσης. Και γι’αυτό η επιστήμη έχει βαλθεί να νικήσει τον Θάνατο, το τελευταίο όριο πρίν την τελική μας προσχώρηση στο άπειρο, στον Θεό, πρίν κατορθώσουμε να γεννιόμαστε κατευθείαν μέσα στον Θεό. Η φιλοσοφία του προσώπου είναι ένας καρπός αυτής της μειώσεως των πάντων σε ψυχολογία.

Και όμως οι Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως ο Παλαμάς, ο οποίος αντιμετώπισε τον Βαρλαάμ, τον μαθητή του απείρου, επιμένουν: το αιώνιο και το άπειρο δέν υφίστανται παρά μόνον στην διάνοια, διότι δέν είναι προσδιορισμοί του Θεού, διότι υπάρχουν του Θεού ένεκεν, όπως το μηδέν υπάρχει της Δημιουργίας ένεκεν, ποιός ασχολείται όμως με τους Πατέρες; Αυτη την Θεία αγνωσία ή τον γνωστό Νεοπλατωνικό Γνόφο αγνωσίας προσπάθησε στον καιρό του να εισάγει στο Βυζάντιο ο Βαρλαάμ και δέν τα κατάφερε. Κάτι που έγινε εφικτό σήμερα με την φιλοσοφία του προσώπου. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να δεί καθαρά πως αυτή η σύμπτωση των αντιθέτων κυριαρχεί απολύτως στην θεολογία του Ratzinger και είναι μάλιστα λογικώς υπεύθυνη για την Ένωση των Εκκλησιών, παρ' όλες τις διαφορές και τις αντιθέσεις. Οι οποίες θα λυθούν σε μία υπέρτερη σύνθεση, στην οικουμενική Εκκλησία.

Εμείς θα συνεχίσουμε τις διευκρινίσεις και θα αποκαταστατήσουμε την αληθινή αξία του Μέτρου των αρχαίων έναντι της άπειρης διάλυσης και ανοησίας των μοντέρνων. Σήμερα το άπειρο εικονίζεται στην σύγχρονη ειδωλολατρεία σαν ΝΕΟ. Διότι ο νέος είναι άπειρος, με άπειρες δυνατότητες, δηλ, με αδυναμία ωριμάνσεως, δηλ, ευνούχος και καταραμένος, χωρίς καρπό. Κάτι που διαφημίζει στην Ορθοδοξία η Ακαδημία Βόλου, δηλ, ο κ.Καλαϊτζίδης.

Το παιχνίδι για την ανθρωπότητα χάθηκε με τον Ακινάτη και το διαφορετικό απόλυτο που επέβαλε για να εδραιώσει την ανθρωπολογία του. Διότι θεολογία με την αληθινή Πατερική έννοια δέν υπάρχει στη Δύση και δέν υπήρξε ποτέ, αρχής γενομένης απο τον Αυγουστίνο. Μπορείτε να δείτε, εάν...., και την ανάρτηση ο Θεός των φιλοσόφων.

Αμέθυστος.


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ.