Συνέχεια απο : Δευτέρα, 13 Ιουνίου 2011
Βιβλία Γ, Δ, Ε - ΙV, V, VI
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί την λέξη ουσία για να δείξη το πρώτο από τα νοήματα τού Είναι,εκείνο το γένος δηλ, των όντων που υπάρχουν με την δυνατή έννοια και λόγω των οποίων υπάρχουν και τα υπόλοιπα. Τα υπόλοιπα δέν είναι ουσία, αλλά βρίσκονται σε σχέση με την ουσία, επειδή είναι ποιότητες της ουσίας, είναι πρόοδοι της ουσίας, είναι συμβεβηκότα της ουσίας, δηλ, υπάρχουν επειδή διαθέτουν μία κάποια σχέση με την ουσία, είναι εκείνες που ονομάζουμε κατηγορίες και είναι διαφορετικές απο την ουσία: ποιότης, ποσότης, σχέση, τόπος, χρόνος, πράξη, έχειν κ.τ.λ. ο Αριστοτέλης σε κάποιο σημείο δείχνει δέκα, σε κάποιο άλλο δείχνει να είναι οκτώ, αλλού έξι, αλλά δέν έχει τόση σημασία ο αριθμός τους. Διότι εκείνο που έχει σημασία είναι ότι μ’αυτή την τακτοποίηση εμείς κατανοούμε κάθε όν και τακτοποιούμε όλα τα όντα σε γένη τα οποία είναι διαφορετικά μεταξύ τους, δέν είναι είδη ενός μοναδικού γένους, αλλά παραμένουν δεμένα μεταξύ τους λόγω της κοινής αναφοράς στην ουσία, η οποία καταλήγει να είναι το πρώτο γένος. Αυτός ο δεσμός κατά τον Αριστοτέλη είναι ικανή συνθήκη για να εξασφαλίση και να σιγουρέψει την ενότητα της επιστήμης του Είναι. Επομένως η εν λόγω επιστήμη είναι διαφορετική απο όλες τις άλλες επιστήμες, διότι οι άλλες ασχολούνται με ένα και μόνο γένος, ενώ αυτή ασχολείται με μία πολλαπλότητα γένων, τα οποία όμως δένονται μεταξύ τους απο αυτή την σχέση, απο αυτή την σχετική ομωνυμία,και έτσι, αφού η ουσία είναι το πρώτο απο τα νοήματα του Είναι, για να ερευνήσουμε τις πρώτες αιτίες του Είναι σαν Είναι πρέπει πρώτα απ’όλα να ψάξουμε τις πρώτες αιτίες της ουσίας (1003/012.19)
Ο ορισμός της επιστήμης των πρώτων αιτίων σαν επιστήμης του Είναι σαν Είναι, που εμφανίζεται στην αρχή του βιβλίου Γάμμα, και κατα συνέπεια η δήλωση της ενότητος του Είναι,βασισμένης στην σχετική ομωνυμία, ανάγκασαν μερικούς φιλοσόφους, και μοντέρνους και συγχρόνους, να πούν πώς ο Αριστοτέλης με την μεταφυσική του, δημιουργεί την λεγόμενη οντολογία, δηλ, την επιστήμη του όντος, του Είναι. Αυτό ίσως είναι αλήθεια αλλα δέν είναι, όλη η αλήθεια. Διότι ξεχνούμε το γεγονός πώς τον Αριστοτέλη, απο το Είναι ενδιαφέρουν ουσιαστικώς και βασικώς οι πρώτες αιτίες.
Είναι αλήθεια πώς ο Αριστοτέλης εισάγει την έννοια του Είναι σαν Είναι και αυτή ενώνει και επομένως κάνει δυνατή την επιστήμη που ερευνούμε, αλλά απο την στιγμή που εισάγεται αυτή η έννοια, η έρευνα πρέπει να ολοκληρωθεί ακόμη, διότι βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή. Αυτή είναι η συνθήκη της δυνατότητος της έρευνας και ο Κάντ θα έλεγε πώς είναι μία υπερβατική συνθήκη, η οποία κάνει δυνατή την επιστήμη, αλλα όμως δέν είναι ακόμη αυτή η ίδια η επιστήμη. Θα δούμε στην συνέχεια πώς αναπτύσσεται, μετά απο αυτή την συνθήκη η έρευνα για τις πρώτες αιτίες. Αυτή η ίδια η έννοια του Είναι σαν Είναι, εξάλλου επιτρέπει στον Αριστοτέλη να λύσει και τις τέσσερις ή πέντε πρώτες απορίες,διότι στο Είναι σαν Είναι περιέχονται και η ουσία και οι υπόλοιπες κατηγορίες και επομένως στην ερώτηση : είναι η ίδια επιστήμη αυτή που ερευνά την ουσία όπως και τις άλλες κατηγορίες; Η απάντηση είναι θετική, διότι όλες οι κατηγορίες υπεισέρχονται στο Είναι σαν Είναι. Και επιπλέον στο Είναι σαν Είναι εφαρμόζουν οι αρχές όλων των αποδείξεων : η αρχή της μή-αντιφάσεως και η αρχή του τρίτου εξαιρουμένου και επομένως εναπόκειται σ’αυτή την επιστήμη να ερευνήσει επίσης και τις αρχές της αποδείξεως. Έτσι λοιπόν, λόγω αυτής της έννοιας, ο Αριστοτέλης, λύνει τις πρώτες απορίες, εκείνες που ανήκουν στον μεθοδολογικό ή επιστημολογικό τύπο και αφορούν την δυνατότητα της εν λόγω επιστήμης.
Φυσικά αναφερόμενοι σ’αυτές τις απορίες, ακουμπάμε θέματα και προβλήματα υπέρτατου ενδιαφέροντος απο φιλοσοφικής απόψεως.
Αναφερθήκαμε μόλις στις κοινές αρχές όλων των αποδείξεων.Δηλ, στην αρχή της μή-αντιφάσεως και στην αρχή του τρίτου εξαιρουμένου. Το υπόλοιπο του βιβλίου Γάμμα, απο το τρίτο κεφάλαιο καί μέχρι το όγδοο, είναι ολοκληρωτικώς αφιερωμένο στην έκθεση και στον έλεγχο αυτών των δύο αρχών.Αποτελούν αναμφισβήτητα την οντολογική στιγμή, το οντολογικό μέρος της διαπραγμετευόμενης επιστήμης. Δέν μπορούμε λοιπόν να αποφύγουμε να αναφερθούμε τουλάχιστον στην πιό διάσημη έκφραση της αρχής της μή-αντιφάσεως η οποία περιέχεται ακριβώς στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου Γάμμα. ΄΄Είναι αδύνατον --λέει ο Αριστοτέλης—στο ίδιο αντικείμενο, στον ίδιο χρόνο και κάτω απο την ίδια γωνία, πλευρά, να ανήκει και να μήν ανήκει μία συγκεκριμένη ιδιότητα’’ (1005 b 19-20)
Και εδώ υπήρξαν πολλές ακατανοησίες. Ειπώθηκε πώς αυτή είναι η αρχή της ταυτότητος η επιχειρήθηκε να αποδοθεί στον Αριστοτέλη η λεγόμενη αρχή της ταυτότητος. Στον μεσαίωνα ήδη, στην σχολή του Scotus Eringena, εμφανιζόταν μία πρώτη έκφραση της αρχής της ταυτότητος, με την μορφή το όν είναι όν (ens est ens) πάντως η αρχή της ταυτότητος στην μοντέρνα φιλοσοφία,ξεκινώντας απο τον Leibniz διατυπώνεται σαν ΄΄Α είναι Α’’, ή μέσω συμβόλων αλγεβρικών Α=Α. Αυτή η αρχή δέν υπάρχει στον Αριστοτέλη. Η αρχή της μή-αντιφάσεως δέν αφορά ένα μοναδικό αντικείμενο, αλλα αφορά εάν ένα κατηγόρημα ανήκει ή δέν ανήκει σ’ένα υποκείμενο και έτσι αν δέν θέλουμε να το διατυπώσουμε με σύμβολα, δέν φτάνει να πούμε ΄΄Α είναι Α’’, αλλά πρέπει να πούμε : είναι αδύνατον το Α να είναι, ταυτοχρόνως και κάτω απο την ίδια πλευρά Β και επίσης όχι-Β. Αυτό που η αρχή ξεκαθαρίζει σαν αδύνατο, είναι ο ταυτοχρόνος ορισμός ενός και του αυτού υποκειμένου μέσω δύο αντιθέτων κατηγορουμένων. Επομένως η αρχή αυτή δέν αφορά την ταυτότητα του υποκειμένου με τον εαυτό του, αλλά την κατοχή εκ μέρους ενός υποκειμένου ενός αριθμού καθορισμών, οι οποίοι δέν μπορούν ταυτόχρονα να του ανήκουν και να μήν του ανήκουν. Μπορούν να του ανήκουν μόνο σε διαφορετικές στιγμές ή κάτω απο διαφορετικές όψεις . Αυτό το πράγμα τονίζεται ιδιαιτέρως διότι η διάσημη κριτική του Hegel σ’αυτές τις αρχές, μέσα απο την οποία μάλιστα δημιούργησε μία νέα λογική, δέν δικαιολογείται απέναντι στον Αριστοτέλη, δικαιολογείται μόνον απέναντι στην μοντέρνα διατύπωση της αρχής της ταυτότητος.
Εάν η βασική αρχή όλης της λογικής και όλης της οντολογίας είναι η αρχή της ταυτότητος, η οποία δηλώνει απλώς πως Α είναι Α δηλ, ένα όν είναι εκείνο το όν, τότε έχει δίκαιο ο Hegel όταν λέει πώς αυτή είναι μία κενή ταυτολογία, ότι δηλ, δέν μας βοηθά να γνωρίσουμε τίποτε απο το εν λόγω όν. Όταν λέμε το δένδρο είναι το δένδρο—μάλιστα ο Hegel προσθέτει σαν παράδειγμα και το ΄΄Ο Θεός είναι ο Θεός’’- και να τα δηλώσουμε λοιπόν αυτά,πάλι δέν μας βοηθούν να γνωρίσουμε τίποτε ούτε απο τον Θεό, ούτε απο το δένδρο.
Και όμως δέν ήταν αυτή η αρχή που διατυπώθηκε απο τον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης δέν περιοριζόταν να επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα,δηλ, να δηλώσει μία ταυτολογία. Αναγνώριζε πώς σε κάθε υποκείμενο σε κάθε όν,ανήκει μία πολλαπλότης, μία ποικιλία καθορισμών. Εγώ δέν λέω μόνον πώς Α είναι Α, αλλά πρέπει να πώ πώς Α είναι Β, Α είναι Γάμμα, Α είναι Δ, και πολλά άλλα πράγματα, έτσι ώστε να μπορώ να καθορίσω το αντικείμενο Α με πολλούς τρόπους. Ο μοναδικός όρος που μού βάζει η αρχή της μή-αντιφάσεως, είναι πώς αυτοί οι καθορισμοί δέν ανήκουν ταυτοχρόνως στα αντίθετα τους στο ίδιο υποκείμενο,πράγμα το οποίο θα γεννούσε μία αντίφαση. Εάν έλεγα πώς Α είναι ταυτοχρόνως κάτω απο την ίδια άποψη, Β και επίσης πώς δέν είναι Β αυτό θα ήταν μιά αντίφαση. Τώρα στην πραγματικότητα, κατά τον Αριστοτέλη, δέν υπάρχει θέση για την αντίφαση, και γι’αυτό ένας λόγος που πέφτει σε αντίφαση είναι ένας ψεύτικος λόγος, που σημαίνει ότι δέν ταιριάζει με την πραγματικότητα, που δέν μου λέει, που δέν φωτογραφίζει την πραγματικότητα,διότι στην πραγματικότητα δέν είναι δυνατές οι αντιφάσεις.
Στο βιβλίο Γάμμα, ο Αριστοτέλης μας λέει πώς αυτό είναι μία αρχή. Τί πράγμα είναι μία αρχή; Κάτι πρώτο, κάτι που δέν προέρχεται απο άλλο και επομένως δέν μπορεί να αποδειχθεί.
Είναι η συνθήκη όλων των αποδείξεων, αλλά δέν αποδεικνύεται.Είναι δυνατόν να υπάρξει κάποιος διάλογος, γύρω απο αυτή την αρχή, εάν κάποιος απαιτεί να την αρνηθεί, είναι δυνατόν να αποδειχθεί πώς μία τέτοια άρνηση δέν μπορεί ούτε να συσταθεί διότι για να μπορέσουμε να αρνηθούμε την αρχή της αντιφάσεως πρέπει αν μιλήσουμε, πρέπει να πούμε κάτι με σημασία.
Διότι εάν κάποιος δέν μιλά ή λέει κάτι άνευ σημασίας, είναι σάν ένα φυτό, λέει ο Αριστοτέλης, και με τα φυτά δέν υπάρχει διάλογος, δέν υπάρχει ανάγκη διαλόγου. Εάν αντιθέτως κάποιος πεί πώς θέλει να μιλήσει, πρέπει να πεί κάτι, κάτι που να έχει την σημασία του. Αλλά την στιγμή που αυτό που λέει έχει εκείνη την συγκεκριμένη σημασία, δέν αρνείται αλλα επιβεβαιώνει την αρχή της μή-αντιφάσεως, διότι λέει ότι εκείνο το πράγμα, έχει αυτή την σημασία και όχι την αντίθετη έτσι λοιπόν ακόμα και εκείνος που αρνείται την αρχή της μή-αντιφάσεως , στην πραγματικότητα,ενώ πιστεύει πώς τήν αρνείται, ενώ θέλει να την αρνηθεί την επιβεβαιώνει. Αυτή–λέει ο Αριστοτέλης –δέν είναι μία απόδειξη, ή είναι μιά γενική απόδειξη και την ονομάζει : απόδειξη μέσω ανασκευής (1006 a 11-28). Είναι μία άμυνα, είναι μία ανασκευή των αρνήσεων.
Αμέθυστος
5 σχόλια:
Βραχυκυκλώθηκα. Καλοκαιριάτικα.
Με τη ζέστη και ENRICO BERTI κατακέφαλα. Τι κακό έκανα;
Την πατήσαμε ανώνυμε φίλε/η. Φοβάμαι πως έχουμε γίνει φυτά. Ή homo olimeraparalia. «Με τα φυτά δεν υπάρχει διάλογος, δεν υπάρχει ανάγκη διαλόγου». Ίσως κάποτε ξαναγίνουμε άνθρωποι. Ας βάλουμε αρχή από τώρα.
Γειά σου φίλε Κ.Τ., ελπίζουμε νά πήγες καλά σέ όλα.
Φίλε Κ.Τ. εμείς οι Έλληνες είμαστε πλέον ψυχρόαιμοι κι έχουμε ανάγκη τήν έκθεση στόν ήλιο, νά αισθανθούμε λίγο τή θέρμη τής ζωής, γιατί σέ λίγο έρχεται πάλι χειμώνας καί θά ξαναπέσουμε όλοι μας σε χειμερία νάρκη.
Έχεις δίκιο αμέθυστε. Γίναμε ψυχρόαιμοι. «Περί αίματος σφοδρότατον ανταγώνισμα γίγνεται» κι εμείς αυτόν τον αγώνα τον χάσαμε. «Ουαί τι απώλεσας»!
Αφού λοιπόν η θέρμη δεν έρχεται από τα μέσα μας ας αρκεστούμε στην εύκολη του έξω. Μιας και δίχως θέρμη η ζωή δεν είναι ζωή. Μόνο να μην καούμε. Τι να μην καούμε που γίναμε κάρβουνο!
Πάντων ένεκεν.
Σε μένα μιλάς, αγαπητέ;
Αν μιλάς σε μένα σου λέω ότι έχω να πάω σε παραλία κάτι χρονάκια τώρα.Άρα; αλλού οφείλεται η αποβλάκωσή μου.
Δημοσίευση σχολίου